.
.
Οι μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή όσες απασχολούν μέχρι 10 εργαζομένους, αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους αλλά και τις κοινωνικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν στην περίπτωση που συνεχίσει να διατηρείται το υψηλό «ποσοστό θνησιμότητάς» τους, επιβάλει την διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για αυτές.
Στην Ελλάδα, ο συνολικός αριθμός των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (Μ&ΠΜΕ) που απασχολούν έως 50 εργαζομένους φθάνει τις 900.000 και αποτελεί το 99% των επιχειρήσεων της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ (2007), οι Μ&ΠΜΕ συνολικά απασχολούν πάνω από 2.340.000 εργαζομένους. Το 93% των επιχειρήσεων αυτών απασχολούν 0 έως 10 εργαζόμενους. Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις συγκεντρώνεται το 60% σχεδόν της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση της ΕΕ των 27 αναφορικά με το μερίδιο των ΠΜΕ στη συνολική απασχόληση.
Οι Μ&ΠΜΕ στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια, καθώς μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτές έχει εξαγωγική δραστηριότητα. Ο προσανατολισμός τους στην εσωτερική αγορά και η στενή τους σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες καθιστά την επιβίωσή τους συνάρτηση του εισοδήματος των εγχώριων καταναλωτών. Οι πολιτικές λιτότητας των τελευταίων ετών και η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους συμπίεσαν το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα. Η στήριξη της κατανάλωσης μέσω του τραπεζικού δανεισμού, που λειτούργησε ως αντίρροπη δύναμη, δείχνει να φτάνει στα όριά της, λόγω της υπερχρέωσης των νοικοκυριών.
Η ένταση του ανταγωνισμού, με την απελευθέρωση των αγορών και την είσοδο νέων μεγάλων «παικτών» στην αγορά (π.χ. πολυκαταστήματα), έχει οξύνει τις πιέσεις προς τις Μ&ΠΜΕ. Λόγω του μικρού τους μεγέθους, οι Μ&ΠΜΕ χαρακτηρίζονται από τεχνολογική υστέρηση, ενώ δεν έχουν τους αναγκαίους πόρους για να υιοθετήσουν τεχνολογικές καινοτομίες στην παραγωγή, πράγμα που θα τους επέτρεπε την παραγωγή διαφοροποιημένων προϊόντων. Συνεπώς, το άνοιγμα των αγορών και η ένταση του ανταγωνισμού οδηγούν στην πράξη σε επιτάχυνση της τάσης ολιγοπώλησης των επιμέρους αγορών.
Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι, επίσης, το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό των Μ&ΠΜΕ είναι οικογενειακού χαρακτήρα. Η στήριξή τους, επομένως, ειδικά σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, επιβάλλεται και για λόγους κοινωνικής συνοχής.
Η οικοδόμηση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί μια πρόκληση για την Αριστερά σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Αποτελεί πρόκληση γιατί:
η μικρή επιχείρηση αναδεικνύεται σε ουσιαστικό μηχανισμό πρόσβασης στην αγορά εργασίας για κάποιες ομάδες του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα. Πρέπει, επομένως, να στηριχθεί και να ενισχυθεί. Ταυτόχρονα, η μικρή επιχείρηση μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην πρόταση ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης,
η μικρή επιχείρηση μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη εναλλακτικών προϊόντων τα οποία δεν θα εντάσσονται στη μαζική παραγωγή και τα οποία θα συμβάλλουν παράλληλα στη διασφάλιση σημαντικών ποιοτικών παραμέτρων της ζωής μας,
η δυνατότητα ανάπτυξης μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί ουσιαστική παράμετρο της τοπικής-ενδογενούς ανάπτυξης, της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και των ανθρώπινων σχέσεων,
γνωρίζουμε ότι συχνά η μικρή επιχείρηση παραβιάζει τα δικαιώματα των εργαζομένων, πράγμα που προφανώς δεν μπορεί να είναι αποδεκτό, υπό οποιοσδήποτε συνθήκες και αν συμβαίνει.
