.
.
.
.
Η συγκρότηση του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτέλεσε σημαντική τομή στην ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα, τομή που έχει ήδη αρχίσει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων τάξεων στον τόπο μας αλλά και να προκαλεί ευρύτερο ενδιαφέρον ως πρωτότυπη πολιτική πρωτοβουλία. Πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις της Αριστεράς, με διαφορετικές καταβολές, με διαφορετική ιστορία, με διαφορετικές εμπειρίες, μαζί με πολλούς ανέντακτους αγωνιστές και αγωνίστριες, αποφάσισαν να απαντήσουν στον κατακερματισμό και την αναποτελεσματικότητα που χαρακτήριζαν μέχρι πρόσφατα την Αριστερά με την κοινή τους δράση. Αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα προβλήματα, παλιά και νέα, με διαρκή και ενεργό διάλογο, χωρίς να επαφίενται στις έτοιμες συνταγές του παρελθόντος, αποφάσισαν να διαμορφώσουν από κοινού το πολιτικό πλαίσιο που θα καθιστούσε ξανά την Αριστερά πρωταγωνίστρια των εξελίξεων στη χώρα μας. Κι αυτό χωρίς προκαταβολικούς αποκλεισμούς, δηλαδή αφήνοντας μόνιμα και ενεργά ανοιχτό το ενδεχόμενο να ενταχθούν στο ίδιο πλαίσιο όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς. Ήδη αποδείχθηκε ότι η ενότητα και η κοινή δράση ανταποκρίνονται στις διαθέσεις και τις προσδοκίες της μεγάλης πλειοψηφίας των αριστερών της χώρας. Ταυτόχρονα, η ενότητα και η κοινή δράση εξακολουθούν να αποτελούν στόχο η ολοκληρωμένη επίτευξη του οποίου μπορεί να διαρρήξει αποφασιστικά το πλαίσιο της δικομματικής εναλλαγής και να αλλάξει ριζικά το πολιτικό τοπίο στον τόπο μας.
Στρατηγικός στόχος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ο σοσιαλισμός, ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο, ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα. Κοινή πεποίθηση όλων των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, όλων των δυνάμεων που συσπειρώνει, ενταγμένων και ανέντακτων, είναι ότι το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού συσσώρευσε και εξακολουθεί να συσσωρεύει μύρια δεινά για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ότι ο σκληρός πυρήνας του -η απόλυτη προτεραιότητα του κέρδους- δεν επιδέχεται εξωραϊσμό. Τόσο οι αγώνες των εργαζομένων όσο και οι εσωτερικές αντιφάσεις του τείνουν να αλλάξουν πολλά από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα έχει μέχρι στιγμής κατορθώσει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε νέες συνθήκες -κάποιες φορές, είναι αλήθεια, με εντυπωσιακή ευελιξία- προκειμένου να κρατήσει αλώβητο τον πυρήνα του, δηλαδή να διαιωνίσει τις διαδικασίες επίτευξης του μέγιστου κέρδους.
Η ένταση της εκμετάλλευσης και το μέγεθος των ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα υπόκεινται πάντοτε στους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και εξαρτώνται από τη δράση των εργαζόμενων τάξεων. Κατά συνέπεια, η διεκδίκηση αιτημάτων και οι μικρές ή μεγαλύτερες νίκες που επιτυγχάνονται αποτελούν βήματα που οικοδομούν ευνοϊκότερους συσχετισμούς προς την κατεύθυνση μιας κοινωνίας αλληλεγγύης, ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, βήματα που μπορούν, ακόμη, να αλλάξουν θεσμούς ή να δημιουργήσουν νέους, με κύριο περιεχόμενο την ανάδειξη και τη διεύρυνση της ουσιαστικής δημοκρατικής συμμετοχής. Τέτοιες επιμέρους κατακτήσεις οφείλουν να τυγχάνουν μόνιμης υπεράσπισης, να διευρύνονται και να εμβαθύνονται διαρκώς, προκειμένου να μην αποτελέσουν απλές δικλείδες ασφαλείας ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος το οποίο, στη ρίζα του, δεν μπορεί να αποκτήσει ανθρώπινο ή έστω οικολογικό πρόσωπο. Από την άλλη μεριά, ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία δεν συνιστά ουτοπικό όραμα. Συνιστά, αντίθετα, πολιτικά επιτεύξιμο στόχο. Στις σημερινές συνθήκες μάλιστα, η επικαιρότητα του στόχου αυτού, η επικαιρότητα του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, αναδεικνύεται πλατιά, κινητοποιώντας δυνάμεις σε διαρκώς ευρύτερη κλίμακα λίγο πολύ παντού στον πλανήτη.
Η επίτευξη ενός στόχου τέτοιας σημασίας απαιτεί την αντίστοιχη αξιόπιστη στρατηγική, στρατηγική που δεν μπορεί παρά να ξεκινά από το γεγονός ότι η χώρα μας είναι ευρωπαϊκή χώρα του ώριμου καπιταλισμού με ισχυρές δημοκρατικές παραδόσεις. Αν ο σοσιαλισμός που διεκδικούμε είναι σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, τότε ο δρόμος που οδηγεί σε αυτόν δεν μπορεί παρά να είναι και ο ίδιος δημοκρατικός. Οι επιμέρους τομές, οι μεταρρυθμίσεις, οι ρήξεις, οι διαρθρωτικές αλλαγές μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας που θα απαιτηθούν δεν μπορεί παρά να προκύψουν από τη δράση των πολλών και δεν μπορούν παρά να στηρίζονται στην ενεργό συμμετοχή, την πλατιά συναίνεση, τη ρητή δημοκρατική έγκριση. Τη μάχη για το σοσιαλισμό τη δίνουμε ήδη από σήμερα, προσπαθώντας να συμβάλουμε στις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται, ενισχύοντας πάντοτε την αρχή της δημοκρατικής συμμετοχής και προβάλλοντας πάντοτε το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Μαχόμαστε συστηματικά τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσιασμού και τη βία που συνδέεται μαζί τους, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μόνο η συλλογική δημοκρατική δράση των πολλών είναι ικανή να φέρει αποτελέσματα που θα βελτιώνουν τις συνθήκες της ζωής όλων. «Πεφωτισμένες ηγεσίες» ή συνωμοτικές ομάδες που θέτουν τον εαυτό τους υπεράνω των πολλών, «παραδειγματικές ενέργειες» που επιδιώκουν να υποδείξουν τον «εχθρό» σε όσους δήθεν δεν τον γνωρίζουν, πράξεις ατομικής ή στοχευμένης βίας που τρομοκρατούν τους πολλούς, αποδιώχνοντάς τους έτσι από τις συλλογικές διαδικασίες μαχητικής διεκδίκησης και πάλης, αντιστρατεύονται τις αρχές μας, υπονομεύουν τον πάντοτε δημοκρατικό αγώνα μας και απομακρύνουν την προοπτική της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο και υπό αυτούς τους όρους, το κεντρικό καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ, το καθήκον που δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξή του, είναι το να συμβάλλει συστηματικά στην ενεργοποίηση και στη συσπείρωση των εργαζόμενων τάξεων, καθώς και το να συνθέτει τα αιτήματά τους στη συνεκτική πολιτική στρατηγική που αποσκοπεί στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης, μιας κοινωνίας ουσιαστικά δημοκρατικής, μιας κοινωνίας σοσιαλιστικής.
Η χάραξη της στρατηγικής αυτής δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σε συνάρτηση με τους αγώνες σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο που ήδη αναλαμβάνονται και μέλλει να αναληφθούν, απαιτείται η σοβαρή και πολυδιάστατη θεωρητική επεξεργασία ολόκληρης της εμπειρίας που συσσώρευσε εν προκειμένω ο 20ός αιώνας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πείσει αν δεν δείξει προς πάσα κατεύθυνση, τόσο θεωρητικά όσο και έμπρακτα, με ολόκληρη τη δράση και τη λειτουργία του, ότι έχει διδαχθεί από την εμπειρία αυτή και ότι έχει κατανοήσει σε βάθος τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκαν όλες λίγο πολύ οι απόπειρες εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού κατά τον 20ό αιώνα. Πρέπει, επομένως, να αποδείξει και να αποδεικνύει καθημερινά ότι ο δρόμος που ο ίδιος ακολουθεί δεν οδηγεί σε ανάλογα αδιέξοδα και ότι είναι πάντα σε θέση να διδάσκεται από τα λάθη του παρελθόντος και να τα διορθώνει.
Η στρατηγική για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί στην απάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και να εμφορείται από τις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς -την αλληλεγγύη, την ισότητα, τη συναδέλφωση, τη γενική ελευθερία, την καθολική δικαιοσύνη- και να προσανατολίζεται σύμφωνα με τις ιδέες της. Από την άλλη μεριά, η ίδια στρατηγική δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τα συσσωρευμένα σήμερα μεγάλα προβλήματα στον τόπο μας και διεθνώς. Μόνο αν απαντήσει πειστικά σε αυτά τα συγκεκριμένα προβλήματα θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει καταλυτικά για την ανατροπή των υφιστάμενων κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και να συμβάλει στη συγκρότηση της απαιτούμενης νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, της πλειοψηφίας που θα μπορέσει να διεκδικήσει αλλά και θα είναι σε θέση να υλοποιήσει, όταν το επιτρέψουν και το απαιτήσουν οι περιστάσεις, το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που προτείνεται εδώ αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι ένα πρόγραμμα που προσπαθεί να υπηρετήσει τη σοσιαλιστική στρατηγική ξεκινώντας από την απάντηση στα τρέχοντα μεγάλα προβλήματα, όπως αυτά διαμορφώνονται στις συγκεκριμένες σήμερα συνθήκες, συνθήκες που έχουν αλλάξει δραματικά σε σχέση με το χθες και οι οποίες συνεχίζουν να αλλάζουν ραγδαία.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που καταθέτουμε:
Είναι το πρόγραμμα που επιδιώκει να συσπειρώσει τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται καίρια από την υπάρχουσα κατάσταση, το πρόγραμμα που διατυπώνει τις ώριμες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που έχει ανάγκη η κοινωνία μας, το πρόγραμμα που δίνει πολιτική έκφραση στα λαϊκά αιτήματα που διεκδικούνται σήμερα δυναμικά αλλά και σε εκείνα που βρίσκονται σήμερα υπό διαμόρφωση.
Είναι το πρόγραμμα που συναρθρώνει σε ενιαίο σύνολο τους στόχους του αγώνα μας. Οι προγραμματικοί στόχοι που θέτει δεν αποδέχονται τους περιορισμούς που απορρέουν από τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο, ούτε συμβιβάζονται με τους αντίστοιχους καταναγκασμούς, γιατί βρίσκονται σε ριζική αντίθεση με την κυρίαρχη σήμερα πολιτική στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο και τα συμφέροντα που υπηρετεί. Οι προγραμματικοί μας στόχοι δεν δεσμεύονται από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ενώ βρίσκονται σε αντιπαράθεση με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Δεν δεσμεύονται από τις παγιωμένες καταστάσεις που έχει επιβάλει η πολύχρονη μονοπώληση της εξουσίας από τις δυνάμεις του δικομματισμού, από τη γενικευμένη κομματικοποίηση και διαπλοκή, από τη διάχυτη διαφθορά, από την κοινωνική αποσύνθεση. Αντίθετα, οι προγραμματικοί μας στόχοι συνιστούν πρόταση ρήξης, ανατροπής και υπέρβασης του πλαισίου που διαμορφώνει αυτούς τους περιορισμούς και καταναγκασμούς. Οι στόχοι αυτοί δεν είναι ούτε ουτοπικοί ούτε ανέφικτοι. Είναι όλοι άμεσα διεκδικήσιμοι, γιατί, εφόσον αναπτυχθούν οι αντίστοιχοι αγώνες, κάποιοι από αυτούς μπορούν να επιτευχθούν ακόμη και σήμερα. Ωστόσο, έχουμε επίγνωση ότι η υλοποίηση του προγράμματος στο σύνολό του προϋποθέτει διαφορετικούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και διαφορετικές δομές εξουσίας, συσχετισμούς και δομές που καλείται να προωθήσει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, εκείνη που οικοδομείται καθημερινά από τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Είναι το πρόγραμμα που θέτει στο επίκεντρό του τα μεγάλα αιτήματα-στόχους που έχουν αναδειχθεί στον τόπο μας και διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για αιτήματα-στόχους των οποίων η ικανοποίηση καθίσταται ήδη εξαιρετικά επείγουσα από την τρέχουσα μείζονα οικονομική και κοινωνική κρίση. Αυτά είναι: η ριζική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας μας υπό τις αρχές της αειφορίας και της σύμμετρης ανάπτυξης, σε συνάρτηση με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και υπό παραγωγικές σχέσεις που θα γέρνουν διαρκώς την πλάστιγγα προς όφελος της εργασίας. Η αποκατάσταση μηχανισμών αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου προς όφελος των εργαζομένων. Η εξασφάλιση για όλες και όλους δουλειάς, αξιοπρεπούς μισθού ή σύνταξης, στέγης, παιδείας, κατάρτισης, υγείας, κοινωνικής ασφάλειας και ουσιαστικής συμμετοχής στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Η προστασία και διεύρυνση του δημόσιου χώρου, της δημοκρατίας, των κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Η ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και των θεσμών. Η πάταξη της γενικευμένης διαπλοκής και της διάχυτης διαφθοράς. Η μαχητική επιδίωξη και εμπέδωση της διαρκούς ειρήνης στη γειτονιά μας και παντού στον κόσμο. Η πολιτιστική αναγέννηση.
Τέλος, είναι το πρόγραμμα που συσπειρώνει τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Είναι το πρόγραμμα των δυνάμεων που τον συγκροτούν, των επιμέρους συνιστωσών του και των ανέντακτων αριστερών. Αλλά είναι και το πρόγραμμα όσων των προσεγγίζουν ή προσβλέπουν σε αυτόν ως δύναμη αντίστασης και ελπίδας. Αποτυπώνει τις αξίες που μας ενώνουν, τις προοπτικές που μας κινητοποιούν και τους ώριμους στόχους της πάλης μας.
Το πρόγραμμα που καταθέτουμε δεν είναι προϊόν εγκεφαλικών κατασκευών, παραλυτικών συμβιβασμών ή άθροισμα συνθημάτων. Είναι καρπός συλλογικής προσπάθειας, αποτέλεσμα της δράσης και της σκέψης χιλιάδων αριστερών, φίλων της Αριστεράς και άλλων πολιτών που προσβλέπουν σε αυτήν, ανθρώπων που κατέθεσαν ανιδιοτελώς τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τις ιδέες τους σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία πρωτοβουλιών και συζητήσεων σε ολόκληρη τη χώρα. Από την άλλη μεριά, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ολοκληρώνεται με όσα καταθέτουμε εδώ. Η διαδικασία συγκρότησης και σύνταξής του οφείλει να αποτελεί διαδικασία συνεχή και συνεχώς ανοιχτή, διαδικασία άρρηκτα συνδεδεμένη με τους αγώνες μας, σταθερή διάσταση της όλης λειτουργίας μας. Υπογραμμίζουμε πως, σε τελευταία ανάλυση, η διαδικασία συγκρότησης και σύνταξης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποτελεί διαδικασία αναπόσπαστη από την ίδια την υλοποίησή του.
Η τρέχουσα κρίση φωτίζει με ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τρόπο το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, ενώ ταυτόχρονα συνδέει με τρόπο σχεδόν χειροπιαστό τα προβλήματα αυτά με το συνολικό μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε τα τελευταία αρκετά χρόνια. Αυτό είναι το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης μορφής του σύγχρονου καπιταλισμού, το οποίο στηρίζεται στην απελευθέρωση των αγορών και της κίνησης του κεφαλαίου από κάθε εξωτερική ρύθμιση ή κοινωνικό έλεγχο, στην αναζήτηση της φτηνότερης εργατικής δύναμης ανεξαρτήτως συνόρων, στον προσανατολισμό της παραγωγής σε προϊόντα που αποσκοπούν στην ταχύτερη δυνατή ανανέωση της κατανάλωσης, στην ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού και κάθε δημόσιας λειτουργίας και στη συνεπαγόμενη συνεχή μεταβίβαση πλούτου και εξουσιών από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι ανάγκες των ανθρώπων, όπως εκφράζονται από τα αντίστοιχα δικαιώματα (το δικαίωμα στη στέγαση, στην υγεία και στην περίθαλψη, στην παιδεία και την εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση, στο καθαρό περιβάλλον), μετατρέπονται ολοκληρωτικά σε εμπορεύσιμες και μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με χρήμα. Και επειδή ούτε το εισόδημα ούτε η αποταμίευση των πολλών επαρκεί για να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες, ο δανεισμός εμφανίζεται ως αρωγός, αν όχι ως σωτήρας, δηλαδή ως ο από μηχανής θεός που υποκαθιστά το κράτος πρόνοιας ενόσω εκείνο αποσύρεται εκχωρώντας τις αρμοδιότητές του στα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα. Έτσι, στο βαθμό που ο δανεισμός επεκτείνεται πέρα από τις «κλασικές» τράπεζες και γενικεύεται με τις καθαρά επενδυτικές και τα ποικίλα χρηματοπιστωτικά τους «προϊόντα», όχι μόνο τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και η ίδια η παραγωγή υποτάσσεται στο χρηματιστηριακό-τραπεζικό κεφάλαιο, το οποίο γιγαντώνεται και, απελευθερωμένο από κάθε δημόσιο έλεγχο, τείνει να κυριαρχήσει παντού. Σε αυτές τις συνθήκες, τα νοικοκυριά αποξενώνονται από το μελλοντικό τους εισόδημα, που έχει ήδη μεταβιβασθεί στις τράπεζες, και η τύχη των παραγωγικών μονάδων υποθηκεύεται, ενόσω το σύνολο της οικονομίας, η δημόσια σφαίρα και το κράτος εξαρτώνται όλο και πιο καθοριστικά από την ανεξέλεγκτη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου αυτού, κίνηση που αποσκοπεί πάντοτε στο βραχυπρόθεσμα μέγιστο κέρδος.
Το μοντέλο αυτό υποβαθμίζει τις πραγματικές ανάγκες, διευρύνει τις τεχνητές και ανάγει την ικανοποίηση των τελευταίων σε σφραγίδα κοινωνικής καταξίωσης. Τόσο η ίδια η παραγωγή όσο και η επιστημονική έρευνα και η αναζήτηση της καινοτομίας προσανατολίζονται ανάλογα. Αφού, για παράδειγμα, η παραγωγή ενός σκευάσματος αδυνατίσματος αποδεικνύεται περισσότερο συμφέρουσα από εκείνη του φαρμάκου μιας σπάνιας ασθένειας ή η παραγωγή μεταλλαγμένων σπόρων περισσότερο κερδοφόρα από την αναπαραγωγή των φυσιολογικών, οι αντίστοιχες οικονομικές δραστηριότητες τείνουν να κατακλύσουν την αγορά και να κυριαρχήσουν στην κλίμακα ολόκληρης της κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, η διεύρυνση των τεχνητών αναγκών ενισχύει την υπερκατανάλωση, που δεν αποτελεί πλέον απλώς στρέβλωση, εξαίρεση ή υπερβολή ούτε μόνο απόρροια της άνισης κατανομής των εισοδημάτων. Η τάση για υπερκατανάλωση αναδεικνύεται σε κινητήρα για την ανάπτυξη της οικονομίας, σε νέο τρόπο κίνησης της κοινωνίας, στο νέο όπιο των λαών. Καθώς δε η Δύση βυθίζεται στη χαύνωση της υπερκατανάλωσης, ο Τρίτος Κόσμος λιμοκτονεί κατά απόλυτη κυριολεξία, ενόσω το δήθεν «ιστορικό δικαίωμα» της πρώτης στην ανάπτυξη μετατρέπει τον δεύτερο στη χωματερή των κάθε λογής αποβλήτων.
