.
.
Σήμερα, παρά τη σημαντική οικονομική μεγέθυνση των τελευταίων ετών, το ελληνικό μοντέλο απασχόλησης χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανεργίας, χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας και δημιουργία χαμηλής ποιότητας θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι την περίοδο 2000-2006 πάνω από τις μισές νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν σε τέσσερις μόλις κλάδους παραγωγής: στις κατασκευές, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες εστίασης και ξενοδοχείων και στα ιδιωτικά νοικοκυριά που απασχολούν οικιακό προσωπικό(!).
Το γεγονός ότι η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας αφορούν εργασίες χαμηλής ειδίκευσης συνεπάγεται την αδυναμία αξιοποίησης των δυνατοτήτων των εργαζομένων με αρνητικές συνέπειες τόσο στην παραγωγικότητα της εργασίας όσο και στο αίσθημα ικανοποίησής τους από την εργασία τους. Ειδικά στους νέους η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη, δεδομένου ότι περίπου ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι η εργασία που κάνει δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα του. «Παράπλευρη απώλεια» της έλλειψης θέσεων υψηλής ειδίκευσης σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο είναι και η ένταση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και των εργαζομένων με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, δεδομένου ότι ακόμα και για θέσεις ανειδίκευτης εργασίας «ανταγωνίζονται» μέχρι και πτυχιούχοι πανεπιστημίου (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα πτυχιούχων πανεπιστημίου που επιλέγουν να δώσουν ΑΣΕΠ διεκδικώντας θέσεις Υποχρεωτικής ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).
Αντίστοιχα, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας εντείνει την εξάρτηση των νέων και των γυναικών από το οικογενειακό εισόδημα ασκώντας πίεση και στον προϋπολογισμό του νοικοκυριού, αλλά κυρίως δυσκολεύοντας τη χειραφέτηση των εξαρτώμενων μελών του. Σήμερα δεν είναι λίγοι οι νέοι οι οποίοι στα τριάντα τους χρόνια μένουν ακόμα στην οικογενειακή εστία, δεν είναι λίγες οι γυναίκες οι οποίες δεν διαθέτουν ένα αυτόνομο δικό τους εισόδημα.
Αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί μια αγορά εργασίας με έντονες τάσεις συμπίεσης των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δημιουργεί μια αγορά εργασίας που συστηματικά αποκλείει κατά κύριο λόγο αυτούς και αυτές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη για εργασία. Δίπλα στους νέους και στις γυναίκες, βρίσκονται τα άτομα με αναπηρία, πρόσφατα αποφυλακισμένοι που προσπαθούν να επανενταχθούν, πρώην χρήστες ναρκωτικών που παρά το γεγονός ότι αποτοξινώθηκαν δεν μπορούν να βρουν εργασία εξαιτίας του κοινωνικού στίγματος.
Αυτή η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από επίμονα υψηλά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης. Ο 21ος αιώνας μπήκε με μαζική ανεργία και υποαπασχόληση - ημιαπασχόληση του εργατικού δυναμικού στον πλανήτη, στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της μεγάλης αύξησης της παραγωγικότητας οι διαδικασίες συσσώρευσης του κεφαλαίου δημιουργούν και αυξάνουν τον λεγόμενο «εφεδρικό στρατό» των ανέργων, δηλαδή ένα σημαντικό «πλεόνασμα» εργαζομένων. Αυτό το «πλεόνασμα» εργαζομένων δημιουργείται όχι σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά μόνο σε σχέση με τις ανάγκες των δυνάμεων του κεφαλαίου να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερη υπεραξία. Η μαζική ανεργία και υποαπασχόληση στην εποχή μας αποδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση για όλους τους εργαζόμενους και αδυνατεί να εξαλείψει την ανεργία.
Η ανεργία είναι ένα φαινόμενο με οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο. Η ύπαρξή της υποδηλώνει την απαξίωση ανθρώπινου δυναμικού, υποσκάπτει τη συνοχή της κοινωνίας και προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο καθώς και στη δημόσια κοινωνική ασφάλιση, που στερείται πολύτιμους πόρους.