Βάσει των παραπάνω, αναγνωρίζουμε ότι, προκειμένου η μικρή επιχείρηση να παίξει το ρόλο που της αναλογεί στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, προκειμένου να μην ισοπεδωθεί από την τυποποίηση αλλά να μπορέσει να στραφεί σε ποιοτικά και διαφοροποιημένα προϊόντα, πρέπει να υποστηριχτεί από μια συνολικότερη πολιτική η οποία θα αφορά τόσο τα άμεσα ζητήματα που αντιμετωπίζει (πρόσβαση σε χρηματοδότηση, επαγγελματική στέγη, ασφαλιστικό των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρηματιών κ.λπ.) όσο και τους εξωτερικούς «παράγοντες» (δίκτυα παραγωγής και διανομής, υποδομές κ.λπ.). Συνεπώς, η πολιτική μας για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις αναπτύσσεται γύρω από τρεις αλληλένδετους άξονες:
Οι μικρές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε όλους σχεδόν τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι σχετικές πολιτικές πρέπει, επομένως, να αποτελούν οργανική συνιστώσα του συνόλου των κλαδικών πολιτικών (τουρισμός, εμπόριο, βιομηχανία-βιοτεχνία, υπηρεσίες, νέες τεχνολογίες). Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται κάποιες εξειδικεύσεις ανά περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια σειρά κοινών προβλημάτων (πρόσβαση στη χρηματοδότηση, επαγγελματική στέγη κ.λπ.), ενώ συχνά εντάσσονται ομαδόν στα διάφορα προγράμματα και αναπτυξιακούς νόμους. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα δημιουργίας Ειδικής Γραμματείας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο Υπουργείο Ανάπτυξης, με ευθύνη τη διαμόρφωση και το συντονισμό των πολιτικών για τις μικρές επιχειρήσεις.
Η πολιτική για τις μικρές επιχειρήσεις δεν μπορεί παρά να αποτελεί τμήμα μιας συνολικότερης οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής με στόχο την παραγωγή φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας.
Η πολιτική για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις οφείλει να στηρίζει κάθε προσπάθεια τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και ποιοτικής αναβάθμισης της παραγωγικής διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση συμμορφώνεται πλήρως με την εργατική, περιβαλλοντική και λοιπή νομοθεσία και δεν επιδιώκει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας, της υποβάθμισης της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος ή της πραρεχόμενης υπηρεσίας, της παράκαμψης των περιβαλλοντικών, φορολογικών, ασφαλιστικών ή άλλων υποχρεώσεών της.
Υπ' αυτή την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει τη σύνδεση των πάσης φύσης ενισχύσεων και κινήτρων με κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους, τις οποίες οι επιχειρήσεις οφείλουν να ενσωματώσουν τόσο στα αναπτυξιακά τους προγράμματα όσο και στον καθημερινό τρόπο λειτουργίας τους.
Το πρόβλημα της πρόσβασης στη χρηματοδότηση είναι το σημαντικότερο από όσα αντιμετωπίζουν οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, αφού το κόστος διαχείρισης των τραπεζικών δανείων είναι πολύ υψηλότερο γι' αυτές, ενώ οι όροι δανεισμού είναι περισσότερο επαχθείς απ' ό,τι στην περίπτωση των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Συνεπώς, για τη στήριξη των μικρών επιχειρήσεων πρέπει να αναζητηθούν τρόποι οι οποίοι αφενός θα ευνοούν την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου από την ίδια την επιχείρηση, με στόχο την εγχώρια επανεπένδυση, και αφετέρου θα εξασφαλίζουν ουσιαστική πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση. Προτείνουμε - διεκδικούμε:
Την επαναφορά του αφορολόγητου αποθεματικού για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις. Το αφορολόγητο αποθεματικό αποτελεί ένα αναντικατάστατο εργαλείο αυτοχρηματοδότησης των επιχειρήσεων, το οποίο άλλωστε ανταποκρίνεται και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών μικρών επιχειρήσεων (σύμφωνα με σχετικές μελέτες, περίπου το 85% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων πραγματοποίησε τις όποιες επενδύσεις με ίδια κεφάλαια, τα οποία δεν προήλθαν από τραπεζικό δανεισμό). Η λογική του αφορολόγητου αποθεματικού είναι ότι δίνεται η δυνατότητα στη μικρή επιχείρηση να εξαιρέσει για ένα διάστημα (π.χ. 2-3 χρόνια) τμήμα των κερδών από την φορολογία της, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πραγματοποιήσει, μετά το πέρας της περιόδου εξαίρεσης, αντίστοιχου ύψους επένδυση. Στην αντίθετη περίπτωση, το σχετικό ποσό φορολογείται με υψηλότερο συντελεστή. Το ύψος του ποσού μπορεί και πρέπει να ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ως βάση συζήτησης της πρόταση της ΓΣΕΒΕΕ.