Σε οικονομίες σαν την ελληνική, η υπερκατανάλωση στηρίζει προσωρινά σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενόσω η ίδια ικανοποιείται από την υπερχρέωση, δηλαδή τη διά βίου πρόσδεση των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των ατόμων στα πιστωτικά ιδρύματα. Το αποτέλεσμα είναι, από τη μια μεριά, μια επίπλαστη -αφού στηρίζεται στην υπερχρέωση- εικόνα «ευημερίας» και, από την άλλη, η διεύρυνση των ζωνών της φτώχειας, της εργασιακής και συνταξιοδοτικής ανασφάλειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Όπως πιστοποιεί πολύ καθαρά η τρέχουσα κρίση, στις ζώνες αυτές δεν εντάσσονται πλέον μόνο οι οικονομικοί μετανάστες που σπεύδουν να εισρεύσουν στον «παράδεισο» αλλά και τα θύματα της υπερχρέωσης, δηλαδή όλο και πλατύτερα στρώματα του γηγενούς πληθυσμού στην πόλη και στην ύπαιθρο, και ιδιαίτερα οι νέοι και οι συνταξιούχοι. Ταυτόχρονα, το ίδιο μοντέλο, ενόσω διευρύνει το πεδίο των υποτιθέμενων «αναγκών» και για να το διευρύνει ακόμη περισσότερο, κατασπαταλά τους φυσικούς πόρους -τις πηγές ενέργειας, το νερό, τον αέρα, τα δάση, τις λίμνες, τις παραλίες-, διαρρηγνύει ή δηλητηριάζει την τροφική αλυσίδα και καταστρέφει συστηματικά το περιβάλλον. Η ενεργειακή, η διατροφική και η περιβαλλοντική κρίση συνδέονται αξεδιάλυτα με την τρέχουσα οικονομική.
Το μοντέλο αυτό νομιμοποιείται ιδεολογικά από την επίκληση μιας απεριόριστης δήθεν ελευθερίας. Όλα τα μέσα επιστρατεύονται για να πείσουν πως ο καθένας, άτομα και επιχειρήσεις, στέκει ισότιμα απέναντι στην αγορά και είναι «ελεύθερος» να ικανοποιήσει κάθε του «ανάγκη», υπό την προϋπόθεση ότι έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το αντίστοιχο προϊόν. Και εφόσον τα πραγματικά εισοδήματα δεν επαρκούν, έρχονται τα πιστωτικά ιδρύματα να του παράσχουν γενναιόδωρα τα μέσα, δηλαδή τη χρέωση. Η δουλειά του καθενός και ό,τι αυτή παράγει, ολόκληρος ο τρόπος ζωής, φτάνουν να υπόκεινται εξολοκλήρου σε αυτή την «αρχή ελευθερίας». Πρόκειται για μια «αρχή» που διδάσκει ότι η αγορά έχει την εγγενή ικανότητα να αυτορυθμίζεται, ενώ συλλογική βούληση ή δημόσιο συμφέρον ουσιαστικά δεν νοείται, η πολιτική υποτάσσεται στους «σιδερένιους νόμους» της οικονομίας, δηλαδή της αγοράς, και το κράτος δεν υποχρεώνεται να παίξει συναφώς κανέναν ρόλο. Αντίθετα, οφείλει να απαλλαγεί από οποιοδήποτε αγαθό κατέχει ή διαχειρίζεται, προκειμένου να ενταχθεί και αυτό «ελεύθερα» στην αγορά και να υποστεί την τύχη που του μέλλεται εκεί.
Η παρούσα κρίση αποκαλύπτει με τρόπους εντυπωσιακά έκδηλους τη σαθρότητα των θεμελίων του όλου οικοδομήματος. Η επιδίωξη του μέγιστου κέρδους από την πλευρά του διεθνούς χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των τραπεζών και η απόσυρση του κράτους από κάθε συναφή έλεγχο οδήγησαν στην ανεξέλεγκτη παραγωγή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που κεφαλαιοποιούσαν τα χρέη και τα διέχεαν ως οιονεί υλικές αξίες προς κάθε κατεύθυνση. Οι πρακτικές αυτές ενίσχυαν τον κυρίαρχο ρόλο των πιστωτικών ιδρυμάτων, επενδυτικών ή «κλασικών», μεγέθυναν τα ίδια και τα συνέδεαν μεταξύ τους σχεδόν αξεδιάλυτα. Αλλά από τη στιγμή που οι μισθοί και οι αποταμιεύσεις άρχισαν να μην αρκούν για να καλύψουν την υπερχρέωση, οι πρακτικές αυτές αποκαλύφθηκαν ως αυτό που ήταν, δηλαδή τίποτε περισσότερο από εξεζητημένες πυραμίδες ή φούσκες, και το όλο οικοδόμημα άρχισε να καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Η αποφασιστική παρέμβαση του κράτους έγινε έτσι αναγκαία προκειμένου να διασωθεί το κύριο, δηλαδή ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Το μοντέλο ανάπτυξης που μόλις περιγράψαμε ακολουθήθηκε με άκρα συστηματικότητα στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις του επιβαρύνθηκαν από ορισμένα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Ο «εκσυγχρονισμός» των κυβερνήσεων Σημίτη δεν ήταν παρά ο βηματισμός που θα υπήγαγε σύμπασα την ελληνική επικράτεια σε αυτό το μοντέλο, ενώ οι «μεταρρυθμίσεις» Καραμανλή δεν είναι παρά η βάναυση ολοκλήρωση του έργου. Τα επώδυνα αποτελέσματα είναι ήδη αισθητά από όλους. Η ανεργία και η πραγματική φτώχεια διευρύνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, η ακρίβεια καλπάζει, η ανασφάλεια και ο φόβος για το μέλλον γενικεύονται. Παράλληλα, οι εργασιακές σχέσεις περνάνε στη δικαιοδοσία της επισφάλειας, η μερική απασχόληση και η ανασφάλιστη εργασία γίνονται ο κανόνας για τους νεότερους εργαζομένους, ενώ τα συνδικαλιστικά δικαιώματα συρρικνώνονται, οι ελευθερίες περιστέλλονται και κάθε συλλογική αντίδραση συκοφαντείται ως υπερβολική, άκαιρη ή «αντικοινωνική».
Συγχρόνως, η δημόσια σφαίρα στο σύνολό της υφίσταται ασφυκτικές πιέσεις. Οι επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος και κοινωνικής ωφέλειας εκχωρούνται μισοτιμής στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ τα ασφαλιστικά ταμεία οδηγούνται στην πτώχευση και η δημόσια υγεία στην κατάρρευση, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ιδιωτική ασφάλιση και την ιδιωτική υγεία. Παράλληλα, η δημόσια παιδεία όλων των βαθμίδων κατεδαφίζεται συστηματικά και υπό ένα πνεύμα ακραίας μισαλλοδοξίας και εκδικητικότητας απέναντι στους νέους, απέναντι στους δασκάλους τους, απέναντι στην ίδια τη σκέψη και την κριτική στάση.
Η βίαιη αυτή εκχώρηση ολόκληρης της δημόσιας σφαίρας στην επικράτεια του αχαλίνωτου ιδιωτικού κέρδους περιλαμβάνει επιπλέον τον αέρα που αναπνέουμε, το νερό που πίνουμε και με το οποίο ποτίζουμε, τα δάση, τις θάλασσες, τις λίμνες και τις παραλίες, ολόκληρο τον φυτικό και ζωικό πλούτο της χώρας. Οι καταστροφές του περιβάλλοντος γίνονται έτσι ανυπολόγιστες και το μέλλον των επόμενων γενεών υποθηκεύεται σχεδόν χωρίς περιθώρια αποκατάστασης.
Τα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος που επικρατεί στη χώρα επιδεινώνουν σημαντικά τις επιπτώσεις που απορρέουν από το ίδιο πάντα μοντέλο ανάπτυξης. Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα και ο θεσμικά μειωμένος ρόλος της αντιπολίτευσης, οι εκλογικοί νόμοι που νοθεύουν τη λαϊκή βούληση, η διαπλοκή των κομμάτων του δικομματισμού με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, την Εκκλησία και τα ΜΜΕ, η ασυλία που προσφέρει το Σύνταγμα στα μέλη της εκάστοτε κυβέρνησης, η υπαγωγή της δικαιοσύνης και ουσιαστικά όλων των θεσμών στην εκάστοτε πολιτική εξουσία, η απουσία μηχανισμών ελέγχου ή η ακύρωσή τους στην πράξη συνιστούν ένα σφιχτοπλεγμένο σύστημα σχέσεων που αφήνει τους φορείς του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης, κόμματα αλλά και κομματικά ή κυβερνητικά στελέχη, να δρουν χωρίς κανέναν απολύτως φραγμό. Έτσι, εκτός των άλλων, δικαιώματα καταργούνται, η καταστολή διευρύνεται και «εκλεπτύνεται» μέσα από τις νέες τεχνολογίες, η διάχυτη διαφθορά νομιμοποιείται, οι μικροεγωισμοί της καθημερινότητας και το βόλεμα γίνονται ο κανόνας για όλους, η ασφυξία γενικεύεται και η αίσθηση της σήψης τείνει να επικρατήσει παντού, ενόσω αποκλείεται η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά οποιοδήποτε μεγάλο πρόβλημα τύχει να συναντήσει η χώρα, από τις πυρκαγιές και τους σεισμούς μέχρι την κλοπή δημόσιου χρήματος ή την εξόφθαλμη κατάχρηση εξουσίας.
Ιδιαίτερο ρόλο για την ιδεολογική νομιμοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής και των αποτελεσμάτων της διαδραματίζουν στη χώρα μας τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και κυρίως η ιδιωτική τηλεόραση. Στο πλαίσιο των προγραμμάτων της, όσα συγκροτούν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία παρουσιάζονται, τις πιο πολλές φορές υπόρρητα αλλά πάντοτε συστηματικά, ως η μόνη νόμιμη, ως η μόνη δυνατή σκέψη. Η επιλεκτική ενημέρωση, οι κοκορομαχίες στα «παράθυρα», τα στρογγυλά τραπέζια, που τις πιο πολλές φορές αγνοούν το κύριο προς όφελος του σκανδαλώδους ή του εφήμερου, διαμορφώνουν συστηματικά μια εικονική πραγματικότητα όπου η κοινωνία και τα προβλήματά της ουσιαστικά απουσιάζουν, ενώ η πολιτική εξαντλείται στη διαχείριση δημοσκοπικών ευρημάτων. Οι πολιτικές δυνάμεις του δικομματισμού φτάνουν έτσι να ταυτίζουν την πολιτική τους με την -τηλεοπτική κατά βάση- «επικοινωνία» και να διαστρεβλώνουν συστηματικά ή ακόμη και να αγνοούν πλήρως τις βαθιές κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται και τις κοινωνικές αντιστάσεις που αναπτύσσονται.
Η τρέχουσα κρίση όχι μόνο επιδεινώνει το σύνολο αυτών των προβλημάτων αλλά και αναδεικνύει με τρόπο ορατό από όλους το πόσο σφιχτά είναι αυτά συνδεδεμένα μεταξύ τους και το πώς δεν μπορεί να υπάρξει η οριστική λύση του ενός χωρίς την ουσιαστική αντιμετώπιση των άλλων. Η δική μας στρατηγική και το πρόγραμμα που προτείνουμε κινούνται προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Κεντρικός μας στόχος είναι η συνολική αλλαγή της παραγωγικής βάσης και του όλου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας μέσα από την προώθηση και την εμπέδωση ενός ισχυρού και διαρκώς διευρυνόμενου δημόσιου χώρου υπό αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο. Αυτός ο δημόσιος χώρος, όπως θα λειτουργεί με δημοκρατική συμμετοχή τόσο στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων όσο και στον έλεγχο της υλοποίησής τους, θα καταστεί ο βασικός πυλώνας που θα επιτρέψει την αποεμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών και την ανασυγκρότηση της οικονομίας μας και της κοινωνίας μας ολόκληρης στην κατεύθυνση της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
Η ελληνική κοινωνία δεν είναι βεβαίως απομονωμένη. Η Ελλάδα μετέχει σε διεθνείς οργανισμούς και σε περιφερειακές συνεργασίες, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρα των Βαλκανίων και της Μεσογείου, με ιδιαίτερους δεσμούς με τις αραβικές χώρες, με αναπτυσσόμενες σχέσεις με τη Ρωσία, με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και με άλλες δυνάμεις. Η θέση της σε μια περιοχή που αποτελεί κρίσιμο γεωπολιτικό σταυροδρόμι, όπου υπάρχουν χρόνια προβλήματα και βρίσκουν την έκφρασή τους παλιές και σύγχρονες διεθνείς αντιθέσεις, προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εξωτερική της πολιτική και στις επιλογές που γίνονται στο πεδίο αυτό. Γίνεται σήμερα περισσότερο επιτακτική η αναζήτηση ειρηνικών λύσεων στο Κυπριακό και στα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς και ο απεγκλωβισμός της χώρας από τη διαμάχη για το όνομα της ΠΓΔΜ.
Τα δεδομένα αυτά εντάσσονται σε ένα νέο διεθνές πλαίσιο, που χαρακτηρίζεται από τη φθίνουσα πορεία της αμερικανικής ηγεμονίας, την ανάδειξη στο διεθνές προσκήνιο άλλων δυνάμεων ή νέων περιφερειακών συνασπισμών και τον διεθνή χαρακτήρα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση αυτή δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Από τη μια μεριά, οι εξελίξεις στον πόλεμο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, η νέα βάρβαρη επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας και οι κίνδυνοι γενικότερης ανάφλεξης στην περιοχή, οι ασταθείς ισορροπίες στη Συρία και στον Λίβανο και η διαφαινόμενη συνολική ήττα της αμερικανικής και νατοϊκής πολιτικής στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιούν παραπέρα την κατάσταση, αναδεικνύουν νέους παίκτες στο παιχνίδι των διεθνών συσχετισμών και αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων πολέμων στο Ιράν, στο Πακιστάν ή αλλού.
Συγχρόνως, τα μέτωπα στα Βαλκάνια δεν έχουν κλείσει και πολλές πληγές των πολέμων της Γιουγκοσλαβίας παραμένουν ανοιχτές. Ιδιαίτερα το πρόβλημα του Κοσόβου εγκυμονεί κινδύνους νέων αποσταθεροποιήσεων και επηρεάζει το μέλλον της Σερβίας, της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και γενικότερα των δυτικών Βαλκανίων. Την ίδια ώρα, η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις μεγάλες αντιφάσεις της, που κάνουν δύσβατη την ευρωπαϊκή της πορεία, ενώ οι εσωτερικές αντιθέσεις της οξύνονται. Επιπλέον, η πολιτική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ αποτελεί πηγή νέων εντάσεων, με αποκορύφωμα την κρίση του Καυκάσου και πιο πρόσφατα την ένταση με την Ουκρανία. Από την άλλη μεριά, η Ρωσία αναδεικνύεται σε υπερδύναμη. Όπως έδειξε η πρόσφατη αντιπαράθεσή της με τη Γεωργία και η συστηματική αντίδρασή της στην εγκατάσταση της «πυραυλικής ασπίδας» που επιδιώκει να την περικυκλώσει, αυτή είναι σε θέση όχι μόνο να υπερασπίσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά της αλλά και να διεκδικήσει πολύ σημαντικότερο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Οι ενεργειακές και εν γένει πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι σε θέση να στηρίξουν τέτοιες φιλοδοξίες, ενώ η επίσκεψη του στόλου της στη Βενεζουέλα και πιο πρόσφατα στη νοτιοανατολική Μεσόγειο πιστοποιεί του λόγου το ασφαλές.
Παράλληλα, η Κίνα ανέρχεται στο διεθνές προσκήνιο ραγδαία, ακολουθούμενη καταπόδας από την Ινδία και τη Βραζιλία, ενώ αρκετές πλέον χώρες της Λατινικής Αμερικής τείνουν να συνασπισθούν σε προοδευτική κατεύθυνση, αμφισβητώντας έμπρακτα τη μέχρι πρόσφατα αδιαφιλονίκητη ηγεμονία των ΗΠΑ στην περιοχή. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο «Τρίτος Κόσμος» χαρακτηρίζεται σήμερα από πολλές «ταχύτητες» και μεγάλες διαφοροποιήσεις στους κόλπους του, με σειρά χωρών του να προσεγγίζουν τις αναπτυγμένες χώρες, ενώ άλλες τείνουν να αποτελέσουν τον «τέταρτο κόσμο» της κυριολεκτικής πείνας, των καθημερινών πολέμων και των μεγάλων ανθρωπιστικών καταστροφών. Οι σοβαρές ανακατατάξεις που σημειώνονται αυτή την περίοδο στον κόσμο θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της συνολικής αναδιοργάνωσης ολόκληρου του συστήματος των διεθνών σχέσεων και το αίτημα του εις βάθος εκδημοκρατισμού του.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση έρχεται να επικαθορίσει όλα τα παραπάνω. Ο οικουμενικός της χαρακτήρας δείχνει το πώς οι οικονομίες όλων λίγο πολύ των χωρών του κόσμου εντάσσονται στο ίδιο μοντέλο και διαπλέκονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που οφείλουν να ληφθούν δεν μπορεί παρά να είναι αντιστοίχως διεθνή. Μια νέα διεθνής οικονομική τάξη βρίσκεται προ των πυλών, μια νέα τάξη η οποία, προκειμένου να διασώσει τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, θα αλλάξει πολλούς από τους παγιωμένους κανόνες του παιχνιδιού και ίσως το χαρακτήρα πολλών διεθνών οργανισμών, χαρακτήρα που θα κληθεί να αποτυπώσει τους διαμορφωνόμενους νέους συσχετισμούς δύναμης. Τα ίδια αυτά δεδομένα δείχνουν εξ αντιθέτου πως ο σοσιαλισμός συνιστά διεθνή υπόθεση, ενώ η ίδια η κρίση κατεβάζει στους δρόμους ισχυρές κοινωνικές δυνάμεις σε όλες λίγο πολύ τις χώρες του κόσμου. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί ιδεολογικό κενό, αφήνει τους αντιπάλους μας ιδεολογικά αμήχανους και ανοίγει το δρόμο για την αντεπίθεση των ιδεών του σοσιαλισμού. Έτσι, δημιουργούνται σήμερα ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για να αναδειχθεί ο διεθνικός χαρακτήρας της Αριστεράς, για να προβάλει αυτή αιτήματα διεθνούς εμβέλειας (π.χ. σε όσα αφορούν τον ΟΗΕ, το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, τη φορολόγηση και τον έλεγχο του κερδοσκοπικού κεφαλαίου) και για να αναπτυχθεί σε πολλά επίπεδα η Αριστερά σε παγκόσμια κλίμακα. Το πρόγραμμα που καταθέτουμε λαμβάνει υπόψη αυτή τη νέα κατάσταση, προσπαθώντας να προσανατολίσει τους αγώνες μας αντίστοιχα.
