.
.
Η διεθνής οικονομική κρίση έρχεται στη χειρότερη δυνατή συγκυρία για τη χώρα μας, καθώς συμπίπτει τόσο με την εξάντληση της δυναμικής του μοντέλου ανάπτυξης που εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες όσο και με τον υψηλό βαθμό δανεισμού νοικοκυριών, επιχειρήσεων αλλά και του ίδιου του κράτους. Αυτός ο «εκρηκτικός» συνδυασμός κάνει πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η κρίση στην ελληνική οικονομία να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος και, κυρίως, μεγαλύτερη διάρκεια σε σύγκριση με άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Ο υπερδανεισμός, η εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή και η χαμηλή συνεισφορά σε δημόσια έσοδα, ό,τι δηλαδή αρχικά λειτούργησε ως προωθητικός παράγοντας του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, μετεξελίσσεται στη συνέχεια στο αντίθετό του, δηλαδή σε παράγοντα κρίσης, γεγονός που δείχνει τη βαθύτατη χρεοκοπία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τόσο στο πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης, όσο και σε εκείνο της οικονομικής αποτελεσματικότητας από τη σκοπιά του γενικότερου δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος.
Άρα, η κρίση στην Ελλάδα είναι σύνθετη, είναι κρίση που οφείλεται σε συγκεκριμένες πολιτικές, αναπτυξιακές στρατηγικές και επιλογές που έγιναν τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και από το ΠΑΣΟΚ. Οι πολιτικές αυτές είχαν ως βασικά χαρακτηριστικά:
Την εγκατάλειψη κάθε ιδέας σχεδιασμού-προγραμματισμού στην οικονομία, τουλάχιστον στο βαθμό που υπήρχε, και την πλήρη επικράτηση της ιδεολογίας της «ελεύθερης αγοράς» και της απορρύθμισης των πάντων.
Τις ιδιωτικοποιήσεις και την υποβάθμιση βασικών κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών. Τη στήριξη της ανάπτυξης σε κλάδους εκτεθειμένους στις δυσμενείς μεταβολές του οικονομικού κλίματος, όπως είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία και η οικοδομή, αλλά και στην επέκταση υπηρεσιών με πολύ χαμηλή προστιθέμενη αξία. Παράλληλα σπαταλήθηκαν τεράστια ποσά σε εξοπλιστικά προγράμματα και Ολυμπιακά έργα. Και όλα αυτά στηρίχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στον υπερδανεισμό δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Τη χρήση των κοινοτικών πόρων περισσότερο ως επιδοματικό μέσο για την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης παρά ως μέσο και διαδικασία για την ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας.
Οι συνέπειες αυτού του μοντέλου ανάπτυξης στην κοινωνική και οικονομική δομή αλλά και στο περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.
Διευρύνθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια, καθώς αποδείχτηκε πως το μεγάλωμα της «πίτας» δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε δικαιότερη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Το μοντέλο που εφαρμόζεται δεν δημιουργεί αξιοπρεπή εισοδήματα, συνεπώς οδηγεί τα νοικοκυριά στο δανεισμό, άρα στην υποθήκευση του μελλοντικού τους εισοδήματος και στην περαιτέρω εξάρτηση από τις τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας εξακολουθεί να παρουσιάζει έναν από τους μεγαλύτερους δείκτες ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος, μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2007 το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είχε εισοδήματα 6 φορές υψηλότερα σε σύγκριση με το φτωχότερο 20%. Επίσης το ποσοστό φτώχειας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, παρέμεινε σταθερό στα επίπεδα του 20-21% του συνολικού πληθυσμού από το 1996 έως το 2007, την περίοδο δηλαδή που οι ρυθμοί ανάπτυξης κινούνταν σε υψηλά επίπεδα (περί το 4% ετησίως).
Η ανεργία παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, στο 8,3% το 2007 σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, παρά την ισχυρή οικονομική μεγέθυνση. Παράλληλα ενισχύθηκε η ανασφάλεια των εργαζομένων με την προώθηση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, τη συνεχή καταπάτηση της εργατικής νομοθεσίας, την αναπαραγωγή και διαιώνιση ενός οικονομικού συστήματος το οποίο στηρίζεται στις χαμηλές αμοιβές και την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Επίσης ευνοήθηκε η δημιουργία θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί σημαντικά η ανεργία των νέων επιστημόνων, οι οποίοι διαθέτουν γνώσεις και δεξιότητες τις οποίες η παραγωγική δομή δεν μπορεί να αξιοποιήσει.
Σημειώθηκε παραγωγική υποβάθμιση σε τομείς όπως η βιομηχανία και η γεωργία και η ελληνική οικονομία εξακολούθησε να στηρίζεται σε κλάδους που είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι στις διεθνείς οικονομικές διακυμάνσεις. Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται δυσανάλογα κάποιοι κλάδοι σε βάρος άλλων, δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις στην παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων, ενώ επίσης ευνοείται η διαπλοκή, τα σκάνδαλα και η κατασπατάληση των δημόσιων πόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σημείωσε ραγδαία άνοδο τα τελευταία χρόνια και από 0,1% το 1994 ξεπέρασε το 14% του ΑΕΠ το 2008.
Τέλος, αυξήθηκαν σημαντικά οι ενεργειακές απαιτήσεις της οικονομίας, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ποικίλα προβλήματα τόσο από τη διογκούμενη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας όσο και στο ίδιο το περιβάλλον, αλλά και στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Η «ανάπτυξη» πέρασε μέσα από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων.
Επομένως, το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε η χώρα μας όλα τα προηγούμενα χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπο με μια διπλή κρίση: από τη μία δεν μπορεί να σταθεί σε διεθνές επίπεδο και από την άλλη καθίσταται μη βιώσιμο οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση χρειάζονται βαθιές αλλαγές στην οικονομία, στον τρόπο που αναπτυσσόμαστε, δηλαδή χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο παραγωγής, κατανάλωσης, διανομής και ανάπτυξης.