Την επαναδιαπραγμάτευση του συνόλου των ενισχύσεων και των κινήτρων, προκειμένου να διαπιστωθεί η συμβολή τους στην ποιοτική ανάπτυξη της ίδιας της επιχείρησης αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδρυση μιας νέας δημόσιας τράπεζας ειδικού σκοπού για τις μικρές επιχειρήσεις, με στόχο να συνδράμει στη χορήγηση δανείων με ευνοϊκότερους όρους και από τις άλλες τράπεζες.
Την κατάργηση της εισφοράς στις τράπεζες του 0,6% (περιθώριο τράπεζας), της εισφοράς του ν. 128/78 (χρηματοδότηση για προεξόφληση των απαιτήσεων) και της εισφοράς του 3/οοο (προεξόφληση επιταγών στις τράπεζες).
Την αναμόρφωση πτωχευτικού δικαίου (ΤΕΙΡEΣΙΑΣ).
Την προώθηση ειδικών προγραμμάτων χρηματοδότησης για επενδύσεις σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολουμένων.
Την ενίσχυση των μηχανισμών εγγυήσεων των δανείων (π.χ. ΤΕΜΠΜΕ κ.ά.).
Την προώθηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως κεφάλαια σποράς, μικροδάνεια, κουπόνια καινοτομίας.
Την εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων χρηματοδότησης για την ενίσχυση της ανάπτυξης των μικρών επιχειρήσεων «ειδικού σκοπού», δηλαδή μικρών επιχειρήσεων που δεν έχουν ως κυρίαρχο στόχο την κερδοφορία αλλά την ένταξη στην αγορά εργασίας ομάδων που αντιμετωπίζουν εξαιρετικά σοβαρά προβλήματα, την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, την ανάπτυξη της οικονομίας της αλληλεγγύης.
Τα άδικα φορολογικά μέτρα των τελευταίων χρόνων έχουν πλήξει όχι μόνο τα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων αλλά και τις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι ο εύκολος φοροεισπρακτικός στόχος στον επιχειρηματικό τομέα. Αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις, πολυεθνικές και εγχώριες, αντιμετωπίζονται ιδιαίτερα ευνοϊκά, με χαριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις, μεγάλες μειώσεις των φορολογικών συντελεστών και με ποικίλες φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις. Λόγω αυτή της κατάστασης, είναι απαραίτητη η ριζική μεταρρύθμιση του υπάρχοντος φορολογικού συστήματος, ώστε να γίνει επιτέλους κοινωνικά δίκαιο και αποτελεσματικό. Πρέπει η φορολόγηση των μικρών επιχειρήσεων να γίνεται με βάση την πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα και όχι με βάση την αυθαίρετα καθοριζόμενη από κριτήρια ανεδαφικά και άδικα (βλ. Στόχο 19). Επιγραμματικά αναφέρουμε μερικά σημεία-μέτρα, τα οποία θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικά για τον κλάδο των μικρών επιχειρήσεων:
Επαναφορά και αύξηση του αφορολόγητου ορίου για τις ατομικές επιχειρήσεις-αυτοαπασχολούμενους και αντίστοιχη προσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων, ώστε να μειωθεί ουσιαστικά ο φορολογικός συντελεστής.
Ετήσια τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.
Μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά τη μεταβίβαση των Μ&ΠΜΕ επιχειρήσεων και κατά την πώληση - μέρους ή του συνόλου- της επιχείρησης στους υπαλλήλους της.
Κωδικοποίηση και απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας (λόγω του κόστους συμμόρφωσης και με το σκεπτικό ότι, όπως είναι σήμερα, το σύστημα ευνοεί τη φοροδιαφυγή).