Η τρέχουσα κρίση έχει πλήξει όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναδεικνύοντας το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στην κλίμακα ολόκληρης της Ευρώπης. Το μοντέλο αυτό έχει θεσμοποιηθεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις μετέπειτα ευρωπαϊκές συνθήκες και έχει παραπέρα εδραιωθεί με την υπαγωγή των ευρωπαϊκών χωρών στην ηγεμονία των ΗΠΑ και με την αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του ΝΑΤΟ στα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας. Οι πολιτικές δυνάμεις, συντηρητικές αλλά και σοσιαλδημοκρατικές, που διαχειρίστηκαν τις τύχες της Ευρώπης υπό αυτούς τους όρους οδήγησαν στη διεύρυνση των ανισοτήτων, στην εξάπλωση της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας και της φτώχειας, στην αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, στη διαιώνιση των οικολογικών ελλειμμάτων, στην υπονόμευση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, στη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας γενικά και στην απόπειρα διάλυσης της παιδείας, όπως και σε αντιμεταναστευτικές πολιτικές που προωθούν μια περίκλειστη Ευρώπη με τη μορφή φρουρίου. Το όλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδηγήθηκε έτσι σε βαθιά κρίση, χωρίς οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις να αντλήσουν τα αναγκαία διδάγματα από τα «όχι» των Γάλλων και Ολλανδών πολιτών στο λεγόμενο Ευρωσύνταγμα και το «όχι» των Ιρλανδών πολιτών στην ακόμη δυσμενέστερη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Σε αυτό το πλαίσιο και σε συνθήκες κρίσης, οι ιδέες και οι αξίες της Αριστεράς έρχονται πολύ πιο έντονα στο προσκήνιο και ο διεθνικός χαρακτήρας του αγώνα της αναδεικνύεται ως καθοριστικός. Για εμάς, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η Ευρώπη συνολικά αποτελούσαν πάντα προνομιακό πεδίο ταξικών και κοινωνικών αγώνων, πεδίο όπου οι ιδέες της Αριστεράς σε μία χώρα τροφοδοτούν και γονιμοποιούν εκείνες στις άλλες, πεδίο όπου η πολιτική της Αριστεράς δοκιμάζεται και οι στόχοι της βρίσκουν το προσφορότερο έδαφος, γιατί ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επικρατήσει και να ανθήσει σε μία μόνο χώρα. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και άλλες πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες έχουν ήδη προσλάβει το μήνυμα και συντονίζουν τα βήματά τους μαζί μας. Σε αυτή τη βάση, το πρόγραμμά που καταθέτουμε θέτει ως στόχο την οριστική ήττα του νεοφιλελευθερισμού στην κλίμακα της Ευρώπης, επιδιώκει να αλλάξουμε την Ευρώπη και διεκδικεί μια Ευρώπη αποπυρηνικοποιημένη, ειρηνική, χωρίς ΝΑΤΟ, μια Ευρώπη χωρίς ανεργία, με κοινωνική ασφάλεια, υγειονομική περίθαλψη και πλήρη δικαιώματα για όλους και όλες ανεξαιρέτως, μια Ευρώπη της δημοκρατίας, της παιδείας, της καινοτομίας και του πολιτισμού, μια Ευρώπη οικολογική και φεμινιστική, μια Ευρώπη του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.
Η προϊούσα σήψη του συνολικού πολιτικού συστήματος της χώρας είναι ορατή από παντού. Η παταγώδης διάψευση του ισχυρισμού ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία, η πολιτική ιδιοτέλεια, που απαγορεύει την αντιμετώπιση οποιουδήποτε μεγάλου προβλήματος, η ρευστοποίηση και η απαξίωση των θεσμών, η γενικευμένη διαπλοκή, η διάχυτη διαφθορά, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα και οι προσπάθειες των δύο μεγάλων κομμάτων να επιρρίψουν τη σχετική ευθύνη το ένα στο άλλο καταρρακώνουν την πολιτική εμπιστοσύνη, διογκώνουν τη δυσαρέσκεια, οξύνουν τις λαϊκές αντιστάσεις και καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολη την απρόσκοπτη εναλλαγή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στην κυβερνητική εξουσία. Ο δικομματισμός διέρχεται βαθιά κρίση και οι όροι μιας ενδεχόμενης ανάκαμψής του παραμένουν σήμερα εξαιρετικά αμφίβολοι.
Η ΝΔ, από τη μια μεριά, εμμένει σταθερά στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης κατά την ελληνική εκδοχή του, παρά την πρόσφατη κατάρρευση των βάθρων του και την παταγώδη διάψευση των ιδεολογημάτων που το στήριζαν. Έτσι, οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, ο δημόσιος χώρος εξακολουθεί να συρρικνώνεται ραγδαία και οι τράπεζες συνεχίζουν να παραμένουν στο απυρόβλητο ή ακόμη και να προστατεύονται σκανδαλωδώς, ενώ επιστρατεύονται ολοένα και πιο αυταρχικά μέσα προκειμένου να καμφθούν οι λαϊκές αντιστάσεις. Οι δουλείες που έφεραν και διατηρούν τη ΝΔ στην εξουσία μέσα σε ολόκληρο το πλέγμα της γενικευμένης διαπλοκής όπου η ίδια εντάσσεται την εμποδίζουν να αναλάβει ή να υλοποιήσει πρωτοβουλίες διεξόδου από την κρίση, πρωτοβουλίες οι οποίες, προκειμένου να διασώσουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, θα εμφανίζονταν ως πρόθυμες να αμφισβητήσουν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή πρωτοβουλίες σαν αυτές που προωθούν συντηρητικές ή σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη μεριά, απλώς περιμένει να διαδεχθεί τη ΝΔ στην κυβέρνηση, ασκώντας αντιπολίτευση μόνο σε δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα. Τόσο η ηγεσία Σημίτη όσο και η ηγεσία Γ. Παπανδρέου έχουν συναινέσει σε κάθε νεοφιλελεύθερη πολιτική και κάθε νεοφιλελεύθερη συνθήκη που προώθησε η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, ακολουθώντας τις καθαρά συντηρητικές δυνάμεις ή, κάποιες φορές, ακόμη και προπορευόμενες από αυτές. Έτσι, η σημερινή συγκρότηση του κόμματος αυτού παραμένει δέσμια της πολιτικής των δικών του κυβερνήσεων, που άνοιξαν και εμπέδωσαν το δρόμο για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης στη χώρα μας, ενώ το ίδιο δεν είναι καθόλου άμοιρο των δουλειών που αποκατέστησε η δική του συνεισφορά στη γενικευμένη διαπλοκή. Υπό αυτούς τους όρους, η αντιπολίτευση που ασκεί, παρά την αριστερόστροφη -ή μάλλον «ανθρωπιστική» - ρητορική της, δεν το διαχωρίζει ουσιαστικά από τη ΝΔ, ούτε του επιτρέπει να προτείνει μέτρα διεξόδου από την κρίση ανάλογα με αυτά των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επικρίνει απλώς τις «υπερβολές» ή τις «καθυστερήσεις» και έχει μόνο να προτείνει ένα νεοφιλελευθερισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο» που δεν λέει απολύτως τίποτε και δεν απαντά απολύτως σε τίποτα. Όποτε μάλιστα χρειάστηκε να πάρει θέση, όπως στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος ή στο διαχωρισμό του κράτους από την Εκκλησία, σιώπησε εκκωφαντικά.
Το ΚΚΕ τοποθετείται ενάντια στα δύο κόμματα του δικομματισμού και ενάντια στον καπιταλισμό γενικώς. Αλλά αυτή η τοποθέτηση δεν αποσκοπεί ρητά και συγκεκριμένα στο να αλλάξουν σήμερα όσα οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί και οι αντίστοιχοι αγώνες επιτρέπουν να αλλάξουν, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας. Κάθε τέτοια αλλαγή δεν θεωρείται από το ίδιο επιμέρους κατάκτηση και συμβολή στην ενίσχυση των συσχετισμών αυτών αλλά απλός εξωραϊσμός του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο, οι ταξικές και λαϊκές δυνάμεις που εκφράζονται από το ΚΚΕ εγκλωβίζονται σε μια απολύτως αδιέξοδη στρατηγική, ενόσω το ίδιο περιχαρακώνεται προκειμένου να διατηρήσει τον εαυτό του καθαρό και αμόλυντο, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να περιφρουρήσει τα εκλογικά ποσοστά του και τον αξιοσημείωτα «σεβαστό» ρόλο που «κατέκτησε» στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Η αντίθεση της ηγεσίας του με κάθε κοινωνικό κίνημα που δεν ελέγχει και η συνακόλουθη απαξίωση από μέρους του κάθε αυθόρμητης μαζικής κινητοποίησης το καθιστούν δύναμη επί της ουσίας συντηρητική και συνάμα διαιρετική του κορμού της Αριστεράς. Η πρόσφατη ρητή στροφή του προς το σταλινισμό συκοφαντεί τον ίδιο το σοσιαλισμό, καθιστώντας έτσι αποκρουστικό τον δικό του στρατηγικό στόχο.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι το ζήτημα του τι έγινε στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού» από το 1917 μέχρι το 1989 και είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και απαιτεί την αντιμετώπισή του. Τόσο το ίδιο το ΚΚΕ όσο και όλες λίγο πολύ οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, οι άλλες μικρότερες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και οι πολλοί ανέντακτοι προέρχονται από μια ιστορική μήτρα που έχει πολλά να κάνει με όσα οδήγησαν στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», με το ρόλο που αυτός έπαιξε σε κάθε χώρα και διεθνώς και με την πορεία που ακολούθησε. Ωστόσο, η έντονη κριτική που άσκησαν αρκετές από τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς στα αντίστοιχα καθεστώτα δεν επαρκεί. Είναι σήμερα απολύτως απαραίτητη η βαθιά μελέτη όλων των συναφών ζητημάτων, προκειμένου να αποφύγει η Αριστερά να διαπράξει τα ίδια λάθη. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό δίδαγμα που εμείς αντλούμε από αυτή την πορεία είναι ότι ο μόνος σοσιαλισμός που μπορεί να υπάρξει είναι ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία, ενόσω αυτός ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να συνιστά στόχο στρατηγικά μαχητό. Η όλη πολιτική μας προσανατολίζεται με αυτό τον άξονα, και σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε την πολιτική συμπόρευση, τον ενεργό διάλογο και την κοινή δράση με τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς.
.
.
.
Η κοινωνία δεν συνιστά μια άμορφη μάζα που ονομάζεται «λαός» και αποτελείται απλώς από «πολίτες». Αυτή συγκροτείται από ένα σύνολο σχέσεων που ορίζουν κοινωνικές τάξεις και ομάδες με κοινά ή αντιτιθέμενα υλικά συμφέροντα και κοινές ή αντιτιθέμενες αξίες και επιδιώξεις. Όταν κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπό οποιαδήποτε μορφή, το μεγάλο μέρος αυτών των τάξεων και ομάδων, το μέρος που κατεξοχήν παράγει και δημιουργεί, βρίσκεται υπό καθεστώς εκμετάλλευσης και πολιτικής αδυναμίας. Ως εκ τούτου, έχει εξ αντικειμένου κοινά συμφέροντα και μπορεί να συγκροτηθεί πολιτικά υπό τις κοινές αξίες της αλληλεγγύης, της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Αριστερά είναι το πολιτικό υποκείμενο που αποσκοπεί στο να συμβάλει σε αυτή τη συγκρότηση, δηλαδή ασκεί πολιτική στο όνομα αυτών των αξιών και από τη σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων, των τάξεων εκείνων που, στις σημερινές συνθήκες, αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ελληνικής κοινωνίας. Ο ρόλος της Αριστεράς δεν περιορίζεται στο να οργανώνει συναφώς αντιστάσεις ή να εκφράζει διαμαρτυρίες. Καθώς είναι και η ίδια κομμάτι της κοινωνίας, ρόλος της είναι να συμβάλει στη συμπύκνωση και στη σύνθεση των κοινών συμφερόντων του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της, ώστε να προωθηθούν οι αναγκαίες αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και ανατροπές, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη σοσιαλιστική προοπτική προς το συμφέρον όλων και προς όφελος όλων.
Σήμερα η διάσπαση ή ο πολυκερματισμός του παραδοσιακού εργοστασίου, οι ευέλικτες συνθήκες εργασίας και η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στη διαδικασία της παραγωγής έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον καταμερισμό και στην οργάνωση της εργασίας, στη σύνθεση των εργαζόμενων τάξεων και στις μορφές ταξικής και ευρύτερα κοινωνικής συνοχής. Ταυτόχρονα, η έκρηξη της πληροφορικής και των νέων μορφών επικοινωνίας, ο κυρίαρχος ρόλος της ιδιωτικής τηλεόρασης και οι απορρέουσες νέες μορφές κοινωνικοποίησης της γνώσης έχουν επιβάλει άλλους τρόπους συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι και έχουν δημιουργήσει έναν δημόσιο χώρο δικού τους είδους. Οι αλλαγές αυτές έχουν διευρύνει τη σφαίρα αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αντί να αφορά μόνο την τιμή της εργατικής δύναμης, η αντιπαράθεση αυτή επεκτείνεται στους γενικότερους όρους διαμόρφωσης της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του περιβάλλοντος, ενώ οι διαδικασίες εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης των πάντων έχουν αναγάγει τη διαφύλαξη των δημόσιων αγαθών και την προστασία του δημόσιου χώρου εν γένει σε επίμαχο ζήτημα απολύτως κεντρικής σημασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εργαζόμενες τάξεις καλούνται πλέον να διεκδικήσουν όχι μόνο ικανοποιητικότερες αμοιβές αλλά και το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών όρων που προσδιορίζουν τη ζωή τους. Από την άλλη μεριά, οι ίδιες αλλαγές δυσχεραίνουν σε αρκετούς τομείς τις παραδοσιακές συνδικαλιστικές μορφές συλλογικής οργάνωσης και δράσης, ενώ προσθέτουν νέους ανέκδοτους τρόπους συλλογικής έκφρασης των αναγκών και των αιτημάτων των πολλών, τρόπους που χαρακτηρίζονται από εφευρετικότητα και ευρύτατη αυτονομία. Είναι γνωστές οι εξεγέρσεις των μπλόγκερ και οι επιτυχίες τους, ενώ η επικοινωνία μέσω διαδικτύου ή SMS πολλές φορές ανταγωνίζεται αποτελεσματικά την τηλεόραση ή τις εφημερίδες. Παραμένει, ωστόσο, πάντοτε αναντικατάστατη η από κοινού σωματική παρουσία των πολλών και η διά ζώσης ανταλλαγή ιδεών, απόψεων και εμπειριών στις διαδικασίες διεκδίκησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση μεταξύ πολιτικού υποκειμένου και κοινωνίας δεν μπορεί να υπόκειται στην παραδοσιακή εικόνα του «ιμάντα» που μεταφέρει καθήκοντα και εντολές προς εκτέλεση ή «αλήθειες» προς επικύρωση από την κορυφή προς τη βάση ή από την πολιτική σφαίρα στην κοινωνική. Μια σχέση τέτοιας μορφής δεν μπορεί σήμερα να έχει καμιά ιδεολογική νομιμοποίηση ούτε να διαθέτει στοιχειώδη λειτουργικότητα. Η συναφής αντίληψη διαμορφώθηκε σε εντελώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, όταν κυριαρχούσε το φορντικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας, όταν τα συνδικάτα περιόριζαν τις διεκδικήσεις τους στο οικονομικό επίπεδο και όταν η Αριστερά ήταν αναγκασμένη να δρα υπό συνθήκες πλήρους ή μερικής παρανομίας. Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί βέβαια να λειτουργήσει σήμερα ούτε το ξεπερασμένο σοσιαλδημοκρατικό «κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο άλλωστε ισοδυναμεί στην πράξη με «εντολή» απλής ανάθεσης: τα κοινωνικά υποκείμενα, που ανάγονται έτσι αποκλειστικά σε ψηφοφόρους, «αναθέτουν» εν λευκώ τις προσδοκίες τους στις ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το σύνθημα με το οποίο το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία -«το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία»- είναι εκεί για να συμβολίζει το πραγματικό περιεχόμενο τέτοιων αναθέσεων και την τύχη που τους μέλλεται.
Με αυτά δεδομένα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να οικοδομήσει τις σχέσεις του με την ελληνική κοινωνία σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Θέλει ο ίδιος να αποτελεί μια σταθερή πολιτική συμμαχία, ένα πολιτικό υποκείμενο της Αριστεράς που όχι μόνο θα σέβεται πλήρως αλλά και θα προστατεύει στο μέτρο των δυνάμεών του το δικαίωμα έκφρασης κάθε πολίτη και την αυτονομία κάθε δημοκρατικά λειτουργούσας συλλογικότητας. Ο σεβασμός και η προστασία αυτής της αυτονομίας σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, ότι το πρόγραμμα που καταθέτει επιδιώκει να αποτελέσει το πλαίσιο ενός διαλόγου που δεν θα νοείται απλώς ως συγκερασμός διαφορετικών απόψεων ή ως στατική συμφωνία. Ο διάλογος αυτός οφείλει να είναι μια συνεχής «ανταλλαγή ύλης» -εμπειριών, ιδεών, γνώσεων- που θα διαμορφώνει άρρηκτους δεσμούς εμπιστοσύνης, τους δεσμούς που σφυρηλατούν βιωματικά οι κοινοί κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες, οι αγώνες που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς και διέπονται από κοινά σχέδια. Αυτή η ανταλλαγή ύλης θέλει να διαμορφώσει μια νέα σχέση πολιτικού και κοινωνικού, μια σχέση όπου η επικοινωνία θα είναι συγκεκριμένη, άμεση, αυθεντική, όπου τα κοινωνικά υποκείμενα θα συνομιλούν αυτοπροσώπως, με τις ελάχιστες δυνατές ενδιάμεσες μεσολαβήσεις, μέσα από θεσμούς άμεσης αλλά και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτή η ανταλλαγή ύλης συνιστά τη συνάντηση της Αριστεράς με συλλογικότητες, κοινωνικά υποκείμενα και απλούς ανθρώπους, συνάντηση που συγκροτεί θέσεις και διεκδικήσεις, συνάντηση που οργανώνει την κοινωνία και την ίδια την Αριστερά, ενόσω διαμορφώνει μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία και ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, με στόχο την ουσιαστική δημοκρατία και την κοινωνική απελευθέρωση, δηλαδή το σοσιαλισμό. Η ανασυγκρότηση των σχέσεων της Αριστεράς με την κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί μόνο σε μια τέτοια βάση άρρηκτων δεσμών εμπιστοσύνης, γιατί μόνο αυτή η βάση μπορεί να στηρίξει πραγματικά έναν νέο τρόπο διακυβέρνησης όταν συγκεντρωθούν οι απαραίτητοι όροι και όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις.
Ουσιαστικοί πρωταγωνιστές σε όσα συμβαίνουν και σε όσα μέλλει να συμβούν δεν μπορεί παρά να είναι οι εργαζόμενες τάξεις, όχι μόνο με την «παλιά» κι ωστόσο πάντοτε επίκαιρη έννοια του προλεταριάτου, αλλά με μια νέα, διευρυμένη έννοια που αγγίζει το σύνολο σχεδόν της μισθωτής εργασίας. Οι εργαζόμενες τάξεις είναι εκείνες που κατεξοχήν παράγουν αγαθά, γνώση και υπηρεσίες, ολόκληρο τον πλούτο της κοινωνίας μας, αλλά και εκείνες που υφίστανται την εκμετάλλευση της εργασίας τους και την πολύπλευρη καταπίεση, πληρώνοντας ταυτόχρονα όλες τις συνέπειες της αντικοινωνικής πολιτικής των κυβερνήσεων του δικομματισμού, παρά τις ενδεχόμενες μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Η τρέχουσα οικονομική κρίση επιτείνει αυτή την κατάσταση στο έπακρο.
