.
.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί πεδίο μεγάλων αλλαγών. Οι τράπεζες έχουν εξελιχθεί σε γιγάντιους φορείς παροχής ποικίλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, από υπηρεσίες αποταμίευσης, δανειοδοτήσεων, επενδύσεων, ασφαλίσεων, μέχρι την πληρωμή ποικίλων καθημερινών λογαριασμών. Οι τράπεζες διαμεσολαβούν και επηρεάζουν πλέον ολόκληρη την οικονομική ζωή και τις συναλλαγές της κοινωνίας και των νοικοκυριών.
Ο πυρήνας, όμως, της λειτουργίας τους παραμένει η διαχείριση των αποταμιεύσεων της κοινωνίας και η κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησής της. Σε αντίθεση με τις κοινές επιχειρήσεις, οι τράπεζες δεν αξιοποιούν μόνο τα κεφάλαια των μετόχων τους αλλά και τις αποταμιεύσεις των πολιτών και συνολικά της κοινωνίας. Επίσης, από τη λειτουργία των τραπεζών επηρεάζονται οι όροι λειτουργίας της οικονομίας. Οι τράπεζες λειτουργούν ως μια «υποδομή» για την υπόλοιπη οικονομία, γι' αυτό δεν μπορούν ακόμη και στις σημερινές συνθήκες να αντιμετωπίζονται ως κοινές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Οι τράπεζες, επομένως, ασκούν μια κοινωνικά αναγκαία λειτουργία κατά παραχώρηση, καθώς η λειτουργία της πίστης δεν μπορεί να ασκηθεί από τον καθένα αλλά χρειάζονται ειδικές προδιαγραφές και κριτήρια γι' αυτό. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία θα έπρεπε να ορίζει πώς θα λειτουργούν οι τράπεζες και όχι οι τράπεζες πώς πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία.
Όμως, υπό το σημερινό νεοφιλελεύθερο καθεστώς, η τεράστια δύναμη των τραπεζών βρίσκεται πάνω από τον έλεγχο των κοινωνιών και, συχνά, απέναντι από τις ανάγκες τους, με τις κυβερνήσεις να λειτουργούν ως «τροχονόμος» στην υπηρεσία των τραπεζών.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι τράπεζες, σε πολλές περιπτώσεις, λειτουργούν αλλά και αντιμετωπίζονται από τις κυβερνήσεις ως κράτος εν κράτει, όπως δείχνει εξάλλου και η απροθυμία τους να συμμορφωθούν ακόμη και δικαστικές αποφάσεις. Η αυτονόμηση των τραπεζών ενισχύθηκε μέσω:
της διαδικασίας απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από ποικίλες μορφές δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου που έλαβε χώρα μετά το 1986. Η προστασία των συναλλασσόμενων αφέθηκε ουσιαστικά στην αυτορρύθμιση των τραπεζών, ενώ παράλληλα τέθηκαν εκτός δημόσιας πολιτικής οι επιπτώσεις από την πολιτική των τραπεζών στην απασχόληση, στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις
της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης που τροποποίησε σημαντικά τη μορφή που διατηρούσε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα για δεκαετίες.
Οι παραπάνω κομβικής σημασίας εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη ραγδαία μείωση των επιτοκίων και την κατάργηση των περιορισμών στις χορηγήσεις δανείων, εκτόξευσαν το δανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων, οδηγώντας στα ύψη την κερδοφορία των τραπεζών.
Εξέλιξη που υποβοηθήθηκε από την εμπορευματοποίηση ή υποβάθμιση πολλών δημοσίων αγαθών, καθώς ο δανεισμός χρησιμοποιήθηκε και για την κάλυψη του κενού που άφησε η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, όσο βέβαια και από τις «ευκαιρίες» που παρουσιάστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μόνο για την περίοδο 2000-2008 (Οκτώβριος), τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπερτετραπλασιάστηκαν και από 59,3 δις ευρώ εκτοξεύθηκαν στα 248 δις ευρώ, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά το επίπεδο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ειδικά τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, από 16,97 δις ευρώ που ήταν στο τέλος του 2000, τον Οκτώβριο του 2008 ανήλθαν σε 116,2 δις ευρώ, ενώ τα δάνεια προς επιχειρήσεις από 42,37 δις ευρώ εκτινάχθηκαν στα 131,8 δις ευρώ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που τα συνολικά καθαρά κέρδη των έξι μεγαλύτερων τραπεζών, οι οποίες συγκεντρώνουν πάνω από το 75% της αγοράς, υπερτετραπλασιάστηκαν την τελευταία 6ετία, καθώς από 930 εκατ. ευρώ το 2002, υπερέβησαν πέρυσι τα 4 δις ευρώ.