Ο αναπροσανατολισμός του μοντέλου ανάπτυξης απαιτεί αλλαγή πολιτικής και προτεραιοτήτων. Απαιτεί ύπαρξη σχεδίου που θα οδηγεί στην παραγωγική ανασυγκρότηση με όρους αειφορίας όλων των τομέων, στην πλήρη απασχόληση, στην ουσιαστική αναδιανομή του εισοδήματος, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην πόλη και την ύπαιθρο, στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, στη διασφάλιση της χρηματοδότησης ενός πολύπλευρου κοινωνικού κράτους που θα καλύπτει ουσιαστικά το σύνολο του πληθυσμού. Χρειάζεται ένα σχέδιο που θα προσαρμόζει την οικονομική βάση της χώρας στις απαιτήσεις που προκύπτουν από τον νέο ρόλο της γνώσης στην οικονομία και τη διεθνοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής και της συλλογικής ευημερίας έναντι του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Ένα σχέδιο που θα στηρίζεται στην υλοποίηση κλαδικών πολιτικών, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων τομέων της οικονομίας, και βέβαια σε ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται πρωτίστως σε ενδογενείς πηγές και δυνατότητες, θα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στη μεγιστοποίηση του κέρδους
Για εμάς η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης δεν αποτελεί μόνο έναν ποσοτικό στόχο αλλά πρέπει να συνδεθεί και με ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Με άλλα λόγια δεν αρκεί να διευρύνουμε το τι παράγεται και να αυξήσουμε απλώς το ΑΕΠ. Η δική μας αναπτυξιακή λογική έχει στο επίκεντρο τους δείκτες πραγματικής ανθρώπινης ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας. Ο στόχος αυτός πρέπει να συνδυαστεί με ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης, κάτι που απαιτεί μεταξύ άλλων και νέα ενεργειακή βάση, βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Χρειάζεται επίσης νέα παραγωγική εξειδίκευση, μια στρατηγική δηλαδή μέσα από την οποία θα απαντηθεί το ερώτημα τι θα παράγουμε ως κοινωνία. Η πολιτική ριζικής ανασυγκρότησης οφείλει να εντοπίσει τους τομείς παραγωγικής δραστηριότητας που είναι σε θέση να αποτελέσουν πόλους ανάπτυξης για τη χώρα ή εστίες συγκριτικού πλεονεκτήματος. Οφείλει, παραπέρα, να προβεί σε γενναίες επενδύσεις στην παιδεία, στην επιστημονική έρευνα, στην αναζήτηση της καινοτομίας και στον πολιτισμό, προκειμένου αυτοί οι τομείς να καταστούν πραγματικός άξονας ανάπτυξης. Οφείλει, επίσης, να προχωρήσει σε γενναία μέτρα για την αναζωογόνηση της υπαίθρου σε όλα τα επίπεδα και να συνδέσει τον ποιοτικά αναβαθμισμένο και περιβαλλοντικά φιλικό τουρισμό με τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Ο αναγκαίος μετασχηματισμός θα πρέπει να στηρίζεται ακόμη στη δημιουργία μιας παραγωγικής βάσης προσαρμοσμένης στις νέες ανάγκες, στα νέα πρότυπα που ελπίζουμε και θέλουμε να διαμορφώσει ο κόσμος, διότι η οικολογική διάσταση της πολιτικής δεν είναι μόνο η αλλαγή της ενεργειακής βάσης αλλά είναι κι ένας νέος τρόπος παραγωγής συνολικότερα: νέα πρότυπα κατανάλωσης, νέα σχέση με το περιβάλλον, νέος τρόπος ζωής.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί να εγκαταλειφθεί το παραδοσιακό (και αποτυχημένο) πρότυπο της ενίσχυσης της «επιχειρηματικότητας» που βασιζόταν στη φτηνή εργασία και στην επιδότηση των επιχειρήσεων από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς δημόσιους πόρους, που απέφευγε τη δημιουργία μηχανισμών που θα επιφέρουν εσωτερικό απόθεμα γνώσης, που υποβίβαζε το ρόλο της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να στραφούμε από τους μύθους της αγοράς σε μια άλλη προσέγγιση, βασισμένη σε δημόσιες στρατηγικές και δημόσιες πολιτικές που αποφασίζονται μέσω διαδικασιών δημοκρατικού σχεδιασμού σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Συνδέουμε την πορεία ανάπτυξης της χώρας με την προώθηση ενός πλέγματος παρεμβάσεων σε όλα τα κομβικά σημεία της αναπτυξιακής διαδικασίας. Συγκεκριμένα με:
Τη βαθιά τομή στο χώρο του δημόσιου τομέα που θα αντιμετωπίσει το έλλειμμα κοινωνικής αποτελεσματικότητας, θα καθιερώσει τη διαφανή οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, την ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου, την ανάδειξη της δημόσιας διοίκησης σε αποφασιστικό αρωγό της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Την ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου του κράτους, του Κρατικού Προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Την αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και έναν νέο ρόλο των δημόσιων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΣΕ, ΔΕΠΑ, Λιμάνια κλπ.), που θα τεθούν υπό δημόσιο, κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο, την ανάπτυξη ενός κοινωνικού τομέα που δεν θα είναι ούτε ιδιωτικός, ούτε κρατικός και ο οποίος δεν θα αποσκοπεί στο κέρδος. Που θα οργανώνεται υπό συλλογικές μορφές οικονομικής δραστηριότητας στον τομέα της παραγωγής αλλά και της κατανάλωσης (συνεταιρισμοί, ενώσεις, ταμεία αλληλοβοήθειας, αυτοδιαχειριζόμενες οικονομικές μονάδες, κοινοπραξίες, εταιρείες λαϊκής βάσης, επιχειρήσεις ειδικού κοινωνικού σκοπού κλπ.).
Την κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά ισορροπημένη περιφερειακή ανάπτυξη, την περιφερειακή αποκέντρωση και ανασυγκρότηση της Αυτοδιοίκησης σε όλους τους βαθμούς, τη διεύρυνση του ρυθμιστικού και οικονομικού της ρόλου, την ενίσχυση της συμβολής της στην ανάπτυξη της «κοινωνικής οικονομίας».
Την ολοκληρωμένη δημοκρατική προσέγγιση στο ζήτημα της γνώσης (παραγωγή έρευνας, διαχείριση, χρήση και διάδοση της γνώσης), τη δημιουργία συνθηκών ολόπλευρης πρόσβασης στη γνώση, ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές, με την αναβάθμιση της παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης.
Την υιοθέτηση μιας μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής που θα ενισχύσει τον αναδιανεμητικό της ρόλο, που θα στηρίζει την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, που θα αποκαταστήσει την ισότητα και τη δικαιοσύνη μέσω της παρέμβασης στη φοροδιαφυγή και στην εισφοροδιαφυγή, μέσω της φορολογικής προοδευτικότητας, μέσω του περιορισμού των φοροαπαλλαγών των εισοδηματικά ανώτερων στρωμάτων, μέσω της εξάλειψης των κομματικών προσλήψεων και της εγκαθίδρυσης διαφανών συστημάτων προμηθειών του δημόσιου τομέα κλπ.