Ενίσχυση των δικτυώσεων των επιχειρήσεων.
Η κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων του ίδιου ή διαφορετικού κλάδου απουσιάζει ιδιαίτερα μεταξύ των ελληνικών μικρών επιχειρήσεων, ενώ πρέπει να αναζητηθούν τρόποι αλλαγής αυτής της κουλτούρας τόσο μέσω της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης όσο και με ειδικά κίνητρα. Ωστόσο, η δημιουργία είτε οριζόντιων είτε κάθετων δικτυώσεων μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων μπορεί να επιφέρει σημαντικές μειώσεις στα κόστη παραγωγής και διανομής και να εξασφαλίσει το απαραίτητο ελάχιστο μέγεθος που καθιστά συμφέρουσα την επένδυση σε τεχνολογία και καινοτομία. Στην αποτελεσματική επίτευξη του στόχου, θα μπορούσαν να συμβάλουν οι ελεύθερες επαγγελματικές οργανώσεις των μικρών επιχειρήσεων (Εμπορικοί Σύλλογοι, Σωματεία).
Η αναποτελεσματική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και η πολιτική απροθυμία των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μονοπωλιακών καταστάσεων σε αρκετά τμήματα της αγοράς. Για παράδειγμα, κατά την τελευταία εικοσαετία, η συγκέντρωση του κεφαλαίου και των αγορών όχι μόνο δεν ανακόπηκε αλλά πήρε πρωτόγνωρες διαστάσεις.
Για εμάς, η απάντηση στα φαινόμενα των ολιγοπωλίων και των μονοπωλίων στην αγορά δεν βρίσκεται στην αγιοποίηση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η απάντηση στα μονοπώλια δεν είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός αλλά μια πολιτική που θα τιθασεύει τη δύναμη των μονοπωλίων. Η απελευθέρωση των αγορών δεν θα λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Η ελεύθερη αγορά χωρίς ισχυρά εργαλεία εποπτείας, ελέγχου και ρύθμισης δημιουργεί μια κατάσταση ασυδοσίας, την οποία εκμεταλλεύονται όσοι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Προτείνουμε να δημιουργηθούν υποδομές μελέτης και παρακολούθησης, ώστε να ενισχυθούν όλοι οι σχετικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί και να υπάρξει συντονισμός μεταξύ τους (Επιτροπή Ανταγωνισμού, ΕΦΕΤ, ΣΔΟΕ, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς). Θεωρούμε αναγκαία τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού στον τομέα του εμπορίου, όπως:
Εξασφάλιση θέσης - ράφι στα σουπερμάρκετ σε μικρούς παραγωγούς.
Εξασφάλιση της δυνατότητας προβολής των προϊόντων μικρών παραγωγών στα μέσα ενημέρωσης.
Ύπαρξη φορέων υποστήριξης, όπως ο ΕΟΜΜΕΧ, που θα ασκούν μακροχρόνιες πολιτικές στήριξης των Μ&ΠΜΕ οι οποίες δεν θα εξαρτώνται από τα εκάστοτε πακέτα χρηματοδότης της ΕΕ.
Ενδυνάμωση των φορέων εκπροσώπησης (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ κ.λπ.).
Αναθεώρηση της εμπορικής χωροταξίας, ειδικά των διαδικασιών αδειοδότησης- εγκατάστασης των μεγάλων επιχειρήσεων που «πνίγουν» τους μικρούς, ενώ παράλληλα διαμορφώνουν όρους ενίσχυσης και συγκέντρωσης των μονοπωλίων (π.χ. πολυκαταστήματα, εμπορικά κέντρα, πολυχώροι).
Είναι απαραίτητη η εφαρμογή των αγορανομικών διατάξεων για τον έλεγχο της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών από προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας χωρίς ταυτότητα και από άγνωστη χώρα προέλευσης.
