.
.
Το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», προσηλωμένης στη μεγιστοποίηση της παραγωγής προϊόντων, που εφαρμόστηκε από τα μέσα του 20ού αιώνα, αποτέλεσε μορφή αλόγιστης ανάπτυξης με σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων. Οδήγησε σε ανεξέλεγκτη κατάχρηση φυσικών πόρων. Έδρασε προσθετικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Δημιούργησε τριγμούς στο ίδιο το παγκόσμιο σύστημα γεωργικής παραγωγής, με αποτέλεσμα στις μέρες μας να αμφισβητείται η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης γεωργικής παραγωγής στο μέλλον. Οι σοβαρότερες επιπτώσεις του, οι οποίες εκτός από άμεσο έχουν και μη μετρήσιμο κοινωνικό κόστος, είναι:
Εξάντληση και καταστροφή των υδάτινων πόρων, σε συνδυασμό με τα φαινόμενα ρύπανσης και μόλυνσης (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, αστικά - γεωργικά - κτηνοτροφικά απόβλητα)
Συμβολή στην ατμοσφαιρική ρύπανση (βρωμιούχο μεθύλιο, που βλάπτει το όζον, εκτεταμένη χρήση πλαστικών, παραγωγή μεθανίου από γεωργία - κτηνοτροφία, που επιτείνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, εξάτμιση με εφαρμογή ψεκασμού φυτοφαρμάκων)
Υπερκατανάλωση ενέργειας (μηχανική εργασία στη γεωργία, παραγωγή συνθετικών λιπασμάτων, ζωοτροφών και φυτοφαρμάκων)
Επέκταση της διάβρωσης του εδάφους (χρησιμοποίηση οριακών εδαφών με μη βιώσιμες πρακτικές, κακή κατεργασία, έλλειψη φυτοκάλυψης τις βροχερές περιόδους και απώλεια οργανικής ουσίας)
Απώλεια της βιοποικιλότητας (καταστροφή φυσικών ενδιαιτημάτων και διατήρηση ελάχιστων νησίδων φυσικής ζωής, που ασφυκτιούν από την πίεση των χημικών, χρήση «βελτιωμένων» ποικιλιών)
Κίνδυνοι από τη διάχυτη μη αντιστρέψιμη γενετική ρύπανση που επιφυλάσσει η γενικευμένη είσοδος γενετικά τροποποιημένων οργανισμών
Επιπτώσεις στην υγεία (παραγωγοί - χρήστες χημικών ουσιών, καταναλωτές τροφίμων, εργαζόμενοι σε βιομηχανίες παραγωγής φυτοφαρμάκων, διατροφικά σκάνδαλα, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια, διοξίνες, υπολείμματα DDT σε λιπώδεις ιστούς στην Ανταρκτική μέχρι και πενήντα χρόνια μετά την κατάργησή του)
Αυξημένο οικονομικό κόστος αντι-ρύπανσης
Παρ' όλα αυτά, στη σημερινή κοινωνία των εκρηκτικών παγκόσμιων αντιθέσεων, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου το τρόφιμο είναι είδος πρώτης ανάγκης σε έλλειψη. Σύμφωνα με τις στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας:
το 2007 η πείνα σκότωσε 6 εκατομμύρια παιδιά κάτω των δέκα ετών
2,2 δις άνθρωποι στον κόσμο ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας
το κόστος διατροφής απορροφά το 85% του οικογενειακού τους εισοδήματος (ενώ στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό ανέρχεται μόλις στο 12,5%)
Οι ελάχιστες πολυεθνικές που ελέγχουν το σύνολο των εισροών στο όλο κύκλωμα της διατροφικής αλυσίδας αποσταθεροποιούν συνολικά τον κοινωνικό ιστό στον αγροτικό χώρο και προωθούν ένα ενιαίο παγκόσμιο διατροφικό πρότυπο, υποβαθμισμένο ποιοτικά, καταλύοντας τις ιδιαίτερες διατροφικές παραδόσεις των λαών. Είναι χαρακτηριστικό ότι 8 πολυεθνικές ελέγχουν όλα τα είδη πρώτης ανάγκης. Μόνο η Κάργκιλ ελέγχει το 25% των παραγόμενων δημητριακών παγκοσμίως, με κέρδη πρώτου τριμήνου 2008 1,3 δις δολάρια.
Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ) και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), που προωθούν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών. Αντί να διασφαλίζουν το δικαίωμα των λαών στα τρόφιμα, θέτουν ως προτεραιότητα τον εξαγωγικό προσανατολισμό της αγροτικής παραγωγής και την κερδοσκοπία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, επείγει η αναγόρευση της γεωργίας σε βασικό πυλώνα αριστερής πολιτικής και η ένταξή της στον πυρήνα της αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής που επεξεργάζεται προγραμματικά η ριζοσπαστική Αριστερά σήμερα. Επείγει η αποκάλυψη των κοινωνικών-πολιτικών πτυχών της διατροφικής κρίσης, γιατί οι υπεύθυνοι για την κρίση και αυτοί που κερδίζουν από αυτήν έχουν ονοματεπώνυμο.