Οι αναγκαίες αλλαγές θα έχουν νόημα και προοπτική μόνο όταν επιχειρούνται με τη συμμετοχή, την πάλη και τον έλεγχο των εργαζομένων. Ο προσανατολισμός των κινημάτων προς διεκδικήσεις και παρεμβάσεις που αφορούν τα μεγάλα θέματα όπως η επιστημονική και εφαρμοσμένη έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η αποδοτική υποστήριξη της καινοτομικής δραστηριότητας σε μικρές επιχειρήσεις, η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους σε ολιγοπωλιακές αγορές, η δημιουργία των κατάλληλων υποδομών σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, η υλοποίηση των πολιτικών αντιμετώπισης των κλιματικών αλλαγών, είναι σήμερα προϋπόθεση (όπως και στον τομέα των κοινωνικών πολιτικών) για την οικοδόμηση μιας συλλογικής προσέγγισης των αναπτυξιακών πολιτικών, μετά τις διαλυτικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Η αντιπρότασή μας προσπαθεί να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και ταυτόχρονα να απαντήσει στις ιδιαίτερες ιστορικές ανάγκες και προκλήσεις που διαμορφώνονται (π.χ. νησιωτικός και ορεινός χαρακτήρας πολλών περιοχών, σχετικά βαρύνουσα σημασία του αγροτικού τομέα, ύπαρξη πολλών μικρών επιχειρήσεων, ανάγκη πολύπλευρης στήριξης της περιφέρειας κλπ.).
Η αντιπρότασή μας διαθέτει ουκουμενική οπτική και διεθνική προσέγγιση που ευθυγραμμίζεται με αντικειμενικές παραμέτρους της οικονομικής δραστηριότητας και εμπεριέχει τη λογική της οικονομικής συνανάπτυξης με τους γειτονικούς λαούς με στόχο τη σύγκλιση προς προωθημένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά μοντέλα ανάπτυξης.
Για το ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας η ανάσχεση της τάσης παραγωγικής αποδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαίο να βρεθούν νέες παραγωγικές εξειδικεύσεις και παράλληλα να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια πολιτική που θα στοχεύει στη διατήρηση και ενίσχυση κάποιων σημαντικών παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας.
Έτσι, η πολιτική μας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας αναπτύσσεται βάσει δύο αξόνων:
Ανάπτυξη και στήριξη νέων παραγωγικών συμπλεγμάτων, τα οποία θα παίξουν το ρόλο της «ατμομηχανής της ανάπτυξης».
Αξιοποίηση του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού, ενίσχυση και εκσυγχρονισμός των παραγωγικών διαδικασιών που έχουν τη δυνατότητα να καταστούν μακροπρόθεσμα οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμες ή που πρέπει να διατηρηθούν για κοινωνικούς λόγους.
Σε αυτή τη λογική θεωρούμε ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους τομείς της αγροτικής ανάπτυξης, της πράσινης οικονομίας, του πολιτιστικού-τουριστικού συμπλέγματος και της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών.
Αυτά τα παραγωγικά συμπλέγματα εμφανίζουν μια σειρά από πλεονεκτήματα:
Δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Παρουσιάζουν υψηλή αλληλεξάρτηση με όλους του τομείς (πρωτογενή - δευτερογενή - τριτογενή). Αποτελούν, δηλαδή, ολοκληρωμένα συστήματα, που εμπλέκουν πολλά διαφορετικά παραγωγικά πεδία/επαγγέλματα/πρακτικές, και έτσι έχουν τη δυνατότητα να διαχέουν σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας τα θετικά οικονομικά τους αποτελέσματα.
Μπορούν να εξειδικευτούν σε τοπικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε τόπου, συνεπώς ενισχύουν την ποικιλότητα, σε αντίθεση με την ομοιομορφία που χαρακτηρίζει άλλες παραγωγικές διαδικασίες.
Παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής υπεραξίας, στοιχείο που τα καθιστά ανταγωνιστικά και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα σημαντικών μειώσεων του χρόνου εργασίας.
Το τελευταίο διάστημα πολύς λόγος έχει γίνει για την «πράσινη οικονομία». Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ όμως την αντιλαμβάνονται ως έναν κλάδο αποκομμένο από τους υπόλοιπους. Αντίθετα, για το ΣΥΡΙΖΑ, η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας πρέπει να συνδέεται άρρηκτα με μια στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναπτύσσεται βάσει τριών αλληλένδετων προϋποθέσεων:
Ο πρώτος αφορά την ενίσχυση της παραγωγής πράσινων τεχνολογιών, συστημάτων, προϊόντων.
Ο δεύτερος αφορά τον πράσινο μετασχηματισμό του συνόλου των παραγωγικών διαδικασιών. Δεν φτάνει να παράγεις ανεμογεννήτριες, εάν δεν το κάνεις με περιβαλλοντικά φιλικό τρόπο. Δεν φτάνει να παράγεις υβριδικά αυτοκίνητα, εάν η διπλανή παραγωγική μονάδα συνεχίζει να ρυπαίνει όπως και πριν ή πόσο μάλλον εάν οι πόλεις συνεχίσουν να πνίγονται από τα ΙΧ, να μην έχουν μέσα μαζικής μεταφοράς.
Ο τρίτος αφορά την κοινωνική διάσταση. Προκειμένου η πράσινη οικονομία να μην αποτελέσει το νέο «Ελ Ντοράντο» του νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να αναπτυχθεί με κοινωνικές προϋποθέσεις και ρήτρες, που θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και την ποιότητα των θέσεων εργασίας, που θα ενσωματώνουν μηχανισμούς διάχυσης στην τοπική και ευρύτερη κοινωνία των θετικών αποτελεσμάτων που θα παράγουν. Η πράσινη οικονομία μπορεί να αποτελέσει ένα όχημα ριζικού μετασχηματισμού της οικονομίας, μπορεί όμως να αποτελέσει και τη νέα μεγάλη φούσκα ενός «περιβαλλοντικά ευαίσθητου» καπιταλισμού. Για εμάς είναι στοίχημα της κοινωνίας, των πολιτών και των κινημάτων ποιος από τους δύο δρόμους τελικά θα ακολουθηθεί.
Η πράσινη οικονομία, όπως την αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν σχετίζεται απλώς με την υιοθέτηση φιλικών προς το περιβάλλον παραγωγικών πρακτικών ή με την «αειφόρο εκμετάλλευση» των φυσικών πόρων. Δεν αφορά την ανάπτυξη ενός απομονωμένου από την υπόλοιπη οικονομία κλάδου αλλά τον ριζικό μετασχηματισμό του συνόλου της οικονομίας.