Ειδικότερα στη χώρα μας, από το 1983 και μετά, η ανεργία βρίσκεται μόνιμα σε υψηλά επίπεδα (άνω του 7%). Μάλιστα τη δεκαετία 1996-2005, που χαρακτηρίστηκε από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η ανεργία κινήθηκε στα υψηλότερα επίπεδα της μεταπολιτευτικής περιόδου (10-12% του εργατικού δυναμικού). Η διατήρηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των ετών οικειοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από το κεφάλαιο. Το γεγονός ότι μεγαλύτερος πλούτος παραγόταν με λιγότερη εργασία δεν οδήγησε ούτε σε αύξηση των μισθών (αφού οι ετήσιες πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς υπολείπονταν κατά κανόνα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας), ούτε με μείωση των ωρών εργασίας. Με άλλα λόγια, η ένταση του ρυθμού ιδιοποίησης από το κεφάλαιο του επιπλέον πλούτου δεν επέτρεψε τη μείωση της ανεργίας. Ταυτόχρονα η απουσία μιας συνεκτικής βιομηχανικής πολιτικής επέτεινε την τάση αποβιομηχάνισης προσθέτοντας χιλιάδες στις λίστες των ανέργων και περιορίζοντας σημαντικά τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας.
Τα πραγματικά ποσοστά της όμως είναι πολύ μεγαλύτερα. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί η ΕΣΥΕ δεν καταμετρά όσους έχουν εργαστεί έστω και μία ώρα την εβδομάδα που προηγείται της έρευνας εργατικού δυναμικού. Ακόμη περισσότερο, στους ανέργους δεν καταγράφονται όσοι παρακολουθούν προγράμματα κατάρτισης ή είναι σε stage, αλλά ούτε και οι 120.000 «κρυφοί» άνεργοι, δηλαδή αυτούς που δεν αναζητούν εργασία όχι γιατί δεν θέλουν αλλά γιατί θεωρούν ότι δεν θα βρουν.
Από την άλλη, η πολιτική απασχόλησης που ακολουθήθηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ, όσο και από την Νέα Δημοκρατία απέτυχε παταγωδώς να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το αντίθετο, το σύνολο των οικονομικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια οδήγησαν στην επιδείνωση των προβλημάτων, αφού στο επίκεντρό τους δεν είχαν την επίτευξη της πλήρους και ποιοτικής απασχόλησης αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαχείριση των αρνητικών συνεπειών της εφαρμοζόμενη νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η ενίσχυση της απασχόλησης ποτέ δεν αποτέλεσε κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, θεωρήθηκε «δευτερεύον μέγεθος», η ανεργία θεωρήθηκε ότι θα έπεφτε «αυτόματα» μέσω της επίτευξης υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Αυτό που συνιστά το πλαίσιο της πολιτικής απασχόλησης στην Ελλάδα τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια είναι ο δημιουργικός συνδυασμός των νεοφιλελεύθερων συνταγών για την αγορά εργασίας (όλο και μεγαλύτερη «ευελιξία») με έναν άκρως πελατειακό μηχανισμό ικανοποίησης αιτημάτων. Έτσι από τη μία στα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση (ΕΣΔΑ) των κυβερνήσεων τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας, που εφαρμόζονται στη χώρα μας από το 1998, κεντρική θέση καταλαμβάνει η ευελιξία της αγοράς εργασίας που επιδιώκεται μέσα από την επέκταση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσω και θεσμικών αλλαγών αλλά και της ανοχής στην επέκταση των παράνομων εργοδοτικών πρακτικών. Ταυτόχρονα έχει καταντήσει παροιμιώδης η παντελής απουσία αξιολόγησης της όποιας πολιτικής απασχόλησης. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης διαφημίστηκαν ευρέως, αλλά ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από εκθέσεις αξιολόγησης (πόσοι άνεργοι βρήκαν δουλειά, πόσοι εργαζόμενοι διατήρησαν την εργασία τους και μετά το πέρας της επιδότηση, πόσοι βρήκαν εργασία μετά το πέρας των σεμιναρίων κατάρτισης κλπ). Με αυτόν τον τρόπο οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης μετατράπηκαν συχνά σε μηχανισμούς απευθείας κάλυψης τμήματος του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις. Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις στη χώρα μας δεν προωθούν πολιτικές αντιμετώπισης, αλλά διαχείρισης της ανεργίας.
