.
.
Η περιφερειακή ανάπτυξη, η εδαφική και κοινωνική συνοχή και η προστασία του περιβάλλοντος αντιμετωπίζονται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ως δευτερεύοντες τομείς άσκησης πολιτικής, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, δημοκρατικό προγραμματισμό, όραμα και μακροπρόθεσμους στόχους.
Για την Αριστερά, το θέμα της περιφερειακής - ισόρροπης ανάπτυξης, με βάση τις αρχές της αειφορίας και της κοινωνικής συνοχής, αποτέλεσε και θα αποτελεί όχι μόνο ζήτημα θεμελιώδους σημασίας, καθώς αφορά το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και μία από τις βασικές συνιστώσες της πολιτικής και της δράσης της.
Είναι το πεδίο όπου καλούνται να γίνουν πράξη οι διακηρύξεις της Αριστεράς για μία αειφόρο ανάπτυξη με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, που βελτιώνει τη ζωή των εργαζόμενων, μειώνει τις ανισότητες και θεμελιώνει τη μακροχρόνια βάση της ανάπτυξης.
Δυστυχώς, η Ελλάδα ολοκληρώνει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με ένα πλήρως αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης και διοίκησης. Εκτός των συνεχών κρουσμάτων διαφθοράς και διαπλοκής, οι ανάγκες και τα προβλήματα της καθημερινότητας συσσωρεύονται αντί να επιλύονται, ενώ λείπει η στρατηγική για την ανάπτυξη και οι διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού για τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και των αναπτυξιακών επιλογών, όπως και ο έλεγχος της υλοποίησής τους.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, με τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» που έχουν θεσπίσει, όπως την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, την απορρύθμιση των Δημόσιων Οργανισμών και των εργασιακών σχέσεων, την απελευθέρωση της αγοράς από τον δημόσιο και τον κοινωνικό έλεγχο, τις συμβάσεις παραχώρησης έργων κοινωνικού εξοπλισμού και υποδομής στους ιδιώτες, έχουν οδηγήσει τον παραγωγικό ιστό της χώρας σε απορρύθμιση. Έχουν αποτύχει να συμβάλουν στην τόνωση της απασχόλησης -ιδίως όσον αφορά θέσεις με αξιοπρεπείς όρους εργασίας-, στην αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών, στην άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, όπως και στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας. Στο πλαίσιο της πολιτικής που ασκήθηκε για την ανάπτυξη, η διαφθορά και η διαπλοκή γιγαντώθηκαν, οι κοινωνικές ανάγκες παραμερίστηκαν και το κοινωνικό αλλά και οικονομικό αποτέλεσμα των δημόσιων επενδύσεων -εθνικών και κοινοτικών προγραμμάτων- παρέμεινε πενιχρό.
Αντίθετα, δημιουργήθηκαν υπερκέρδη στις τράπεζες και σε μεγάλες επιχειρήσεις, που συνήθως ελέγχουν τους κλάδους ως καρτέλ και τελικά, μαζί με τις τράπεζες, προσδιορίζουν το περιεχόμενο της ανάπτυξης.
Σήμερα κοινή είναι η διαπίστωση ότι:
Το έλλειμμα του περιφερειακού προγραμματισμού και της υλοποίησης έργων ανάπτυξης διογκώνεται, όπως και της ορθολογικής και χρηστής διαχείρισης πόρων, αρμοδιοτήτων και αποτελεσματικότητας των ισχνών περιφερειακών δομών. Το γεγονός αυτό αυξάνει την εξάρτηση της περιφέρειας από το κέντρο, εμποδίζει την ανάπτυξη των δημιουργικών δυνάμεων των τοπικών κοινωνιών και μετατρέπει την κατανομή των δημόσιων πόρων σε ρουσφετολογική διαδικασία.
Οι περιφερειακές ανισότητες δεν αίρονται, ενώ ο δυϊσμός στην αναπτυξιακή κατάσταση των περισσοτέρων περιφερειών εξακολουθεί να υφίσταται. Παρά τις εκάστοτε πρωθυπουργικές δεσμεύσεις ότι στις περιφέρειες της χώρας θα διατεθεί το 70% ή και 80% των πόρων από τις δημόσιες επενδύσεις ή από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, καμία δεν έχει υλοποιηθεί και το αποτέλεσμα εξακολουθεί να παραμένει πενιχρό. Μεταξύ των πολλών στοιχείων που συνηγορούν σε αυτό είναι και ο Προϋπολογισμός του 2009 και η περαιτέρω μείωση του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ, το οποίο είναι και το χαμηλότερο της τελευταίας δωδεκαετίας, γεγονός που δημιουργεί μεγάλες ανησυχίες για τη χρηματοδότηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την απαραίτητη διοικητική ενίσχυση των περιφερειών.
Η παραγωγική βάση της περιφέρειας διαλύεται και η ανεργία διευρύνεται.