Ο χαμηλός βαθμός τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των ελληνικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, κυρίως λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει κανένα οργανωμένο αναπτυξιακό σχέδιο για την ενίσχυση μικρών μονάδων που θα ασχολούνται με την τεχνολογία αιχμής. Το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν αρκετοί επιστήμονες καταρρίπτεται από το σύνολο των ερευνών. Οι νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται κατά κανόνα σε κλάδους χαμηλής ειδίκευσης, ενώ τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται σε ομάδες υψηλότερων ακαδημαϊκών προσόντων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα να διαθέτει συχνά περισσότερη και καλύτερη κατάρτιση από αυτή που απαιτείται από την επιχείρηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τις προσπάθειες τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τονίζοντας ωστόσο την ανάγκη το πρόγραμμα ενίσχυσης να περιλαμβάνει συγκεκριμένες πρόνοιες για το επίπεδο της απασχόλησης και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Εκσυγχρονισμός της επιχείρησης και επιμόρφωση του προσωπικού.
Εξειδικευμένη πληροφόρηση και καθιέρωση διαδικασιών συμβουλευτικής υποστήριξης με συμμετοχή του κράτους και των Μ&ΠΜΕ.
Ενίσχυση και εξειδίκευση των οργανισμών και των κλαδικών ινστιτούτων ανάπτυξης χωρίς αλληλοεπικαλύψεις.
Μακροπρόθεσμη πολιτική στη βιοτεχνία, στο εμπόριο και στις υπηρεσίες, με στόχο τον εκσυγχρονισμό, την αναδιάρθρωση και τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, χωρίς πρόχειρα μέτρα που ενισχύουν την παραοικονομία και τον άνισο εξοντωτικό ανταγωνισμό.
Διασύνδεση των παραγωγικών Μ&ΠΜΕ με ερευνητικούς φορείς, με στόχο την αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης για την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων.
Δημιουργία μόνιμων ερευνητικών μηχανισμών οι οποίοι θα καταγράφουν τις ανάγκες της αγοράς και τις εξελίξεις της οικονομίας, ώστε να γνωρίζει η πολιτεία και να υποβοηθούνται οι μικρές επιχειρήσεις στη λήψη μέτρων και αντίστοιχων πρωτοβουλιών.
Η αναβάθμιση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και των παρεχόμενων υπηρεσιών και η ενσωμάτωση φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής αποτελούν συγχρόνως οικονομική επιλογή για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης και υποχρέωση της επιχείρησης απέναντι στην κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, προτείνουμε τη σύνδεση των ενισχύσεων και των αναπτυξιακών κινήτρων που παρέχονται από το νόμο με ρήτρες περιβαλλοντικής συμμόρφωσης και ποιοτικής αναβάθμισης της παραγωγής.
Κίνητρα για επενδύσεις Μ&ΠΜΕ με αντικείμενο την προστασία του περιβάλλοντος και την εκμετάλλευση ενεργειακών πηγών φιλικών προς το περιβάλλον.
Δημιουργία συλλογικών υποδομών για τις Μ&ΠΜΕ, με βιοτεχνικά πάρκα, εκθεσιακά κέντρα με ζώνες ελεύθερων δραστηριοτήτων κ.λπ., που ταυτόχρονα θα δίνουν ανάσα στην πρωτεύουσα και τις μεγάλες πόλεις.
Εξασφάλιση ενός σταθερού πλαισίου λειτουργίας μέσω της ολοκλήρωσης της εμπορικής και βιομηχανικής πολεοδομίας.
Στήριξη των Μ&ΠΜΕ για την εφαρμογή των συστημάτων ολικής ποιότητας και την πιστοποίηση ποιότητας CE και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Μέτρα οικονομικής ενίσχυσης για μετεγκατάσταση εκτός των αστικών κέντρων μέσα σε βιομηχανικά πάρκα.
Προώθηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων που θα στοχεύουν στον εκσυγχρονισμό της επιχείρησης και την επιμόρφωση του προσωπικού της.
Για τη στήριξη των Μ&ΠΜΕ είναι απαραίτητο να λυθούν θέματα γραφειοκρατίας και να απλοποιηθούν οι διαδικασίες. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνουμε:
Την ανάπτυξη ολοκληρωμένων επιχειρηματικών δομών κατά το πρότυπο των ΚΕΠ, με στόχο τη δραστική μείωση του γραφειοκρατικού κόστους λειτουργίας για τις Μ&ΠΜΕ.