Το κύριο χαρακτηριστικό του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα της χώρας μας την τελευταία διετία είναι η εξαιρετικά μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής στο σύνολο σχεδόν των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Πρόκειται για γεγονός που οδηγεί σε πτώση των επενδύσεων, μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής, σημαντική επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου στα αγροτικά προϊόντα και καθοδική πορεία της απασχόλησης.
Κατά τη διετία 2006-2007, σύμφωνα με στοιχεία της ΠΑΣΕΓΕΣ, σημειώθηκε σημαντική κάμψη στην παραγωγή των περισσότερων αγροτικών προϊόντων. Η δυσμενέστερη εικόνα αποτυπώνεται στην καλλιέργεια δύο παραδοσιακών δυναμικών προϊόντων, που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, ως αποτέλεσμα της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των απαράδεκτων κυβερνητικών διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες: του καπνού (-88,7%) και των τεύτλων (-86%). Η μείωση της παραγωγής είναι δραματική και σε μια σειρά άλλων προϊόντων, όπως η σταφίδα (-46%), το βαμβάκι (-30%), τα σιτηρά (-25%), το ελαιόλαδο (22%) και το κρασί (-14%).
Την καλλιεργητική περίοδο 2007-2008 σημειώθηκε ανάκαμψη της καλλιέργειας σιτηρών (λόγω της ραγδαίας διεθνούς αύξησης των τιμών) και βαμβακιού (λόγω της διατήρησης των κοινοτικών ενισχύσεων). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης καλαμποκιού κατά 600.000 στρέμματα (σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης) .
Ο τομέας των οπωροκηπευτικών παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Ενώ διαφαίνεται μια τάση αύξησης του όγκου της παραγωγής, αυτή μένει αδιάθετη, ως αποτέλεσμα της επέκτασης προς Βορρά των ζωνών παραγωγής (λόγω της κλιματικής αλλαγής), της εισόδου στον κλάδο μεγάλου αριθμού γεωργών που εγκαταλείπουν τις εκτατικές καλλιέργειες, του υψηλού κόστους παραγωγής και των αθρόων εισαγωγών από τρίτες χώρες.
Οι αυξομειώσεις που παρουσιάζονται στους επιμέρους κλάδους λαμβάνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, εξαιτίας της ανυπαρξίας σχεδιασμού σε εθνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, η πτώση της αξίας της αγροτικής παραγωγής είναι συνεχής και διαρκής, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του αγροτικού τομέα. Στο διάστημα μάλιστα της τετραετίας 2004-2007 συρρικνώθηκε, σε σταθερές τιμές, κατά 24%. Έτσι, αν εκτιμήσουμε σήμερα τη συμβολή του αγροτικού τομέα στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, θα δούμε ότι μετά βίας υπερβαίνει το 3%, όταν το 2004 ήταν στο 4,93%.
Σημαντική, εξάλλου, επιδείνωση παρουσίασε το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων το 2007 σε σχέση με το 2006, εξέλιξη που αποτελεί πρόσθετο πλήγμα στη μειούμενη ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο του τομέα από 2 δις ευρώ το 2006 έφθασε τα 2,6 δις ευρώ το 2007, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 24%, που οφείλεται στη μείωση των εξαγωγών -κυρίως του ελαιόλαδου (-27,8%)-, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση των εισαγωγών (+12%). Επιτείνεται, έτσι, μακροπρόθεσμα το σοβαρότατο πρόβλημα διατροφικής εξάρτησης της χώρας.
Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις εμφανίζουν μακροχρόνια πτωτική τάση, με χαμηλή αξιοποίηση κεφαλαιακών δομών σύγχρονης τεχνολογίας, με ασύνδετο και διάσπαρτο σύστημα μεταποίησης και εμπορίας αγροτικών προϊόντων και με παντελή έλλειψη στρατηγικής για τις μεταφορές και την οργάνωση των εσωτερικών αγορών.
Ιδιαίτερα στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, η δημόσια δαπάνη η οποία διατίθεται στο νέο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης ανέρχεται σε 350 εκατομμύρια ευρώ και είναι μειωμένη κατά περισσότερο από 50% εκείνης που διατέθηκε στη διάρκεια της εφαρμογής του Γ΄ ΚΠΣ και ανήλθε σε 722 εκατομμύρια ευρώ.
Η αξιοσημείωτη μείωση του όγκου και της αξίας της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής στην Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα της διετίας 2006-2007 οφείλεται στην εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με αιχμή την αποσύνδεση της παραγωγής από την ενιαία οικονομική ενίσχυση.