Για εμάς στο ΣΥΡΙΖΑ, ο οικολογικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας αφορά τόσο τους παραδοσιακούς κλάδους όσο και τους νέους κλάδους που έχουν ήδη αναδειχθεί ή μπορούν να αναπτύξουν δραστηριότητες. Η πράσινη οικονομία έχει νόημα μόνο εάν την αντιληφθούμε ως μια οδό για τον ριζικό οικολογικό μετασχηματισμό του συνόλου της οικονομίας (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση). Η πράσινη διάσταση της οικονομίας επεκτείνεται στο σύνολο σχεδόν των παραγωγικών δραστηριοτήτων, αφορά το σύνολο των παραγωγικών κλάδων, δημιουργώντας στο εσωτερικό τους νέες εξειδικεύσεις και νέες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η πράσινη οικονομία ενισχύει την τοπική διάσταση. Δίνει έμφαση στα τοπικά προϊόντα και εξειδικεύσεις και έτσι δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης στην περιφέρεια, που σήμερα δοκιμάζεται.
Βάσει των παραπάνω στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η δημιουργία ενός ευρύτερου συμπλέγματος παραγωγής και κατανάλωσης, το οποίο θα ενσωματώνει οργανικά τις αρχές της αειφορικής και της βιώσιμης ανάπτυξης σε όλα τα στάδια και τις εκδοχές του (βλ. και Στόχο 12). Με τον όρο πράσινη οικονομία εννοούμε μια στρατηγική που θα δώσει έμφαση:
στην έρευνα και στην παραγωγική εξειδίκευση σχετικά με την παραγωγή πράσινων παραγωγικών συστημάτων (μηχανήματα, τεχνολογίες παραγωγής, τεχνολογίες ανακύκλωσης κλπ.),
στην ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων με αντικείμενο την προστασία και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος,
στη σταδιακή, πλην όμως υποχρεωτική, εφαρμογή παραγωγικών τεχνικών και καταναλωτικών πρακτικών φιλικών προς το περιβάλλον στο σύνολο των παραγωγικών διαδικασιών.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τον οικολογικό προσανατολισμό σε συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα. Το πλούσιο οικοσύστημα που διαθέτει και τα κλιματολογικά της χαρακτηριστικά της δίνουν τη δυνατότητα να αναπτύξει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και να δημιουργήσει νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας μπορεί να βοηθήσει στην ανάκαμψη και του βιομηχανικού-μεταποιητικού τομέα, δεδομένου ότι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι νέο και συνεπώς δεν έχει κορεστεί. Είναι, βέβαια, προφανές ότι η στροφή προς την ανάπτυξη πράσινων τεχνολογιών και η σταδιακή επιβολή της υιοθέτησής τους σε όλο το φάσμα παραγωγής και κατανάλωσης, προϋποθέτει ένα ολοκληρωμένο πλέγμα δημόσιων κέντρων έρευνας, έτσι ώστε τα οφέλη της έρευνας να μην ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Βάσει των παραπάνω (και πέραν των ειδικών ζητημάτων που σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή και τους επιμέρους βιομηχανικούς κλάδους), προτείνουμε:
Ανάπτυξη βιομηχανικής παραγωγής πράσινων συστημάτων παραγωγής.
Υιοθέτηση ενός συστήματος ισχυρών κινήτρων, αλλά και επιτήρησης - αυστηρών κυρώσεων στις περιπτώσεις μη εφαρμογής του νομοθετικού πλαισίου, για την υιοθέτηση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών και παραγωγικών δραστηριοτήτων σε όλους τους κλάδους παραγωγής (αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, υπηρεσίες).
Υιοθέτηση μεσοπρόσθεσμου σχεδίου στρατηγικής ανάπτυξης για τη ΔΕΗ, με έμφαση στη μείωση των δραστηριοτήτων που επιβαρύνουν το περιβάλλον και αντίστοιχη ενίσχυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Ενίσχυση των αντίστοιχων ερευνητικών κέντρων για την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Υιοθέτηση μεσοπρόθεσμου σχεδίου στρατηγικής ανάπτυξης για το δίκτυο μεταφορών και συγκοινωνιών (σιδηροδρομικές, αεροπορικές, οδικές, θαλάσσιες μεταφορές), το οποίο θα ειδικευτεί ανάλογα για κάθε κλάδο μεταφορών. Δημιουργία εξειδικευμένου κέντρου έρευνας για κάθε κλάδο.
Δεκαπλασιασμό εντός 2 ετών του αριθμού των εργαζομένων που απασχολούνται σε έργα αποκατάστασης του περιβάλλοντος και διενέργεια σχετικών μελετών για την περαιτέρω επέκταση αυτών των θέσεων εργασίας.
Ενίσχυση του κλάδου της ολοκληρωμένης ανακύκλωσης απορριμμάτων.
Ενίσχυση της πρωτογενούς και εφαρμοσμένης έρευνας των πανεπιστήμιων σχετικά με τις πράσινες τεχνολογίες.
Δημιουργία ενός δικτύου εξειδικευμένων (ανά κλάδο ή παραγωγική δραστηριότητα) κέντρων ανάπτυξης οικολογικών τεχνολογιών με στόχο την πρωτογενή και την εφαρμοσμένη έρευνα στις πράσινες τεχνολογίες.
Δημιουργία των σχετικών μηχανισμών διάχυσης των αποτελεσμάτων της έρευνας στο σύνολο των επιχειρήσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο οικολογικός μετασχηματισμός δεν θα λειτουργήσει ως άλλοθι συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Σε αυτή τη διαδικασία κεντρικό ρόλο έχουν να παίξουν οι οργανώσεις εκπροσώπησης των μικρών επιχειρήσεων, τα επιμελητήρια, και οι τοπικοί φορείς.
Προώθηση μιας νέας αντίληψης για την κατανάλωση που θα υπερβαίνει τα καταστροφικά σημερινά πρότυπα και θα επηρεάζει τα χαρακτηριστικά της οικονομικής δραστηριότητας.
Αν και δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ο τομέας του πολιτισμού αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους τομείς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, ο κλάδος των εκδόσεων την τελευταία 10ετία αποτελεί σταθερά τον τρίτο ταχύτερα αναπτυσσόμενο κλάδο (μετά τις κατασκευές και τον τουρισμό) από την άποψη της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Παρά ταύτα, οι πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες του κλάδου δεν έχουν επαρκώς διερευνηθεί από την ελληνική πολιτεία, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής των τελευταίων χρόνων είναι η απουσία οποιασδήποτε συνεκτικής και ολοκληρωμένης πολιτικής σε σχέση με τον πολιτισμό. Η πολιτιστική πολιτική έχει όλες τις δυνατότητες να αποτελέσει σημαντικό πεδίο δημιουργίας νέων και ποιοτικών θέσεων εργασίας και να συνεισφέρει σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των πόλεων και της περιφέρειας.