Την ενθάρρυνση των συναλλαγών δημοσίου - επιχειρήσεων μέσω διαδικτύου.
Την απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου για την έκδοση της άδειας λειτουργίας και την απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας.
Την απλοποίηση των διαδικασιών ένταξης σε χρηματοδοτικά προγράμματα και αναπτυξιακούς νόμους.
Την ανάπτυξη υποδομών εξειδικευμένης πληροφόρησης και εξυπηρέτησης (κατά το πρότυπο των ΚΕΠ) και την καθιέρωση διαδικασιών συμβουλευτικής υποστήριξης με συμμετοχή του κράτους και των Μ&ΠΜΕ.
Τη λήψη μέτρων για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης των Μ&ΠΜΕ, όπως:
Οι εν λειτουργία επιχειρήσεις που μεταβιβάζονται να μπορούν να λειτουργήσουν για ένα εύλογο χρονικό διάστημα με την υπάρχουσα άδεια λειτουργίας και να μειωθεί η γραφειοκρατία που απαιτείται για την έκδοση της νέας άδειας.
Να προβλεφθούν μέτρα ενίσχυσης της επιχείρησης για τη νομιμοποίηση της λειτουργίας της, με παροχή κινήτρων διαφόρων μορφών, όπως μέτρα χρηματοδοτικής ενίσχυσης για εγχώρια μετεγκατάσταση, αν αυτή είναι επιβεβλημένη.
Ο ΟΑΕΕ είναι ο δεύτερος σε μέγεθος και σημασία ασφαλιστικός φορέας. Σήμερα αφορά 861.300 κύρια ασφαλισμένους, 304.000 συνταξιούχους και 1.211.000 μέλη οικογένειας (ιατρική περίθαλψη). Ωστόσο, παρά το μέγεθός του, ο ΟΑΕΕ αντιμετωπίζει σήμερα σημαντικά οικονομικά προβλήματα, τα οποία συχνά τον αναγκάζουν να πουλά ιδιοκτησιακά στοιχεία προκειμένου να μπορέσει να πληρώσει τις αναγκαίες συντάξεις. Την ίδια στιγμή, το επίπεδο των παροχών του οργανισμού είναι εξαιρετικά χαμηλό (το 65% των συνταξιούχων του ΟΑΕΕ λαμβάνει σύνταξη μικρότερη από 400 ευρώ).
Είναι φανερό ότι, πέραν τον άμεσων μέτρων για την στήριξη του οργανισμού, πρέπει να εγκαινιαστεί ένας ουσιαστικός διάλογος με τους ενδιαφερόμενους φορείς για τη μεταρρύθμισή του, με στόχο τη βελτίωση των παροχών και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει προς συζήτηση την πρόταση σύνδεσης των ασφαλιστικών εισφορών με τα κέρδη της επιχείρησης. Σήμερα οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων επαγγελματιών κλιμακώνονται με αποκλειστικό κριτήριο το χρόνο ασφάλισης. Αυτό το σύστημα ενέχει την άρρητη παραδοχή ότι τα κέρδη μιας επιχείρησης αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου, πράγμα που δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Ακόμη περισσότερο, αυτή η ρύθμιση αποτυγχάνει να ενσωματώσει τις περιόδους οικονομικής ύφεσης ή πτώσης των εργασιών μιας επιχείρησης, δημιουργώντας έτσι ένα δυσβάστακτο επιπλέον βάρος για τον επαγγελματία, τη στιγμή που αυτός χρειάζεται στήριξη. Επίσης, με το ισχύον σύστημα, ένας επιχειρηματίας με 20 χρόνια στο επάγγελμα και εισόδημα 300.000 ευρώ το χρόνο πληρώνει ακριβώς τις ίδιες εισφορές με έναν επιχειρηματία με 20 χρόνια στο επάγγελμα και εισόδημα 20.000 ευρώ το χρόνο!
Βάσει των παραπάνω, η πρόταση που θέτει προς συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει:
Τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών του επαγγελματία με τα κέρδη της επιχείρησης.
Τη διαμόρφωση της σύνταξης στη βάση των 10 καλύτερων ετών ασφάλισης.