Αυτή η ανεξέλεγκτη δραστηριοποίηση και κερδοσκοπική λειτουργία των τραπεζών έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση τόσο τον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και το μοντέλο ανάπτυξης που διαμορφώθηκε κατά τη τελευταία 20ετία.
Όμως η εποχή των «παχιών αγελάδων» αποτελεί παρελθόν εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και των επιπτώσεών της στην πραγματική οικονομία. Δεν αποκλείεται μάλιστα το ενδεχόμενο η κρίση να εξαπλωθεί περαιτέρω, καθώς όλο και περισσότερα δάνεια δεν θα εξυπηρετούνται, πλήττοντας ιδιαίτερα τις τράπεζες που στήριξαν την ανάπτυξή τους όχι στις καταθέσεις αλλά στα δανεικά κεφάλαια που άντλησαν από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Το βέβαιο είναι ότι στην παρούσα φάση έχει διαμορφωθεί ένας φαύλος κύκλος: από τη μία πλευρά οι τράπεζες περιορίζουν τις πιστώσεις τους, με αποτέλεσμα να εντείνουν την ύφεση της πραγματικής οικονομίας, και από την άλλη η ύφεση αυτή, η αύξηση της ανεργίας και η καθήλωση των μισθών και του λαϊκού εισοδήματος δυσκολεύει την εξυπηρέτηση των δανείων.
Η οικοδόμηση του εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας που προτείνουμε καθιστά αναγκαία μια νέα αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ισχυρή την παρουσία και το ρόλο του Δημοσίου και με αυξημένο κοινωνικό έλεγχο.
Θέτουμε ως κεντρικό στόχο ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα είναι στην υπηρεσία της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας και όχι στην υπηρεσία πυραμίδων, ακριβοπληρωμένων μάνατζερ ή αυτόνομων κερδοσκοπικών συμφερόντων του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Οι τράπεζες επιτελούν κοινωνική λειτουργία διότι μέσω της χρηματοδότησης καθορίζουν αποφασιστικά το μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης της κοινωνίας. Ειδικά σε περιόδους κρίσης, οι τράπεζες πρέπει να λειτουργούν αντικυκλικά και όχι προκυκλικά, δηλαδή να απαλύνουν τις συνέπειες της κρίσης και όχι να την εντείνουν περαιτέρω. Όμως για να το κάνουν αυτό οι τράπεζες πρέπει να λειτουργούν ως κοινωφελείς και όχι ως κερδοσκοπικοί οργανισμοί, δηλαδή να έχουν ως βασικό κριτήριο της πιστοδοτικής τους πολιτικής τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας και όχι το «κέρδος για τον μέτοχο» όπως συμβαίνει σήμερα.
Για το λόγο αυτό αγωνιζόμαστε ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, ενώ παράλληλα ζητούμε οι τράπεζες δημόσιου συμφέροντος να εκσυγχρονιστούν, να ενισχυθούν και να διαδραματίσουν έναν ρόλο ρυθμιστικό και σταθεροποιητικό για ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα - ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως η σημερινή.
Επίσης υποστηρίζουμε τις διεκδικήσεις των εργαζομένων για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και ωράρια και για αμοιβές που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ζωής τους, στην αύξηση του κόστους ζωής και στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Στο νέο πολιτικό πλαίσιο για τη λειτουργία της πίστης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει και διεκδικεί:
Νέους κανόνες πλήρους και αποτελεσματικής εποπτείας και ρύθμισης από ενιαία αρχή, δημοκρατικά νομιμοποιημένη και ελεγχόμενη. Τα προβλήματα που δημιουργεί το απελευθερωμένο από κάθε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο καθεστώς λειτουργίας των τραπεζών δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με όρους αυτορρύθμισης ή τραπεζικού ανταγωνισμού. Αντίθετα, απαιτούνται νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που να προστατεύουν τους συναλλασσόμενους από την υπερδύναμη των τραπεζών, να αποτρέπουν καταστάσεις υπερχρέωσης και στρέβλωσης της κατανομής των πιστώσεων, να αποτρέπουν ανεπιθύμητες εξαγορές και να επανασυνδέουν το τραπεζικό σύστημα με τις ανάγκες της κοινωνίας και την εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών.
Νέα κριτήρια αποδοτικότητας μακριά από κερδοσκοπικές λογικές που να βασίζονται στη μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας και όχι των κερδών των μεγαλομετόχων και των μπόνους των μεγαλοστελεχών.