Ειδικά την τελευταία δεκαετία, η οικονομική ανάπτυξη παρήγαγε πλούτο στην Ελλάδα, αλλά τα κέρδη -τα «εισοδήματα» του κεφαλαίου- δεν μοιράστηκαν, βέβαια, δίκαια. Οι εργαζόμενοι ήρθαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τη στασιμότητα των δικών τους εισοδημάτων, με τη συνεχή αποδιάρθρωση των εργασιακών τους σχέσεων, με την ανασφάλεια της προσωρινής και κακοπληρωμένης εργασίας αλλά και με το φάσμα της διευρυνόμενης ανεργίας. Ταυτόχρονα, είναι οι ίδιοι που πλήρωσαν το κόστος της «δημοσιονομικής προσαρμογής», το κόστος της εκποίησης του δημόσιου πλούτου και των ιδιωτικοποιήσεων, τα βάρη ενός άδικου και ανορθολογικού φορολογικού συστήματος και την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, αποδιάρθρωση που όχι μόνο δεν βελτίωσε υπηρεσίες και θεσμούς αλλά κατέστησε ακριβά εμπορεύματα όλα λίγο πολύ τα δημόσια αγαθά.
Ωστόσο, οι κατηγορίες των μισθωτών, «παραδοσιακές» και «νέες», δεν είναι οι μόνες που εντάσσονται στο πολιτικό μας σχέδιο. Η πολιτική μας αντίληψη δεν θέλει την Αριστερά να απομονώνεται, να περιχαρακώνεται και να κλείνει τον εαυτό της σε «σίγουρα» σχήματα. Συνεχής επιδίωξή μας είναι το κοινωνικό άνοιγμα προς όλες τις κατηγορίες που μπορούν να ενταχθούν στο πολιτικό μας σχέδιο, κατηγορίες οι οποίες, σε ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο μαζί μας, μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη των κοινών μας στόχων. Θέλουμε η πολιτική μας παρέμβαση να προχωρά μέσα από τις πλατύτερες δυνατές συγκλίσεις και συναινέσεις αλλά και μέσα από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, αν και όποτε χρειαστεί, στοχεύοντας πάντα σε μια κοινωνία δημοκρατίας και δικαιοσύνης, έχοντας δηλαδή ένα στόχο που αφορά την κοινωνία ολόκληρη, γιατί ωφελεί την κοινωνία ολόκληρη.
Πρώτα απ' όλα όμως, οφείλουμε να δούμε από πιο κοντά και πιο συγκεκριμένα τους εργαζομένους, τους άνδρες και τις γυναίκες που παράγουν, με τα χέρια και με το μυαλό τους, τον κοινωνικό πλούτο στις δύσκολες σημερινές συνθήκες της μισθωτής εργασίας. Οφείλουμε να δούμε όσους και όσες σηκώνουν στους ώμους τους τα βάρη των συνεχών καπιταλιστικών «αναδιαρθρώσεων», ενώ ταυτόχρονα αποτελούν την κύρια κοινωνική δύναμη, τη δύναμη που δεν έχει μόνο το συμφέρον αλλά και την επιδίωξη και τη δυναμική να αλλάξει συνολικά τους όρους ζωής της κοινωνίας μας.
Ο κόσμος της μισθωτής εργασίας αποτελεί σήμερα το 65% των απασχολουμένων, ενώ δεν έχει πάψει να διευρύνεται τα τελευταία χρόνια: κατά την τελευταία διετία μόνο, το μερίδιο που αναλογεί στη μισθωτή εργασία στη συνολική αύξηση της απασχόλησης φτάνει το 93%. Από τους μισθωτούς όλο και περισσότεροι εργάζονται σε επισφαλείς συνθήκες εργασίας, ενώ το καθεστώς προσωρινής απασχόλησης διευρύνεται ραγδαία. Σήμερα το 11% των μισθωτών, δηλαδή περίπου 320.000 άνθρωποι, δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμβάλλοντας ήδη κατά το Ό στη συνολική αύξηση των μισθωτών. Οι προσωρινά απασχολούμενοι εργάζονται υπό καθεστώς νόμιμης ή και παράνομης ευελιξίας, πράγμα που τις πιο πολλές φορές σημαίνει απουσία κάθε ελέγχου των συνθηκών εργασίας, παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και απαγόρευση στην πράξη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ενόσω ο τρόμος της απόλυσης συνοδεύει κάθε βήμα. Σαν να μην έφταναν αυτά, η ανασφάλιστη εργασία διευρύνεται διαρκώς, φτάνοντας σήμερα στο 20% του συνόλου εκείνων που εργάζονται.
Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από 400.000 συμπολίτες μας είναι σήμερα άνεργοι. Αυτοί αποτελούν τις εφεδρικές στρατιές που συντηρεί το σημερινό σύστημα, το οποίο, εκμεταλλευόμενο την ανάγκη τους, εκβιάζει τους ίδιους αλλά και τους χρησιμοποιεί για να εκβιάσει όσους εργάζονται, ώστε να ενδώσουν όλοι στους χειρότερους δυνατούς όρους εργασίας. Οι συνθήκες είναι ακόμη δυσμενέστερες για εκείνους που βγαίνουν στην ανεργία στα 40 ή στα 50 τους με ελάχιστες πιθανότητες να ξαναβρούν δουλειά.
Υπάρχουν κατηγορίες μισθωτών που κατέχουν ειδική θέση στις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Ανάμεσα τους είναι οι νέοι, οι οποίοι, καθώς απογαλακτίζονται αργά από το «ασφαλές» περιβάλλον της οικογένειας και εισέρχονται στην παραγωγή με τις γνώσεις που απέκτησαν και τη δυναμικότητά τους, βλέπουν να εφαρμόζονται πάνω τους πιλοτικά όλες οι νέες εκδοχές απορρύθμισης και εργασιακής επισφάλειας, όπως τα προγράμματα stage και τα μπλοκάκια παροχής υπηρεσιών, όλες οι μορφές συμπίεσης των αμοιβών και του ελεύθερου χρόνου, ως οι συνθήκες που συγκροτούν το μοντέλο ζωής που καλούνται να ακολουθήσουν ώσπου να γεράσουν. Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι βλέπουν να περιορίζεται το δικαίωμά τους σε μια δημόσια και δωρεάν ολόπλευρη παιδεία και σε μια επαρκή επαγγελματική κατάρτιση, να περιστέλλεται η πρόσβασή τους στη μόρφωση και στα αγαθά του πολιτισμού και επιπλέον, ακόμη και αν κατορθώσουν να σπουδάσουν, η καινούργια γνώση που απέκτησαν να κατασπαταλείται αντί να αξιοποιείται προς όφελος της κοινωνίας και της ίδιας τους της ζωής.
Οι γυναίκες, από τη δική τους μεριά, εξακολουθούν να πληρώνουν το φύλο τους με διακρίσεις και ανισότητες όλων των ειδών: μικρότερες απολαβές από τους άνδρες συναδέλφους τους, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία, μεγαλύτερη συμμετοχή στην ανεργία, καθώς το 63% των ανέργων είναι γυναίκες. Επιπλέον, οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται δραματικά στους θεσμούς και στις θέσεις ευθύνης, ενώ ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συνιστώσες του δεν διαφεύγουν του κανόνα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι γυναίκες έχουν επιπλέον να διεκδικήσουν την πλήρη ισότητα μέσα στην πατριαρχική ακόμη ελληνική οικογένεια, την προστασία της μητρότητας και του οικογενειακού προγραμματισμού, την έμπρακτη αναγνώριση της δουλειάς που κάνουν στο σπίτι και στην οικογένεια, την κατάργηση της βίας εναντίον τους, την ελευθερία να διαθέτουν το σώμα τους όπως θέλουν, την κατάργηση -μαζί με τους άνδρες- της εμπορίας γυναικών και της πορνείας.
Οι οικονομικοί μετανάστες που έρχονται στη χώρα για να διασωθούν από την πείνα και τους διωγμούς στις χώρες της καταγωγής τους συνιστούν ένα εξαιρετικά νεανικό και παραγωγικό δυναμικό που αποτελεί το 6,3% του παραγωγικού πληθυσμού της χώρας, ενώ το 89% των μεταναστών εργάζονται ως μισθωτοί. Οι μετανάστες αντιμετωπίζουν στο πολλαπλάσιο τα προβλήματα των Ελλήνων συναδέλφων τους: το 16,5% είναι προσωρινά απασχολούμενοι, το 7,9% εργάζονται με μορφές μερικής απασχόλησης, ενώ το άλλοτε χαμηλό ποσοστό των άνεργων μεταναστών έχει φτάσει σήμερα στο 8%. Δύο στις τρεις μετανάστριες είναι άνεργες. Οι μετανάστες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, υφίστανται την πιο ακραία εκμετάλλευση, ενώ βρίσκονται μονίμως υπό το φάσμα της απέλασης. Η ελληνική πολιτεία τούς αρνείται ακόμη και τα πιο στοιχειώδη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, θέλοντας να αγνοεί ότι είναι πολίτες που παράγουν σημαντικό μέρος του πλούτου της χώρας προσφέροντάς μας επιπλέον την πολυμορφία των πολιτιστικών τους παραδόσεων. Η ένταξη των μεταναστών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, η ισότιμη πρόσβασή τους στην υγεία, την παιδεία και την εκπαίδευση, το δικαίωμα ψήφου και η απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας, εφόσον το επιθυμούν και μετά από μια εύλογη διάρκεια παραμονής στη χώρα, συνιστούν διεκδικήσεις που μπορούν να εντάξουν φυσιολογικά τους μετανάστες στο δημοκρατικό σχέδιο της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, δηλαδή τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται εδώ, οφείλουν να αποκτούν αυτομάτως ακριβώς τα ίδια δικαιώματα με όλα τα άλλα παιδιά.
Στο συνολικό πολιτικό μας σχέδιο, σημαντικό ρόλο καλούνται να παίξουν επίσης εκείνοι οι άνθρωποι που τις τελευταίες δεκαετίες εξυμνήθηκαν από τον κυρίαρχο λόγο ως αποτελούντες τα λεγόμενα δυναμικά νέα μεσαία στρώματα. Πρόκειται για ένα ετερόκλητο σύνολο από κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες το οποίο συναπαρτίζουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι επιστήμονες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί, οι καλλιτέχνες, οι παραγωγοί πολιτιστικών αγαθών, εκείνοι που εργάζονται στα ΜΜΕ, όσοι απασχολούνται στις νέες τεχνολογίες και είναι οι φορείς της ανάπτυξης και της διάδοσής τους. Οι άνθρωποι αυτοί διαθέτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τόσο από πλευράς μόρφωσης και καλλιέργειας όσο και σε σχέση με την εργασία τους, η οποία είναι κατά κανόνα διανοητική εργασία αυξημένων απαιτήσεων αλλά και αυξημένων δυνατοτήτων. Στις σημερινές συνθήκες, πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς βρίσκουν τη θέση τους στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, καθώς εργάζονται είτε ως καθαυτό μισθωτοί είτε ως τυπικά ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά υπό όρους που τους ταυτίζουν με τους μισθωτούς.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το βάρος αυτών των κατηγοριών αυξάνει ποσοτικά και ποιοτικά στον σύγχρονο κόσμο, ενώ ο ρόλος τους αποβαίνει κάποιες φορές καθοριστικός. Γενική διαπίστωση είναι ότι πολλοί από εκείνους που απαρτίζουν αυτές τις κατηγορίες κινούνται ανάμεσα στην επιθυμία της κοινωνικής καταξίωσης και ανέλιξης και στο φόβο της ταξικής υποβάθμισης. Γι' αυτόν το λόγο, συχνά φαίνεται να διεκδικούν κατά μέγα μέρος πληρέστερη συμμετοχή στις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας. Ακόμη και αυτή η τάση όμως δεν είναι ελεύθερη αντιφάσεων: μια τέτοια συμμετοχή πολλές φορές νοείται με όρους εξορθολογισμού δομών και πρακτικών, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι άνθρωποι συχνά αποτελούν φορείς προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών ιδεών.
Το προς τα πού θα γείρει εδώ η πλάστιγγα εξαρτάται κάθε φόρα από την εξέλιξη των ιδεολογικών και πολιτικών συσχετισμών και από το πόσο δραστήρια και πειστική μπορεί να είναι εν προκειμένω η παρέμβαση της Αριστεράς. Μολονότι αυτά τα δυναμικά νέα μεσαία στρώματα αναδείχθηκαν σε προνομιακό κοινωνικό συνομιλητή του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, ενώ κατόπιν υπέκυψαν κατά πλειοψηφία στη ρητορική των «μεταρρυθμίσεων» και το ιδεολόγημα της ΝΔ περί «μεσαίου χώρου», έχει αρχίσει να γίνεται σαφές ότι τα ίδια μπορούν να απομακρυνθούν από τις δυνάμεις του δικομματισμού. Τα στρώματα αυτά, που διαθέτουν δυναμισμό, υψηλές παραγωγικές δυνατότητες, υψηλού επιπέδου κατάρτιση και σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο, βλέπουν σήμερα να υποβαθμίζονται τα ίδια ραγδαία και το μέλλον τους να προβάλλει αβέβαιο. Έτσι, ενώ πολλοί νέοι δικηγόροι ή μηχανικοί, για παράδειγμα, εμφανίζονται τυπικά ως «συνεργάτες», δηλαδή ως ελεύθεροι επαγγελματίες που εκδίδουν δελτίο παροχής υπηρεσιών, στην πράξη απασχολούνται ως υπάλληλοι με μειωμένα προνόμια. Το δελτίο παροχής υπηρεσιών καταλήγει άλλοθι που επιτρέπει στους αντίστοιχους εργοδότες να αγνοούν την εργατική νομοθεσία, να καταστρατηγούν το ωράριο, να μην καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές, τα επιδόματα αδείας ή τα δώρα και να προβαίνουν σε απολύσεις χωρίς αποζημίωση, που βαφτίζονται «λύση της συνεργασίας».
Οι εξελίξεις αυτές, όπως και οι δυσοίωνες προοπτικές που διαγράφει η τρέχουσα κρίση, ωθούν τους ανθρώπους που απαρτίζουν τα νέα μεσαία στρώματα να συναντήσουν τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν παρόμοια προβλήματα, συμφέροντα και διεκδικήσεις με τους άλλους μισθωτούς, να αναγνωρίσουν την Αριστερά και να αρχίσουν να συνομιλούν μαζί της. Οι συνθήκες σήμερα είναι τέτοιες, που αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την Αριστερά και το δικό της πολιτικό σχέδιο, ενώ ταυτόχρονα η Αριστερά έχει ανάγκη τις γνώσεις τους και το δυναμισμό τους.
Οι άνεργοι, η συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών, νέων και ηλικιωμένων, και ανάμεσά τους οι γυναίκες, οι μετανάστες και τα δυναμικά νέα μεσαία στρώματα είναι οι άνθρωποι που, μέσα στις σκληρές συνθήκες που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε, όπως αυτές επιτείνονται δραματικά από την τρέχουσα κρίση, αποκτούν συνείδηση της θέσης τους στην κοινωνία ως παραγωγοί και ως πολίτες. Απορρίπτουν τα αποτυχημένα αντικοινωνικά δόγματα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της ζωής όλων και αμφισβητούν τις δοκιμασμένες συνταγές της δικομματικής εναλλαγής. Αυτοί είναι οι προνομιακοί συνομιλητές του διαλόγου που θέλει να οργανώσει το πρόγραμμα που καταθέτουμε, με αυτούς πρέπει να δημιουργήσουμε άρρηκτους δεσμούς εμπιστοσύνης, αυτοί καλούνται να πρωταγωνιστήσουν στο νέο μετα-νεοφιλελεύθερο πλαίσιο στο οποίο εισερχόμαστε, γιατί μόνο αυτοί μπορούν να εγγυηθούν μια διέξοδο από την κρίση που θα εκφράζει τις ανάγκες των πολλών και όχι την ιδιοτέλεια των λίγων.
Οι μισθωτοί των πόλεων έχουν ως φυσικούς τους συμμάχους τους αγρότες, οι οποίοι εξαναγκάζονται σήμερα να εγκαταλείψουν κατά χιλιάδες την παραγωγή. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο αγροτικός πληθυσμός μειώθηκε κατά 30%, ενώ μόνο πέρυσι 19.000 άτομα εγκατέλειψαν την αγροτική δραστηριότητα. Τόσο ο καπιταλισμός γενικά όσο και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ειδικότερα ερημώνουν την ύπαιθρο, εξαντλούν τους φυσικούς πόρους -και ιδιαίτερα το νερό- και επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων, χωρίς να βελτιώνουν τους όρους ζωής των αγροτών.
Παρά την εγγενή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να «εξαπατά» τη φύση -από τα θερμοκήπια και την αλόγιστη χρήση λιπασμάτων μέχρι τις εντατικές μονοκαλλιέργειες και τους μεταλλαγμένους σπόρους-, οι ρυθμοί της τελευταίας εξακολουθούν να παραμένουν εν πολλοίς φυσικοί και άρα να μην εντάσσονται απρόσκοπτα ούτε στα ωράρια εργασίας των πόλεων ούτε στους διαρκώς επιταχυνόμενους ρυθμούς κυκλοφορίας του χρήματος και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους όσα αφορούν την ύπαιθρο τείνουν να ξεχνιούνται, αν όχι να περιφρονούνται, ενώ ταυτόχρονα η αγροτική παραγωγή αντιμετωπίζεται αποκλειστικά με όρους ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων. Τα δε προβλήματα που ανακύπτουν συναφώς καλύπτονται πρόσκαιρα από την εύκολη λύση των επιδοτήσεων, οι οποίες κάποιες φορές μεν παρέχονται με σχετική επάρκεια αλλά πάντοτε χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, χωρίς όρους, χωρίς έλεγχο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συντονιστεί με τον κόσμο της υπαίθρου και ειδικά με τους μικροκαλλιεργητές και τους εργάτες γης, Έλληνες και αλλοδαπούς, όπως και με τη νέα γενιά αγροτών, έχοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους και τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες και ανισότητες. Αναφερόμαστε, για παράδειγμα, στην πολυαπασχόληση, που οφείλεται στο ότι πολλοί αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους με την αγροτική εργασία, και έτσι αναγκάζονται να απασχολούνται είτε συστηματικά είτε περιστασιακά σε κλάδους όπως ο τουρισμός. Αναφερόμαστε, επίσης, στα ειδικά προβλήματα που θέτει ο μικρός κλήρος στα περισσότερα νησιά ή στην Ήπειρο. Συντονιζόμαστε με τους αγρότες, με στόχο την ανάπτυξη ενός διαφορετικού είδους αγροτικής οικονομίας που θα εξασφαλίζει τη διατροφική επάρκεια και ασφάλεια, θα προστατεύει το εισόδημα αλλά και τις συνθήκες εργασίας των άμεσων παραγωγών και θα ενθαρρύνει τις συνεταιριστικές και γενικότερα τις συλλογικές μορφές δράσης. Αυτή η μορφή οικονομίας θα αποκρούει ταυτόχρονα το καταστροφικό σύστημα της μονοκαλλιέργειας, θα προστατεύει τη βιοποικιλότητα και θα παραδίδει το περιβάλλον αναλλοίωτο στις επόμενες γενιές, χωρίς φαραωνικές παρεμβάσεις, όπως η εκτροπή του Αχελώου, που μόνο στόχο έχουν τα οικονομικά οφέλη ορισμένων.
