.
.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης στη σύγχρονη μορφή του και στις σημερινές του διαστάσεις, διεθνώς και στη χώρα μας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, δηλαδή με τις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης όπως αυτές διαμορφώνονται κάτω από την επικυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, μετά από αιώνες ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και με τη σημερινή ανεξέλεγκτη λειτουργία των αγορών και τις χωρίς φραγμούς κινήσεις των κεφαλαίων, διαμορφώνονται συνθήκες πολέμου, οικολογικής υποβάθμισης, διατροφικής κρίσης και τεράστιας φτώχειας, με αποτέλεσμα σημαντικά τμήματα του πληθυσμού τους να κατευθύνονται προς τις χώρες του Πρώτου Κόσμου σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το φαινόμενο αυτό, που διευκολύνεται από τις παγκοσμιοποιημένες μεταφορές, επικοινωνίες, πληροφορίες, έχει ως αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να ζουν σήμερα σε χώρες άλλες από αυτές όπου γεννήθηκαν. Είτε από επιλογή για καλύτερη ζωή είτε από το φόβο της δίωξης, μετανάστες και πρόσφυγες διανύουν τεράστιες αποστάσεις αναζητώντας το δικαίωμα στη ζωή και στην αξιοπρεπή διαβίωση.
Παράλληλα, με τα 225 δισεκατομμύρια δολάρια των εμβασμάτων αυτών των μεταναστών, που προέρχονται κυρίως από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ανακουφίζονται εκατοντάδες εκατομμύρια κυρίως Αφρικανών και Ασιατών, που ζουν σε συνθήκες πείνας, ασθενειών, εξαθλίωσης και υπανάπτυξης, σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με άνιση κατανομή του πλούτου και τεράστιο δημόσιο χρέος.
Η μεταναστευτική πολιτική που διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο επηρεάζεται άμεσα από το νεοφιλελεύθερο δόγμα που κυριαρχεί. Πλήρης ελευθερία κεφαλαίων, αλλά το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων περιορίζεται μόνο τους ευρωπαίους πολίτες, και αυτό την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι, μεταξύ 2010 και 2030, 20 εκατομμύρια μεταναστών θα «χρειαστούν» για να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η γήρανση της Ευρώπης.
Μπροστά στα κύματα των μεταναστών και των προσφύγων που εισρέουν στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο σύνολό τους σχεδόν, περνάνε σταδιακά από την αμηχανία και τη διστακτικότητα στη διαμόρφωση και εφαρμογή αυστηρά περιοριστικών ή και επιθετικών μέτρων και πολιτικών. Ενισχύουν το κοινό ευρωπαϊκό συνοριακό σώμα FRONTEX με περιπολίες και δημιουργία παραρτημάτων σε χώρες της Μεσογείου και στην Ελλάδα, ενθαρρύνουν τη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης σε χώρες της Βόρειας Αφρικής, τις άτυπες επαναπροωθήσεις και τις απελάσεις, προωθούν το ηλεκτρονικό φακέλωμα και την πολύπλευρη ενίσχυση της Συνθήκης Σέγκεν.
Η υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο οδηγεί στην περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης της Ευρώπης, στην απαγόρευση γενικευμένων νομιμοποιήσεων και στη συνεχιζόμενη ομηρία των μεταναστών, καθώς και στην επιλεκτική μετανάστευση, που αφορά μικρό μόνο αριθμό μεταναστών με επαγγελματικές δεξιότητες και ειδίκευση. Είναι ένα Σύμφωνο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων ελίτ της ΕΕ.
Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες, μεταβλήθηκε την τελευταία εικοσαετία από χώρα εξαγωγής σε χώρα υποδοχής μεταναστών, με αποτέλεσμα στην τελευταία απογραφή του πληθυσμού, το 2001, οι αλλοδαποί να αποτελούν το 7% του πληθυσμού, με πραγματικό μεταναστευτικό πληθυσμό γύρω στο 10%. Από αυτούς, το 80% αποτελείται από δυνάμει οικονομικώς ενεργά άτομα. Οι μετανάστες -εργαζόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα- καταλαμβάνουν τις επισφαλείς, υψηλής εκμετάλλευσης και χαμηλών αμοιβών θέσεις εργασίας (κατασκευές, τουρισμός, εμπόριο), ενώ συνεισφέρουν σχεδόν αποκλειστικά τη μισθωτή εργασία που είναι απαραίτητη στην ελληνική γεωργία. Το κράτος, διαχειριζόμενο το καθεστώς παράνομης διαμονής των μεταναστών στη χώρα, επιχείρησε να αντλήσει πόρους (π.χ. από τα παράβολα και τις κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές) και να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη με χαμηλό κόστος εργασίας (ολυμπιακά και αναπτυξιακά έργα).