Παράλληλα, η αλματώδης αύξηση των τιμών βασικών αγροτικών εφοδίων (λιπάσματα, ζωοτροφές, φυτοφάρμακα), η οποία ανήλθε έως και σε 100% το 2008 και σε μικρότερο βαθμό στο πολλαπλασιαστικό υλικό, αποτελεί μία ακόμη σημαντική αιτία για τη μείωση της αγροτικής παραγωγής. Οι παραγωγοί αδυνατούν πλέον να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, καθώς το κόστος καλλιέργειας και παραγωγής έχει αυξηθεί δραματικά. Οι τιμές λιανικής αναλογικά δεν ακολούθησαν την αύξηση του κόστους και, το κυριότερο, οι αυξήσεις δεν έφτασαν στους παραγωγούς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το μέσο αποπληθωρισμένο αγροτικό εισόδημα το 2007 στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση κατά 0,3%, με εκτιμώμενη αύξηση στο σύνολο της ΕΕ των 27 κατά 5,4%. Μεταξύ 1996 και 2007, το γεωργικό εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 24%, ενώ αντίθετα ο αντίστοιχος μέσος όρος για την ΕΕ των 27 παρουσιάζει σταθερή αυξητική τάση και την περίοδο 2001-2007 αυξήθηκε κατά 5%.
Κρίσιμη παράμετρος στη μείωση της αγροτικής παραγωγής είναι πλέον και η αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών που βιώνουμε ήδη τα τελευταία χρόνια. Η παρατεταμένη ανομβρία, η λειψυδρία και η ξηρασία, οι επιπτώσεις των καταστροφικών πυρκαγιών καθιστούν πλέον ευάλωτες τις καλλιέργειες.
Η δραστική μείωση του αγροτικού εισοδήματος οδηγεί σε αδυναμία επιβίωσης τα μικρά και μεσαία αγροτικά νοικοκυριά, επιταχύνοντας τις διαδικασίες ερήμωσης της υπαίθρου. Οι αγρότες εγκαταλείπουν κατά χιλιάδες την παραγωγή. Μόνο τη διετία 2006-2007, οι απασχολούμενοι στην αγροτική παραγωγή μειώθηκαν κατά 40.000. Στο διάστημα 2000-2007, το ποσοστό αγροτικής απασχόλησης επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού μειώθηκε σχεδόν στο μισό, από 17% σε περίπου 9,5%.
Το ύψος δανεισμού είναι εκρηκτικό, με τη δραστηριοποίηση πλέον στον αγροτικό τομέα του συνόλου των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι στρεβλώσεις της αγοράς, η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία, οι εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ) και η πλήρης αδράνεια των μηχανισμών ελέγχου αποτελούν επίσης κρίσιμες συνιστώσες της κρίσης.
Ο τρόπος διαχείρισης των κοινοτικών ενισχύσεων, που εκτός από σημαντικό στήριγμα του γεωργικού οικογενειακού εισοδήματος θα έπρεπε να αποτελούν και εργαλείο ανάπτυξης του αγροτικού τομέα, αποδεικνύει τη δικομματική ευθύνη και συνενοχή στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, με μοναδικό σκοπό την εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και την τροφοδοσία των μηχανισμών διαιώνισης της πολιτικής τους εξουσίας.
Η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ σε όλες τις χώρες της ΕΕ δημιούργησε τα τελευταία χρόνια πρόσθετες δυσκολίες στη βιωσιμότητα της οικογενειακής γεωργίας. Η εμπειρία από τη εφαρμογή της νέας ΚΑΠ έδειξε ότι το σύστημα της «αποσύνδεσης» των επιδοτήσεων από την παραγωγή, η περικοπή των επιδοτήσεων μέσω της «ενιαίας ενίσχυσης» και των διαφόρων «κρατήσεων», τα κριτήρια της «πολλαπλής συμμόρφωσης» κ.λπ. δεν ευνοούν τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς και την οικογενειακή γεωργία. Κυρίως εξυπηρετούν τις μεγάλες αγροτοεπιχειρήσεις, τις βιομηχανίες μεταποίησης και τους μεγάλους εξαγωγείς προϊόντων, που λαμβάνουν και τον κύριο όγκο των επιδοτήσεων, αναπαράγοντας το πρότυπο της «εντατικής γεωργίας», με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των τροφίμων, στην αγροτική εργασία και στο περιβάλλον.
Η νέα ΚΑΠ επηρεάζει έντονα κυρίως την «ποιοτική» και «μεσογειακή» γεωργία και τους μικρούς παραγωγούς του ευρωπαϊκού Νότου. Η αναθεώρηση της «Κοινής Οργάνωσης Αγοράς» σε διάφορα προϊόντα (λάδι, καπνό, βαμβάκι, κρασί, ζάχαρη, οπωροκηπευτικά κ.ά.) προκαλεί σοβαρό πλήγμα στην παραγωγή και στο εισόδημα των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων. Από την άλλη, οι επιδοτήσεις από τον δεύτερο πυλώνα για την ενίσχυση της αγροτικής ανάπτυξης είναι πολύ χαμηλές.