Η Ελλάδα παρουσίασε την τελευταία δεκαετία εξαιρετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς να βελτιωθεί ουσιαστικά η κατάσταση της απασχόλησης, χωρίς να μειωθεί η ανεργία, χωρίς να βελτιωθεί η ποιότητα της εργασίας. Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που η Αριστερά υποστήριζε χρόνια, ότι δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση δεν είναι «αταξική», δεν παράγει «αυτόματα» θετικά αποτελέσματα για τον κόσμο της εργασίας. Σημασία επομένως δεν έχει μόνο ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, σημασία έχει και το πώς επιτυγχάνεται αυτή η αύξηση (παραγωγή) και το πώς τα κέρδη, ο επιπλέον πλούτος -που είναι πλούτος κοινωνικός- μοιράζεται στους παραγωγούς του (διανομή). Αποδείχτηκε ότι η πλήρης και ποιοτική απασχόληση, ότι η καταπολέμηση της ανεργίας, δεν πρόκειται να επιτευχθούν «αυτόματα». Η επίτευξή τους προϋποθέτει κοινωνικές αλλαγές, κοινωνικούς συσχετισμούς τέτοιους που θα προκρίνουν σχέσεις παραγωγής και διανομής εις όφελος της εργασίας.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης και των ποιοτικών θέσεων εργασίας πρέπει να ξαναγίνει κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής. Το δικαίωμα σε μια εργασία με αξιοπρεπή μισθό και εργασιακές σχέσεις ισοδυναμεί με το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου. Η εργασία είναι βασικός όρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αποτελεί θεμελιακό δικαίωμα όλων των πολιτών. Ειδικά για τους νέους και τις γυναίκες αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ισοτιμία και χειραφέτησή τους. Η ισχυροποίηση της συνταγματικής επιταγής, με την έννοια ότι η πολιτεία υποχρεούται να εξασφαλίζει την πλήρη και σταθερή εργασία, αποτελεί ουσιώδη στόχο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η δραστική μείωση της ανεργίας και η πλήρης και σταθερή απασχόληση είναι συνυφασμένες με την προώθηση μιας εναλλακτικής στον νεοφιλελευθερισμό πολιτικής με ορίζοντα και κατεύθυνση τον σοσιαλισμό. Στηρίζεται σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θέτει ως προτεραιότητα την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας με βάση τις αρχές της αειφορίας, την εξάλειψη της φτώχειας, τη μείωση των ανισοτήτων και την ίση κατανομή δραστηριοτήτων και πόρων ανάμεσα στις περιφέρειες. Πρόκειται για ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζει και διευρύνει διαρκώς το δημόσιο χώρο και τα αποεμπορευματοποιημένα συλλογικά αγαθά, που εμπεδώνει μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου.
Τέλος, ο αγώνας για την υιοθέτηση μιας πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρό της την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης είναι συνυφασμένος με τον αγώνα για την αλλαγή του συνόλου της οικονομικής πολιτικής, την οριστική εγκατάλειψη του νεοφιλελεύθερου δόγματος της παντοδυναμίας της αγοράς και την υιοθέτηση οικονομικών πολιτικών που θα προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την κοινωνική ευημερία και όχι τα ιδιωτικά κέρδη. Στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρης απασχόληση, δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση της ποιότητας της εργασίας, δεν μπορεί να υπάρξει μείωση την ανεργίας. Δεν μπορεί να υπάρξει γιατί η νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και πολιτική ρητά απορρίπτουν το στόχο της πλήρους απασχόλησης, ασχέτως του τι μπορεί να λένε για πολιτική κατανάλωση οι πολιτικοί της υποστηρικτές.