Με δυο λόγια, επιδιώκουμε μια αειφόρο ανάπτυξη υπό δημόσια εγγύηση που δεν θα υποτάσσεται στις δυνάμεις της αγοράς και στο κέρδος των λίγων αλλά θα έχει ως επίκεντρο τις πραγματικές ανάγκες των πολλών και θα σέβεται τη φύση, ενόσω θα επανασυνδέει ουσιαστικά τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους με τον τόπο τους και θα τους αποτρέπει έμπρακτα από το να καταφεύγουν στις ήδη κορεσμένες πόλεις μας. Αυτή η μορφή ανάπτυξης θα εμπλουτίζει παράλληλα τις κοινωνικές σχέσεις και την ποιότητα ζωής στα χωριά και στις κωμοπόλεις και θα προσφέρει ευκαιρίες μόρφωσης, επικοινωνίας και ψυχαγωγίας σε όλους ανεξαιρέτως, έτσι ώστε να αμβλύνεται διαρκώς το χάσμα ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται, επίσης, στα λεγόμενα παραδοσιακά μεσαία στρώματα, δηλαδή στους αυτοαπασχολούμενους, στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και παραγωγή, σε όσους και όσες έχουν να κάνουν με τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου μάλιστα απασχολείται το 75% του ενεργού πληθυσμού της χώρας. Όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε αυτές αλλά και οι ίδιες οι εν λόγω επιχειρήσεις -οι βιοτεχνίες, οι μικρές βιομηχανίες, τα εμπορικά καταστήματα, οι φούρνοι, τα κρεοπωλεία, τα μανάβικα- πλήττονται πάγια από τις μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές δομές της εγχώριας αγοράς, από τη συμπίεση της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων και από τις συχνά αλλοπρόσαλλες πολιτικές επιλογές σε όσα τους αφορούν, ενώ παράλληλα πολλοί αυτοαπασχολούμενοι μόλις διασώζονται από την οικονομική και πολιτιστική τους υποβάθμιση. Η τρέχουσα κρίση επιτείνει στο έπακρο όλα αυτά τα προβλήματα και απειλεί καίρια ολόκληρο αυτόν το χώρο.
Ο βιοτέχνης, ο μικρός και μεσαίος παραγωγός, ο έμπορος δεν εκτίθεται στα παραπάνω προβλήματα με τον ίδιο τρόπο που εκτίθενται οι λίγοι υπάλληλοι που απασχολεί. Σε περίπτωση κρίσης, οι δεύτεροι χάνουν την ίδια τη δουλειά τους, ενώ ο πρώτος, μετά από κάποιες απολύσεις ή άλλες αναπροσαρμογές, μπορεί ενδεχομένως να συνεχίσει κάπως να τα βγάζει πέρα. Συχνά μάλιστα οι οικονομικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η επιχείρησή του οδηγούν τον μικροεπιχειρηματία στην εισφοροδιαφυγή, στη χρήση μαύρης εργασίας και στην καταστρατήγηση σημαντικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τόσο το συνολικό εισόδημα όσο και ο όλος τρόπος ζωής του μικροεπιχειρηματία δεν διαφέρουν και πολύ από το εισόδημα και τον τρόπο ζωής της πλειοψηφίας των υπαλλήλων του. Αυτό σημαίνει ότι, ιδιαίτερα σήμερα, ο μικροεπιχειρηματίας συμπιέζεται διπλά: και ως εκείνος του οποίου η επιχείρηση υφίσταται τις συνέπειες της τρέχουσας κρίσης αλλά και ως καταναλωτής με σχετικά περιορισμένο εισόδημα.
Το πρόγραμμα που καταθέτουμε αποβλέπει, εκτός των άλλων, στην κατάστρωση μιας συγκροτημένης προσπάθειας για την ποιοτική αναβάθμιση και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η προσπάθεια αυτή οφείλει να στηρίζεται σε ένα κίνημα που θα μάχεται τις αντιλήψεις που συνδέουν την ανταγωνιστικότητα με το φτηνό εργατικό κόστος και τη μαύρη εργασία, κίνημα το οποίο θα διεκδικεί τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ιδίως στις μεγαλύτερες μεσαίες επιχειρήσεις, την πάταξη της εισφοροδιαφυγής, τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, Ελλήνων και αλλοδαπών εργαζομένων αλλά και την αξιοποίηση εργατικού και επιστημονικού δυναμικού με υψηλή κατάρτιση και με τις απαραίτητες γνώσεις, έτσι ώστε η παραγωγική διαδικασία να στηρίζεται στη σωστή οργάνωση και στις σωστές υποδομές και να ενσωματώνει απρόσκοπτα την τεχνολογική καινοτομία. Οι διεκδικήσεις αυτές οφείλουν να συντονίζονται με τον κεντρικό μας στόχο, που αποβλέπει στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι των όρων του ανταγωνισμού της αγοράς.
Τα μεσαία στρώματα που περιγράφουμε δεν συναντώνται μόνο στις πόλεις. Έτσι, επείγει η συνάρθρωση της παραπάνω προσπάθειας με τις διεκδικήσεις του αγροτικού κόσμου. Κοινός στόχος και άρα κοινή διεκδίκηση είναι εδώ η μείωση της ψαλίδας των τιμών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, η παραγωγή υγιεινών τροφίμων, ο αντίστοιχος έλεγχος ποιότητας και η πάταξη της νοθείας, καθώς και ο έλεγχος των τιμών στα καύσιμα. Στην ίδια βάση οφείλουν να καταπολεμηθούν οι συναφείς μονοπωλιακές-ολιγοπωλιακές δομές, να καταργηθεί η αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυκαταστημάτων, να ενισχυθούν τα κινήματα καταναλωτών και να αναπτυχθούν περιφερειακά προγράμματα που θα αναζωογονούν παράλληλα την ύπαιθρο και θα προστατεύουν το περιβάλλον.
Στα μάτια της κοινής γνώμης, η πολιτική δράση του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία λίγα χρόνια ταυτίστηκε εν πολλοίς με την ορμητική είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο δύο νέων «γενιών», που είναι στην ουσία μία. Πρόκειται αφενός για τη «γενιά του άρθρου 16», που πολιτικοποιήθηκε με βασικό στόχο την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου αλλά και της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της, του περιβάλλοντος και του δημόσιου χώρου εν γένει. Και αφετέρου για τη «γενιά των 700 ευρώ», που είναι η πρώτη μετά από πολλές που αυτοπροσδιορίζεται με υλικούς όρους, τους υλικούς όρους της εργασίας της και της εν γένει ζωής της. Οι «γενιές» αυτές συνιστούν, κατά κάποιον τρόπο, την ανεστραμμένη όψη της γενιάς των γονιών τους: στα «ένδοξα» μεταπολεμικά ή μεταπολιτευτικά χρόνια, αρκετοί από τους γονείς εντάσσονταν στα ανερχόμενα τότε μεσαία στρώματα, των οποίων η σχετική οικονομική ασφάλεια και το μορφωτικό κεφάλαιο τους επέτρεπαν να εισέλθουν στο προσκήνιο διεκδικώντας καθαρά πολιτικά στόχους - από τον εκδημοκρατισμό της χώρας και το 1-1-4 μέχρι την ανδρεοπαπανδρεϊκή «αλλαγή».
Αντίθετα σήμερα η νέα γενιά καλείται να αντιμετωπίσει την οικονομική ανέχεια, την εργασιακή ανασφάλεια και την απουσία μέλλοντος. Παρά το ότι οι νέοι και οι νέες συρρέουν κατά χιλιάδες στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, γνωρίζουν ήδη πολύ καλά ότι, ακόμη και αν πετύχουν, θα αντιμετωπίσουν έναν δημόσιο τομέα έντονα ιεραρχικό και γραφειοκρατικοποιημένο, έρμαιο της διαφθοράς, εγκαταλελειμμένο στην τύχη του και στον «πατριωτισμό» των ανθρώπων του, με ελάχιστα περιθώρια για ανάληψη πρωτοβουλιών, για αξιοποίηση της γνώσης, της δημιουργικότητας και της φαντασίας. Η νέα γενιά σήμερα σφύζει από ζωή γιατί ασφυκτιά, γιατί η κατάρτιση και τα προσόντα που απέκτησε με τον δικό της μόχθο και με την οικονομική επιβάρυνση των γονιών δεν μπορούν να χρησιμεύσουν τελικά πουθενά, ούτε να βρουν αναγνωρισμένη έκφραση και διέξοδο. Ακόμη χειρότερη είναι βέβαια η κατάσταση των νέων που διαρρέουν για διάφορους λόγους από το εκπαιδευτικό σύστημα, κατά κανόνα προλεταριοποιούνται και απλώς επιζούν στηριζόμενοι στην κακοπληρωμένη επισφαλή ή εποχιακή απασχόληση και στη συνδρομή των γονιών. Από την άλλη μεριά και παράλληλα, οι δυνατότητες συμμετοχής των νέων στο πολιτιστικό γίγνεσθαι συρρικνώνονται, οι μορφές ψυχαγωγίας και αθλητισμού ευτελίζονται, η όλη ποιότητα ζωής υποβαθμίζεται και η πολιτική συμμετοχή και δράση φτάνει να θεωρείται το ύποπτο επάγγελμα που ασκούν με το αζημίωτο οι κάθε λογής παράγοντες και δημαγωγοί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να ταυτίζεται εν πολλοίς με αυτή τη νέα γενιά γιατί αναγνώρισε τα προβλήματά της, γιατί τη σεβάστηκε και γιατί δεν θέλησε να την εκμεταλλευθεί πολιτικά ή να δημαγωγήσει σε βάρος της. Και σε αυτή τη γενιά οφείλει ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει να απευθύνεται, προκειμένου να αγωνιστεί μαζί της ώστε όλοι, νέοι και μεγαλύτεροι, να οικοδομήσουμε από κοινού, μέσα από έναν διαρκή και ειλικρινή διάλογο, τους συγκεκριμένους όρους της προοδευτικής διεξόδου της χώρας από την κρίση, τους όρους που θα εξασφαλίζουν ότι παράγουμε για την κοινωνία και όχι για το κέρδος, ότι αυτό που παράγουμε το διανέμουμε δίκαια, ότι ελέγχουμε όλες τις συναφείς διαδικασίες δημοκρατικά, ότι αξιοποιούμε τη γνώση και τη φαντασία σε κάθε περίπτωση, ότι σεβόμαστε και προστατεύουμε κάθε γνήσια δημιουργία.
Η «γενιά του άρθρου 16» δεν υπερασπίστηκε τη δημόσια παιδεία ως μηχανισμό κοινωνικής αναπαραγωγής και δίαυλο κοινωνικής ανέλιξης αλλά ως πεδίο διασφάλισης της ισότητας και των ίσων ευκαιριών πρόσβασης στη γνώση και την παραγωγή. Αυτή ακριβώς η στάση συνδέει εξ αντικειμένου την εν λόγω νέα γενιά με εκείνους των οποίων η εργασία συνιστά δημόσιο λειτούργημα που μας αφορά όλους. Οι κινητοποιήσεις της «γενιάς του άρθρου 16» και τα αποτελέσματά τους αποκαλύπτουν ότι οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι γιατροί, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ και στις νέες τεχνολογίες, τα νέα μεσαία στρώματα που αναφέραμε παραπάνω, δεν βρίσκουν τον εαυτό τους στο προϊόν της δουλειάς τους, ούτε εκφράζονται από εκείνο. Στο σημερινό πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης των πάντων και της συνεπαγόμενης ιδιώτευσης, η γνώση και η εμπειρία απαξιώνονται, ενώ όλοι αναγνωρίζουν ότι η νέα ιδέα ή η καινοτομία περιφρονείται και η ανιδιοτελής προσφορά αγνοείται, αν δεν λοιδορείται. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει μόνο το προσωπικό μεράκι για να στηρίξει εκείνους που θέλουν έτσι ή αλλιώς να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Εκείνα που επιθυμεί η νέα γενιά βρίσκονται έτσι να συντονίζονται με εκείνα που δεν έχει κατορθώσει να κάνει πράξη η γενιά των γονιών της, με αποτέλεσμα η συμμαχία των δύο να μη στηρίζεται μόνο στους οικονομικούς λόγους που προσπαθήσαμε να περιγράψουμε παραπάνω αλλά και σε πολύ ισχυρούς ιδεολογικούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίστηκε μόνο με τη «γενιά του άρθρου 16» και με εκείνη «των 700 ευρώ». Προσπαθώντας πάντα να αναγνωρίζει τις συντελούμενες κοινωνικές διεργασίες, να ακούει προσεκτικά τις διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων, να συνομιλεί και να συντονίζει τα βήματά του μαζί τους, ο ΣΥΡΙΖΑ συμβαδίζει συστηματικά -και όπου χρειάζεται κριτικά- με τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα που έχουν αναδειχθεί και αναδεικνύονται συνεχώς μέσα από τις κοινωνικές και πολιτικές ρωγμές του καπιταλιστικού συστήματος.
Το γυναικείο και το φεμινιστικό κίνημα, πρώτα απ' όλα, το οποίο δεν είναι βέβαια νέο αλλά απέκτησε νέες διαστάσεις κυρίως μετά το 1968, ποτέ δεν ήταν περισσότερο συνυφασμένο με τον γενικότερο αγώνα για κοινωνική πρόοδο, ενώ ποτέ δεν ήταν περισσότερο αναγκαία η συμμαχία του με το κίνημα των εργαζομένων: η τρέχουσα κρίση πλήττει ιδιαίτερα τις γυναίκες, την ίδια στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός αντιμετωπίζει αρνητικά τα γυναικεία αιτήματα και τείνει να αναιρεί τις γυναικείες κατακτήσεις που δεν συνάδουν με την πολιτική του. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί την ισότητα των φύλων οικουμενική αξία και αναγνωρίζει πως οι φεμινιστικές αναλύσεις που προβάλλουν τα ιδιαίτερα προβλήματα των γυναικών, ενόσω αναδεικνύουν την πατριαρχική δομή των σύγχρονων κοινωνιών και τον έμφυλο χαρακτήρα των κοινωνικών δομών και των σχέσεων εξουσίας, συμβάλλουν κατά τρόπο καίριο στη διαμόρφωση της πολιτικής της Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα, προσδίδοντας εύρος και βάθος στην αριστερή σκέψη γενικότερα. Κατά συνέπεια, όχι μόνο υποστηρίζει τους αγώνες των γυναικών για την ολόπλευρη χειραφέτησή τους, προσπαθώντας να διδάσκεται από αυτούς, αλλά και τους τοποθετεί στην καρδιά του πολιτικού πεδίου.
Το οικολογικό κίνημα, έπειτα, με τα ζητήματα που έχει αναδείξει και τους αγώνες που έχει αναλάβει, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, αποτελεί πλέον σημαντική συνιστώσα του πολιτικού πεδίου με την ευρύτερη έννοια. Η προστασία των απειλούμενων μορφών ζωής, η βιοποικιλότητα, οι μεγάλοι κίνδυνοι που απορρέουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη ή τις διαδικασίες ερημοποίησης, η προστασία του ελάχιστου πρασίνου που έχει απομείνει στις πόλεις μας και του φυσικού περιβάλλοντος με την ευρύτερη έννοια, η ανάγκη για περιβαλλοντικά καθαρή ενέργεια, τα προβλήματα διαχείρισης των απορριμμάτων και των κάθε λογής αποβλήτων αλλά και η ζωοφιλία ή η ευαισθησία απέναντι στο τι τρώμε ή τι καταναλώνουμε γενικότερα αποτελούν μεγάλα ζητήματα που αφορούν όλες τις όψεις της παραγωγικής διαδικασίας και των κοινωνικών σχέσεων εν γένει, ζητήματα των οποίων η αντιμετώπιση οφείλει να συγκροτήσει μια νέα αρμονική και δημιουργική σχέση του συνόλου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με τη φύση. Η έννοια της αειφορίας που θέτουμε στο επίκεντρο της πρότασής μας θέλει να συμπυκνώσει όλα αυτά τα ζητήματα.
Τα κινήματα ή τα δίκτυα, τέλος, που έχουν αναπτυχθεί για να προστατεύσουν τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των ασθενέστερων ομάδων της κοινωνίας μας, των μεταναστών και των μειονοτήτων, με τους αγώνες που έχουν αναλάβει ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία ή τον εθνικισμό, ενάντια στην ανάπτυξη και την τεχνολογική «εκλέπτυνση» της καταστολής, όπως και ενάντια στις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές της χώρας και υπέρ του εξανθρωπισμού του σωφρονιστικού συστήματος, παράλληλα με τις πρωτοβουλίες που έχουν αναπτύξει για την ομαλή ένταξη των μεταναστών στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, με σημαντικό παράδειγμα τα σχολεία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, αποτελούν μια ακόμη σημαντική συνιστώσα του ευρύτερου πολιτικού πεδίου εντός του οποίου κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στις σχέσεις του με τα κινήματα αυτά, όπως και με κινήματα σαν αυτά των καταναλωτών, που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων ζωής όλων, ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει πάντα στο διάλογο και την κοινή δράση και όχι στην ενσωμάτωση, στην ηγεμονία ή την επιβολή, προσπαθώντας παράλληλα να συνδέσει τα αιτήματα αυτών των κινημάτων με τις υλικές διεκδικήσεις των εργαζόμενων τάξεων, με τις ελπίδες και τους αγώνες για μια διαφορετική οργάνωση της οικονομίας, της εργασίας, της παιδείας, για ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης και ανάπτυξης.
Τα παραπάνω θέλουν να καταδείξουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται στη συντριπτική πλειοψηφία των μελών της κοινωνίας μας, στην πλειοψηφία που έχει την ανάγκη, το κίνητρο και τη δύναμη να στηρίξει και τελικά να επιβάλει μια δημοκρατική διέξοδο από την κρίση. Σε αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία ανήκει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, της γνώσης και του κοινωνικού λειτουργήματος, ο κόσμος των μικρών και μεσαίων αγροτών, ο κόσμος της αυτοαπασχόλησης και γενικά της μικρής και μεσαίας παραγωγής. Στην ίδια πλειοψηφία ανήκουν οι νέοι με τα δικά τους αιτήματα για δημόσια παιδεία, καλύτερη μόρφωση, επαρκή κατάρτιση και αξιοπρεπή είσοδο στην εργασία, οι γυναίκες με τις δικές τους ανάγκες και τα δικά τους αιτήματα ισότητας και χειραφέτησης, οι μετανάστες συμπολίτες μας με τους δικούς τους αγώνες για το δικαίωμα στη μόρφωση, στην εργασία, στην υγεία, στην κοινωνική προστασία και στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Μαζί με αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία και στο πλαίσιό της, διεκδικούμε να συμβάλουμε στην οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου παραγωγής και διανομής του πλούτου με δημόσιο έλεγχο και υπό δημοκρατικούς και διαφανείς θεσμούς, στην οικοδόμηση μιας Ελλάδας που παράγει και δημιουργεί, μιας Ελλάδας που αναπτύσσει στέρεες σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς, μιας Ελλάδας που εντάσσεται σε μια ενωμένη Ευρώπη των λαών και των αγώνων τους, αγώνων που αποσκοπούν στην κοινωνική ανάπτυξη και στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην ισότητα και στην ελευθερία, στη δημοκρατία και στη δικαιοσύνη.
Μαζί με αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία και στο πλαίσιό της, διεκδικούμε να συμβάλουμε στην οικοδόμηση ενός ειρηνικού και δίκαιου κόσμου, συμφιλιωμένου με τη φύση, τον κόσμο του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, τον κόσμο του σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα. Και το πρώτο ίσως βήμα για να αρχίσουμε να πραγματοποιούμε αυτόν το στόχο είναι να συμβάλουμε στην οικοδόμηση μιας συνολικής νέας αντίληψης που θα αναδεικνύει την αξία των κοινών αγαθών και του δημόσιου συμφέροντος και θα αρνείται αποτελεσματικά την υπαγωγή τους στο αγοραίο, στο ανταλλάξιμο και στο κερδοφόρο. Με τις λέξεις που κατέστησε δίκαια διάσημες το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, αυτή είναι ακριβώς η αντίληψη που θέτει συστηματικά τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη, η αντίληψη που ανοίγει το δρόμο ώστε ο νέος κόσμος που επιδιώκουμε να καταστεί πράγματι εφικτός.