Οι όροι αυτοί της άτυπης εργασίας αυξάνουν τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων με θύματα μετανάστες. Η συχνότητα ατυχημάτων των εργαζόμενων μεταναστών είναι περίπου δύο φορές μεγαλύτερη απ' ό,τι η συχνότητα για τους Έλληνες, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των Δελτίων Ατυχημάτων του ΙΚΑ. Η μαύρη εργασία, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στους καταυλισμούς στην ύπαιθρο και τα εξευτελιστικά μεροκάματα στις αγροτικές εργασίες (Μανωλάδα κ.α.) καταδεικνύουν ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός ενυπάρχουν ακόμη σε κοινωνικό επίπεδο.
Βασικό χαρακτηριστικό της μετανάστευσης στην Ελλάδα αποτελεί και η σημαντική παρουσία των γυναικών (45,5% της μετανάστευσης), που εργάζονται σε κλάδους κυρίως υπηρεσιών στήριξης της οικογένειας (οικιακές βοηθοί, καθαρίστριες, φύλαξη τέκνων), υγείας-πρόνοιας (αποκλειστικές σε νοσοκομεία ή κατ' οίκον) αλλά και αγροτικής παραγωγής. Η θέση των μεταναστριών χαρακτηρίζεται από τριπλή εκμετάλλευση:
ταξική, λόγω της εκμετάλλευσης που υφίστανται στην εργασία και την παραγωγή (αδήλωτη εργασία, αδυναμία εξασφάλισης ενσήμων και κατ' επέκταση νόμιμης διανομής, καθεστώς παρατεταμένης επισφάλειας, ανεργίας και φτώχειας)
φυλετική: κρούσματα ρατσισμού, ξενοφοβίας και κοινωνικής προκατάληψης
εξαιτίας των πατριαρχικών δομών, που καθορίζουν καίρια την κατανομή των ρόλων και τη μειονεκτική θέση της μετανάστριας γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνική ζωή (στερεότυπα, διευρυμένα οικογενειακά βάρη, μικρή έως ανύπαρκτη αυτονομία, κακοποίηση κ.ά.). Μέρος εξάλλου της γυναικείας εκμετάλλευσης αποτελούν και τα θύματα του trafficking, που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και κάλυψης.
Από την άλλη, αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς η δεύτερη γενιά μεταναστών (πλησιάζει τα 200.000 άτομα), που περιλαμβάνει παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα (ή έρχονται εδώ σε πολύ μικρή ηλικία) και φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, στα οποία όμως το ελληνικό κράτος αρνείται όχι μόνο να αναγνωρίσει το δικαίωμα στην αυτοδίκαιη κτήση της ελληνικής ιθαγένειας αλλά ακόμη και το δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη χώρα όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, που το ελληνικό κράτος, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου, προσέγγισε στρεβλά, αποσπασματικά και φοβικά το φαινόμενο της μετανάστευσης, συνδέοντάς το με την αύξηση της εγκληματικότητας, ως τις μέρες μας, που η ελληνική μεταναστευτική πολιτική τελεί υπό ένα περισσότερο συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, η κατάσταση των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, που περιμένουν μια νέα νομιμοποίηση, εξακολουθεί να αποτελεί εκρηκτικό ζήτημα.
Ο φαύλος κύκλος της νομιμότητας και της παρανομίας είναι ο ορίζοντας για την πλειονότητα των μεταναστών και των μεταναστριών που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας. Ένας φαύλος κύκλος που επιτρέπει να ανθεί η εκμετάλλευση, τα διαμεσολαβητικά κυκλώματα, η καταναγκαστική πορνεία, η αστυνομική βία, ο παραλογισμός και η άγνοια από την πλευρά της δημόσιας διοίκησης. Ο μετανάστης και η μετανάστρια υποχρεώνονται να προσκομίσουν δυσεύρετα δικαιολογητικά που θα αδυνατούσε σε πολλές περιπτώσεις να προσκομίσει ακόμη και ο Έλληνας πολίτης, όπως ένσημα, σύμβαση, πιστοποιητικά, βιβλιάριο κ.ά. Μια εξωφρενική γραφειοκρατική διαδικασία εξελίσσεται εδώ και χρόνια, με διάφορα συναρμόδια υπουργεία, ενώ οι φάκελοι των μεταναστών πηγαινοέρχονται μεταξύ δήμων, υπουργείου Εσωτερικών, Δημοσίας Τάξης, νομαρχιών, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες άδειες να εκκρεμούν. Παράλληλα, η έλλειψη πολιτικής βούλησης προκειμένου να λυθεί το ζήτημα των μεταναστών δεύτερης γενιάς συνεχίζεται, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ποικιλοτρόπως η πρόσβασή τους στην εκπαίδευση και την εργασία.