Η πλήρης απασχόληση όμως θα είναι «κολοβή» εάν δεν συνοδεύεται από ποιοτική απασχόληση. Με τον όρο ποιοτική απασχόληση εννοούμε θέσεις εργασίας που εξασφαλίζουν:
Την καλή φυσική κατάσταση και υγεία των εργαζομένων τόσο κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, όσο και μετά.
Τη δημοκρατική συμμετοχή των εργαζομένων, την προστασία και διεύρυνση των δικαιωμάτων τους.
Την κατοχύρωση ενός ύψος μισθού που θα εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές όριο διαβίωσης.
Την δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου από την βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας είτε μέσω της αύξησης των μισθών, είτε μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας.
Την ενίσχυση της δημιουργίας θέσεων πλήρους απασχόλησης και τον ουσιαστικό περιορισμό των ευέλικτων μορφών εργασίας με στόχο την κατάργησή τους.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας απαιτείται η υιοθέτηση μιας πολιτικής για την παραγωγική αναβάθμιση η οποία θα επιτρέψει και θα στοχεύει στην πλήρη απασχόληση. Η πολιτική της ριζικής ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης οφείλει να εκσυγχρονίσει, υπό τον σαφή έλεγχο περιβαλλοντικών κριτηρίων, τις παραγωγικές διαδικασίες στη βιομηχανία, στη βιοτεχνία, στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στις κατασκευές, να προχωρήσει στην αναζωογόνηση της υπαίθρου και να συνδέσει τον ποιοτικά αναβαθμισμένο και περιβαλλοντικά φιλικό τουρισμό με τις παραγωγικές δραστηριότητες. Η πολιτική αυτή οφείλει να προβεί σε γενναίες επενδύσεις στην παιδεία, στην έρευνα και στον πολιτισμό εντοπίζοντας παράλληλα τις εστίες συγκριτικού πλεονεκτήματος για τη χώρα μας (βλ. αναλυτικά Στόχους 13,15 και 16). Παράλληλα αυτή η πολιτική πρέπει να υποστηριχτεί από τις αναγκαίες αλλαγές στο φορολογικό σύστημα (βλ. Στόχο 19), την περιφερειακή πολιτική (βλ. Στόχο 14), την κοινωνική πολιτική (βλ. Στόχους 3, 6, 9, 17).
Ενίσχυση και αναδιάρθρωση του Προγράμματος των Δημοσίων Επενδύσεων, με έμφαση στις κοινωνικές υποδομές και την στήριξη της απασχόλησης. Πρέπει άμεσα να ανατραπεί η τάση «ιδιωτικοποίησης» του ΠΔΕ (που προωθείται με τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα). Στόχος η αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού της χώρας και η διαμόρφωση σύγχρονων υπηρεσιών με γνώμονα και την αύξηση της απασχόλησης.
Καθιέρωση ρήτρας απασχόλησης και ρήτρας για την τήρηση της εργατικής, ασφαλιστικής και συνδικαλιστικής νομοθεσίας, ως ουσιαστικά πρόσθετα κριτήρια στην ανάθεση των δημόσιων έργων και προμηθειών.
Να επανασυνδεθούν τα αναπτυξιακά κίνητρα που δίνονται από το κράτος για τη στήριξη επενδυτικών σχεδίων με την υποχρέωση των επενδυτών για δημιουργία συγκριμένων νέων θέσεων εργασίας.
Οι μετοχοποιήσεις - ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών έχουν ως συνέπεια, πέραν των άλλων, την απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Διεκδικούμε να σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι απελευθερώσεις των αγορών σε στρατηγικής σημασίας κλάδους της οικονομίας. Να επανέλθουν στον δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο οι επιχειρήσεις στρατηγικής, κοινωνικής και μεγάλης οικονομικής σημασίας και ν' αναδιοργανωθούν στη βάση της αξιοκρατίας, της οικονομικής και κοινωνικής αποδοτικότητας, πέρα και έξω από κομματικές, πελατειακές σχέσεις και σχέσεις εξυπηρέτησης ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων (βλέπε Στόχους 11 και 13). Ένας σύγχρονος, διευρυμένος, αποδοτικός και δημοκρατικός δημόσιος τομέας της οικονομίας υπό κοινωνικό έλεγχο μπορεί να δώσει μια νέα ώθηση στην αύξηση της απασχόλησης, της συνολικής ανάπτυξης και της διαμόρφωσης νέων προωθημένων εργασιακών σχέσεων.