Την εξασφάλιση ενός κατώτατου ορίου σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους του οργανισμού (η κατώτατη σύνταξη πρέπει να αυξηθεί άμεσα κατά 30%, με την προοπτική να φτάσει στα 1.300 ευρώ ανά ασφαλισμένο).
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ τονίζει ότι τα παραπάνω αφορούν μια πρόταση προς συζήτηση με τους αρμόδιους φορείς, ενώ τον κύριο λόγο για το σύστημα που τελικά θα επιλεγεί πρέπει να τον έχουν οι ίδιοι οι απασχολούμενοι και οι ασφαλισμένοι, μέσω των οργανώσεων εκπροσώπησής τους.
Εκτός από τα παραπάνω, για την άμεση στήριξη του ΟΑΕΕ προτείνουμε:
Χρηματοδότηση του ΟΑΕΕ στο 0,62% του ΑΕΠ.
Η κατώτατη σύνταξη σταδιακά να φτάσει τα 1.300 ευρώ.
Πλήρης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οριστική επίλυση του ζητήματος της διαδοχικής ασφάλισης.
Διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης μέσω τις ένταξης στον ΟΑΕΕ ασφαλισμένων επαγγελματιών που κατοικούν σε πόλεις κάτω των 2000 κατοίκων και σήμερα ασφαλίζονται στον ΟΓΑ.
Δημιουργία Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Επαγγελματιών. Η χρηματοδότηση του ταμείου μπορεί να είναι τριμερής (επαγγελματίες, κράτος, ευρωπαϊκά κονδύλια). Αντικείμενό του θα είναι η προστασία του επαγγελματία από την ανεργία ή η εξασφάλιση τμήματος του εισοδήματός του σε εξαιρετικές περιπτώσεις (καταστροφές, αρρώστια, έκτατα γεγονότα κ.λπ.). Η δημιουργία του Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Επαγγελματιών επιβάλλεται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους μισθωτούς, οι μηχανισμοί κοινωνικής υποστήριξης και προστασίας των οποίων είναι υποτυπώδεις, για τους μικρούς επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους οι μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας είναι ανύπαρκτοι.
Δεδομένου ότι τα ζητήματα επαγγελματικής στέγης είναι από τα σημαντικότερα που αντιμετωπίζει η πολύ μικρή και η μικρή επιχείρηση σήμερα, προτείνουμε τη δημιουργία Ειδικού Ταμείου Επαγγελματικής Στέγης, το οποίο θα λειτουργεί στα πρότυπα του Ταμείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης Επαγγελματιών.
Η απελευθέρωση του ωραρίου και η επιμήκυνση του χρόνου εργασίας προβάλλονται από τις μεγάλες αλυσίδες και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις ως αναγκαία μέτρα για την τόνωση της κίνησης στην αγορά και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων λόγω της κρίσης. Στην πράξη, ωστόσο, η απελευθέρωση του ωραρίου δεν αυξάνει τον κύκλο εργασιών μιας επιχείρησης. Η καταναλωτική δαπάνη δεν μειώνεται λόγω έλλειψης χρόνου των καταναλωτών αλλά εξαιτίας της έλλειψης διαθέσιμου εισοδήματος. Επιπλέον, τα επιχειρήματα περί αύξησης της απασχόλησης είναι έωλα, καθώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε αυτή η αύξηση αφορά θέσεις μερικής απασχόλησης είτε πρόκειται για υπερωριακή απασχόληση. Η απελευθέρωση του ωραρίου, επομένως, οδηγεί αφενός σε περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και αφετέρου σε βιολογική εξουθένωση των μικρών ελεύθερων επαγγελματιών. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνουμε:
Τον καθορισμό ανώτατου ορίου 48 ωρών την εβδομάδα για επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου.
Είμαστε αντίθετοι στην προσπάθεια κατάργησης της αργίας της Κυριακής με οποιοδήποτε πρόσχημα.
Τη δυνατότητα καθορισμού μικρότερου ωραρίου (σε σχέση με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο) σε νομαρχιακό επίπεδο, έπειτα από σύμφωνη γνώμη όλων των ενδιαφερόμενων φορέων.
.