Χαρακτηριστικά είναι, την τελευταία δεκαετία, τα στοιχεία πολλών φορέων, και ιδιαίτερα τα στοιχεία του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης και των αντίστοιχων της Βόρειας Ελλάδας. Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο στην Αττική και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να πλήττεται περαιτέρω η εδαφική συνοχή της χώρας.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου συνεχίζεται, τα εισοδήματα πολύ περισσότερο των αγροτών μειώνονται. Είναι συνεχής, τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια, η συρρίκνωση του εισοδήματός τους, σε αντίθεση με τους αγρότες των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών. Πολύ χαμηλές τιμές στα προϊόντα τους, υψηλές τιμές των εισροών και άλλων προϊόντων που αγοράζουν, τεράστια πίεση από τους μεσάζοντες, τους εμπόρους και τα καρτέλ, ενώ παράλληλα έμειναν απροστάτευτοι από το κράτος, που μεταξύ των άλλων ιδιωτικοποίησε τους περισσότερους αγροτικούς οργανισμούς και οδήγησε το συνεταιριστικό και επαγγελματικό κίνημα των αγροτών σε εκφυλισμό και απαξίωση. Η χαριστική βολή ήρθε με την πλήρη αποδοχή από τον δικομματισμό της νέας ΚΑΠ, και παράλληλα από την πλήρη αδυναμία των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να αντιμετωπίσουν τα χρόνια προβλήματα στη διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, στη σύνθεση της παραγωγής, στη γεωργική παιδεία και χρήση της τεχνολογίας κλπ., και να σχεδιάσουν μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Η υποβάθμιση του αστικού χώρου και οι ενδοαστικές ανισότητες εντείνονται με τη μεταφορά του προτύπου της Αθήνας στις μεσαίες πόλεις, την ανυπαρξία πολιτικής τόνωσης της αστικής παραγωγικής βάσης και της κοινωνικής συνοχής και την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών πολεοδομικού σχεδιασμού.
Η βασική αιτία για το μεγάλο αυτό αναπτυξιακό έλλειμμα είναι η συγκεντρωτική μέθοδος διακυβέρνησης, η έλλειψη αποκεντρωμένων δομών και υπηρεσιών. Η κρίση στον περιφερειακό προγραμματισμό και στις διαδικασίες εκτέλεσης των έργων τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της αποδυνάμωσης και της μη αποκεντρωμένης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και της μειωμένης, συνεπώς, παραγωγικότητας και ικανότητάς της.
Μέσα στο γενικό κλίμα στήριξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και στο πλαίσιο της πολιτικής της «δήθεν» επανίδρυσης του κράτους (οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ βάπτιζαν την αντίστοιχη, επίσης αδιέξοδη πολιτική, «εκσυγχρονισμό»), η κυβέρνηση της ΝΔ συνεχίζει σταθερά και πολύμορφα την πολιτική της υποβάθμισης και της διάλυσης του Δημόσιου Τομέα:
Αποδυναμώνοντας -όταν δεν καταργεί- κάθε επιτελικό και ελεγκτικό ρόλο του κράτους.
Περιορίζοντας και απονευρώνοντας κάθε δυναμική και παραγωγική δραστηριότητά του.
Μετατρέποντας σημαντικά τμήματα της κρατικής μηχανής, μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες, σε Ανώνυμες Εταιρείες, στις οποίες κυριαρχούν η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, ο άκρατος κομματισμός, οι πελατειακές σχέσεις και η κατάργηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας.
Μη προωθώντας τη μεταφορά εξουσιών σε περιφερειακό επίπεδο, σε μία ισχυρή δηλαδή περιφέρεια, που θα επιλύει τα τοπικά προβλήματα. Για παράδειγμα, ο σχετικός νόμος για το νέο πλαίσιο διαχείρισης του ΕΣΠΑ και του ΕΠΑ καθορίζει μια δαιδαλώδη διαδικασία και δημιουργεί δεκατρείς Ανώνυμες Εταιρείες στις Περιφέρειες, την ΔΗΜΟΣ Α.Ε. για τους ΟΤΑ Α΄ βαθμού, δύο Ανώνυμες Εταιρείες για διαχείριση δράσεων και υποστήριξη των φορέων.
Χαρακτηριστικός είναι και ο συγκεντρωτικός και πελατειακός τρόπος σχεδιασμού και οι συνεχώς μειούμενοι πόροι του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων καθώς επίσης και οι προγραμματικές και διαχειριστικές αδυναμίες στην υλοποίηση των Εθνικών και κυρίως των Κοινοτικών Προγραμμάτων, αλλά και η μειωμένη απορρόφηση των πόρων.
Επίσης, πολύ βασικές αιτίες για αυτό το μοντέλο ανάπτυξης και τη μη ορθή διαχείριση και αξιοποίηση των εθνικών πόρων είναι:
Η έλλειψη Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, Εθνικού Κτηματολογίου και Δασολογίου, που θα έπρεπε προ πολλού να αποτελούν τα βασικά εργαλεία για την ανάπτυξη της χώρας με κυρίαρχους στόχους την προστασία του περιβάλλοντος, την εδαφική συνοχή, την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών και τη διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας. Το Γενικό Χωροταξικό Πλαίσιο, που θεσπίσθηκε πρόσφατα, και τα ειδικά χωροταξικά σχέδια, που θεσπίζονται αυτή την περίοδο, δεν προωθούν κατευθύνσεις, στερούνται ουσιαστικών προτάσεων για να αρθούν οι αδυναμίες του παρελθόντος. Κύριος κορμός τους παραμένει το στρεβλό πρότυπο της μέχρι σήμερα αναπτυξιακής διαδικασίας στην περιβαλλοντική και οικιστική πολιτική, στην περιφερειακή δομή με τις ελληνικές περιφέρειες μικρές, χωρίς αιρετά όργανα και χωρίς δυνατότητα να παράξουν αναπτυξιακή πολιτική για την περιοχή τους.
Το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) τείνει πλέον να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την απαιτούμενη συγχρηματοδότηση των μεγάλων κυρίως έργων, όπως και για μεγάλο μέρος των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, και όχι για τη χάραξη αυτόνομης πολιτικής επενδύσεων και υποδομών κοινής ωφέλειας, σε μια περίοδο μάλιστα που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την τόνωση της οικονομίας και της τοπικής ανάπτυξης.