Αναδιάρθρωση των Κοινοτικών πλαισίων στήριξης και αποτελεσματική αξιολόγησή τους, ώστε ν' αυξηθεί όχι μόνο η απορροφητικότητα αλλά και η κοινωνική τους αποδοτικότητα με κεντρικό προσανατολισμό την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Αποτελεσματική αξιοποίηση και αξιολόγηση των κοινοτικών και εθνικών πόρων που κατευθύνονται στο ανθρώπινο δυναμικό με στόχο την παροχή αξιόπιστης, σύγχρονης και αποτελεσματικής κατάρτισης που θα έχει αντίκρισμα στην εξεύρεση απασχόλησης.
Στήριξη της έρευνας, της τεχνολογίας και της βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων στο δημόσιο, στον κοινωνικό και στον ιδιωτικό τομέα.
Η κρίση της απασχόλησης, που δημιουργείται λόγω της ραγδαίας αύξησης της παραγωγικότητας με τη μαζική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων. Μπορεί όμως να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με την μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών.
Παρά το μύθο ότι «οι Έλληνες εργάζονται λίγο», σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παρουσιάζει τον υψηλότερο εργάσιμο χρόνο στην Ευρώπη με βάση το νόμιμο ετήσιο ωράριο εργασίας πλήρους απασχόλησης (1820 ώρες έναντι 1690 της ΕΕ των 15 και 1760 της ΕΕ των 27, συμπεριλαμβανομένων του συμβατικού χρόνου της εβδομαδιαίας εργασίας, των ετήσιων αδειών και των αργιών). Επιπλέον, η χώρα μας παρουσιάζει και από τα υψηλότερα μεγέθη πραγματικού χρόνου εργασίας στον οποίο συνυπολογίζεται η υπερωριακή απασχόληση (είμαστε στη δεύτερη θέση με 42 ώρες την εβδομάδα μετά τη Βρετανία). Αν προσθέσει κανείς τις υπερβάσεις στο ωράριο, που συχνά δεν αμείβονται σύμφωνα με τα νόμιμα, το φαινόμενο αυτό παίρνει πολύ μεγάλες διαστάσεις.
Ο υψηλός πραγματικός εργάσιμος χρόνος οφείλεται τόσο στην πολιτική πολλών επιχειρήσεων, που αξιοποιούν το θεσμό της υπερεργασίας -επιβάλλοντας ουσιαστικά υποχρεωτικό 9ωρο- και των υπερωριών όσο και στο γεγονός ότι μεγάλη κατηγορία των εργαζομένων αποδέχεται και επιδιώκει την υπερωριακή απασχόληση προκειμένου να ενισχύσει τα ήδη χαμηλά της εισοδήματα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το εκτεταμένο φαινόμενο της πολυαπασχόλησης, αφού σύμφωνα με έρευνες το 20% των εργαζομένων κάνει περισσότερες από μία δουλειές, για βιοποριστικούς λόγους.
Η πολιτική για το χρόνο εργασίας θα πρέπει να είναι μέρος ενός γενικότερου σχεδιασμού, που θα συμβάλλει αφενός στη δικαιότερη πρωτογενή κατανομή του παραγόμενου πλούτου και αφετέρου στην αύξηση της απασχόλησης και στην καταπολέμηση της ανεργίας. Αυτός ο στόχος δεν είναι συμβατός με μια πολιτική συμπίεσης του εργασιακού κόστους (η οποία ενισχύεται από τα μέτρα για ελαστικοποίηση του ωραρίου, ευέλικτες διευθετήσεις μέχρι και 72 ώρες την εβδομάδα, μείωση του κόστους των υπερωριών κλπ).