Ισχυρό δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκτυο, με κεντρικό πυλώνα του την Εθνική Τράπεζα αλλά και τη λειτουργία άλλων δημόσιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τραπεζών καθώς και τραπεζών ειδικού σκοπού, οι οποίες θα καλύπτουν ειδικές ανάγκες και θα αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα τμημάτων του πληθυσμού και περιφερειών.
Στο πλαίσιο αυτό:
Είναι κεντρικής σημασίας ζήτημα να ανακτηθεί ο δημόσιος έλεγχος της Εθνικής Τράπεζας, να ενισχυθεί ουσιαστικά ο μετοχικός έλεγχος του Δημοσίου στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο σε ποσοστό τουλάχιστον 51% και παράλληλα να ενισχυθεί η θέση και να διευρυνθεί ο ρόλος των τραπεζών δημοσίου συμφέροντος, συγκεκριμένα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, της Αγροτικής τράπεζας, της Τράπεζας Αττικής και του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων. Πρέπει να μελετηθεί και το ενδεχόμενο το ΤΤ, η ΑΤΕ και η Αττικής να συγχωνευτούν ώστε να διαμορφωθεί ένας δεύτερος τραπεζικός πυλώνας δημοσίου συμφέροντος. Το Δημόσιο, με πυρήνα αυτούς τους δύο πυλώνες, μπορεί να ασκήσει μια νέα χρηματοπιστωτική πολιτική με αποκλειστικά αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια σε όφελος της οικονομίας και των πολιτών, με χαμηλότοκα δάνεια και ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής.
Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος απέδειξε με τον πλέον δραματικό τρόπο το γεγονός ότι όταν βασικές κοινωνικές ανάγκες (όπως αυτή της στέγασης) επιλέγεται να καλυφθούν μέσω της αγοράς τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Το δικαίωμα στη στέγαση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας, αλλά υπόθεση μιας ολοκληρωμένης δημόσιας κοινωνικής πολιτικής, η οποία θα συνδυασθεί με προγράμματα οργανωμένης δόμησης και αναβάθμισης του περιβάλλοντος.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η δημιουργία τράπεζας ειδικού σκοπού, μιας στεγαστικής τράπεζας των εργαζομένων με βάση τις δικές τους συνεισφορές στον ΟΕΚ - με τη συμμετοχή του ΟΕΚ, τη συμμετοχή ή τη συνεργασία του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων καθώς και άλλων κοινωνικών φορέων ή φορέων δημοσίου συμφέροντος.
Προτείνουμε τη μετεξέλιξη του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) σε τράπεζα ειδικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος ή τη δημιουργία νέας με αντικείμενο τη χορήγηση δανείων σε μικρές, πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους. Οι όροι των προσφερόμενων δανείων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, βασικοί όροι οφείλουν να είναι η υιοθέτηση φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών, η δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας πλήρους και σταθερής απασχόλησης ή η μετατροπή θέσεων μερικής ή ορισμένου χρόνου απασχόλησης σε θέσεις πλήρους και διαρκούς απασχόλησης.
Η οικοδόμηση ενός εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, στον πυρήνα του οποίου θα βρίσκονται οι κοινωνικές ανάγκες, δεν αφορά μόνο τα οικονομικά υποκείμενα που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διανομή του προϊόντος αλλά και τη χρηματοοικονομική σφαίρα. Σε αυτή την κατεύθυνση, νέοι τύποι χρηματοπιστωτικών οργανισμών μπορούν να αναπτυχθούν και στην Ελλάδα, όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι τράπεζες ειδικού κοινωνικού σκοπού, μεταξύ των οποίων απαντώνται και μορφές «αλληλέγγυας τραπεζικής» (βλ. αναλυτικά Στόχο 11).