Ορισμένα πραγματικά καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης προβληματικών περιοχών του αστικού και αγροτικού χώρου και νέων αγροτών / γυναικών υποτιμούνται και προσκρούουν σε δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αξιοποιηθούν από το υγιές παραγωγικό δυναμικό της περιφέρειας ώστε να συμβάλουν στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και στην τόνωση της κοινωνικής συνοχής.
Η συνεχιζόμενη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης κάθε δημόσιας υποδομής που μπορεί να φέρει κέρδος στους ιδιώτες, παραβλέποντας ότι αυξάνεται το κόστος ζωής για τους κατοίκους και ότι το Δημόσιο στερείται από πολύτιμα για τη χρηματοδότηση άλλων τομέων έσοδα. Στο πλαίσιο αυτών των επιλογών: Έχουν υπογραφεί έξι μεγάλες Συμβάσεις Παραχώρησης έργων συνολικού προϋπολογισμού μεγαλύτερου των 12 δις € (τις έχουν εγκρίνει ΝΔ και ΠΑΣΟΚ από κοινού) με κοινοπραξίες μεγάλων ξένων και ελληνικών τεχνικών εταιρειών, οι οποίες με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους έχουν αναλάβει την κατασκευή βασικών οδικών αξόνων, με την εκμετάλλευσή τους για τριάντα χρόνια, η οποία άρχισε ήδη πριν την κατασκευή και με σημαντική αύξηση των διοδίων. Προωθείται μία σειρά σημαντικών έργων (προϋπολογισμού άνω των 200 εκατ. €) με τη μέθοδο των Συμβάσεων Παραχώρησης Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), χωρίς μάλιστα τον παραμικρό σχεδιασμό, με διαβλητές διαδικασίες και σημαντική αύξηση του κόστους των έργων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και έργα στοιχειώδους κοινωνικού εξοπλισμού, όπως πυροσβεστικοί σταθμοί, νοσοκομεία, σχολεία, δίκτυα κοινής ωφέλειας, φυλακές.
Η κατάσταση αυτή έχει τεράστιες συνέπειες στην περιφερειακή ανάπτυξη, στην εδαφική και κοινωνική συνοχή, στην προστασία του περιβάλλοντος και του δημόσιου πλούτου της χώρας, καθώς δεν κατανέμει ισόρροπα και δίκαια τα οφέλη, διευρύνει τις ανισότητες, αποδιαρθρώνει τον κοινωνικό ιστό και δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για αυθαιρεσίες και ανεξέλεγκτη δράση των οργανωμένων αλλά και των μεμονωμένων ιδιωτικών και πελατειακών συμφερόντων.
Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ενεργών πολιτικών και μέτρων για τη ρύθμιση του αστικού και του αγροτικού χώρου και της υπαίθρου, για την προστασία του δημόσιου πλούτου, του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή και άλλες καταστροφές.
Αυτό που έχουν καταλάβει πολύ καλά οι πολίτες, και πολύ περισσότερο σήμερα με την οικονομική κρίση και ύφεση, είναι ότι η πολιτική για την ανάπτυξη που εφαρμόσθηκε στη χώρα:
Δημιούργησε υπερκέρδη στις τράπεζες, κυρίως, και σε πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες εν τέλει προσδιορίζουν το περιεχόμενο της ανάπτυξης. Στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο δανεισμό των νοικοκυριών - «δανεική ανάπτυξη», όπως λέμε. Συρρίκνωσε μέχρι εξαφάνισης (ιδιαίτερα στην περιφέρεια) τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τρέφεται από τις εισαγωγές και δημιουργεί τεράστια ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, και βέβαια δεν δημιούργησε ούτε πολλές ούτε σταθερές θέσεις απασχόλησης.
Επιπλέον, και σημαντικότερο, δεν προάγεται η κοινωνική ευημερία, δεν βελτιώνεται η ζωή των ανθρώπων. Δεν μειώνονται οι ανισότητες και δεν περιορίζεται, πολλώ μάλλον δεν εξαλείφεται, η φτώχεια. Στην Ελλάδα, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, παραμένει σταθερός ο κίνδυνος της φτώχειας και απειλεί το 20%-25% του πληθυσμού, δηλαδή πάνω από δύο εκατομμύρια πολίτες. Οι βασικοί δείκτες φτώχειας και ανισότητας υπερβαίνουν τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί ραγδαία.
Οι περιφέρειες της χώρας, παρά τις θυσίες του ελληνικού λαού, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα όχι μόνο για το μεγάλο θέμα της ανάπτυξής τους και της τόνωσης της απασχόλησης, αλλά και για την καθημερινότητά τους, για μία αξιοπρεπή διαβίωση και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψη ενεργών πολιτικών, δράσεων και έργων για έναν βιώσιμο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, για τον κοινωνικό εξοπλισμό (στην υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό), για τις βασικές υποδομές (στις συγκοινωνίες, τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, τη διαχείριση των αποβλήτων), για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι δείκτες ανάπτυξης είναι υψηλοί (φέτος βέβαια τείνουν στο μηδέν), εντούτοις καταγράφεται μείωση της απασχόλησης στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας, όπως και υψηλά ποσοστά ανεργίας, διπλάσια (Θεσσαλονίκη) ή και πολλαπλάσια (Δυτική και Ανατολική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο κ.α.) των ποσοστών του κέντρου, γεγονός που δείχνει τον στρεβλό χαρακτήρα που είχε αυτή η αναπτυξιακή διαδικασία και το μεγάλο έλλειμμα εδαφικής συνοχής που δημιουργεί.