Οι μικρομεσαίοι αγρότες, και ιδιαίτερα οι νέοι, δεν έχουν ουσιαστικά περιθώρια επιβίωσης στις νέες συνθήκες. Με το σύστημα της «αποσύνδεσης», ο άνισος τρόπος κατανομής των επιδοτήσεων υπέρ των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων (το 25% παίρνει 75% των επιδοτήσεων) διαιωνίζεται. Από την άλλη, η τελευταία ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις προοπτικές των αγροτικών προϊόντων περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα δημητριακά, στο κρέας και στα γαλακτοκομικά. Προφανώς, από τους κυρίαρχους κύκλους της ΕΕ υπάρχει μια καθαρή επιλογή για κάλυψη του κύριου όγκου των αναγκών σε φρούτα οπωροκηπευτικά, κρασί, πουλερικά κ.λπ. από χώρες με χαμηλό κόστος παραγωγής, με χαμηλότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα, με αντάλλαγμα το άνοιγμα των αγορών τους στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες, σε όφελος των πολυεθνικών της Ευρώπης και των αλυσίδων σουπερμάρκετ. Αυτή η πολιτική θα προκαλέσει μια «έκρηξη» στις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, με υψηλό οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος.
Επιπλέον, με δεδομένο ότι η κοινοτική χρηματοδότηση του δεύτερου πυλώνα για την ανάπτυξη λειτούργησε στη χώρα μας κυρίως σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των αγροτών, η μεταφορά των ενισχύσεων από τον πρώτο στον δεύτερο πυλώνα, με αύξηση του ποσοστού της διαφοροποίησης από 5% που είναι σήμερα στο 13% το 2013, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του αγροτικού εισοδήματος.
Η ορθή αναγνώριση από την ΕΕ της ανάγκης ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων και της προστασίας της βιοποικιλότητας χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη λήψη των παραπάνω μέτρων, τη στιγμή που η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση επιτρέπει την παραγωγή και διακίνηση μεταλλαγμένων.
Τη δραματική εικόνα ολοκληρώνει η εκρηκτική αύξηση της τιμής των αγροτικών προϊόντων, καθώς τα τρόφιμα έχουν καταστεί εμπορεύματα με δεσπόζουσα θέση στα παγκόσμια οικονομικά χρηματιστήρια. Η παγκόσμια κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς (τέλος 2007) οδήγησε τους κερδοσκόπους των διεθνών χρηματιστηρίων σε επενδύσεις στα ακατέργαστα γεωργικά προϊόντα και σε είδη πρώτης ανάγκης. Εκμεταλλεύτηκαν έτσι κατά τον καλύτερο και αποδοτικότερο οικονομικά τρόπο το φαινόμενο της έκρηξης της κατανάλωσης τροφίμων σε περιοχές του κόσμου με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη (Κίνα, Ινδία), εκτινάσσοντας την επενδεδυμένη χρηματιστηριακή εμπορική αξία των γεωργικών προϊόντων από 10 δις δολάρια το 2000 στα 175 δις δολάρια το 2008. Σε ένα χρόνο (Φεβρουάριος 2007 έως 2008) οι τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 40% (σιτάρι 130%, ρύζι 74%, σόγια 87%, καλαμπόκι 31%).
Μετά την εφαρμογή της συμφωνίας για τις εξαγωγές στον ΠΟΕ, αναμένεται περαιτέρω ραγδαία αύξηση των τιμών τους, καθώς το 90% των προϊόντων πρώτης ανάγκης θα πωλούνται πια σε καθεστώς «free on board» (δηλαδή με το κόστος μεταφοράς να βαραίνει τον αγοραστή).
Ταυτόχρονα, οι υπεύθυνοι του σημερινού, ακραία αντιοικολογικού μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης μετατρέπουν το τρόφιμο σε βιομηχανικό προϊόν και πρώτη ύλη για παραγωγή ενέργειας. Το 2007 το 1/3 της ετήσιας παραγωγής των ΗΠΑ σε καλαμπόκι (138 εκ. τόνοι) αποτεφρώθηκε για παραγωγή βιοκαυσίμων.
Η διαχείριση των φυσικών πόρων για την εξασφάλιση οικονομικής ανάπτυξης με τρόπο που να διασφαλίζει την ποσοτικά επαρκή και ποιοτικά αναλλοίωτη παράδοσή τους στις επόμενες γενιές, με δυο λόγια η «αειφόρος ανάπτυξη με επίκεντρο τον άνθρωπο», είναι το μέγα ζητούμενο σήμερα, το οποίο προσδίδει και συγκεκριμένο επίπεδο κοινωνικής αναφοράς για να κρίνονται οι πολιτικές δυνάμεις που καλούνται κάθε φορά να τοποθετηθούν απέναντι στην εφαρμογή τέτοιων πολιτικών.