Ο εναλλακτικός χαρακτήρας τέτοιων μορφών τραπεζών συνίσταται στο διαφορετικό περιεχόμενο των στόχων που επιδιώκουν και τον διαφορετικό τρόπο διαχείρισής τους. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει:
κατεύθυνση της επένδυσης σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και η βιώσιμη ανάπτυξη εν γένει (ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, βιολογική γεωργία, «καθαρές» τεχνολογίες) μέσω μιας πολιτικής προνομιακών όρων χρηματοδότησης ή και επιλεκτικής χρηματοδότησης επενδύσεων τέτοιου τύπου
χρηματοδότηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων (π.χ. αναπήρων, πρώην φυλακισμένων, γυναικών, νέων ανέργων ή μακροχρόνια ανέργων), ορισμένες από τις οποίες αποκλείονται από το επίσημο τραπεζικό σύστημα
συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη των κοινοτήτων και περιφερειών στις οποίες λειτουργούν
κοινωνική διάχυση του παραγόμενου πλεονάσματος, αντί για συσσώρευση κερδών, στη βάση ενός μηχανισμού «δίκαιων τιμών» τόσο στην εμπορευματοποίηση των αγαθών και υπηρεσιών όσο και στην αμοιβή της αυτοδιαχειριζόμενης εργασίας
δημοκρατική-συμμετοχική διαχείριση του κεφαλαίου (συλλογική λήψη αποφάσεων στη βάση της αρχής «μία ψήφος ανά συμμετέχοντα» και όχι στη βάση της αρχής της μερίδας, συλλογικές αποφάσεις για τον τρόπο επανεπένδυσης του πλεονάσματος)
διαφάνεια και κοινωνικός έλεγχος των δραστηριοτήτων τους.
Εννοείται ότι η ανάπτυξη τέτοιων εναλλακτικών μορφών τραπεζικής εξαρτάται από το ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής.
Η κυβέρνηση αντί να παρουσιάσει ένα συγκροτημένο πρόγραμμα υποστήριξης ενός μεγάλου αριθμού δανειοληπτών, οι οποίοι βρέθηκαν να πληρώνουν τους πειραματισμούς των «μάγων» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εφαρμόζει ένα σχέδιο που έχει ως κύριο μέλημα να στηρίξει το σύστημα και να του επιτρέψει να συνεχίσει την κερδοσκοπική του λειτουργία σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας, διασώζοντας παράλληλα τους υπεύθυνους της κρίσης.
Όμως αυτό που απαιτείται προκειμένου να μην βαθύνει η κρίση είναι:
Επιλεκτική σεισάχθεια, δηλαδή κατάργηση των τραπεζικών χρεών στις πιο αδύναμες κατηγορίες δανειοληπτών που αντικειμενικά δεν μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειο ή τα δάνεια που έχουν λάβει.
Ίδρυση του «Εγγυοδοτικού Ταμείου Στέγασης», το οποίο, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, θα παρεμβαίνει ανάμεσα στη δανείστρια τράπεζα και τον δανειολήπτη με σκοπό να αποφεύγονται οι πλειστηριασμοί κατοικιών. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούν να λαμβάνονται και μέτρα όπως η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και η μείωση της ελάχιστης μηνιαίας δόσης καταβολής, χωρίς συνολική επιβάρυνση του δανειολήπτη όσον αφορά το ύψος των τόκων. Επίσης πρέπει να απαγορευτούν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί της πρώτης κύριας κατοικίας για στεγαστικά δάνεια, που σήμερα κινδυνεύει για χρέη 1000 και 2000 ευρώ.
Περιορισμός του ανατοκισμού (πανωτόκια) για όλους σε όριο όχι πάνω από το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, όπως γίνεται σήμερα με τους αγρότες.
Νομοθετική κατάργηση των καταχρηστικών πρακτικών και χρεώσεων των τραπεζών, που επιβαρύνουν τους δανειολήπτες και που σε πολλές περιπτώσεις έχουν κριθεί παράνομες από τα δικαστήρια. Ο δανειολήπτης οφείλει να γνωρίζει και να δεσμεύεται μόνο από ένα απλό και εύληπτο επιτόκιο χωρίς καμία άλλη χρέωση και πολύπλοκους όρους.
Άμεση απαγόρευση της λειτουργίας των λεγόμενων εισπρακτικών εταιρειών στις οποίες οι τράπεζες αναθέτουν καταχρηστικά την είσπραξη των καθυστερούμενων δανείων με τις γνωστές οδυνηρές πρακτικές για τους δανειολήπτες.
Να αναμορφωθεί ριζικά ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, καθώς με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα οδηγεί στο στιγματισμό χιλιάδων συναλλασσομένων που βρίσκονται εν μέσω οικονομικών δυσχερειών. Υπό την άμεση καθοδήγηση των τραπεζών, οι οποίες άλλωστε είναι και οι μοναδικοί μέτοχοί του, ο Τειρεσίας έρχεται να «τιμωρήσει» δικαίους και άδικους λειτουργώντας σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας γενικότερα. Απαιτείται να μετατραπεί άμεσα ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ σε ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό όργανο, που με τη λειτουργία του θα οδηγεί σε πραγματική εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών και όχι στην «εξόντωση» πολιτών και επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκείνων όπου η αδυναμία αποπληρωμής προέρχεται από σοβαρές οικονομικές δυσκολίες.
.