Το ίδιο ισχύει και για το δικαίωμα των μεταναστών στην κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Η δύσκαμπτη διαδικασία πολιτογράφησης συμβάλλει σε έναν ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό. Δικαίωμα υποβολής της σχετικής αίτησης έχει μόνο όποιος έχει συμπληρώσει δέκα χρόνια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα, και η πολιτεία διατηρεί την απόλυτη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση χωρίς αιτιολόγηση. Στην πράξη μάλιστα η συντριπτική πλειονότητα των αιτήσεων απορρίπτεται χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση, η αρμοδιότητα της πολιτείας να ορίζει ποιος δικαιούται και ποιος όχι την ιθαγένεια δεν μπορεί να μην συναντά ορισμένους εύλογους περιορισμούς, ιδίως από την αρχή της αναλογικότητας, που είναι πλέον συνταγματικά κατοχυρωμένη. Για παράδειγμα, μετανάστες με πολλές δεκαετίες διαμονής στην Ελλάδα έχουν δικαιολογημένη και θεμιτή προσδοκία για κτήση της ιθαγένειας, και άρα ο απόλυτος χαρακτήρας του «κρατικού προνομίου» πρέπει να κάμπτεται.
Αντίστοιχη πολιτική ακολουθεί το ελληνικό κράτος και για τους πρόσφυγες. Χωρίς αιτιολογία και με απόλυτα αυθαίρετο τρόπο οι διαδικασίες ασύλου στην Ελλάδα έχουν γίνει μέσο αποκλεισμού και όχι προστασίας. Άτυπες επαναπροωθήσεις πραγματοποιούνται σε ξηρά και θάλασσα. Αιτήσεις ασύλου απορρίπτονται σωρηδόν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση. Τα ποσοστά αναγνώρισης προσφύγων έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, παρόλο που οι λόγοι για αναζήτηση ασύλου -βία και διωγμός- παραμένουν έντονοι όσο ποτέ (λιγότερες από 2 στις 100 αιτήσεις γίνονται σήμερα δεκτές, όταν το 1999 το ποσοστό αυτό ήταν 32%). Αιτούντες άσυλο κρατούνται χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, ενώ εμφανίζονται συχνά περιστατικά κακομεταχείρισής τους εντός και εκτός χώρων κράτησης.
Συνολικά, τα προβλήματα των μεταναστών, που είναι προβλήματα δύσκολα και σύνθετα και προϋποθέτουν πολιτική βούληση για την επίλυσή τους, διαιωνίζονται με καθοριστικές τις ευθύνες των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών.
Οι διαφαινόμενες τάσεις γύρω από το φαινόμενο της μετανάστευσης και την αντιμετώπισή του δεν είναι ενθαρρυντικές. Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα επηρεάσουν ιδιαίτερα τις ευάλωτες οικονομίες των χωρών του Τρίτου Κόσμου, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το χάσμα Βορρά-Νότου, και αυτό παρά τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι χώρες του Πρώτου Κόσμου.
Επομένως, τα μεταναστευτικά ρεύματα δεν αναμένεται να περιοριστούν, παρά τα σκληρά μέτρα των χωρών υποδοχής. Ταυτόχρονα, είναι λογικό να αναμένεται επιδείνωση της αντιμετώπισης των οικονομικών μεταναστών και της θέσης τους ως προς τα εργασιακά τους δικαιώματα, τις διαδικασίες νομιμοποίησης, την υγειονομική τους περίθαλψη, τη ρατσιστική σύνδεσή τους με την εγκληματικότητα κλπ., αφού εξακολουθούν να αποτελούν τα πιο ευάλωτα τμήματα των εργαζομένων ή όσων αναζητούν εργασία. Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι ακόμα η ενίσχυση της τάσης για σύνδεση των μεταναστών και της μετανάστευσης με την πάταξη της τρομοκρατίας.