Η εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα του σήμερα, όσον αφορά τον πρωτογενή τομέα και την παραγωγή τροφίμων, είναι μια μορφή γεωργίας πιο ήπια, που σέβεται το περιβάλλον, τον παραγωγό και τον καταναλωτή, χωρίς να θυσιάζει τη διατροφική επάρκεια.
Μια γεωργία που θα εξασφαλίζει απασχόληση και ικανοποιητικό εισόδημα στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση και θα προωθεί την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, των ομάδων παραγωγών και άλλων συλλογικών μορφών αγροτικής δραστηριότητας.
Μια γεωργία που χρησιμοποιεί ορθολογικά ήπια μέσα φυτοπροστασίας και λίπανσης, που στηρίζεται πιο πολύ στην εργασία και την πληροφόρηση.
Μια γεωργία που σέβεται τους φυσικούς πόρους, που συμβάλλει στον περιορισμό της διάβρωσης, που περιορίζει την κατανάλωση και τη ρύπανση των υδάτινων πόρων, που προσπαθεί να παράγει περισσότερη ενέργεια από όση καταναλώνει αξιοποιώντας στο έπακρο την ηλιακή ενέργεια, που προστατεύει τη βιοποικιλότητα και δεν χρησιμοποιεί γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.
Μια γεωργία που παράγει ποιοτικά προϊόντα, κατά τεκμήριο πιο πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, με αυστηρές προδιαγραφές και υπό τακτικό και διαρκή έλεγχο από ανεξάρτητους φορείς για την ασφαλή κατανάλωσή τους.
Φυσικά, για την Αριστερά η έννοια της ποιότητας δεν έχει μόνο έναν «στεγνό» τεχνικό ορισμό, που περιλαμβάνει μόνο την αυστηρή τήρηση επιστημονικών προτύπων.
Θέλουμε τα ποιοτικά τρόφιμα να είναι άφθονα και προσιτά σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, ιδίως στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, και όχι προνόμιο μιας οικονομικής και κοινωνικής ελίτ.
Ποιοτική γεωργία δεν μπορεί να ασκείται με τη στυγνή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και ιδίως των αλλοδαπών εργατών γης. Πρέπει να τους αναγνωριστεί η ουσιαστική συμβολή τους στη σημερινή αγροτική οικονομία, με πλήρη διασφάλιση ίσων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η πάλη σήμερα για την προώθηση ενός τέτοιου εναλλακτικού, πραγματικά κοινωνικού και ποιοτικού μοντέλου γεωργίας είναι όπλο αποτελεσματικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων των αγροτών. Ταυτόχρονα όμως, ανοίγει το δρόμο και για ευρύτερες αλλαγές στο μέλλον, καθώς:
αμφισβητεί τις οικονομικές δομές του σημερινού συστήματος,
ανοίγει δρόμους για κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες
και τελικά αποτελεί ένα πεδίο όπου μπορεί να διεκδικηθεί η πολιτική ηγεμονία των ιδεών και των αξιών της Αριστεράς.
Με δεδομένη την πολλαπλότητα και πολυμορφία της ελληνικής γεωργίας (ορεινές, νησιωτικές και μειονεκτούσες περιοχές, πεδινή γεωργία, βιολογική γεωργία), οι πολιτικές στήριξης, για να έχουν αποτελέσματα, πρέπει να συνδυάζονται με διαφοροποιημένα προγράμματα και παρεμβάσεις.
Το αγροτικό πρόβλημα στη χώρα μας σήμερα είναι σύνθετο, γιατί υπάρχουν εθνικές πολιτικές που εκπορεύονται από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και τα θεσμοθετημένα όργανα των αγροτών, ενώ επίσης υπάρχει και η πολιτική που εκπορεύεται από την ΕΕ, δηλαδή η ΚΑΠ. Είναι αναγκαίο λοιπόν να υπάρξουν παρεμβάσεις και στα δυο αυτά επίπεδα, προκειμένου να αλλάξει η σημερινή κατάσταση.
Είναι αναγκαία η ριζική αναθεώρησή της γύρω από τρεις άξονες:
Μεγάλη ανακατανομή πόρων από τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις της βιομηχανοποιημένης γεωργίας προς τους μικρομεσαίους αγρότες και τη χωρική γεωργία.
Αναδιάρθρωση της κοινοτικής αγροτικής παραγωγής, από τα πλεονασματικά προϊόντα, κυρίως των χωρών του Βορρά, στα ελλειμματικά προϊόντα, κυρίως των χωρών του Νότου (π.χ. οπωροκηπευτικά, ελαιόλαδο, ζάχαρη).
Αλλαγή στα παραγωγικά πρότυπα και στην ποιότητα των προϊόντων, από τα μεταλλαγμένα και επικίνδυνα για την υγεία προϊόντα στα παραγόμενα με περιορισμένη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, στα βιολογικά και στα προϊόντα ελεγμένης ποιότητας.