Τα έργα και οι υποδομές πολιτισμού εμπλέκουν έναν μεγάλο αριθμό κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, μια πολιτική ανάδειξης του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα ενός τόπου εμπλέκει το σύνολο του κατασκευαστικού τομέα μικρής κλίμακας για την αποκατάσταση των οικημάτων, έργα βελτίωσης του περιβάλλοντος, ειδικευμένο προσωπικό για την ανάδειξη των τοπικών και ιστορικών στοιχείων κλπ. Αντίστοιχα οι εργασίες για την ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου (ανασκαφή και παρουσίαση του υλικού) εμπλέκουν από ειδικευμένους εργάτες, μέχρι και εξειδικευμένους επιστήμονες σε ένα μεγάλο εύρος αντικειμένων (κατασκευές, εκδόσεις, έρευνα, διαχείριση, συντήρηση κλπ). Με άλλα λόγια η πολιτιστική πολιτική μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο οριζόντιας ενεργοποίησης μεγάλου τμήματος κλάδων παραγωγής, άρα και δημιουργίας εισοδημάτων. Για την ακρίβεια η οριζόντια διάσταση (δηλαδή η εμπλοκή διαφορετικών κλάδων και επαγγελμάτων) του πολιτιστικού συμπλέγματος μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή των κατασκευών και της αγροτικής παραγωγής.
Η υποχρέωση της πολιτιστικής πολιτικής να λαμβάνει υπόψη και να αξιοποιεί τα τοπικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης του ενδογενούς δυναμικού των πόλεων και των οικισμών και άρα μπορεί να εφαρμοστεί σε ποίκιλες περιπτώσεις και ταυτόχρονα να υπηρετήσει το στόχο της ισόρροπης περιφερειακής ανάπτυξης.
Οι υπηρεσίες και τα αγαθά που παράγονται χαρακτηρίζονται από υψηλή υπεραξία και χαμηλή περιβαλλοντική επιβάρυνση, αφού στοιχείο του πολιτισμού είναι και η προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος. Ακριβώς εξαιτίας της υψηλής υπεραξίας του παραγόμενου αγαθού, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι υψηλής παραγωγικότητας, γεγονός που επιτρέπει την εφαρμογή 35ώρου.
Τέλος, κάποια από τα αγαθά του πολιτιστικού συμπλέγματος μπορούν να αποκτήσουν έντονη διεθνή διάσταση (διεθνή φεστιβάλ, ανάδειξη χώρων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς κλπ.), δηλαδή έχουν την ικανότητα να βοηθήσουν στην βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών.
Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση του πολιτισμού ως στρατηγικού άξονα ανάπτυξης δεν θα πρέπει να ακυρώνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα, ούτε να ενισχύει την εμπορευματοποίηση-τυποποίηση της πολιτιστικής δημιουργίας.
Στην αιχμή του δόρατος της πολιτικής μας πρότασης για την ανάδειξη του πολιτιστικού χώρου σε πόλο ανάπτυξης εκ των πραγμάτων βρίσκεται η προστασία, η αξιοποίηση και η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η Ελλάδα έχει, άλλωστε, το προνόμιο να διαθέτει πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Η διάσωση, διατήρηση, ανάδειξη και αξιοποίησή της με την ανάδειξη όλων των στοιχείων που τη συναποτελούν, με νομοθετικά και άλλα μέσα, χωρίς προνομιακές εύνοιες, πρέπει να αποτελέσει τον πρώτο άξονα ανάπτυξης μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τον πολιτισμό.
Όμως, η προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι ο μοναδικός άξονας παρεμβάσεων. Η πρότασή μας δεν είναι να μετατραπεί η Ελλάδα σε ένα απέραντο μουσείο. Δίπλα στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς πρέπει να ενισχυθούν και οι σύγχρονες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας και πειραματισμού (βιβλίο/εκδόσεις, θέατρο-κινηματογράφος, πλαστικές τέχνες κλπ). Η πρότασή μας για ανάδειξη του πολιτισμού σε πόλο ανάπτυξης εντάσσει όλα αυτά τα στοιχεία σε ένα ενιαίο και αδιαχώριστο οργανικό σύνολο, τμήμα του οποίου είναι και η ενίσχυση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και του πειραματισμού (βλ. και Στόχο 7).
Το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον αποτελεί τη βάση της τουριστικής ανάπτυξης, την αιτία της τουριστικής μετακίνησης. Στο βαθμό που το περιβάλλον επιβαρύνεται ή αλλοιώνεται, ο τουρισμός απαξιώνεται σταδιακά και τελικά φθίνει. Από όλα τα σχετικά στοιχεία φαίνεται ότι το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα αρχίζει να μπαίνει σε κρίση που οφείλεται στις σοβαρές υστερήσεις σε τμήματα της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας και ιδίως στις βασικές υποδομές.
Σήμερα, τα κύρια προβλήματα του ελληνικού τουρισμού αφορούν:
Προβλήματα περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής, που εντοπίζονται κυρίως στις αναπτυγμένες και υπεραναπτυγμένες τουριστικές περιοχές. Τα έργα υποδομής προωθούνται με χρονική υστέρηση ή δεν προωθούνται καθόλου, η τουριστική δόμηση γίνεται πυκνή, οι συγκεντρώσεις προσώπων και οχημάτων υπερβαίνουν την αντοχή των υποδομών, ενώ όλα όσα συνιστούν την ποιότητα ζωής είναι σε ανεπάρκεια (επεξεργασία απορριμμάτων, οδικό δίκτυο, χώροι για πεζούς, χώροι πάρκινγκ, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα με συχνές διακοπές κλπ.).
Συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας στο χώρο. Από τις αρχές του 2005 ο νέος αναπτυξιακός νόμος (ν.3299/04) έδωσε έμφαση στην ίδρυση νέων ξενοδοχειακών μονάδων, με παροχή ιδιαίτερα υψηλών κινήτρων για μονάδες τριών, τεσσάρων και πέντε αστέρων. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής ήταν η περιβαλλοντική επιβάρυνση και η εσωτερίκευση των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων (τρώνε, πίνουν, αγοράζουν και κοιμούνται μέσα στα ξενοδοχεία), συνεπώς ο περιορισμός της διάχυσης των εισοδημάτων σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού και η ενίσχυση της εισοδηματικής πόλωσης.