Το πρόγραμμα που καταθέτουμε και οι συγκεκριμένοι προγραμματικοί στόχοι που παρουσιάζουμε επιδιώκουν να θέσουν ένα πλαίσιο για τον ανοιχτό, ειλικρινή και συστηματικό διάλογο που απαιτούν οι διαδικασίες πραγματοποίησης αυτού του στόχου.
.
.
.
Η παγκόσμια κρίση που ζούμε σήμερα, η οποία ξεκίνησε στις ΗΠΑ ως κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, εξελίσσεται ραγδαία σε γενικευμένη δομική κρίση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλιστικού συστήματος, εντείνοντας παντού τις καταστροφικές συνέπειές του. Ωστόσο, η κρίση δεν οφείλεται απλώς στα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού τομέα καθεαυτού, ούτε στη γιγάντωσή του. Έχει τις ρίζες της στην ίδια τη σφαίρα της παραγωγής, δηλαδή στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Έτσι, όπως είδαμε και παραπάνω, η επιβράδυνση του ρυθμού συσσώρευσης κατά την προηγούμενη περίοδο «επέβαλε» στο ιδιωτικό κεφάλαιο να εισβάλει στη δημόσια σφαίρα σε πρωτοφανές εύρος και βάθος, οδηγώντας στην εμπορευματοποίηση των πάντων, στη συνολική απορρύθμιση των σχέσεων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού και σε μια τεραστίων διαστάσεων αναδιανομή πόρων και εξουσιών εις βάρους τόσο της εργασίας όσο και του δημόσιου χώρου γενικά.
Η εν λόγω κρίση είναι κρίση τόσο της νεοφιλελεύθερης μορφής του σύγχρονου καπιταλισμού όσο και κρίση της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Και είναι γνωστό πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής παράγει μεν ο ίδιος τις δικές του κρίσεις αλλά ταυτόχρονα διαθέτει και ισχυρές δικλείδες ασφαλείας, που του έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα να τις υπερβαίνει και να ανασυντάσσεται. Έτσι, γίνεται στις μέρες μας φανερό πως οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν αφήσει εν μέρει στην άκρη την ιδέα περί αυτονομίας της οικονομίας και έχουν αναλάβει να βρουν τρόπους που θα αναστηλώσουν την κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά. Ωστόσο, μέσα στην τρέχουσα ιδιαίτερα ρευστή συγκυρία, οι τρόποι αυτοί εμφανίζονται ως εξαιρετικά αβέβαιοι. Αν η έλευση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλισμού είχε προετοιμαστεί ιδεολογικά επί μακρόν, η διάδοχη του νεοφιλελευθερισμού μορφή παραμένει ακόμη εν πολλοίς ζητούμενη. Το πιθανότερο είναι να προωθηθούν ευρύτατες κρατικές παρεμβάσεις που θα επιχειρήσουν να αναθεμελιώσουν τον καπιταλισμό στη βάση μιας νέας παραγωγικής βάσης, ενδεχομένως «πράσινης» απόχρωσης, και μιας νέας οικονομικής και πολιτικής παγκόσμιας τάξης, θυσιάζοντας πολλά από τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά που γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Μια τέτοια αναθεμελίωση δεν μπορεί παρά να επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ ενδέχεται να ενισχύσει σημαντικά τον κρατικό αυταρχισμό παντού στον κόσμο ή να οδηγήσει ακόμη και σε πολέμους. Από την άλλη μεριά, η κοινωνική αναταραχή δεν μπορεί παρά να είναι αντίστοιχα μεγάλη και οι κοινωνικές αντιστάσεις ισχυρές.
Ειδικά στην Ελλάδα, η τρέχουσα κρίση συμπλέκεται αξεδιάλυτα με τα εγγενώς αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης που διαμορφώθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μοντέλου που συντηρείται κατά κύριο λόγο από έναν υψηλό και διαρκώς αυξανόμενο δανεισμό του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Από την άλλη μεριά, η οικονομική δομή της χώρας είναι εγγενώς ευάλωτη, γιατί η παραγωγική βάση της είναι ισχνή, ενώ εξαρτάται έντονα από τη ναυτιλία, τον τουρισμό και τις κατασκευές, δηλαδή από κλάδους που υπόκεινται σε ποικίλες διακυμάνσεις. Η πολιτική που άσκησαν οι κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ κατέστησε αυτή τη δομή ακόμη πιο ευάλωτη, γιατί, εκτός των άλλων, την εποχή που άλλες χώρες επέλεγαν να επενδύσουν στην παιδεία, στην επιστημονική έρευνα και στην καινοτομία, η χώρα «επένδυε» στην Ολυμπιάδα και στους εξοπλισμούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά προμηνύουν ένα μέλλον δυσοίωνο: η κρίση στη χώρα μας ενδέχεται να προσλάβει μεγαλύτερο βάθος και να διαρκέσει περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες.
Τόσο τα δεδομένα της παγκόσμιας κρίσης όσο και εκείνα που χαρακτηρίζουν ειδικά τη χώρα μας έχουν αρχίσει να γίνονται ευρύτερα κατανοητά. Σήμερα χάνει συστηματικά τη νομιμοποίησή της ολόκληρη η αντίληψη που ήθελε να απαντήσει στα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας παράγοντας και διαχέοντας χρηματοπιστωτικές φούσκες, η αντίληψη που επιδίωκε και επιτύγχανε να ξαναμοιράσει τον παραγόμενο πλούτο εις βάρος εκείνων που πραγματικά τον παράγουν, κάνοντας τους πλούσιους προκλητικά πλουσιότερους. Αυτή ήταν, ακόμη, η αντικοινωνική αντίληψη που δεν δίσταζε να εκχωρήσει τα κοινά αγαθά και τον δημόσιο χώρο στο ιδιωτικό κεφάλαιο, η αντίληψη που διαρρήγνυε τους δεσμούς κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης προς όφελος του ατομικού ανταγωνισμού, του ιδιωτικού κέρδους και της ιδιώτευσης εν γένει. Αυτή ήταν, τέλος, η αντιδημοκρατική αντίληψη η οποία, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς του κράτους και του πολιτικού συστήματος, παρέδιδε εν λευκώ τα πρωτεία στην οικονομία και στους δήθεν «σιδερένιους νόμους» της αγοράς, προσπαθώντας να επιβάλει την ιδέα ότι η πολιτική δεν είναι παρά η στεγνή και στυγνή τεχνοκρατική διαχείριση και όχι η δημοκρατική διαβούλευση και ο συλλογικός έλεγχος των πολλών και προς όφελος των πολλών.
Όσο γενικεύεται και εμπεδώνεται αυτή η κατανόηση, μεγάλες δυνατότητες διανοίγονται για την Αριστερά, υπό τον όρο ότι η τελευταία συλλαμβάνει σωστά το στίγμα της συγκυρίας. Αυτό σημαίνει πως η Αριστερά δεν μπορεί να αρκεστεί στην κριτική της νεοφιλελευθερισμού, όσο καταστροφικός και αν αποδείχτηκε αυτός. Ούτε μπορεί να υποτάξει την πολιτική της στην προοπτική αναθεμελίωσης του καπιταλισμού, οσοδήποτε «πράσινη» ή «φιλική» και αν εμφανιστεί η νέα παραγωγική του βάση και οσοδήποτε «νέα» και αν εμφανιστεί η συνακόλουθη παγκόσμια οικονομική και πολιτική τάξη. Η Αριστερά οφείλει, αντίθετα, να προτείνει μια προοπτική διεξόδου από την κρίση που θα απαντά στα συγκεκριμένα προβλήματα που τίθενται κάθε φορά με όρους που θα αντιτίθενται τόσο στις προσπάθειες παλινόρθωσης του νεοφιλελευθερισμού όσο και στις προσπάθειες αναπροσαρμογής του καπιταλιστικού συστήματος συνολικότερα, δηλαδή με όρους που θα αμφισβητούν και τελικά θα υπερβαίνουν το παγιωμένο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η πρόταση της Αριστεράς δεν μπορεί να αρκείται σε διορθωτικές προτάσεις ως προς τα μέτρα και τις μορφές παρέμβασης που προωθούν οι κυρίαρχες δυνάμεις του δικομματισμού και του αστισμού γενικότερα, ούτε να επικαλείται απλώς τη διεύρυνση του κράτους, που δήθεν θα επανέλθει για να «ρυθμίσει» ή να «εξυγιάνει» τις δυνάμεις της αγοράς και να καταστήσει τον καπιταλισμό «ηθικότερο». Η πρόταση της Αριστεράς οφείλει να απαντήσει συγκεκριμένα σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την κρίση, αλλά να το κάνει ανοίγοντας την προοπτική για μια διαφορετική οργάνωση του κόσμου.
Η απάντηση της Αριστεράς στην τρέχουσα κρίση οφείλει να στοχεύει στον πυρήνα του κυρίαρχου παραγωγικού μοντέλου -στον οικονομικό και πολιτικό σκοπό που υπηρετεί, στα κίνητρα ανάπτυξης που προβάλλει, στα κριτήρια αποτελεσματικότητας που υιοθετεί- και να στοιχειοθετείται κατά τρία αλληλένδετα επίπεδα.
Το πρώτο επίπεδο στοχεύει στην ανάσχεση της κρίσης και στην αντιμετώπιση των συνεπειών της από τη σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων. Η Αριστερά δεν μπορεί να επικαλείται απλώς τις υπάρχουσες και τις μελλούμενες καταστροφές ούτε να εύχεται ενδόμυχα την όξυνση των αντιθέσεων, γιατί σε τέτοιες περιστάσεις οι αντιθέσεις κατά κανόνα οξύνονται σε βάρος των αδυνάμων. Αντίθετα, η Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει άμεσα και συγκεκριμένα μέτρα που θα περιορίζουν τις συνέπειες της κρίσης, θα στηρίζουν την απασχόληση, το εισόδημα και την ασφάλεια των εργαζομένων και θα αποτρέπουν τη μεταφορά του κόστους της κρίσης σε αυτούς.
Ωστόσο, τα μέτρα άμεσης αντίδρασης στις επιπτώσεις της κρίσης δεν συνιστούν από μόνα τους, όσο και αν είναι απαραίτητα, απάντηση μιας Αριστεράς που αποσκοπεί στο σοσιαλισμό. Έτσι, σε δεύτερο επίπεδο, τα μέτρα αυτά οφείλουν να συναρθρώνονται σε μια στρατηγική εξόδου από την κρίση που θα συνθέτει ένα συνεκτικό εναλλακτικό σχέδιο, ανταγωνιστικό προς εκείνα που εκπονούνται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Η διέξοδος από την κρίση που διεκδικούμε δεν μπορεί να βασίζεται σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης, σε ενοικιαζόμενους εργαζομένους, σε ανασφάλιστη εργασία. Ούτε μπορεί να στηρίζεται στην άντληση πόρων από την πώληση του δημόσιου πλούτου ή σε μέτρα που θα θέτουν τους εργαζομένους στο κοινωνικό, στο πολιτικό και στο πολιτιστικό περιθώριο.
Κατά συνέπεια, στο τρίτο επίπεδο, η έξοδος από την κρίση που διεκδικούμε οφείλει να εντάσσεται σε μια στρατηγική που θα αποσκοπεί στο να αναιρέσει τις δομικές αιτίες που προκαλούν τις καπιταλιστικές κρίσεις εν γένει. Οι εργαζόμενες τάξεις, οι νέες γενιές, τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας συνολικότερα έχουν σήμερα την ευκαιρία όχι μόνο να οραματιστούν αλλά και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον, να απαιτήσουν μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης, μια κοινωνία απαλλαγμένη από ανταγωνισμούς και τους μηχανισμούς που τους γεννούν, μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, μια κοινωνία βαθιά και ουσιαστικά δημοκρατική, μια κοινωνία σοσιαλιστική.
Τα τρία επίπεδα που διακρίνουμε δεν αποτελούν διαδοχικά στάδια. Πρέπει, αντιθέτως, να νοηθούν ως οργανικά συνδεδεμένα μέρη ενός ενιαίου συνεκτικού σχεδίου που θα αρθρώνει το κοινωνικό και πολιτικό κίνημα στη χώρα μας. Αυτό είναι ένα σχέδιο που, από τη μια μεριά θα συμβάλλει στην παραπέρα απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού και, από την άλλη, θα προσδιορίζει συγκεκριμένα και θα απαντά εμπεριστατωμένα και πειστικά σε μια σειρά από θεμελιώδη ζητήματα, ενόσω θα προβάλλει και θα οργανώνει τις αντίστοιχες διεκδικήσεις: τι παράγουμε και πώς το παράγουμε, πώς διανέμουμε τον παραγόμενο πλούτο και τι καταναλώνουμε, πώς αναπαράγουμε την κοινωνία μας και τους εαυτούς μας, πώς προστατεύουμε και αξιοποιούμε δημιουργικά το περιβάλλον, πώς αποκτούμε, αναπτύσσουμε και χρησιμοποιούμε τη γνώση προς όφελος της κοινωνίας συνολικά, πώς ορίζουμε τον δημόσιο χώρο και τα συλλογικά αγαθά, πώς διαφυλάσσουμε την ιδιωτικότητα και την ιδιαιτερότητα του καθενός και της καθεμιάς και συνεισφέρουμε στη χειραφέτηση όλων, πώς αντιλαμβανόμαστε τα κοινωνικά, τα πολιτικά και τα ατομικά δικαιώματα, πώς συμβάλλουμε στο να οργανωθεί η δημοκρατία και οι θεσμοί της και πώς διασφαλίζουμε την ολόπλευρη συμμετοχή των ανθρώπων στη διαμόρφωση των όρων της ζωής τους και την απόλαυσή της.
Για να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, για να συγκροτήσει, να επεξεργαστεί παραπέρα και να υλοποιήσει το σχέδιό της, η Αριστερά οφείλει να αξιοποιήσει τις πλούσιες εμπειρίες της και τις καλύτερες παραδόσεις και επεξεργασίες της και ταυτόχρονα να προχωρήσει σε μια τομή σε σχέση με το παρελθόν της. Καθήκον της είναι να διατυπώσει προτάσεις που θα υπερβαίνουν και τα δύο μοντέλα που εγκαθιδρύθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, τόσο αυτό της σοσιαλδημοκρατίας όσο και εκείνο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δηλαδή τα μοντέλα που προβάλλονται σήμερα είτε, από τη μια πλευρά, εξιδανικεύοντας την κρατική παρέμβαση, έναν παρωχημένο κεϋνσιανισμό και μια οικονομία της οποίας και οι δύο πυλώνες, ο ιδιωτικός και ο κρατικός, λειτουργούν με αμιγώς καπιταλιστικά κριτήρια, είτε, από την άλλη πλευρά, αρνούμενα επίμονα να δουν και να μελετήσουν τον σημερινό κόσμο και τα συγκεκριμένα προβλήματά του, θεοποιώντας άκαμπτα και μονοπαγή οργανωτικά σχήματα που αποσκοπούν σε μια φαντασιακή κατάληψη της εξουσίας εξ εφόδου.
Επείγει, με άλλα λόγια, να επωφεληθούμε από τη συσσωρευμένη πείρα και τις δικές μας προηγούμενες αστοχίες, προκειμένου να αποφύγουμε την επαναφορά ξεπερασμένων προτύπων. Για να ανακτήσουν οι ιδέες της Αριστεράς την ηγεμονία στην κοινωνία, καθήκον μας είναι να επεξεργαστούμε ένα διαφορετικό πρότυπο παραγωγής και διανομής του πλούτου που θα στηρίζεται σε νέες δομές και θα υπόκειται σε νέα κριτήρια. Οφείλουμε να επεξεργαστούμε μια νέα αντίληψη για τις σχέσεις ανάμεσα στο κοινωνικό, το κρατικό και το ιδιωτικό, στο δημόσιο και την αγορά, μια αντίληψη που δεν θα εκλαμβάνει την κρατικοποίηση ως πανάκεια ούτε θα θεωρεί το κράτος ως αποκλειστικό εκφραστή του δημοσίου αλλά θα ενσωματώνει την κρατική παρέμβαση σε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που θα αναδεικνύει, θα στηρίζει, θα εκσυγχρονίζει σε συνάρτηση με τα τεχνολογικά επιτεύγματα και θα διευρύνει διαρκώς μια αποεμπορευματοποιημένη και συνάμα αποκρατικοποιημένη δημόσια σφαίρα αγαθών και αξιών, ανάγοντάς τη στο βασικό υπόβαθρο που θα επιτρέψει την ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας μας ολόκληρης. Τα κοινωνικά, τα πολιτικά και τα ατομικά δικαιώματα, όπως και ολόκληρος ο πολιτισμός, μπορούν να ανθήσουν και η δημοκρατία να γίνει ουσιαστική μόνο σε μια τέτοια βάση.
Τα τρία επίπεδα του σχεδίου μας μπορούν να αναλυθούν συνοπτικά όπως παρακάτω.
Καθώς η κρίση επεκτείνεται από τομέα σε τομέα και στην πορεία της αλλάζει μορφές, γίνεται επιτακτικά αναγκαία η άμεση και συγκεκριμένη απάντηση των εργαζομένων και της Αριστεράς στις εκδηλώσεις της κρίσης και στα επιμέρους προβλήματα που αυτή γεννά. Οι απαντήσεις αυτές και οι συναφείς διεκδικήσεις δεν μπορούν να συνιστούν κάποιον κλειστό ή πάγιο κατάλογο αιτημάτων αλλά ένα ανοιχτό και διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο αντιπαράθεσης με τον κρατούντα νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική που τον υπηρετεί. Όπου εκδηλώνεται ή ωριμάζει ένα πρόβλημα -ή, ακόμη καλύτερα και εφόσον είναι δυνατόν, πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί-, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να είναι εκεί με τις προτάσεις του και τις δυνάμεις του. Για να επιτελούν το σκοπό τους, οι προτάσεις αυτές πρέπει να είναι απλές, σαφείς, συγκεκριμένες, υλοποιήσιμες, ικανές να ενώνουν και να ενεργοποιούν, πρόσφορες στο αποτέλεσμα και στην επιμέρους νίκη.
Τέτοιες προτάσεις έχουν να κάνουν τόσο με τις κεντρικές εκδηλώσεις της κρίσης, όπως είναι η τρέχουσα κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσο και με ζητήματα που ανακύπτουν σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο ή ακόμη και σε επίπεδο δήμου ή μεμονωμένης επιχείρησης. Έπεται πως ο απαιτούμενος προγραμματικός εξοπλισμός και η πολιτική εγρήγορση και ετοιμότητα αφορούν τόσο τα κεντρικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τις επιμέρους συντονιστικές επιτροπές του.
Κατά την τρέχουσα περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ, με πρωτοβουλίες της Γραμματείας του, της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, των επιμέρους συντονιστικών επιτροπών του και των ομάδων εργασίας του, έχει ήδη εκπονήσει και προβάλει μια πληθώρα προτάσεων τέτοιου τύπου, προτάσεων που παραμένουν επίκαιρες και αποτελούν στόχους του αγώνα του.