Επίσης, πρέπει να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις που δεν προωθούν την παραγωγή πλεονασματικών αγροτικών προϊόντων και να υπάρξουν ειδικές δεσμεύσεις κατοχύρωσης της εμπορικής ταυτότητας των προϊόντων (πιστοποιημένης ονομασίας προέλευσης, γεωγραφικής ένδειξης προέλευσης κ.ά.).
Τέλος, οι παρεμβάσεις της Ελλάδας και της ΕΕ στους διεθνείς οργανισμούς (π.χ. ΠΟΕ) θα πρέπει να είναι σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις μιας δημοκρατικής ρύθμισης των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ελέγχου της δράσης των πολυεθνικών, προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης, ισότιμης οικονομικής συνεργασίας μεταξύ χωρών και στήριξης της ανάπτυξης των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών. Το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων πρέπει να μπει σε νέες βάσεις υπό την εποπτεία του ΟΗΕ και να έχει ως προτεραιότητα την τοπική και περιφερειακή παραγωγή αντί για τις εξαγωγές.
Είναι προφανές ότι για τη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της ΚΑΠ χρειάζεται να αλλάξει η κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης από το νεοφιλελευθερισμό στο δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και βέβαια η αλλαγή πορείας προϋποθέτει ποιοτική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού αγροτικού κινήματος αλλά και μεγάλες αλλαγές στους συσχετισμούς δύναμης υπέρ της Αριστεράς και των δυνάμεων που αγωνίζονται για αυτή την αλλαγή.
Κρίσιμη προϋπόθεση για την προώθηση της εναλλακτικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα είναι η ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού κινήματος μικρομεσαίων αγροτών, μακριά από τις πρακτικές των γραφειοκρατικών κορυφών του αγροτοσυνδικαλιστικού και αγροτοσυνεταιριστικού κινήματος. Ταυτόχρονα, χρειάζεται η προώθηση της κοινής δράσης με το κίνημα των μικρομεσαίων αγροτών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και η συμπαράταξη με τα κοινωνικά κινήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Παρ' όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, με την ουσιαστική παρέμβαση του αγροτικού κινήματος σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο και τη συντονισμένη δράση των πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν προοδευτικές αλλαγές, είναι εφικτό να προωθηθούν άμεσοι στόχοι και να ικανοποιηθούν αιτήματα όπως:
Να μην αποσυνδεθούν οι επιδοτήσεις από το παραγόμενο προϊόν, γιατί η αποσύνδεση αυτή θα οδηγήσει σε κατάρρευση όλων των εθνικών προϊόντων και σε κρίση βιομηχανικών κλάδων που στηρίζονται σ' αυτά.
Να κατοχυρωθεί πλαφόν παραγωγής για όλα τα εθνικά μας προϊόντα στα επίπεδα που έχουν προτείνει τα θεσμοθετημένα όργανα των αγροτών.
Να αυξηθούν οι δαπάνες της ΚΑΠ και βέβαια να αυξηθούν συνολικά οι πόροι που διαθέτει η ΕΕ τουλάχιστον στο 5% του ΑΕΠ.
Να συνεχιστούν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης για μειονεκτικές περιφέρειες, όπως είναι οι περισσότερες ελληνικές περιφέρειες.
Να ληφθούν ειδικά μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών (κατάργηση της συνυπευθυνότητας, χρηματοδοτικές διευκολύνσεις κ.λπ.).
Να σταματήσει η άλωση του γενετικού υλικού από τις πολυεθνικές. Να τροποποιηθεί ο Κανονισμός Πιστοποίησης, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα της αναπαραγωγής σπόρων από τους αγρότες, να διασωθούν και να προωθηθούν οι ντόπιες ποικιλίες σπόρων και φυλές ζώων.
Να εξασφαλιστεί το δικαίωμα των αγροτών και των καταναλωτών να μην χρησιμοποιούν τα μεταλλαγμένα, με την απαγόρευση των μεταλλαγμένων σπόρων, την καθιέρωση μηδενικού συντελεστή επιμόλυνσης, την υποχρεωτική σήμανση και ιχνηλασιμότητα των μεταλλαγμένων οργανισμών και των προϊόντων στα οποία χρησιμοποιούνται, στα τρόφιμα και στις ζωοτροφές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται τη θέση ότι η τροφή είναι ένα ακόμα «εμπόρευμα» για κερδοσκοπία των αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων. Συνδυάζει την πάλη για κυριαρχία των λαών στα τρόφιμα, για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και την αλλαγή προσανατολισμών του ΠΟΕ με τις εθνικές διεκδικήσεις και τον αγώνα για βαθιές διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές σε υποδομές και δράσεις εθνικού επιπέδου, ώστε να αναστραφεί η διατροφική εξάρτηση της χώρας, να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής και να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία των αγροτικών προϊόντων. Αναγνωρίζουμε την ανάγκη σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, διαφωνούμε όμως με την οπτική που αντιλαμβάνεται την αγροτική παραγωγή ως έναν καταδικασμένο τομέα ο οποίος πρέπει να αναδιαμορφωθεί αποκλειστικά στη βάση της εξασφάλισης της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού προϊόντος.