Εποχικότητα: Οι παραθεριστικές τουριστικές περιοχές εμφανίζουν σοβαρό πρόβλημα εποχικότητας της ζήτησης με εξίσου σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα στη χρήση και απόδοση των τουριστικών εγκαταστάσεων και στην απασχόληση. Από πολλές πλευρές έχει προβληθεί ως λύση του προβλήματος της εποχικότητας η προσέλκυση ειδικών μορφών τουρισμού. Πράγματι, ορισμένες ειδικές μορφές (π.χ. συνεδριακός τουρισμός, τουρισμός υγείας και ευεξίας, διάφορες μορφές τουρισμού της φύσης κλπ.) συνεχίζονται εκτός της περιόδου αιχμής και ήδη σημειώνουν κάποια ανάπτυξη και στη χώρα μας. Ωστόσο, δεν πρέπει αυτή η λύση να θεωρείται πανάκεια, καθώς αρκετές από τις εν λόγω μορφές δεν μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς εγκαταστάσεις που επιβαρύνουν δυσανάλογα το περιβάλλον (π.χ. ο τουρισμός γκολφ απαιτεί υδατικούς πόρους, που είναι ήδη ανεπαρκείς στη χώρα μας).
Τουριστική προβολή. Η τουριστική προβολή της χώρας πάσχει από εμπειρισμό και μικροπολιτική. Το ποσοστό των κονδυλίων που απορροφά η εσωτερική αγορά είναι υπερβολικό και στοχεύει στην ενίσχυση της εικόνας του εκάστοτε υπουργού και όχι των προορισμών. Τα τελευταία χρόνια τα κονδύλια που διατίθενται έχουν αυξηθεί σημαντικά, χωρίς, όμως, ανάλογο αποτέλεσμα και κυρίως χωρίς σοβαρή επίπτωση στη διάρθρωση της ζήτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόσφατο Σχέδιο Μάρκετινγκ, αν και στοίχισε περίπου 2 εκ. ευρώ, δεν βασίστηκε σε έρευνα αγοράς, διότι δεν την προέβλεπε η σχετική προκήρυξη!
Οι προτάσεις μας μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
Άμεση και καθοριστική σύνδεση του τουρισμού με τις ανάγκες προστασίας του περιβάλλοντος (φυσικού, πολιτιστικού, κοινωνικού), οι οποίες θα προτάσσονται σε όλες τις επιλογές της τουριστικής πολιτικής. Οι περιβαλλοντικά αξιόλογες περιοχές και τα τμήματα της επικράτειας πρώτα προστατεύονται και μετά αξιοποιούνται τουριστικά.
Προώθηση των ειδικών μορφών τουρισμού με προτεραιότητα στις μορφές ήπιας ανάπτυξης. Η δημιουργία μορφών τουριστικών εγκαταστάσεων ιδιαίτερα επιβαρυντικών στο περιβάλλον, όπως π.χ. γήπεδα γκολφ, θα γίνεται με φειδώ και με την τήρηση ισχυρών περιοριστικών περιβαλλοντικών όρων. Θα δίνεται προτεραιότητα σε μικρές υποδομές με περιορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, περισσότερο συμβατές με το χαρακτήρα των περιοχών της χώρας (π.χ. σε αγκυροβόλια σε παραθαλάσσιους οικισμούς, αντί για μεγάλες μαρίνες κ.ο.κ).
Ανάσχεση της επιβάρυνσης των ήδη ανεπτυγμένων τουριστικών περιοχών. Η επιλογή των περιοχών και των μέτρων θα βασιστεί σε μελέτη της φέρουσας ικανότητάς τους, η οποία θα επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ θα καταρτιστούν και θα τεθούν σε εφαρμογή σχέδια διαχείρισης επισκεπτών στα πιο ευαίσθητα περιβαλλοντικά σημεία των εν λόγω περιοχών.
Μέτρα ανακούφισης των τουριστικών περιοχών όλης της χώρας, με επίσπευση της δημιουργίας των αναγκαίων υποδομών και εφαρμογή προγραμμάτων ανάπλασης των φορτισμένων τμημάτων τους. Στα φορτισμένα με τουριστική δραστηριότητα τμήματα των τουριστικών περιοχών θα εφαρμοστούν ειδικά προγράμματα αναπλάσεων, ώστε να εξασφαλιστεί η ελεύθερη πρόσβαση και απόλαυση των ακτών, ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι, χώροι για περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο, υπαίθριοι χώροι συγκέντρωσης ανθρώπων, χώροι πολιτιστικών χρήσεων, πράσινο κλπ.
Αποτελεσματική σύνδεση της παραγωγής των άλλων παραγωγικών τομέων, ιδιαίτερα των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, με τον τουρισμό. Ενίσχυση προγραμμάτων που θα προωθούν την ενσωμάτωση αυθεντικών παραδοσιακών προϊόντων στο τουριστικό προϊόν, ώστε να υποστηριχθεί έτσι η επιβίωση των παραδοσιακών τρόπων παραγωγής τους. Στόχος θα είναι η αυξημένη διάχυση των ωφελειών της τουριστικής ανάπτυξης και στους άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Αντιμετώπιση (σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο) των ιδιαίτερων προβλημάτων των νησιών: ικανοποιητική αεροπορική και ακτοπλοϊκή σύνδεση όλο το χρόνο, μονάδες περίθαλψης, παροχές, δίκτυα, επεξεργασία απορριμμάτων, χώροι πάρκινγκ κλπ.
Προσαρμογή της διαφημιστικής παρουσίας της χώρας στο εξωτερικό και το εσωτερικό στα πορίσματα των σχετικών μελετών.
Ανασχεδιασμός της τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενοποίηση φορέων όπου απαιτείται, ορθολογική κατανομή των εκπαιδευτικών μονάδων στο χώρο, αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών, ορθολογικός ανασχεδιασμός της επαγγελματικής κατάρτισης ώστε να μπορεί να φθάσει στους εργαζόμενους και τους αυτοαπασχολούμενους επιχειρηματίες όλης της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των μικρών νησιών.
Προσαρμογή του αναπτυξιακού νόμου και των δράσεων του ΕΣΠΑ όλων των τομέων (συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων του υπ. Γεωργικής Ανάπτυξης, των ΠΕΠ και των κοινοτικών πρωτοβουλιών) ώστε να στηρίζουν τις παραπάνω κατευθύνσεις.