Η σύγχρονη Αριστερά δεν αντιμετωπίζει μοιρολατρικά ούτε τις αρνητικές σημερινές καταστάσεις ούτε τις διαφαινόμενες τάσεις. Παρεμβαίνει οργανωμένα. Συμπαρίσταται ή συμπαρατάσσεται με τους μετανάστες εντός και εκτός κοινοβουλίου, συμβάλλοντας στην αυτοοργάνωσή τους, στην προστασία τους και στην αποτελεσματικότητα των αγώνων τους για μια καλύτερη ζωή, χωρίς φόβο και άγρια εκμετάλλευση.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η θέση της Αριστεράς για τη μετανάστευση οφείλει να είναι η άρση των αιτίων που δημιουργούν και γιγαντώνουν τα μεταναστευτικά ρεύματα στη φάση αυτή. Αυτό παραπέμπει ευθέως σε συνεχή μείωση των ανισοτήτων Βορρά-Νότου, δηλαδή σε μια αντίθεση την οποία ο νεοφιλελευθερισμός ούτε θέλει ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει.
Επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη διαμόρφωση μιας μεταναστευτικής πολιτικής που θεωρεί ζήτημα ζωτικής σημασίας και προτεραιότητας την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων.
Και αυτό όχι μόνο γιατί οι μετανάστες αποτελούν τμήμα του σύγχρονου προλεταριάτου των μητροπολιτικών κέντρων ή γιατί ο βαθμός της εκμετάλλευσης που υφίστανται τους καθιστά το πιο ευάλωτο τμήμα της εργατικής τάξης. Αλλά πρωτίστως γιατί ο αγώνας ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία, τον εθνικισμό και τους πολέμους, συνδέεται με τον αγώνα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας στη σοσιαλιστική προοπτική, που θα βασίζεται σε αξίες οικουμενικές: την ελευθερία του ατόμου για την πραγμάτωση της προσωπικότητάς του και τη δυνατότητά του να απολαμβάνει από κοινού και ισότιμα τα αγαθά του παραχθέντος κοινωνικού πλούτου. Με βάση αυτές τις αρχές, που, εκτός των άλλων, αποτελούν και την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού νομικού -και όχι μόνο- πολιτισμού, όλοι οι άνθρωποι είναι φορείς δικαιωμάτων που δεν πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμό εξαιτίας της εθνικότητας, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού κλπ.
Υπερασπιζόμαστε το θεμελιώδες δικαίωμα των μεταναστών και των προσφύγων στη ζωή και την αξιοπρεπή διαβίωση. Γι' αυτό βρισκόμαστε στον αντίποδα μιας λογικής που ορθώνει την Ελλάδα-φρούριο, την Ευρώπη-φρούριο, και υποστηρίζουμε το δικαίωμα στην ελεύθερη και ασφαλή είσοδο και το άσυλο.
Θεωρούμε πρακτικά ανεφάρμοστο το σύστημα «μετάκλησης μεταναστών», που δυστυχώς ισχύει απαρέγκλιτα από το 1991, αφού, κατά κανόνα, ένας εργοδότης δεν δέχεται να προσλαμβάνει προσωπικό εξ αποστάσεως, ιδίως όταν οι ανάγκες της παραγωγής δεν βασίζονται στα βιομηχανικά πρότυπα των δεκαετιών του '50 και '60 με τον αυστηρά καθορισμένο «κλειστό αριθμό» θέσεων στα εργοστάσια της εποχής εκείνης.
Υποστηρίζουμε ένα σύστημα διαρκούς νομιμοποίησης υπό προϋποθέσεις, μια ανοιχτή και διαρκή διαδικασία νομιμοποίησης.
Υποστηρίζουμε τα κοινωνικά δικαιώματα των μεταναστών, όπως το δικαίωμα στην εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία, την κατοικία.
Υποστηρίζουμε την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες, όπως ιθαγένεια, δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στην πολιτική ζωή κλπ.
Κατάργηση των σημερινών κέντρων κράτησης αλλοδαπών (προσφύγων και μεταναστών) και δημιουργία χώρων με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης για όσο διάστημα χρειάζεται να παραμείνουν σε αυτούς οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
Κατάργηση των άτυπων επαναπροωθήσεων από τον Έβρο και το Αιγαίο.