Αγωνιζόμαστε για ανάπτυξη και αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, με κύριες κατευθύνσεις:
Σταδιακή αντιστροφή της σχέσης φυτικής - ζωικής παραγωγής. Η αλλαγή της σχέσης φυτικής - ζωικής παραγωγής αποτελεί εθνική προτεραιότητα για τον περιορισμό του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο και της διατροφικής εξάρτησης της χώρας, αφού για τις εισαγωγές κρεάτων διαθέτουμε 741 εκατ. δολάρια και για γαλακτοκομικά 402 εκατ. δολάρια, δηλαδή σύνολο 1,143 δις δολάρια, χωρίς να υπολογίζουμε τις εισαγωγές ζωοτροφών.
Ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την ισόρροπη ανάπτυξη, τη διατήρηση του πληθυσμού και τη συμπληρωματική απασχόληση των κατοίκων της υπαίθρου, ιδίως των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών της χώρας.
Σύνδεση και συμβολή της γεωργικής παραγωγής στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, με την ενίσχυση της καλλιέργειας σανοδοτικών φυτών και ψυχανθών.
Σταδιακή εφαρμογή της ολοκληρωμένης διαχείρισης στο σύνολο των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Αύξηση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.
Παραγωγή πιστοποιημένων προϊόντων ποιότητας με αυστηρές προδιαγραφές. Καθιέρωση ενιαίων προτύπων και σημάτων ποιότητας και ενιαίου αξιόπιστου συστήματος ελέγχων.
Ανάπτυξη της αλιείας με άμεσα μέτρα που θα εξασφαλίσουν τη δυνατότητα αναγέννησης των ιχθυοαποθεμάτων και την προστασία των παραγωγικών οικότοπων. Θεσμοθέτηση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την αειφορική διαχείριση της αλιείας με τη συμμετοχή των φορέων των αλιέων και ενεργοποίηση των μηχανισμών και φορέων εφαρμογής του.
Ανάπτυξη της δασοπονίας, με αυστηρή τήρηση των περιβαλλοντικών κανόνων. Εκπόνηση και εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων αναδάσωσης και πυροπροστασίας, καθώς και δράσεων προστασίας της βιοποικιλότητας (φυτών και ζώων) και αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος όπου αυτό έχει υποβαθμιστεί.
Η αναδιάρθρωση της παραγωγής βέβαια δεν μπορεί να γίνει δίχως εθνικό σχεδιασμό, περιφερειακό και τοπικό προγραμματισμό, δεν μπορεί να γίνει χωρίς ζώνες παραγωγής, κίνητρα κ.λπ., σε συνδυασμό με σχέδια αγροτικής ανάπτυξης ορεινών, νησιωτικών και μειονεκτικών περιοχών, που να προωθούν εναλλακτικές μορφές τουρισμού και αγροτουρισμού.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον καθιστούν εξαιρετικά επείγουσες και επιτακτικές ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές και δράσεις, όπως:
Ανάπτυξη των υποδομών παραγωγής και διάθεσης προϊόντων (έρευνα, γεωτεχνικές υπηρεσίες, τυποποίηση, δίκτυα εμπορίας, προώθηση εξαγωγών, μάρκετινγκ κ.λπ.).
Ανασυγκρότηση των συνεταιρισμών (κυρίως των παραγωγικών) και των ομάδων παραγωγών προς όφελος των αγροτών (παραγωγή, δημιουργία υποδομών, διαχείριση εισροών (ζωοτροφές, φάρμακα), τεχνική και επιστημονική στήριξη, τυποποίηση, μεταποίηση, εμπορία, πληροφόρηση).
Αναδασμός για συγκέντρωση του κλήρου. Δημιουργία συνεταιριστικής τράπεζας γης. Να μην υπάρχει αλλαγή χρήσης και κτηματομεσιτική κερδοσκοπία στην αγροτική γη. Φορολογικές απαλλαγές και πιστωτικές διευκολύνσεις για μεγέθυνση του κλήρου, ιδίως στους νέους αγρότες. Μέτρα αποθάρρυνσης για όσους έχουν γη και δεν την καλλιεργούν.
Συμπίεση του κόστους παραγωγής, με βελτίωση υποδομών (αρδευτικά, ηλεκτροδότηση, οδοποιία κ.λπ.) και μείωση συντελεστών ΦΠΑ.
Προώθηση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδίως στις θερμοκηπιακές και κτηνοτροφικές μονάδες.
Εξοικονόμηση του αρδευτικού νερού με αλλαγή των συστημάτων άρδευσης, περιορισμό των απωλειών στα δίκτυα, στροφή σε λιγότερο υδροβόρες καλλιέργειες, νέα υδραυλικά έργα μικρών ταμιευτήρων και επιλεγμένες χωροθετήσεις μικροφραγμάτων.