Τα μικρά και μεσαία έργα στην περιφέρεια, που αφορούν κυρίως υποδομές στην παιδεία, στην υγεία, στην ύδρευση-αποχέτευση και γενικότερα στη βελτίωση της καθημερινότητας, συνεχίζουν να είναι οι μεγάλοι χαμένοι, καθώς δεν είναι επιλέξιμα για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και καθώς το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ έχει πρακτικά μηδενιστεί, με αποτέλεσμα τα έργα αυτά να αναζητούν ιδιώτη για την κατασκευή και εκμετάλλευσή τους. Ήδη έχει αποφασιστεί η εκτέλεση πάνω από 100 πακέτων έργων με σημαντικά αυξημένο κόστος για το Δημόσιο, διαβλητές διαδικασίες, καμία μέριμνα για τους όρους εργασίας των εργαζομένων σ' αυτά (πριν και μετά την αποπεράτωσή τους) και χωρίς δυνατότητα ελέγχου του τρόπου λειτουργίας τους από την πολιτεία για όσα χρόνια «ανήκουν» στον ιδιώτη.
Όσον αφορά τα μεγάλα έργα και τις συμβάσεις παραχώρησής τους στους ιδιώτες, πρακτικά όλοι οι μεγάλοι οδικοί άξονες της χώρας έχουν παραχωρηθεί σε ιδιωτικές κοινοπραξίες για τα επόμενα τριάντα χρόνια, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους και σε πολύ μικρό αριθμό κατασκευαστικών εταιρειών, γεγονός που δημιουργεί παρενέργειες στον υγιή ανταγωνισμό, στην επιβίωση του εργοληπτικού και επιστημονικού δυναμικού της χώρας, ενώ ενισχύει και τις ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Αυτό είχε ως πρώτο αποτέλεσμα τις μεγάλες αυξήσεις -διπλασιασμός περίπου- των διοδίων στις Εθνικές Οδούς, καθώς οι εταιρείες που έχουν αναλάβει τα έργα έχουν αρχίσει να εισπράττουν διόδια προκαταβολικά, για υπηρεσίες που δεν είναι ακόμη διαθέσιμες!
Παραμένει η αδιαφάνεια, η γραφειοκρατία και η διαφθορά στη διαχείριση των Κοινοτικών Προγραμμάτων, με αποτέλεσμα τη μειωμένη απορρόφησή τους αλλά και τη σπατάλη πολύτιμων δημόσιων πόρων. Η χαοτική κατάσταση δεν διορθώνεται, παρότι βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο του Δ΄ ΚΠΣ (ΕΣΠΑ) και έχουν περάσει πολλά εθνικά και κοινοτικά προγράμματα. Αντιθέτως, ο σχετικός νόμος για το νέο πλαίσιο διαχείρισης του ΕΣΠΑ και του ΕΠΑ καθορίζει μια δαιδαλώδη διαδικασία και δημιουργεί δεκατρείς (13) Ανώνυμες Εταιρείες στις Περιφέρειες, την ΔΗΜΟΣ Α.Ε. για τους ΟΤΑ Α΄ βαθμού, δύο (2) Ανώνυμες Εταιρείες για διαχείριση δράσεων και υποστήριξη φορέων για τη βελτίωση της διοικητικής ικανότητας της Δημόσιας Διοίκησης. Πρόκειται για ένα πλαίσιο διαχείρισης που παραγκωνίζει ακόμη περισσότερο και αποδομεί τις κλασικές δομές της δημόσιας διοίκησης, της τοπικής και περιφερειακής εξουσίας. Ο συγκεντρωτισμός γίνεται κυρίαρχος, η δε Αυτοδιοίκηση, οι περιφέρειες, τα πολιτικά όργανα και οι φορείς προγραμματισμού περιθωριοποιούνται και στερούνται της δυνατότητας να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν, να υλοποιήσουν και να ελέγξουν.
Η κρίση αυτή στον προγραμματισμό και τις διαδικασίες εκτέλεσης των έργων υποδομής θα βαθαίνει ακόμη περισσότερο και θα τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της αποδυνάμωσης και της μη αποκεντρωμένης λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και της μειωμένης, συνεπώς, παραγωγικότητας και ικανότητάς της, που καταλήγει στον παραμερισμό της και στην ανάδειξη των ιδιωτικών συμφερόντων ως κυρίαρχων.
Χρόνια, και δυστυχώς επιδεινούμενα, θα είναι τα προβλήματα στο πεδίο του σχεδιασμού των πόλεων και της περιφέρειας-υπαίθρου, παρά τη θέσπιση του Γενικού Χωροταξικού Πλαισίου. Προβλήματα όπως η δυσλειτουργία και η αναποτελεσματικότητα του συστήματος λόγω συγκεντρωτισμού, αντιφάσεων της πολιτικής και παλινωδιών, ατολμίας για μια ολοκληρωμένη θεώρηση που θα πλήττει και τα οργανωμένα αλλά και τα μεμονωμένα πελατειακά συμφέροντα, η διαιώνιση της εκτός σχεδίου δόμησης, που ανατρέπει κάθε προσπάθεια ρύθμισης του αγροτικού χώρου και της υπαίθρου, καθώς και η έλλειψη ενεργών πολιτικών και μέτρων για την προστασία του δημόσιου πλούτου (Κτηματολόγιο-Δασολόγιο) και του περιβάλλοντος.