Σε αυτή την κατεύθυνση προτείνουμε:
Θέσπιση 35ωρης εβδομαδιαίας εργασίας (5ήμερο-7ωρο), χωρίς ελαστικές διευθετήσεις και χωρίς μείωση των αποδοχών, στοιχείο που συνεπάγεται την ουσιαστική αύξηση των μισθών και του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων ενώ παράλληλα συντελεί στην εναρμόνιση επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των ζευγαριών. Άμεση εφαρμογή του μέτρου στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο δημόσιο τομέα και σταδιακή -μετά από κατάλληλη προετοιμασία- εφαρμογή και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Ειδική μέριμνα πρέπει να παρθεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αύξηση του κόστους της υπερεργασίας και των υπερωριών, ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά και να ευνοείται η πραγματοποίηση νέων προσλήψεων.
Κατάργηση του Ν. 3385/05 της ΝΔ και των νόμων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ αναφορικά με τα χρονικά όρια εργασίας και τις ευέλικτες διευθετήσεις του ωραρίου.
Μείωση του ετήσιου χρόνου εργασίας μέσω της αύξησης των ημερών άδειας.
Στη μείωση της ανεργίας η τεκμηρίωση δικαιώματος σύνταξης για όλους τους εργαζόμενους στα 35 χρόνια εργασίας και ασφάλισης χωρίς όριο ηλικίας και στα 30 χρόνια για τους εργαζόμενους στα χαρακτηρισμένα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Οι πολιτικές επιδότησης των νέων θέσεων εργασίας έχουν μετεξελιχθεί σε μόνιμα σχήματα επιδότησης του κόστους εργασίας των εργοδοτών, με εξαιρετικά περιορισμένα αποτελέσματα ως προς τη δημιουργία μόνιμης και σταθερής απασχόλησης. Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι ότι μόλις το 1/3 των ανέργων απασχολείται μετά τη λήξη των επιδοτήσεων (ένα ποσοστό των οποίων θα εργαζόταν ακόμα και αν δεν υπήρχαν οι επιδοτήσεις). Πολλές φορές το ένα πρόγραμμα απασχόλησης αναιρεί το άλλο (προγράμματα τοπικών πρωτοβουλιών απασχόλησης και συμβατικά προγράμματα επιδότησης της απασχόλησης). Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θεωρούν ως κεκτημένο δικαίωμα και υποχρέωση της κοινωνίας την επιδότησή τους προκειμένου να προβούν σε προσλήψεις. Συχνά, οι επιδοτούμενοι άνεργοι (μέσω προγραμμάτων κατάρτισης ή απόκτησης εργασιακής εμπειρίας) λειτουργούν ως υποκατάστατα της κανονικής απασχόλησης, ενώ βέβαια γύρω από τα διάφορα προγράμματα βρίσκουν έδαφος οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα «μεσολαβητών» (ΚΕΚ, σύμβουλοι και γραφεία απασχόλησης, πολιτευτές κ.ά.), οι οποίοι οικειοποιούνται μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών για την αντιμετώπιση της ανεργίας.
Αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Καταρχάς απαιτείται να δημοσιεύεται από τον ΟΑΕΔ τακτική ετήσια έκθεση με το ακριβές ύψος των θέσεων εργασίας που επιδοτήθηκαν, καθώς και να διενεργούνται μελέτες ανά δύο χρόνια που στόχο θα έχουν την αξιολόγηση κάθε συγκεκριμένου προγράμματος.
Σε κάθε περίπτωση τα μέτρα επιδότησης της απασχόλησης (είτε η επιδότηση αφορά την πρόσληψη, είτε τον μισθό) πρέπει να είναι αυστηρά στοχευμένα και να αφορούν περιοχές με έντονο πρόβλημα ανεργίας, κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα πρόσβασης στην αγορά εργασίας και επιχειρήσεις που για κοινωνικούς λόγους πρέπει να βοηθηθούν στο να διατηρήσουν το ύψος της απασχόλησης. Επίσης τα σχετικά προγράμματα πρέπει να ενσωματώνουν αυστηρές ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις έτσι ώστε οι τελευταίες να μην μετακυλήσουν το κόστος εργασίας στα δημόσια ταμεία.