Η παραγωγή του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα στην Ελλάδα έχει συρρικνωθεί. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αδυναμία των κλάδων και των επιχειρήσεων σε αυτούς του τομείς να αξιοποιήσουν τεχνολογικές και άλλες καινοτομίες, ισορροπώντας τη θέση της ελληνικής οικονομίας στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο, και να συμβάλουν στη βιώσιμη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας. Η επιδείνωση της διεθνούς θέσης των παραγωγικών τομέων της ελληνικής οικονομίας είναι το άμεσο αποτέλεσμα πολιτικών που στήριξαν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στη διατήρηση με κάθε μέσο μιας αγοράς φτηνής εργατικής δύναμης, στη συντήρηση παρωχημένων τεχνολογιών και παραγωγικών μεθόδων στον επιχειρηματικό τομέα και στην εφαρμογή πολιτικών που συνοψίστηκαν στη μεταφορά πόρων προς τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του μύθου της «επιχειρηματικότητας», της εξ ορισμού δηλαδή δυνατότητας του επιχειρηματία να αξιοποιεί τη νέα τεχνολογία, να υιοθετεί νέες παραγωγικές μεθόδους και να εισάγει καινοτομίες.
Κλάδοι που σήμερα πλήττονται, όπως η κλωστοϋφαντουργία, το ένδυμα, η παραγωγή μηχανημάτων, τα ναυπηγεία, έχουν τη δυνατότητα εξέλιξης και μετάβασης σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία παράγονται με ειδικευμένη και υψηλόμισθη εργασία. Νέοι κλάδοι, όπως η παραγωγή λογισμικού και η παραγωγή ιατρικών μηχανημάτων, έχουν δείξει ότι διαθέτουν δυνατότητες ανάπτυξης, αλλά δεν στηρίχθηκαν επαρκώς τα προηγούμενα χρόνια, τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης.
Στην παραγωγή τροφίμων έχει υπάρξει ένας δυναμισμός ως προς την παραγωγή και την απασχόληση, αλλά υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, αν πραγματοποιηθεί μια γενικευμένη μετάβαση στην αξιοποίηση του συνόλου των παραγωγικών δυνατοτήτων του αγροτικού τομέα, στην αναβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων και στην αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, νέων μεθόδων παραγωγής και των κατάλληλων επαγγελμάτων και ειδικοτήτων. Σε έναν τέτοιο προσανατολισμό, όπως έχει αποδειχθεί από μεμονωμένες περιπτώσεις, μπορούν να αναλάβουν σημαντικό ρόλο οι συνεταιριστικές οργανώσεις του αγροτικού τομέα.
Στον κατασκευαστικό κλάδο, όπου η παραγωγικότητα βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η κερδοφορία στηρίζεται καθοριστικά στην υποβάθμιση της εργασίας (ειδικότητες των εργαζομένων, αμοιβές, συνθήκες εργασίας και ασφάλειας) αλλά και στην αύξηση των τιμών των οικοδομών. Η ανασυγκρότηση του κλάδου αυτού με την εισαγωγή νέων παραγωγικών μεθόδων και νέων τεχνολογιών, καθώς και με την αναβάθμιση των γνώσεων των εργαζομένων και των συνθηκών εργασίας, μπορεί να επιτευχθεί με κινητήρια δύναμη μια πολιτική κατοικίας για τους μισθωτούς και τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπως και με μια γενικευμένη στρατηγική ανακατασκευών και νέου εξοπλισμού των κατοικιών, με στόχο τη δραστική εξοικονόμηση ενέργειας και τη μετάβαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών.
Η αγροτική οικονομία εμπερικλείει, εκτός από τις οικονομικές της παραμέτρους, και πλήθος κοινωνικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων. Η διατήρηση και ανάδειξη της αγροτικής οικονομίας και παραγωγής θα πρέπει να συμβεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα, το εισόδημα των παραγωγών, τις κοινωνικές σχέσεις της υπαίθρου, την ολοκληρωμένη προστασία του περιβάλλοντος.
Η κρίση του κλάδου κάνει εμφανή την ανάγκη παρέμβασης και αναδιάρθρωσης. Το ζητούμενο είναι αυτή η αναδιάρθρωση να γίνει σε όφελος των παραγωγών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Διαφωνούμε όμως με όσους αντιλαμβάνονται την αγροτική παραγωγή ως έναν καταδικασμένο τομέα, ο οποίος πρέπει να αναδιαμορφωθεί αποκλειστικά στη βάση της εξασφάλισης της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού προϊόντος. Αυτή η αντίληψη, η οποία συστηματικά προωθήθηκε από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ διαλύει τις κοινωνικές σχέσεις στην ύπαιθρο, σημαίνει κέρδη για λίγους και αγροτική έξοδο για την πλειονότητα των αγροτών.
Διαφωνούμε, επίσης, με την αντίληψη ότι η αγροτική οικονομία εξ ορισμού θα αποτελεί μια «μαύρη τρύπα» η οποία θα καταναλώνει δημόσιους πόρους και θα συντηρείται αποκλειστικά για λόγους κοινωνικής πολιτικής. Για το ΣΥΡΙΖΑ το δίλημμα δεν είναι εάν η πολιτική για τη γεωργική οικονομία θα είναι επιθετική ή αμυντική. Γι' αυτόν το λόγο, για εμάς, η ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου και της αγροτικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα στόχο μεταξύ των άλλων, αλλά κεντρικό πυλώνα ανάπτυξης, πεδίο στο οποίο η ελληνική οικονομία πρέπει να αναζητήσει συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Στο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουμε μια γεωργική παραγωγή ορθολογικά οργανωμένη, που θα σέβεται τους φυσικούς πόρους, θα προστατεύει τη βιοποικιλότητα, θα παράγει ποιοτικά προϊόντα που θα αλλάζουν τα πρότυπα κατανάλωσης και διατροφής, ενώ θα ενθαρρύνει τις ελεύθερες συλλογικές μορφές παραγωγής (συνεταιρισμοί), θα συνδέει την αγροτική παραγωγή με την έρευνα και παράλληλα θα συγκρατεί τον κόσμο, ιδίως τους νέους, στον τόπο τους, προωθώντας μια νέα ποιότητα ζωής στην ύπαιθρο και στην περιφέρεια. Προτείνουμε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης κατά περιοχές, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων για την πρωτογενή παραγωγή, τη μεταποίηση, την εμπορία, την υποδομή της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ουσιαστική στήριξη των νέων αγροτών (βλ. αναλυτικά στο Στόχο 16).
Το εμπόριο λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της παραγωγής και της διάθεσης των προϊόντων, αλλά παράλληλα συμβάλλει στη διαμόρφωση πολιτισμικών προτύπων. Οι εμπορικές επιχειρήσεις διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των σύγχρονων πόλεων, συμβάλλουν στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού και, σε μεγάλο βαθμό, στην απορρόφηση της τοπικής ανεργίας. Βεβαίως, στην Ελλάδα ο κλάδος του εμπορίου εμφανίζει μια σειρά από ιδιαιτερότητες, από το μεγάλο πλήθος των πολύ μικρών εμπορικών επιχειρήσεων μέχρι τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εμπορική δραστηριότητα.