Το Γενικό Χωροταξικό Πλαίσιο και τα ειδικά χωροταξικά σχέδια που θεσπίζονται αυτή την περίοδο δεν προωθούν κατευθύνσεις, στερούνται ουσιαστικών προτάσεων για να αρθούν οι παραπάνω αδυναμίες. Συντηρείται το στρεβλό πρότυπο της μέχρι σήμερα αναπτυξιακής διαδικασίας στην περιφερειακή δομή, στην περιβαλλοντική και οικιστική πολιτική. Έτσι η Ελλάδα θα εξακολουθεί να παραμένει μία περιφέρεια, αφού η ουσιαστική αποκέντρωση θα εξακολουθεί να απουσιάζει και οι αποφάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται από την κεντρική κυβέρνηση-διοίκηση. Διαμορφώνεται τελικά ένα χωρικό πρότυπο ανάπτυξης που προτάσσει το στόχο της ανταγωνιστικότητας έναντι όλων των άλλων, αντί -όπως επιβάλλεται- να αντιμετωπίζεται και να προτάσσεται η ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος και της εδαφικής συνοχής και να υποδεικνύονται ως βασικές συνιστώσες στην αναπτυξιακή πολιτική. Εντελώς συγκεχυμένη, επίσης, είναι η πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη, την ύπαιθρο και τη γεωργική γη, όταν για τη χώρα μας αυτοί είναι οι βασικοί οικονομικοί και ταυτόχρονα περιβαλλοντικοί πόροι, που η συνύπαρξή τους θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται και να κατευθύνεται από ένα Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο που θα υπηρετεί την αειφορία.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η περιφερειακή πολιτική πρέπει να αποτελεί ένα μέσο-εργαλείο εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αλληλεγγύης, με στόχο να μειώνει τη διαφορά εισοδήματος και πλούτου μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων περιφερειών και να εξασφαλίζει στους πολίτες τις απαραίτητες υποδομές και τον κοινωνικό εξοπλισμό για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Μία ανάπτυξη που θα διασφαλίζει τους πόρους και την κοινωνική συνοχή, θα αμβλύνει τα χάσματα κέντρου-περιφέρειας/περιφερειών και παράλληλα θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω αναπτυξιακή δραστηριότητα και οικονομική ολοκλήρωση των περιοχών της χώρας. Επανειλημμένα έχουμε τονίσει ότι για να ανατραπεί η σημερινή κατάσταση, είναι αναγκαίο να γίνουν σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις και να ασκηθεί μία ριζοσπαστική πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού.
Αυτό για μας προϋποθέτει, και εργαζόμαστε σε αυτή την κατεύθυνση, τη διαμόρφωση ενός «Στρατηγικού Σχεδίου για την Περιφερειακή Πολιτική και Ανάπτυξη», το οποίο θα προσδιορίζει τους άξονες και τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης στους φορείς, στους παραγωγικούς και κοινωνικούς τόπους και τα μέσα της πολιτικής, θα προωθεί σημαντικές αλλαγές στους θεσμούς, στην κοινωνία και στην οικονομία και θα υπηρετεί το στόχο της οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης.
Το πλαίσιό του θα πρέπει να έχει τις παρακάτω αρχές και προϋποθέσεις:
Την πραγματική και χωρίς ωραιοποιήσεις καταγραφή των μεγάλων προβλημάτων, αλλά και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των περιφερειών της χώρας, όπως και την ενίσχυση της συμμετοχής στον προγραμματισμό και της ικανότητας υλοποίησης προγραμμάτων των τοπικών φορέων, της Περιφέρειας και της Αυτοδιοίκησης.
Την ανασυγκρότηση των διαδικασιών του δημοκρατικού προγραμματισμού ως συμμετοχική πλουραλιστική διαδικασία και μεθοδολογία. Αναπτυξιακό Περιφερειακό Προγραμματισμό σε κάθε Περιφέρεια.
Την αλλαγή στον τρόπο σχεδιασμού του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Πρέπει να βασίζεται στον δημοκρατικό προγραμματισμό και να είναι ο κυρίαρχος και όχι, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα, να δρα συμπληρωματικά στα κοινοτικά προγράμματα. Θα πρέπει βέβαια να αυξηθούν και οι πόροι του για τις υποδομές και τα έργα κοινής ωφέλειας και κοινωνικού εξοπλισμού.
Τη διατήρηση υπό δημόσιο έλεγχο των δημόσιων οργανισμών, των υποδομών και των συλλογικών αγαθών, και την αξιοποίησή τους για την ευρεία κάλυψη κοινωνικών αναγκών, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την τόνωση της οικονομίας. Τα στοιχεία αυτά άλλωστε, από κοινού, αποτελούν βασική προϋπόθεση για να μπορούμε να μιλάμε για αειφόρο ανάπτυξη.
Τη δημιουργία αμερόληπτου και αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης των εθνικών και κοινοτικών πόρων, ώστε να αξιοποιούνται σε όφελος της κοινωνίας, να κατανέμονται ισόρροπα τα οφέλη στη χώρα, να θεμελιώνεται η κοινωνική συνοχή και η μακροχρόνια βάση της ανάπτυξης και να περιοριστεί η σπατάλη.
Η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό μας παραπέμπει σε παρεμβάσεις εκεί που σχεδιάζονται και ασκούνται οι πολιτικές, που σημαίνει ότι εργαζόμαστε για αλλαγές στους θεσμούς, στην κοινωνία και στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή ανάπτυξη, για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι άρρηκτα δεμένη με την αποκέντρωση, την ενίσχυση των αυτοδιοικητικών θεσμών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα όργανα της λαϊκής βούλησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Απαιτείται, για τους λόγους αυτούς, μια στρατηγική ενδυνάμωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας, πράγμα που προϋποθέτει την κινητοποίηση και αξιοποίηση όλων των φορέων, όπως και έναν στρατηγικό σχεδιασμό μέσω του οποίου θα εντοπίσουμε τους κοινωνικούς στόχους, τους τομείς ανάπτυξης και εξειδίκευσης.