Απαγόρευση της απέλασης και της διοικητικής κράτησης κάθε ανηλίκου, και ειδικό ενδιαφέρον για τη διαμονή τους στη χώρα μας.
Αποποινικοποίηση (μόνο σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους) του αδικήματος της παράνομης εισόδου, διαμονής και εργασίας όταν συντρέχουν λόγοι οικονομικής επιβίωσης, με σαφή αναφορά της ρήτρας αυτής σε νομοθετικό κείμενο.
Ριζική αναδιοργάνωση του Τμήματος Φύλαξης Συνόρων, αλλά και της ίδιας της διοικητικής απέλασης, που γίνεται χωρίς δικαστικές εγγυήσεις.
Ανάληψη πρωτοβουλίας της χώρας μας για κατάργηση του νέου ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, καθώς και της λεγόμενης «Οδηγίας της Ντροπής» («Οδηγία για την εναρμόνιση των διαδικασιών επιστροφής υπηκόων τρίτων χωρών»).
Εφαρμογή ενός συστήματος ανοιχτής και διαρκούς νομιμοποίησης, υπό προϋποθέσεις
Θέσπιση ενός πρόσθετου τύπου άδειας, που θα λέγεται «άδεια προς αναζήτηση εργασίας», με την οποία θα εφοδιάζεται αυτομάτως κάθε ενδιαφερόμενος (είτε με αίτηση προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές είτε με αίτηση στο ελληνικό προξενείο της χώρας προέλευσης) και θα αποκτά αυτοδικαίως το δικαίωμα παραμονής στην ελληνική επικράτεια για ένα χρόνο, με στόχο να αναζητήσει δουλειά.
Αποσύνδεση της ανανέωσης της άδειας παραμονής από την ύπαρξη ορισμένου αριθμού ενσήμων, για να μην μεταπίπτουν εργαζόμενοι μετανάστες, μαζικά και άδικα, από το καθεστώς της νομιμότητας στο καθεστώς της παρανομίας, εξαιτίας της απροθυμίας των εργοδοτών τους να καταβάλουν τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία ασφαλιστικές εισφορές.
Απόλυτη ευχέρεια μεταβολής του σκοπού της άδειας διαμονής (με ανεμπόδιστη εναλλαγή του καθεστώτος εξαρτημένης και μη εξαρτημένης εργασίας) και αποσύνδεση της άδειας διαμονής για ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα από απόδειξη ύπαρξης πόρων 60.000 €.
Διασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μεταναστών, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της ασφάλειας στην εργασία.
Ένταξη των μεταναστών σε προγράμματα γεωργικής κατάρτισης που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ για την κατανόηση νέων γεωργικών πρακτικών.
Στήριξη μεταναστών για τη συμμετοχή τους στο συνδικαλιστικό κίνημα και τα εκλεγμένα όργανα.
Δομές προαιρετικής εκμάθησης ελληνικής γλώσσας σε όλους τους ενήλικους μετανάστες πρώτης γενιάς από επαρκώς στελεχωμένα Κέντρα Εκμάθησης Ελληνικής Γλώσσας που θα λειτουργούν σε δημοτικό επίπεδο.
Μαθήματα μητρικής γλώσσας και πολιτισμού για μαθητές μετανάστες στα δημόσια σχολεία, όταν ο αριθμός των μεταναστών μιας ομάδας υπερβαίνει το 8%.
Καθιέρωση της αντιρατσιστικής εκπαίδευσης, παρεμβάσεις στα σχολικά βιβλία ώστε να προάγουν την πολυπολιτισμικότητα και το σεβασμό στη διαφορετικότητα, οργάνωση ειδικών διαπολιτισμικών δραστηριοτήτων.
Απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα, καθώς και σε όλα τα παιδιά που συμπληρώνουν τρία χρόνια παραμονής στη χώρα μας.
Αναγνώριση στα παιδιά που αποφοιτούν από σχολεία μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα (και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για κτήση ιθαγένειας ή δεν επιθυμούν να πάρουν την ελληνική ιθαγένεια) του καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος με την ενηλικίωσή τους, ανεξάρτητα από τη νόμιμη ή μη διαμονή των γονέων τους στη χώρα.
Παροχή άδειας αόριστης διάρκειας στους αλλοδαπούς μαθητές που φοιτούν στην ελληνική εκπαίδευση.