Όμως τα παραπάνω δεν αρκούν. Στις συνθήκες της τρέχουσας κρίσης και όχι μόνο, κύριο ζητούμενο είναι η αλληλεγγύη. Πρέπει να πρωτοστατήσουμε ώστε να αναπτυχθεί παντού ένα πνεύμα αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική που τον υπηρετεί, υπό την αιγίδα της ενότητας και της αλληλεγγύης προς τους αδύναμους, προς τους φτωχούς και προς τους φτωχότερους των φτωχών, όπως είναι οι μετανάστες. Η ενότητα και η αλληλεγγύη δίνουν δύναμη και μπορούν να αποβούν ακατανίκητες. Οφείλουμε, με μια λέξη, να υψώσουμε μια ασπίδα κοινωνικής αλληλεγγύης και να εργαστούμε με τρόπους ώστε η ασπίδα αυτή να είναι παρούσα και ενεργή παντού όπου υπάρχει στυγνή εκμετάλλευση ή καταπίεση, παντού όπου υπάρχει ανθρώπινος πόνος, παντού όπου εκδηλώνονται αυθαιρεσίες του κράτους, της κυβέρνησης ή της εργοδοσίας, όπου επιχειρούνται απολύσεις, καταπάτηση δικαιωμάτων, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών, αλλοδαπών και Ελλήνων.
Η δική μας απάντηση στην τρέχουσα κρίση αλλά και στα σχέδια που ήδη εκπονούνται για την επιβολή ενός «ρυθμιζόμενου νεοφιλελευθερισμού», κατά τη μία ή άλλη αυταρχική εκδοχή του, είναι ένα άλλο πρότυπο κοινωνικής ανάπτυξης. Προτείνουμε έναν νέο συνολικό τρόπο παραγωγής, κατανάλωσης και διανομής του πλούτου, σε συνάρτηση με τους δημοκρατικούς θεσμούς και τους μηχανισμούς συλλογικού ελέγχου που του αντιστοιχούν. Πρόκειται για ένα πρότυπο ανάπτυξης που εστιάζει την προσοχή του στην παραγωγική βάση της χώρας, εδράζεται στις αρχές της αειφορίας και θέτει ως δεσμευτικούς στόχους την πλήρη απασχόληση, την εξάλειψη της φτώχειας και την ίση κατανομή δραστηριοτήτων και πόρων ανάμεσα στις περιφέρειες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της καθεμιάς. Πρόκειται για ένα πρότυπο που αναδεικνύει, στηρίζει και διευρύνει διαρκώς τον δημόσιο χώρο και τα αποεμπορευματοποιημένα συλλογικά αγαθά, που υλοποιεί μια νέα σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, που εμπεδώνει δημοκρατικούς θεσμούς και μηχανισμούς συλλογικού ελέγχου, που προστατεύει και αναπτύσσει τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, που προωθεί την ειρήνη στην Ευρώπη και στον κόσμο και επιτρέπει να ανθήσει η δημοκρατία και η συμμετοχή στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για ένα πρότυπο που ενοποιεί το γενικό με το ειδικό και πατάει στο σήμερα για να συνδέσει το άμεσο με το μακροπρόθεσμο.
Όπως εκκινούν από την υπάρχουσα σήμερα κατάσταση, οι κεντρικοί πυλώνες της πρότασής μας είναι οι εξής:
Είναι σήμερα φανερό σε όλους πως ο νεοφιλελευθερισμός και η πολιτική που τον υπηρέτησε έχουν επιφέρει μια βάναυση αναδιανομή πόρων και εξουσιών από την εργασία προς το κεφάλαιο και τις θεσμικές του εκφράσεις και από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική και τις αγορές. Οι ίδιες αιτίες έχουν παγιδεύσει την κοινωνία σε μια παρασιτική και αντιπεριβαλλοντική κατασπατάληση του πλούτου της. Επείγει, κατά συνέπεια, η αντιστροφή της ροής πόρων και εξουσιών με διπλό στόχο. Πρώτον, τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων και, δεύτερον, τη μεταφορά δαπανών από τους εξοπλισμούς και άλλες αντιπαραγωγικές «επενδύσεις» σε πραγματικές επενδύσεις στην παιδεία, στην υγεία, στην επιστημονική έρευνα και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Για να επιτευχθεί αυτός ο διπλός στόχος, δεν αρκεί να διεκδικήσουμε τη μορφή ανάπτυξης που θα επιφέρει μείωση των ανισοτήτων. Για να είναι αξιόπιστη, μια τέτοια διεκδίκηση επιβάλλει την αντιστροφή μέσων - σκοπού. Αυτό σημαίνει πως η μείωση των ανισοτήτων πρέπει να είναι ο σκοπός της πολιτικής μας και η μορφή ανάπτυξης απλώς το μέσο που θα υπηρετήσει αυτόν το σκοπό. Με μια λέξη, απαιτείται μια αναπτυξιακή αναδιανομή. Το συνολικό σχέδιο που προτείνουμε, με τον κεντρικό ρόλο που επιφυλάσσει στα συλλογικά αγαθά, υπακούει σε αυτή ακριβώς την πολιτική λογική.
Συναρτημένη με την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η πολιτική που οφείλει να ακολουθηθεί σε όσα αφορούν τα εισοδήματα, τη φορολογία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την περιφερειακή ανάπτυξη, την αποκέντρωση και άλλα πολλά. Ωστόσο, το βασικό όπλο για τη μείωση των ανισοτήτων και την ορθή αναδιανομή πόρων και εξουσιών είναι η ενεργοποίηση των ίδιων των εργαζομένων, δηλαδή η ενδυνάμωση των συλλογικών μορφών έκφρασής τους και η διεκδίκηση από μέρους τους ενεργού ρόλου στο οικονομικό, στο κοινωνικό και στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Η παροχέτευση πόρων και εξουσιών από την ιδιωτική σφαίρα στη δημόσια συναρτάται ευθέως με τον επαναπροσδιορισμό του ίδιου του δημόσιου τομέα. Στόχος μας δεν είναι να γίνει ξανά επίκαιρος ο κρατισμός αλλά, αντίθετα, να διαμορφωθεί ένας δημόσιος χώρος ο οποίος θα είναι ικανός να οικειοποιείται πραγματικά τα συλλογικά αγαθά που θα επιστρέφονται στην κοινωνία, καθιστώντας τα άμεσα προσιτά σε όλους. Προτείνουμε, με άλλα λόγια, μια στρατηγική ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου σε ιδιωτικοποιημένους τομείς αλλά με την ταυτόχρονη θέσπιση της πολιτικής που θα οδηγεί στη διεύρυνση της σφαίρας των συλλογικών αγαθών και στην αποεμπορευματοποίησή τους. Διεκδικούμε το τυπικά δημόσιο να γίνει πραγματικά δημόσιο και το κρατικό να αποκτήσει ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο.
Μέσα από αυτή τη στρατηγική, τα δημόσια αγαθά και τα δημόσια λειτουργήματα ανυψώνονται ηθικά και αξιακά, βελτιώνονται ποιοτικά, ουσιαστικοποιούνται λειτουργικά, στηρίζονται πολιτικά. Παράλληλα, η δημόσια σφαίρα όχι μόνο διευρύνεται αλλά κυρίως αλλάζει περιεχόμενο και ρόλο, γιατί μετατρέπεται σε βάθρο για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας και τη διαμόρφωση μιας νέας οικονομίας των αναγκών και των συλλογικών αγαθών. Με αυτό τον τρόπο, οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους αρχίζουν να τίθενται πάνω από τα κέρδη και τα ιδιοτελή συμφέροντα.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το δημόσιο χώρο, διεκδικούμε να ανακτηθεί ο δημόσιος έλεγχος σε τομείς που σχετίζονται με τις θεμελιώδεις ανάγκες της κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως είναι οι τομείς της ενέργειας, της ύδρευσης, των βασικών υποδομών, των συγκοινωνιακών και επικοινωνιακών δικτύων και του τραπεζικού συστήματος. Η ανάκτηση αυτού του ελέγχου επιβάλλεται γιατί μόνο έτσι μπορεί το κράτος να ασκεί πολιτική που θα ανταποκρίνεται πραγματικά στις ανάγκες ύπαρξης της κοινωνίας μας. Θεωρούμε, ωστόσο, πως ο συναφής δημόσιος χαρακτήρας δεν πρέπει να περιορίζεται στην τυπική μορφή της ιδιοκτησίας αλλά οφείλει να επεκτείνεται στους στόχους και στα κριτήρια λειτουργίας των αντίστοιχων υπηρεσιών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μεγιστοποίηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας υπό συνθήκες δημοκρατικού και κοινωνικού ελέγχου. Στόχος είναι να διαμορφωθεί μια νέα μορφή δημόσιας επιχείρησης, η δράση της οποίας θα τίθεται διαρκώς υπό άμεση συλλογική και δημοκρατική κρίση. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη μιας τέτοιας επιχείρησης δεν πρέπει να νομιμοποιείται απλώς από το τυπικά δημόσιο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ούτε μόνο από τη φύση της ανάγκης στην ικανοποίηση της οποίας αποσκοπεί αλλά από την κοινωνική αποτελεσματικότητα με την οποία ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη αποστολή της, αποτελεσματικότητα που οφείλει να αποτυπώνει, ακριβώς, τον κοινωφελή της χαρακτήρα.
Τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου που μόλις περιγράψαμε οφείλουν να συνδέονται συστηματικά με μια πορεία ανάπτυξης που θα στηρίζεται πρωτίστως σε ενδογενείς πηγές και δυνατότητες, ενώ θα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Για να υπηρετηθεί αυτός ο σκοπός, πρέπει η ανάπτυξη να έχει αποκεντρωτικό χαρακτήρα και να σχεδιάζεται κυρίως από τα κάτω προς τα πάνω, δηλαδή να έχει τη βάση της εκεί όπου ζουν οι άνθρωποι, γεννιούνται οι ανάγκες τους και μπορούν αυτές να ικανοποιηθούν. Για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια πορεία, απαιτείται ένα ολόκληρο πλέγμα θεσμών και διαδικασιών που θα εξασφαλίζουν τη διάχυση της γνώσης και θα ευνοούν την ουσιαστική συμμετοχή όλων στο σχεδιασμό, στην αξιολόγηση και στον έλεγχο των αποτελεσμάτων της οικονομικής δράσης. Οι αντίστοιχοι φορείς οικονομικής δραστηριότητας οφείλουν να είναι οργανωμένοι με τρόπους που ευνοούν την πλατιά συμμετοχή και επιτρέπουν την άσκηση κοινωνικού ελέγχου.
Με αυτό τον τρόπο, συνδέουμε την πορεία ανάπτυξης της χώρας με τη συγκρότηση ενός δημόσιου τομέα που δεν θα είναι ούτε ιδιωτικός ούτε κρατικός και ο οποίος δεν θα αποσκοπεί στο κέρδος. Ο τομέας αυτός θα οργανώνεται υπό μορφές οικονομικής δραστηριότητας υβριδικές ή μεταβατικές -συνεταιρισμοί, ενώσεις, ταμεία αλληλοβοήθειας, αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές μονάδες, κοινοπραξίες, εταιρείες λαϊκής βάσης, επιχειρήσεις ειδικού κοινωνικού σκοπού κ.λπ.- που μπορεί μεν να λειτουργούν υπό τους καταναγκασμούς του καπιταλιστικού πλαισίου αλλά με όρους, τρόπους και σκοπούς που θα το υπερβαίνουν. Στόχος τους είναι να ικανοποιούν τις κοινωνικές ανάγκες και όχι την κρατική ή την ατομική ιδιοτέλεια, ενόσω θα λειτουργούν με βάση είτε την αρχή «ούτε κέρδη ούτε ζημιές» είτε με πλεόνασμα, το οποίο όμως δεν θα αποτελεί πηγή πλουτισμού αλλά πόρο για τη διεύρυνση της παραγωγής, τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων αγαθών ή υπηρεσιών.
Το πλέγμα των παραγωγικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών σχέσεων που θα διαμορφώνεται μέσα σε τέτοιες διαδικασίες ενδογενούς ανάπτυξης θα λειτουργεί ταυτόχρονα ως ισχυρό πλαίσιο που θα ευνοεί τόσο την ανάπτυξη της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, συχνά τοπικής κλίμακας, όσο και την υποδοχή μεγάλων επιχειρήσεων του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, υπό όρους που δεν θα απειλούν το περιβάλλον ούτε θα αποδιαρθρώνουν τον παραγωγικό και κοινωνικό ιστό αλλά, αντίθετα, θα είναι σε θέση να ενδυναμώνουν σημαντικά τον τελευταίο.
Ο δημόσιος χώρος και ο δημόσιος τομέας που περιγράψαμε συναρτώνται άμεσα με τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, το οποίο θα εγγυάται ότι ένα σύνολο αγαθών είναι δημόσια, μη εμπορεύσιμα, μη ανταλλάξιμα, προσβάσιμα σε όλους και παρεχόμενα δωρεάν. Η παιδεία και η εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική προστασία, το περιβάλλον και ο φυσικός πλούτος της χώρας δεν μπορεί να υπόκεινται στη δικαιοδοσία του κέρδους και οφείλουν να βρίσκονται έξω από τις διαδικασίες της αγοράς. Η ανακατανομή των δημόσιων δαπανών, με τη δραστική μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών, την πάταξη της διαπλοκής, της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής και της αλόγιστης σπατάλης, σε συνδυασμό με δημοσιονομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις μακράς πνοής και με μια ολοκληρωμένη πολιτική πλήρους απασχόλησης, είναι σε θέση να εξοικονομήσουν τους αναγκαίους πόρους. Διεκδικούμε ένα δίκαιο και βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα, ένα ποιοτικά αναβαθμισμένο δημόσιο σύστημα υγείας και περίθαλψης με ισότιμη πρόσβαση όλων, ένα ενιαίο, κοινωνικό και δημοκρατικό σύστημα φυσικής αγωγής και αθλητισμού και ένα δημόσιο σύστημα δωρεάν παιδείας και εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι τα μεταπτυχιακά, ανοιχτό στην κοινωνία και τα προβλήματά της, όπου η απόκτηση και η προαγωγή της γνώσης θα αξιοποιούνται για το κοινό καλό, ενώ η ίδια η γνώση θα διαχέεται σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό.
Τα παραπάνω οφείλουν να συνδεθούν με μια πολιτική για τη ριζική ανασυγκρότηση της ίδιας της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας μας υπό τις αρχές της αειφορίας και με σχέσεις που θα γέρνουν διαρκώς την πλάστιγγα προς όφελος της εργασίας. Αυτή η πολιτική ριζικής ανασυγκρότησης οφείλει πρώτα απ' όλα να εντοπίσει τους τομείς παραγωγικής δραστηριότητας που είναι σε θέση να αποτελέσουν πόλους ανάπτυξης για τη χώρα ή εστίες συγκριτικού πλεονεκτήματος μέσω παραγωγικών και τεχνολογικών εξειδικεύσεων που ταυτόχρονα θα σέβονται το περιβάλλον. Οφείλει, παραπέρα, να προβεί σε γενναίες επενδύσεις στην παιδεία, στην επιστημονική έρευνα, στην αναζήτηση της καινοτομίας και στον πολιτισμό, προκειμένου αυτοί οι τομείς να καταστούν πραγματικός πυλώνας ανάπτυξης. Οφείλει, ακόμη, να εκσυγχρονίσει και να αναβαθμίσει, υπό το σαφή έλεγχο περιβαλλοντικών κριτηρίων, τις παραγωγικές διαδικασίες στη βιομηχανία, στη βιοτεχνία, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στις κατασκευές, να προχωρήσει σε γενναία μέτρα για την αναζωογόνηση της υπαίθρου σε όλα τα επίπεδα και να συνδέσει τον ποιοτικά αναβαθμισμένο και περιβαλλοντικά φιλικό τουρισμό με τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Η πολιτική για την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας μας δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην πλήρη απασχόληση, στη σταθερή και ποιοτική εργασία και σε ικανοποιητικούς μισθούς. Κύρια παραγωγική δύναμη ήταν και είναι πάντοτε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, πράγμα που σημαίνει ότι ο εμπλουτισμός του περιεχομένου της εργασίας, η ενίσχυση του ρόλου των εργαζομένων στην παραγωγή και η συναφής ανάδειξη της πρωτοβουλίας τους, όπως τα παραπάνω μπορούν να συνδυαστούν με τη γενικευμένη παιδεία και την περιβαλλοντικά φιλική χρήση της τεχνολογικής καινοτομίας, απαντούν στα περισσότερα ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την καλώς εννοούμενη παραγωγικότητα.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση που διεκδικούμε οφείλει να συνδέεται αξεδιάλυτα με τον οικολογικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» δεν σημαίνει για εμάς απλώς το άθροισμα κάποιων ανεξάρτητων κλάδων παραγωγής οικολογικών προϊόντων, κάποιων δραστηριοτήτων φιλικών προς το περιβάλλον και τη δήθεν «αειφόρο» εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Κατά την παραγωγική ανασυγκρότηση που προτείνουμε και διεκδικούμε, η πράσινη διάσταση οφείλει να διαχέεται σε κάθε τομέα της παραγωγικής διαδικασίας, συγκροτώντας ένα πλέγμα από δραστηριότητες που αποσκοπούν στην έρευνα και στην παραγωγική εξειδίκευση σε όσα αφορούν πράσινα αγαθά και υπηρεσίες, στην ανάπτυξη νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων με αντικείμενο την προστασία και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος και τελικά στην υιοθέτηση από κάθε παραγωγική δραστηριότητα τεχνικών παραγωγής και καταναλωτικών πρακτικών που θα βρίσκονται σε σταθερή αρμονία με τη φύση και το περιβάλλον. Καθοριστικά στοιχεία του οικολογικού μετασχηματισμού που διεκδικούμε είναι η κατοχύρωση της καθαρής ενέργειας ως κοινωνικού αγαθού και ως προϋπόθεσης αειφορίας και ανάπτυξης, η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στην ύπαιθρο και στην πόλη, η θεσμική και δημοκρατική θωράκιση του περιβάλλοντος. Τελικός στόχος είναι η αποκατάσταση μιας νέας αρμονικής σχέσης ανάμεσα στη φύση και σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Έχουμε συνείδηση ότι η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» μπορεί να καταστεί όχημα καπιταλιστικής διεξόδου από την τρέχουσα κρίση, αποβαίνοντας μακροπρόθεσμα ή και μεσοπρόθεσμα εστία μελλοντικών κρίσεων. Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να εκφυλισθεί σε «πράσινη κερδοσκοπία» και «πράσινο καπιταλισμό», εφόσον οι εργασιακές σχέσεις και οι όροι εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης παραμείνουν ανέπαφοι. Γι' αυτόν το λόγο, ο οικολογικός μετασχηματισμός που διεκδικούμε συνδέεται οργανικά με τις άλλες διαστάσεις του σχεδίου που προτείνουμε, δηλαδή με την αλλαγή των όρων και των σχέσεων παραγωγής που περιγράψαμε.
Το συνολικό πολιτικό σύστημα της χώρας τελεί υπό καθεστώς βαθιάς σήψης σε όλα τα επίπεδα. Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε βήμα αν δεν ανασυνταχθεί κατά τρόπο ριζικό το σύνολο των πολιτικών θεσμών και των μεταξύ τους σχέσεων, αν δεν αναθεμελιωθεί το σύστημα εκπροσωπήσεων και αν δεν ανακτηθεί το κλίμα πολιτικής εμπιστοσύνης που θα επιτρέπει την πραγματική και όχι την προσχηματική λειτουργία της δημοκρατίας σε όλους τους τομείς.