Απαιτείται μία διαδικασία διαλόγου σε «τοπικό» και «περιφερειακό» επίπεδο. Στο κέντρο αυτής της διαδικασίας, η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, θέτει τα θέματα δομικών αλλαγών στην περιφέρεια, τα θέματα της παραγωγικής απασχόλησης και της διάρθρωσής της, ενώ με τη διαλεκτική της διασφαλίζει τη δημοκρατικότητα ολόκληρης της διαδικασίας.
Απαιτείται αξιοποίηση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, δημοκρατικός προγραμματισμός και σχεδιασμός, όπως και σύστημα διαχείρισης αμερόληπτο και αποτελεσματικό, ώστε να κατανέμονται ισόρροπα τα οφέλη, να θεμελιώνεται η κοινωνική συνοχή και η μακροχρόνια βάση της ανάπτυξης.
Πιο αναλυτικά, οι στόχοι μας είναι:
Για να ανατραπεί η άνιση σχέση κέντρου-περιφέρειας και να αλλάξει ο συγκεντρωτικός τρόπος διακυβέρνησης, είναι αναγκαίες ριζικές μεταβολές στη λειτουργία του κράτους, με τη δημιουργία πλήρως στελεχωμένων αποκεντρωμένων υπηρεσιών και τη μεταφορά εξουσιών και των αντίστοιχων πόρων στο τοπικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, η περιφερειακή ανάπτυξη, για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι συνδεδεμένη με την εμβάθυνση της δημοκρατίας, με ρυθμίσεις και μεταβολές στο πεδίο του κράτους, με την αλλαγή στον συγκεντρωτικό τρόπο διακυβέρνησης για μία πραγματική αποκέντρωση του κράτους, με την ενίσχυση των περιφερειακών οργάνων με μεταφορά εξουσιών, με τη δημιουργία αποκεντρωμένων θεσμών που να την υπηρετούν.
Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκουμε:
Αποκέντρωση εξουσιών με αιρετή Περιφέρεια - Μητροπολιτική Αυτοδιοίκηση και ισχυρούς ΟΤΑ, όπως και ενίσχυση των πόρων, κρίνοντας αναγκαία τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Ανασυγκρότηση των διαδικασιών του δημοκρατικού προγραμματισμού ως συμμετοχική πλουραλιστική διαδικασία και μεθοδολογία. Αναπτυξιακό Περιφερειακό Προγραμματισμό σε κάθε Περιφέρεια.
Επανασχεδιασμός των Περιφερειών της χώρας με κριτήρια χωροταξίας, κοινών αναπτυξιακών, κοινωνικών, πολιτιστικών χαρακτηριστικών, όπως και των ΟΤΑ Α΄ Βαθμού.
Θεσμική κατοχύρωση της συμμετοχής των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας, με ρόλο στο σχεδιασμό, την παρακολούθηση και τη στήριξη της περιφερειακής πολιτικής και ανάπτυξης.
Να φέρουμε στο προσκήνιο τον κόσμο της εργασίας, της επιστήμης, της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, τις πραγματικές δυνάμεις της τοπικής κοινωνίας, την Ελλάδα που παράγει και δημιουργεί.
Ριζική αλλαγή στον τρόπο κατάρτισης, έγκρισης και υλοποίησης του κρατικού προϋπολογισμού καθώς και των προϋπολογισμών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης με στόχο την κοινωνική συμμετοχή και τη διαφάνεια.
Για να καλυφθούν οι αναπτυξιακές απαιτήσεις, αλλά και οι δαπάνες στις υποδομές, ιδιαίτερα στο σκέλος των μικρών και μεσαίων έργων της Περιφέρειας, των Νομαρχιακών και Τοπικών Αυτοδιοικήσεων, που επιλύουν χρόνια προβλήματα καθημερινότητας, κοινωνικού εξοπλισμού, προστασίας του περιβάλλοντος και χωροταξικού σχεδιασμού, οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια, τη λαϊκή κατοικία, την αντιμετώπιση της ανεργίας κλπ., αποτελεί προϋπόθεση η ενίσχυση και η αναμόρφωση του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ), που αποτελεί βασικό εργαλείο άσκησης ενεργού πολιτικής. Το ΠΔΕ θα πρέπει να αποκτήσει αυτόνομο χαρακτήρα και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, για την κάλυψη των αναγκών της χώρας.
Ως βασικές αρχές για το σχεδιασμό και την ορθή διαχείρισή του θεωρούμε:
Τον δημοκρατικό προγραμματισμό και την υλοποίηση χωρίς καθυστερήσεις, με άρτιες μελέτες, συγκεκριμένους προϋπολογισμούς, διαφανείς και συνεχώς ελεγχόμενες διαδικασίες εκτέλεσης, με υψηλές προδιαγραφές και ποιότητα, για τα υπολειπόμενα έργα του Γ΄ ΚΠΣ και κυρίως του ΕΣΠΑ και ΕΠΑ ώστε να υπάρξουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για το κοινωνικό σύνολο.
Οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις δεν θα πρέπει να υποκαθιστούν τις εθνικές δημόσιες επενδύσεις, αλλά να λειτουργούν προσθετικά σε αυτές.