Τα αριθμητικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι ο κλάδος του εμπορίου είναι ένας κρίσιμος τομέας της ελληνικής οικονομίας με συμβολή 16% στο ΑΕΠ το 2008. Στον τομέα αυτόν δραστηριοποιούνται περίπου 350.000 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν περίπου 832.000 άτομα, ποσοστό 18,2% της συνολικής απασχόλησης στην ελληνική οικονομία και 23,1% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, ο εμπορικός κλάδος αποτελεί προνομιακό χώρο των επιχειρηματιών γυναικών της χώρας, καθώς του αναλογούν τα 2/3 περίπου των γυναικών που δραστηριοποιούνται ως διευθύνουσες επιχειρηματίες και προϊστάμενες σε μικρές επιχειρήσεις (στοιχεία 2004).
Επειδή ο κλάδος του εμπορίου παρουσιάζει σημαντικές εσωτερικές αντιφάσεις, θα πρέπει οποιεσδήποτε προτάσεις πολιτικής να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ενδεικτικό είναι ότι από το σύνολο των 350.000 επιχειρήσεων, μόνο οι 15.000 έχουν νομική μορφή ΑΕ και ΕΠΕ, ενώ η αυτοαπασχόληση, παρά το γεγονός ότι μειώνεται, παραμένει σημαντική.
Ταυτόχρονα, ο κλάδος αποτελεί το χώρο πρώτης εμφάνισης και εφαρμογής μιας σειράς αναδιαρθρώσεων και μετασχηματισμών, οι οποίες επιδρούν στο σύνολο της ελληνικής παραγωγικής δομής σε πολλαπλά επίπεδα, όπως: οι εργασιακές σχέσεις - ωράριο, η ραγδαία επέκταση της μισθωτής εργασίας (ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες), η συγκέντρωση κεφαλαίου με έντονη την παρουσία ξένων κεφαλαίων, οι χωροταξικές παρεμβάσεις - αλλαγή μορφής των πόλεων, η προώθηση «νέων» καταναλωτικών προτύπων.
Σε αυτή την κατεύθυνση οι βασικοί άξονες της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν:
την ολοκλήρωση της εμπορικής πολεοδομίας με στόχο την αποθάρρυνση ίδρυσης μεγάλων υπερκαταστημάτων στα κέντρα των αστικών πόλεων για λόγους τόσο περιβαλλοντικούς (π.χ. συντελεστές δόμησης) όσο και οικονομικούς (ενίσχυση των μικρών και μεσαίων εμπορικών καταστημάτων),
την ενίσχυση κάθε μορφής συνεργασίας (συνεταιρισμοί) των εμπορικών καταστημάτων,
την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρηματοδότησης αυτών των επιχειρήσεων (βλ. αναλυτικά Στόχο 15)
την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων,
την εξασφάλιση ανθρώπινων ωρών εργασίας και λειτουργίας των καταστημάτων,
την ενίσχυση των δικτύων παραγωγής και διανομής προκειμένου να εξασφαλιστεί η εγχώρια παραγωγή και η πρόσβασή της στις αγορές.
Νέοι κλάδοι, όπως η παραγωγή λογισμικού, η παραγωγή ιατρικών μηχανημάτων, η παραγωγή τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων είτε για την παραγωγή, είτε για την κατανάλωση, έχουν δείξει ότι διαθέτουν δυνατότητες ανάπτυξης, αλλά δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς. Η ελληνική πραγματικότητα βρίθει από περιπτώσεις μικρών ή μεσαίων εταιρειών οι οποίες, αν και κατάφεραν να παραγάγουν εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα, έκλεισαν λόγω προβλημάτων χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, υπάρχουν στη χώρα μας εταιρείες πρωτοπόρες στην κατασκευή ηλεκτρικών μουσικών ειδών (ηχεία, ενισχυτές, ηλεκτρικά όργανα), οι οποίες όμως με δυσκολία καταφέρνουν να βρουν πρόσβαση στην αγορά. Ταυτόχρονα, στα ελληνικά πανεπιστήμια αναπτύσσεται προωθημένη έρευνα αιχμής σε πολλά ζητήματα (π.χ. αντισεισμική τεχνολογία).
Η ανάπτυξη επομένως των νέων τεχνολογιών μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα πεδίο πρώτης προτεραιότητας για μια πολιτική που στοχεύει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Οι βασικές προϋποθέσεις-προτεραιότητες για μια τέτοια πολιτική είναι:
Δημιουργία καταρχάς επαρκούς ζήτησης για τέτοιες τεχνολογίες. Δεδομένων των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας, ο κύριος μοχλός οφείλει να είναι οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί. Ένα πρόγραμμα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού τους και στήριξης της ελληνικής παραγωγής μπορεί να δημιουργήσει την πρώτη αναγκαία ζήτηση για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Στροφή του δημόσιου τομέα στο ελεύθερο λογισμικό.
Αξιοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων σε ΑΠΕ, έργα εξοικονόμησης ενέργειας και διαχείρισης απορριμμάτων για την ανάπτυξη και τη στήριξης ελληνικής βιομηχανίας αιχμής στους τομείς αυτούς.
Ουσιαστική ενίσχυση της έρευνας, σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.
Ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δικτύου διάχυσης των αποτελεσμάτων της έρευνας και των νέων τεχνολογιών στο σύνολο της οικονομίας. Η κυριαρχία των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην παραγωγική δομή δημιουργεί δυσκολία στην πρόσβασή τους στα αποτελέσματα της έρευνας. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να αναπτυχθούν οι αναγκαίες δομές-διασυνδέσεις, έτσι ώστε το σύνολο των επιχειρήσεων να μπορέσει να επωφεληθεί από τις νέες τεχνολογίες. Σε αυτή την κατεύθυνση αναντικατάστατο ρόλο μπορούν να παίξουν οι οργανώσεις εκπροσώπησης των μικρών επιχειρήσεων, τα επιμελητήρια, οι συνεταιρισμοί και γενικά οποιοσδήποτε φορέας εκπροσωπεί ευρύτερα συμφέροντα και όχι αποκλειστικά εταιρικά.
Εξασφάλιση της αυτονομίας της πρωτογενούς έρευνας των πανεπιστημίων, η οποία πρέπει να αναπτύσσεται βάσει των δικών της εσωτερικών προτεραιοτήτων.
Ειδική μέριμνα στη δημιουργία υποδομών, όπως τα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων, τα τεχνολογικά πάρκα κ.λπ.
Οργανική ενσωμάτωση σε όλους τους αναπτυξιακούς νόμους κινήτρων και κριτηρίων σχετικά με τη χρήση νέων και φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών.
.