Απαιτείται ένα διαφορετικό συνολικό πολιτικό πλαίσιο που θα υπόκειται σε μια διαφορετική συνταγματική τάξη. Αρχές του οφείλουν να είναι η ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στους θεσμούς και στη διοίκηση, η ουσιαστική δημοκρατία, η κατοχύρωση και η διεύρυνση των κοινωνικών, των πολιτικών και των ατομικών δικαιωμάτων, ο δημοκρατικός προγραμματισμός και έλεγχος, όπως και η συνακόλουθη συστηματική δημόσια λογοδοσία σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς, χωρίς τις «παραγραφές» που νομιμοποιούν τόσο τη διαφθορά όσο και την ανευθυνότητα. Διεκδικούμε τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της δημοκρατίας, την επέκταση των πεδίων δημοκρατικής συμμετοχής και τη διεύρυνσή της σε όσα αφορούν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, την πλήρη ελευθερία της έκφρασης, τον εμπλουτισμό της έννοιας του πολίτη, την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, διεκδικούμε τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος συνολικά, τον οποίο θα διασφαλίζει ένα νέο δημοκρατικό Σύνταγμα και οι θεσμοί που του αντιστοιχούν. Εκτός των άλλων, το νέο αυτό Σύνταγμα θα εγγυάται την προστασία του δημόσιου χώρου (παιδεία, υγεία, περιβάλλον, πρόνοια), θα διαχωρίζει πλήρως την Εκκλησία από το κράτος και θα κατοχυρώνει κατά τρόπο πάγιο το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.
Σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω, διεκδικούμε μια σύγχρονη, αποκεντρωμένη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση που θα προσδίδει νέο και εμπλουτισμένο περιεχόμενο στις σχέσεις των πολιτών με τους θεσμούς, θα ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή στα δημόσια πράγματα και θα είναι θωρακισμένη απέναντι στις πελατειακές σχέσεις, τη διαφθορά και όλες τις συναφείς παθογένειες. Μια τέτοια αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης σχετίζεται άμεσα με την αναγκαία αναμόρφωση της τοπικής αυτοδιοίκησης, που αποτελεί εκ των πραγμάτων το προσφορότερο πλαίσιο για την αδιαμεσολάβητη δημοκρατική συμμετοχή των ανθρώπων στη διαχείριση όλων εκείνων που αφορούν τη ζωή τους. Όχι μόνο η περιφερειακή ανάπτυξη αλλά και η ίδια η δημοκρατία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, που οφείλουν με τη σειρά τους να απαλλαγούν από τη δική τους μορφή πελατειακών σχέσεων και τις δικές τους «τοπικές» παθογένειες.
Τέλος, η αλλαγή του συνολικού πολιτικού πλαισίου που διεκδικούμε οφείλει να μεριμνήσει ιδιαίτερα για τις ευπαθέστερες, από άποψη δικαιωμάτων, ομάδες συμπολιτών μας. Η θεσμική συμμετοχή των μεταναστών στα δημόσια πράγματα, η χειραφέτηση των γυναικών, η πολιτική ενεργοποίηση των νέων αποτελούν, εκτός των άλλων, και αδιάψευστα κριτήρια για το πόσο έχει πραγματικά προχωρήσει ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός της χώρας.
Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις που έφτασαν να αποκαλούν τον πολιτισμό «βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», οι κυβερνήσεις του δικομματισμού ελάχιστα έπραξαν για να στηρίξουν τη δουλειά, τη δημιουργικότητα και το μεράκι των καλλιτεχνών κα των διανοουμένων. Δέσμια της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ότι «μόνο εκείνο που πουλάει μπορεί και πρέπει να επιζήσει», η αντίστοιχη πολιτική προώθησε την εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας και τη μετατροπή της σε τυποποιημένο μαζικό προϊόν, πρότυπο του οποίου παραμένουν τα λεγόμενα ψυχαγωγικά προγράμματα της τηλεόρασης. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία δεν σταμάτησε. Ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς, γλύπτες, άνθρωποι του θεάτρου, της μουσικής, του χορού, του κινηματογράφου συνέχισαν να παράγουν έργα κριτικά, έργα που εντοπίζουν όψεις των καταστάσεων που ζούμε, έργα που καλλιεργούν την ευαισθησία και προωθούν την αυτογνωσία όλων. Ταυτόχρονα, επιστήμονες και διανοούμενοι, άνθρωποι που εργάζονται σε πανεπιστήμια, σε ερευνητικά ιδρύματα ή έξω από αυτά, συνέχισαν να παράγουν την επιστημονική εργασία, το βιβλίο ή το δοκίμιο και να προάγουν τη γνώση και την κριτική σκέψη, σε πείσμα της κατασυκοφάντησης των αντίστοιχων θεσμών, της ιδιοτέλειας των συναφών κυκλωμάτων ή της γενικευμένης αδιαφορίας.
Θεμελιώδης αρχή μιας πολιτιστικής πολιτικής δεν μπορεί παρά να είναι η στήριξη με κάθε πρόσφορο μέσο της ελευθερίας της καλλιτεχνικής και επιστημονικής δημιουργίας και της κριτικής σκέψης. Δεν νοείται αυτές να υπόκεινται σε λογοκρισία, σε κρατικές ή πολιτικές παρεμβάσεις ή στην καταστολή που κάποιες φορές προωθούν ακραίοι εθνικιστικοί ή θρησκόληπτοι κύκλοι. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν έχει να διαδραματίσει συναφώς κανέναν ρόλο. Αντίθετα, οι αντίστοιχοι με το αντικείμενο θεσμοί οφείλουν να μεριμνούν ώστε πολιτιστικά προϊόντα να παράγονται κατά το δυνατόν απρόσκοπτα και ταυτόχρονα να αποβαίνουν δημόσια αγαθά προσιτά σε όλους. Η ευρεία μόρφωση και καλλιέργεια, οι εξειδικευμένες σπουδές, η διάδοση της συναφούς τεχνογνωσίας, η παροχή των αναγκαίων υλικών μέσων, η οργανική σύνδεση της εκπαίδευσης με το πολιτιστικό γίγνεσθαι, ώστε σχολεία και πανεπιστήμια να αποβαίνουν εστίες πολιτιστικής δημιουργίας, η αποκέντρωση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων και η ανάπτυξη περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής, η οικοδόμηση και ορθή χωροθέτηση των απαραίτητων πολιτιστικών υποδομών, η εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων και συνθηκών ώστε οι άνθρωποι της πολιτιστικής δημιουργίας να μπορούν να επιτελούν απρόσκοπτα το έργο τους, η διάσωση, η διατήρηση και η ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και γενικότερα η αποκατάσταση ενός περιβάλλοντος που θα προάγει τη δημιουργία και την καινοτομία στις τέχνες και στις επιστήμες, θα συνδυάζει την αντίσταση στην πολιτισμική ομοιομορφία και ισοπέδωση με τη συνομιλία με τα διεθνή ρεύματα της τέχνης ή των ιδεών, τις παραδόσεις και τα σύγχρονα δημιουργήματα των άλλων πολιτισμών της Ευρώπης και του κόσμου αποτελούν κεντρικούς άξονες της πρότασής μας.
Η ιστορία έχει αναδείξει την Ελλάδα σε εστία παγκόσμιου πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Το γεγονός αυτό δεν αφορά μόνο την ανάπτυξη του τουρισμού και το αίτημα για την αρτιότερη οργάνωση και αξιοποίησή του. Αφορά κατά τρόπο καθοριστικό και ολόκληρη τη σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία, η οποία αναμετριέται συνεχώς και με ποικίλους τρόπους όχι μόνο με τα σύγχρονα ρεύματα της τέχνης και των ιδεών αλλά και με ολόκληρη αυτή την ιστορία. Η πολιτιστική αναγέννηση στην οποία προσβλέπουμε δεν μπορεί παρά να στηριχθεί, έτσι ή αλλιώς, με τρόπους τους οποίους δεν μπορούμε βέβαια να προδικάσουμε, σε όσα συνιστούν τις αντίστοιχες εντάσεις. Για παράδειγμα, δεν νοείται να μην είναι η χώρα πρωτοπόρα σε όσα αφορούν τις κλασικές σπουδές, τις σπουδές ιστορίας, τη μουσειολογία ή το θέατρο. Στην προοπτική μιας τέτοιας πολιτισμικής αναγέννησης, ο πολιτισμός μπορεί να αποβεί ουσιαστικός πυλώνας για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας μας ολόκληρης.
Το πολιτικό σχέδιο που προτείνουμε συντονίζεται με την πολιτική που ακολουθεί η Αριστερά στην κλίμακα της Ευρώπης. Επαναλαμβάνουμε πως τόσο ο ευρωπαϊκός χώρος συνολικά όσο και οι διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελούν για εμάς πεδίο ανάπτυξης, αμοιβαίας γονιμοποίησης και σύγκλισης των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων που μάχονται το νεοφιλελευθερισμό και τις προσπάθειες παλινόρθωσής του, αποσκοπώντας, όπως είπαμε παραπάνω, σε μια Ευρώπη αποπυρηνικοποιημένη, ειρηνική, χωρίς ΝΑΤΟ, μια Ευρώπη χωρίς ανεργία, με κοινωνική ασφάλεια, υγειονομική περίθαλψη και πλήρη δικαιώματα για όλους και όλες ανεξαιρέτως, μια Ευρώπη της δημοκρατίας, της παιδείας, της καινοτομίας και του πολιτισμού, μια Ευρώπη οικολογική και φεμινιστική, μια Ευρώπη του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία. Στις συνθήκες της παρούσας κρίσης, οι στόχοι αυτοί καθίστανται εξαιρετικά επίκαιροι, πράγμα που γίνεται ολοένα και πιο φανερό από αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό σε διαφορετικές χώρες της Ευρώπης.
Η εξωτερική πολιτική που διεκδικούμε στηρίζεται στην παραπάνω βάση, αλλά δεν αφορά μόνο την Ευρώπη. Ο κλονισμός της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ ανοίγει ένα νέο πεδίο διεθνών συσχετισμών με πολλές νέες δυνατότητες αλλά και πολλούς νέους κινδύνους. Η Ελλάδα οφείλει να παρέμβει και να συμβάλει ενεργά στη διαμόρφωση ενός διαφορετικού παγκόσμιου πλαισίου, σταθερά προσανατολισμένου στην ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, στην ειρήνη και στην καταπολέμηση των ανισοτήτων σε οικουμενική κλίμακα.
Πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι το εναλλακτικό μας σχέδιο και οι προτάσεις που το συγκροτούν δεν αντιπαρατίθενται απλώς στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική μήτρα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Το σχέδιο και οι προτάσεις αυτές ορίζουν ταυτόχρονα ένα μετα-νεοφιλελεύθερο και συνάμα αντικαπιταλιστικό πεδίο κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, ένα πεδίο αγώνων που διεκδικούν μια συνολική ριζική αλλαγή σε εθνικό επίπεδο και παράλληλα μια συνολική ριζική αλλαγή στο επίπεδο της Ευρώπης και του κόσμου.
Σε συνέχεια και με συνέπεια προς τη θέση αυτή, η νέα «οικονομία των αναγκών» που εισηγούμαστε δεν αναφέρεται μόνο στην ανάδειξη ενός νέου τομέα «κοινωνικής» ή «αλληλέγγυας» οικονομίας. Κυρίως αναφέρεται σε μια συνολική στρατηγική που επιδιώκει οι ανάγκες των ανθρώπων και της φύσης αλλά και της κοινωνίας συνολικά να τίθενται πάνω από τα στενά ιδιοτελή κίνητρα και συμφέροντα.
Το κριτήριο ακριβώς αυτό θέλουμε να υπηρετούν, με άμεσο και αδιαπραγμάτευτο τρόπο, οι φορείς που είναι ταγμένοι στην παραγωγή και την παροχή δημόσιων αγαθών, δηλαδή οι φορείς της δημόσιας εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και οι οικονομικές μονάδες κοινωνικού σκοπού, οι συνεταιρισμοί και άλλα συλλογικά οικονομικά υποκείμενα. Το κριτήριο αυτό θέλουμε να ενσωματωθεί και στη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων και να αποτελέσει τόσο δείκτη της κοινωνικής τους αποτελεσματικότητας όσο και κριτήριο αξιολόγησης της δράσης τους. Τέλος, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, θέλουμε τα κριτήρια αυτά να υπηρετούνται από τους αγώνες των εργαζομένων για τα δικαιώματά τους και για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η στρατηγική μας, συνεπώς, δεν αποσκοπεί στη δημιουργία μιας «νησίδας» κοινωνικής ευαισθησίας μέσα σε μια θάλασσα άγριας ιδιοτέλειας αλλά στην ανάπτυξη ενός νέου τύπου ανταγωνισμού που θα διαπερνά οριζόντια ολόκληρη την οικονομία, την πολιτική και την κοινωνία, ενός ανταγωνισμού ο οποίος θα αφορά τους σκοπούς, τα κίνητρα και την κατανομή των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης, με στόχο την κίνηση της κοινωνίας προς τα μπροστά, στην κατεύθυνση που υποδεικνύει το αίτημα οι άνθρωποι να τεθούν πάνω από τα κέρδη και τις κάθε λογής ιδιοτέλειες.
Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι η νέα οικονομία των αναγκών που προτείνουμε θέτει ένα πλήθος ερωτημάτων στα οποία δεν είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε ολοκληρωμένα. Δεν μπορούμε να προφητέψουμε τις μέλλουσες εξελίξεις και τις επιταχύνσεις ή τις επιβραδύνσεις του ιστορικού χρόνου, δεν μπορούμε να προδικάσουμε τους αγώνες που θα αναληφθούν και τη συλλογική πείρα που μέλλει να συσσωρευτεί συναφώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε τις θεωρητικές επεξεργασίες που θα απαιτηθούν. Θέλουμε, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε ότι, σε σχέση με τις προτάσεις σοσιαλιστικής στρατηγικής που γνωρίσαμε έμπρακτα τον 20ό αιώνα, η εδώ προτεινόμενη είναι ποιοτικά διαφορετική. Ο δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό που προτείνουμε αποσκοπεί στο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε να αναδυθούν και να αναπτυχθούν οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που θα αντιμάχονται συγκεκριμένα και ήδη από σήμερα τις καπιταλιστικές, με επίδικα αντικείμενα τους σκοπούς και τις σχέσεις παραγωγής, τις κοινωνικές αξίες, τους στόχους και τα κριτήρια ανάπτυξης, την ίδια τη ζωή και την ποιότητά της. Ο δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό που προτείνουμε δημιουργεί τους όρους για μια νέα οικονομική και κοινωνική δυναμική, δυναμική που ανοίγει πεδία και παρέχει δυνατότητες για να αναδειχθούν, πλάι και ενάντια στις αμιγώς καπιταλιστικές επιχειρήσεις, νέου τύπου οικονομικές μονάδες και τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που θα τους αντιστοιχούν. Τα νέα αυτά υποκείμενα δεν θα επιδιώκουν το κέρδος αλλά θα προσανατολίζονται σε μια κατεύθυνση που θα διευρύνει συστηματικά και θα εμπεδώνει τον δημόσιο χώρο και τα συλλογικά αποεμπορευματοποιημένα αγαθά, που θα σέβεται απολύτως τη φύση και θα προστατεύει το περιβάλλον, που θα ανταγωνίζεται αποτελεσματικά τις αξίες, τους σκοπούς και τα κίνητρα του καπιταλισμού και θα περιορίζει την απήχησή τους στην κοινωνία.
Ο αγώνας που θα ανοίξει και θα προωθήσει αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί βέβαια να περιορίζεται στο αμιγώς οικονομικό επίπεδο. Το πολιτικό πλαίσιο, η συνταγματική τάξη και οι σχέσεις εξουσίας οφείλουν να μετασχηματίζονται παράλληλα, ώστε να αποτυπώνουν τους νέους συσχετισμούς δύναμης που θα σταθεροποιούν και θα εμπεδώνουν αυτή την κατεύθυνση. Θα συγκροτούνται έτσι νέα πεδία ελευθερίας, νέοι χώροι δημιουργικότητας και καινοτομίας, νέοι όροι απόδοσης της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ θα αναπτύσσονται θεσμοί που θα διευρύνουν διαρκώς την άμεση, ολόπλευρη και γόνιμη συμμετοχή όλων και θα κατοχυρώνουν την ουσιαστική δημοκρατία. Μόνο έτσι ο δρόμος για την επίτευξη του σοσιαλισμού θα μπορεί να εγγυάται ο ίδιος ότι όντως ο σοσιαλισμός που θα επιτύχουμε «είτε θα είναι δημοκρατικός είτε δεν θα υπάρξει καθόλου».
Είναι προφανές ότι η στρατηγική αυτή, στρατηγική που στηρίζεται σε μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τους σκοπούς και τις σχέσεις παραγωγής, καθώς και για τα κριτήρια και τους στόχους της κοινωνικής ανάπτυξης, και αρθρώνεται στη βάση των αξιών της αλληλεγγύης, της ισότητας, της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν αποσκοπεί σε μια στατική ισορροπία. Αντίθετα, τροφοδοτεί τη δυναμική ανατροπής και υπέρβασης του καπιταλισμού συγκεντρώνοντας διαρκώς δυνάμεις στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, συμβάλλοντας στη δημοκρατική οργάνωση αυτών των δυνάμεων και διαμορφώνοντας αντίστοιχα συνειδήσεις. Η συνεπαγόμενη εσωτερίκευση των αξιών και των κριτηρίων του σοσιαλισμού στην οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή ήδη από σήμερα και ο αγώνας για τη νομιμοποίηση, την υπεράσπιση και την επέκτασή τους δημιουργούν μια οργανική σχέση με τη σοσιαλιστική προοπτική που δεν αντιλαμβάνεται την πορεία προς το σοσιαλισμό ως ευθύγραμμη ή απλώς εξελικτική αλλά ως πεδίο πάλης, ως δρόμο που θα σηματοδοτείται από βαθιές μεταρρυθμίσεις, από σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, από ανατροπές και ρήξεις. Τις μεταρρυθμίσεις, τις αλλαγές, τις ανατροπές και τις ρήξεις που θα διεκδικούν και θα επιτυγχάνουν την ικανοποίηση των άμεσων, των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων αναγκών των εργαζόμενων τάξεων και της κοινωνίας συνολικότερα.
Γνωρίζουμε ότι ο αγώνας για την επικράτηση αυτής της στρατηγικής θα είναι μακρύς και δύσκολος. Ο οικουμενικός χαρακτήρας και το βάθος της σημερινής κρίσης, μιας κρίσης που διαπλέκει τις οικονομίες όλων των χωρών του κόσμου και την πολιτική που ακολουθεί καθεμιά, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των πραγμάτων αλλά και το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός που διεκδικούμε δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά συνιστά κυριολεκτικά οικουμενικό διακύβευμα. Έτοιμες συνταγές δεν διαθέτουμε, αλλά γνωρίζουμε ότι στην παρούσα φάση, απέναντι στον χρεοκοπημένο νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική του, δεν αρκεί να διατυπωθεί απλώς μια άλλη πολιτική ή μια άλλη ρύθμιση αλλά να προβληθεί και να αναπτυχθεί ο κοινωνικός και πολιτικός αγώνας που θα δώσει συγκεκριμένο μετα-νεοφιλελεύθερο και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο σε αυτή την άλλη ρύθμιση, ο κοινωνικός και πολιτικός αγώνας που θα διεκδικήσει και τελικά θα υλοποιήσει αυτή την άλλη πολιτική. Οι προτάσεις μας είναι ανοιχτές στη δυναμική αυτού του αγώνα σε εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα.
.