Να σταματήσει η προώθηση σημαντικών μικρών και μεγάλων έργων με τη μέθοδο των Συμβάσεων Παραχώρησης Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), χωρίς μάλιστα τον παραμικρό σχεδιασμό και την ένταξή τους στις διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού, και την παράδοση τελικά άνευ όρων βασικών τομέων του Δημοσίου στην ανεξέλεγκτη επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα. Δεν θεμελιώνεται ανάπτυξη με την απορρύθμιση και εκποίηση των δημόσιων οργανισμών και των συλλογικών αγαθών.
Ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό του αστικού και αγροτικού χώρου, που θα αποτελεί τη βάση για τον προσανατολισμό των δημόσιων επενδύσεων, ώστε αυτές να συμβάλλουν στην αειφόρο ανάπτυξη και όχι να εξυπηρετούν πελατειακά συμφέροντα.
Αξιοποίηση του ΠΔΕ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, μέσω της εκτέλεσης έργων και επενδύσεων στην περιφέρεια που θα προσφέρουν άμεσα νέες θέσεις εργασίας και θα τονώσουν την πραγματική, ενώ ταυτόχρονα θα καλύψουν ελλείψεις σε βασικές υποδομές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έγκαιρα επισημάνει τα αίτια της κακοδαιμονίας στο χώρο των δημόσιων έργων, που αποτελούν κοινή διαπίστωση όλων των συναρμόδιων φορέων, στην αντιμετώπιση των οποίων θα έπρεπε να στραφούν οι προσπάθειες και οι διατάξεις μιας σύγχρονης νομοθετικής παρέμβασης, στην κατεύθυνση της διαφύλαξης του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας περιουσίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της βελτίωσης των υποδομών της περιφέρειας και των αστικών κέντρων, της ενίσχυσης των υπηρεσιών προγραμματισμού και διοίκησης των έργων.
Οι βασικές αρχές και τα μέτρα στα οποία πρέπει να κατευθυνθούν οι προσπάθειες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων συνίστανται στα εξής:
Ριζική αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός των Δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών και κύρια της ποιότητας επίβλεψης των έργων. Να σταματήσει η απαξίωσή τους και η εκχώρηση των αρμοδιοτήτων τους σε Ανώνυμες Εταιρείες, και σε καμία περίπτωση να μη συνεχιστεί η απαράδεκτη πολιτική της εισαγωγής των εταιρειών αυτών -που στην ουσία επιτελούν έργο κρατικού χαρακτήρα- στο χρηματιστήριο.
Να μπει τέλος στις κομματικές και άλλες παρεμβάσεις στη λειτουργία τους, ώστε οι Δημόσιες Τεχνικές Υπηρεσίες να μπορέσουν να επιτελέσουν το έργο τους.
Εξυγίανση του χώρου των κατασκευαστικών εταιρειών με αυστηρή και αντικειμενική κατάρτιση και χρήση του μητρώου των κατασκευαστών, σε αντίθεση με τη σημερινή πρακτική.
Δημιουργία ενός ολοκληρωμένου εθνικού συστήματος προδιαγραφών και ελέγχου της ποιότητας των έργων και των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Κατάργηση των αντιφατικών νομοθετικών ρυθμίσεων και απλούστευση του δαιδαλώδους πλέγματος της νομοθεσίας για την εκτέλεση των δημοσίων έργων που έχουν δημιουργήσει νοσηρά φαινόμενα στην παραγωγή τους και μεγάλες δυσχέρειες στην ολοκλήρωσή τους.
Ενίσχυση των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Ταμείου Συνοχής, δημοκρατικός προγραμματισμός για τα έργα υποδομών που καθορίζουν και τον προγραμματισμό των μικρών και μεγάλων έργων και υποδομών που έχει ανάγκη η ελληνική περιφέρεια για την ένταξή της σε διαπεριφερειακά δίκτυα, για την άρση της απομόνωσης των λιγότερο ανεπτυγμένων και απομονωμένων περιφερειών, για επικοινωνία μεταξύ των περιοχών.
Να σταματήσει η προώθηση σημαντικών μικρών και μεγάλων έργων με τη μέθοδο των Συμβάσεων Παραχώρησης Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), χωρίς μάλιστα τον παραμικρό σχεδιασμό και την ένταξή τους στις διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού, και την παράδοση τελικά άνευ όρων βασικών τομέων του Δημοσίου στην ανεξέλεγκτη επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το Εθνικό Χωροταξικό Πλαίσιο θα έπρεπε προ πολλού να αποτελεί το βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της χώρας, με κυρίαρχους στόχους την προστασία του περιβάλλοντος - αειφορία, την κοινωνική συνοχή και την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών.
Επιδιώκουμε ένα άλλο Εθνικό Χωροταξικό Πλαίσιο που θα προωθεί κατευθύνσεις και ριζοσπαστικές ρυθμίσεις για να αρθούν οι αδυναμίες του παρελθόντος, να αλλάξει ριζικά το στρεβλό πρότυπο της μέχρι σήμερα αναπτυξιακής διαδικασίας στην περιβαλλοντική και οικιστική πολιτική, στα μεγάλα δίκτυα (κυρίως τα οδικά) και στις υποδομές, στην περιφερειακή δομή με τις ελληνικές περιφέρειες, για να μην παραμένουν μικρές, χωρίς αιρετά όργανα και χωρίς δυνατότητα να παράξουν αναπτυξιακή πολιτική για την περιοχή τους.