Καθιέρωση της αρχής της κατοικίας προκειμένου για την κτήση της ιθαγένειας (residence citizenship), που θα στηρίζεται όχι στον τόπο γέννησης ή στην καταγωγή βάσει αίματος, αλλά στον τόπο που βρίσκεται η κατοικία και η εργασία του μετανάστη, δημιουργώντας ειδικό δεσμό με τη χώρα.
Παροχή δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές εκλογές για όσους τεκμηριώνουν 5ετή νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα.
Διεύρυνση της πρόσβαση των μεταναστών στις υπηρεσίες υγείας, όπως ακριβώς ισχύει και για τους Έλληνες. Τροποποίηση του άρθρου 84 του ν. 3386/05, που προβλέπει υγειονομική περίθαλψη μόνο για έκτακτα περιστατικά, εφόσον οι συγκεκριμένοι αλλοδαποί δεν βρίσκονται νομίμως στη χώρα μας.
Κατοχύρωση ιατρικής παρακολούθησης και πρόσβασης στην περίθαλψη για τις εγκύους (κατά την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και την περίοδο της λοχείας).
Παροχή άδειας διαμονής για λόγους ανθρωπιστικής φύσεως σε πρόσωπα που πάσχουν από σοβαρά προβλήματα υγείας (άρθρο 44, παράγραφος 1, εδάφιο ε') χωρίς να απαιτείται προηγούμενη άδεια διαμονής.
Αύξηση του μόνιμου υπαλληλικού προσωπικού που ασχολείται με τη χορήγηση και την ανανέωση αδειών διαμονής.
Ειδική αντιρατσιστική εκπαίδευση στους δημόσιους λειτουργούς και αναβάθμιση των υπηρεσιών που ασχολούνται με τη μετανάστευση ώστε να μην αποτελούν χώρους δυσμενούς μετάθεσης.
Ουσιαστική οικονομική στήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως προϋπόθεση για εκχώρηση αρμοδιοτήτων που αφορούν την υποδοχή και ομαλή ένταξη μεταναστών και προσφύγων στην τοπική κοινωνία.
Είναι ανάγκη η Ελλάδα να κάνει στροφή στο θέμα των προσφύγων και να παίξει ενεργό ρόλο για μια αντίστοιχη αλλαγή της πολιτικής της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να γίνουν τα εξής:
Διακοπή κάθε προσπάθειας τεχνητού περιορισμού του αριθμού των αιτήσεων ασύλου που εγκρίνονται. Κάθε άνθρωπος που διώκεται και κινδυνεύει στη χώρα του δικαιούται και πρέπει να λαμβάνει άσυλο.
Παροχή σε όλους τους πρόσφυγες γρήγορης και ξεκάθαρης πρόσβασης σε όλη τη διαδικασία ασύλου, με εξασφάλιση διερμηνέων και με έγκαιρη, γραπτή ενημέρωση για την εξέλιξη της υπόθεσής τους σε γλώσσα που κατανοούν, με δωρεάν παροχή νομικών υπηρεσιών σε όλη τη διοικητική διαδικασία ασύλου.
Στις αποφάσεις για τη χορήγηση ασύλου να καταγράφονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος, η έρευνα των κρατικών υπηρεσιών σχετικά με την υπόθεση, τα πρακτικά της Επιτροπής και βέβαια η πλήρης αιτιολόγηση της τελικής απόφασης.
Ρητή και απόλυτη απαγόρευση των άτυπων επαναπροωθήσεων. Παροχή στον Συνήγορο του Πολίτη δικαιώματος εξέτασης καταγγελιών για άτυπες επαναπροωθήσεις και για άρνηση αποδοχής από τις αστυνομικές αρχές υποβαλλόμενων αιτημάτων ασύλου.
Απαγόρευση της κράτησης των αιτούντων άσυλο χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, και ιδίως των ασυνόδευτων ανηλίκων, των εγκύων γυναικών, των θυμάτων βασανιστηρίων και των ατόμων με αναπηρία. Να υπάρχει ταχύτατη δικαστική διερεύνηση της νομιμότητας της κράτησης αυτής στις περιπτώσεις που κατ' εξαίρεση επιβάλλεται.
Απάλειψη από την ελληνική νομοθεσία (και ανάλογες πρωτοβουλίες για τις κοινοτικές οδηγίες) της δυνατότητας να απορρίπτονται αιτήματα ασύλου με την άμεση ή έμμεση χρήση των ρητρών της «ασφαλούς χώρας καταγωγής», της «ασφαλούς τρίτης χώρας» και της «επικουρικής προστασίας».
.