Στήριξη των μικροπαραγωγών αγροτών και ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου της Αγροτικής Τράπεζας.
Προγράμματα ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων για μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, αξιοποίηση τοπικών πόρων και ανάπτυξη αγροτουριστικών και οικοτουριστικών δραστηριοτήτων, για αύξηση της απασχόλησης, εξασφάλιση συμπληρωματικού εισοδήματος και παραμονή των νέων στην ύπαιθρο.
Στήριξη της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων από τους παραγωγούς απευθείας στους καταναλωτές. Ίδρυση τοπικών αγορών αγροτών.
Ασφαλιστική κάλυψη όλων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων (παραγωγή, μεταποίηση, διακίνηση και εμπορία) των αγροτών από έναν ασφαλιστικό φορέα, τον ΟΓΑ.
Εκπαίδευση και διαρκής επιμόρφωση ιδίως των νέων αγροτών και ενίσχυση της επιχειρηματικής προσπάθειάς τους με γενναία κίνητρα.
Ενίσχυση της γυναικείας απασχόλησης και επιχειρηματικότητας στον αγροτικό τομέα, με επαγγελματική εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες και στις φιλικές προς το περιβάλλον καλλιέργειες, με τη δημιουργία ή επέκταση των δραστηριοτήτων των γυναικείων συνεταιρισμών, με δημόσιες υποδομές για τα παιδιά, για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, την υγεία και την πρόσβαση σε νοσοκομεία, σχολεία, παιδικούς σταθμούς.
Περιορισμός της ψαλίδας τιμών αγροτικών προϊόντων μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή (έλεγχος της αισχροκέρδειας των μεσαζόντων και των καρτέλ, ουσιαστικοί έλεγχοι για την αποτροπή των ελληνοποιήσεων αγροτικών προϊόντων).
Στήριξη οικογενειακών μονάδων παραγωγής παραδοσιακών και ποιοτικών προϊόντων.
Θεσμικό πλαίσιο για δημιουργία κτηνοτροφικών ζωνών, απλούστευση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των βοσκοτόπων, δημιουργία υποδομών, βελτίωση της παραγωγικής τους ικανότητας και διαχείρισή τους με συμμετοχή των κτηνοτρόφων.
Ριζική αναδιάρθρωση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με επιστημονική στελέχωση και αλλαγή προσανατολισμού των υπηρεσιών και των οργανισμών του, ώστε να εξασφαλίζει την επιστημονική και τεχνική στήριξη των αγροτών.
Ανάπτυξη της αγροτικής έρευνας στις γεωτεχνικές σχολές και τα ερευνητικά ιδρύματα, με επαρκείς πόρους και ερευνητικό προσωπικό, για την ανάπτυξη καινοτομιών, τη βελτίωση της ασφάλειας τροφίμων, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την προστασία του περιβάλλοντος.
Το πρόβλημα της γεωργίας και των κατοίκων της υπαίθρου σήμερα δεν είναι μόνο πρόβλημα παραγωγής προϊόντων. Αποτελεί κοινή παραδοχή πλέον ότι το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας διαρκώς διευρύνεται.
Η απόκλιση αυτή αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στο εισόδημα (π.χ. της Αττικής είναι τετραπλάσιο από εκείνο της Ευρυτανίας) αλλά και στις συνθήκες διαβίωσης, στοιχεία που οδηγούν τους κατοίκους της επαρχίας προς την Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε καν τα βασικά θέματα που απασχολούν τους κατοίκους της περιφέρειας, την υγεία, την κοινωνική μέριμνα και ασφάλεια και το εισόδημα. Το αγροτικό οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται στο 50% του μέσου ελληνικού εισοδήματος, και μάλιστα με αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Οι υποδομές υγείας και κοινωνικής πρόνοιας είναι υποβαθμισμένες. Προσθέτοντας σε αυτά τον διαρκώς εντεινόμενο αποκλεισμό των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων από την εκπαιδευτική διαδικασία και τον πολιτιστικό μαρασμό, ολοκληρώνεται η εικόνα του κοινωνικού αδιεξόδου και της ασφυξίας που βιώνουν ιδιαίτερα οι νέοι στην περιφέρεια σήμερα.
Οι νέοι, για να μείνουν στον τόπο τους, χρειάζονται στήριξη, και στήριξη δεν σημαίνει μόνο επιδοτήσεις. Σημαίνει και δημιουργία συνθηκών απασχόλησης, επενδυτικών διαρθρώσεων και κυρίως άρση των ανισοτήτων κέντρου - περιφέρειας.
Η ελάττωση του χάσματος κέντρου - περιφέρειας απαιτεί δικαιότερη κατανομή των πόρων (εθνικών και κοινοτικών), δηλαδή μεγαλύτερη ενίσχυση της επαρχίας και ένα μακρόπνοο εναλλακτικό σχέδιο ανασυγκρότησης της υπαίθρου που θα εμπεριέχει ως βασικό πυλώνα την ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας.
.