Ένα τέτοιο Πλαίσιο θα προκύψει ως προϊόν ουσιαστικής διαβούλευσης των φορέων, των περιφερειακών και αυτοδιοικητικών μονάδων και γενικά της κοινωνίας των πολιτών.
Έχοντας υπόψη τα χρόνια και δυστυχώς επιδεινούμενα προβλήματα στο πεδίο του σχεδιασμού των πόλεων, όπως τη δυσλειτουργία και αναποτελεσματικότητα του συστήματος λόγω συγκεντρωτισμού, αντιφάσεων της πολιτικής και παλινωδιών, αποσπασματικότητας και ατολμίας για μια ολοκληρωμένη θεώρηση που θα πλήττει και τα οργανωμένα αλλά και τα μεμονωμένα πελατειακά συμφέροντα, ελλιπούς σύνδεσης σχεδιασμού/εφαρμογής μέσω συστηματικής παρακολούθησης, τη διαιώνιση της εκτός σχεδίου δόμησης που ανατρέπει κάθε προσπάθεια ρύθμισης του αγροτικού χώρου και της υπαίθρου κ.ά., θα προσπαθήσουμε μέσα και από τη συνεργασία με τις τοπικές οργανώσεις και δημοτικές κινήσεις να αναδείξουμε τη σημασία του χωροταξικού σχεδιασμού, και ιδιαίτερα των επί μέρους πολεοδομικών ρυθμίσεων (ΓΠΣ/ΣΧΟΑΠ), στην οικολογική και κοινωνική θεώρηση της τοπικής ανάπτυξης.
Το Πλαίσιο αυτό θα προτάσσει την ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος και θα την υποδευκνύει ως βασική συνιστώσα στην αναπτυξιακή πολιτική.
Θα αναζητεί τα στοιχεία και τους δείκτες που δίδουν την ποσοτική διάσταση των κρίσιμων προβλημάτων, για να διαμορφώνει την πολιτική και τα μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των υδάτινων πόρων και του παράκτιου και θαλάσσιου περιβάλλοντος, για τη στρατηγική αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, για τη διατήρηση, προστασία και αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων -ιδιαίτερα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές των δασικών οικοσυστημάτων-, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων και για τις μονάδες επεξεργασίας τους, για την ανάδειξη και διαφύλαξη του πολιτιστικού πλούτου της χώρας.
Θα δίνει σαφή προτεραιότητα στα μέσα σταθερής τροχιάς (προαστιακός, σιδηρόδρομος), στη δυνατότητα συνδυασμένων μεταφορών, καθότι δεν υπάρχουν θαλάσσιοι άξονες που να συνεχίζουν τους χερσαίους άξονες ή που να αξιοποιούν κάποιους κόμβους (λιμάνια κλπ.) προς κάποια κατεύθυνση.
Θα έχει συγκεκριμένη πολιτική για την αγροτική ανάπτυξη, την ύπαιθρο και τη γεωργική γη, τη στιγμή που για τη χώρα μας αυτοί είναι οι βασικοί οικονομικοί και ταυτόχρονα περιβαλλοντικοί πόροι, που η συνύπαρξή τους θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται και να κατευθύνεται από ένα Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο που να υπηρετεί την αειφορία.
Θα έχει σαφείς επιλογές και χρονοδιάγραμμα για την οριστική κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης, που στην Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη αιτία προβλημάτων σε όλα τα επιμέρους πεδία χωροταξικής οργάνωσης και περιβάλλοντος που το Εθνικό Χωροταξικό δεν περιλαμβάνει.
Θα προωθεί την άμεση εφαρμογή συστηματικών και ολοκληρωμένων προγραμμάτων πολεοδομικού σχεδιασμού στις ελληνικές πόλεις (Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και Πολεοδομικές Μελέτες Αναθεώρησης και Εφαρμογής του σχεδίου), με παράλληλη ενεργοποίηση και κεντρική υποστήριξη των διοικητικών δομών «παρακολούθησης της εφαρμογής» από τις Νομαρχίες και τους Δήμους.
Θα προωθεί το διαχωρισμός του υπουργείου Περιβάλλοντος-Χωροταξίας από το υπουργείο των Δημοσίων Έργων. Η δημιουργία αυτόνομου υπουργείου Περιβάλλοντος αποτελεί προ πολλού για μας επιτακτικό αίτημα, που πρέπει να διεκδικήσουμε την άμεση προώθησή του. Το νέο υπουργείο θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό όργανο για τη διαμόρφωση πολιτικής για τη χωροταξία και το περιβάλλον, όχι ένα αποδυναμωμένο υπουργείο χωρίς χρηματοδότηση και υποστήριξη, «στη γωνία» των εκάστοτε κυβερνητικών προτεραιοτήτων.
Επισημαίνουμε τη μεγάλη αναγκαιότητα του Κτηματολογίου, και μάλιστα της περιφέρειας πολύ περισσότερο και όχι μόνο των αστικών κέντρων όπως υλοποιείται μέχρι τώρα. Επισημαίνουμε επίσης την αναγκαιότητα σύνταξης των δασικών χαρτών, με την ορθή διαδικασία και όχι με την «οριοθέτηση» που επίσης προωθείται σήμερα. Δυστυχώς για τη χώρα, αυτή η ανάγκη έγινε προφανέστατη με τραγικό τρόπο ύστερα από τις καταστροφικές φωτιές του περασμένου καλοκαιριού αλλά και σήμερα και κάθε μέρα, με τα σκάνδαλα της Μονής Βατοπεδίου και την τραγική ανεπάρκεια της Διοίκησης -πολλές φορές και της Δικαιοσύνης- να προασπίσει τη δημόσια κτήση.
.