Οι τεχνολογικές αλλαγές μεταβάλλουν τα παραγωγικά προτσές και δημιουργούν την ανάγκη διαρκούς αναβάθμισης των γνώσεων και δεξιοτήτων των εργαζομένων. Η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση μπορεί και πρέπει να καλύψει αυτή την ανάγκη. Ο ρόλος όμως που διαδραματίζει συνυφαίνεται με τη συνολική κατάσταση και τις εμπεδωμένες στη χώρα κατεστημένες δομές και νοοτροπίες.
Στην Ελλάδα η δημόσια αρχική επαγγελματική εκπαίδευση ακολούθησε μια πορεία πολύπλευρης υποβάθμισης και αντίθετα ενισχύθηκε η Συνεχιζόμενη Κατάρτιση. Ο θεσμός αυτός συνδέθηκε πρωταρχικά με την προσφορά κοινοτικών πόρων και δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής εθνικής πολιτικής που να απαντά στις ανάγκες των παραγωγικών οργανισμών και των εργαζομένων - ανέργων. Έτσι προσέλαβε χαρακτηριστικά υποκατάστασης των πολιτικών προστασίας από την ανεργία, επιδότησης επιχειρήσεων, πελατειακών εξυπηρετήσεων και προσπορισμού πόρων με τη δικαιολογία της με κάθε τρόπο απορρόφησης.
Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων από τις αρμόδιες υπηρεσίες είναι συχνά υποτυπώδης αφού δεν υπάρχουν ουσιαστικοί μηχανισμοί καταγραφής των εκπαιδευτικών αναγκών. Οι ενέργειες αναπτύσσονται χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχουν πολιτικές και μέτρα «καθολικού χαρακτήρα» προς τις ομάδες του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να έχουν ένα επικουρικό και αποσπασματικό χαρακτήρα. Τα προγράμματα κατάρτισης έχουν συχνά απλά επιμορφωτικό χαρακτήρα και αδύναμη αντιστοίχηση με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, ενώ δε συνδέονται ούτε με τις άλλες πολιτικές απασχόλησης ούτε με ένα αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα.
Αρκετές δομές συνεχιζόμενης κατάρτισης βρίσκονται σε μη ικανοποιητικό επίπεδο ενώ με καθυστέρηση πολλών χρόνων προχώρησαν οι διαδικασίες πιστοποίησης εκπαιδευτών και ορισμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η πρακτική άσκηση σε επιχειρήσεις που υλοποιείται στο πλαίσιο προγραμμάτων κατάρτισης. Μάλιστα συχνά το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων προκαλείται όχι για την προετοιμασία ανθρώπινου δυναμικού με το οποίο θα δημιουργήσουν μια σταθερή σχέση εργασίας, αλλά για τη συμμετοχή τους στα κέρδη από την κατάρτιση. Η παρέμβαση των υπηρεσιών του κράτους εξαντλείται σε ζητήματα διαχείρισης και διάθεσης πόρων, τυπικής γραφειοκρατικής παρακολούθησης χωρίς να αναπτύσσονται θεσμοί και μηχανισμοί ουσιαστικού ελέγχου, αξιολόγησης των αποτελεσμάτων, ανατροφοδότησης και αναπροσαρμογής των διαφόρων δράσεων.
Το όλο σύστημα, όπως και σε άλλους τομείς στους οποίους το δημόσιο λαμβάνει υπηρεσίες από αναδόχους (ιδιώτες, επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα και φορείς των κοινωνικών εταίρων) λειτουργεί περισσότερο προσανατολισμένο προς την αναπαραγωγή και ενίσχυση των εμπλεκομένων στις διαδικασίες παρά προς την κάλυψη της ανάγκης αναβάθμισης των προσόντων των ωφελούμενων.
Εμείς ως ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκουμε η επαγγελματική κατάρτιση να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση της ικανότητας και της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων στις σημερινές συνθήκες αλλά και για την κατάκτηση εκ μέρους τους ενός διευρυμένου και ισχυρού ρόλου στα σύγχρονα παραγωγικά και κοινωνικά προτσές στην προοπτική μιας νέας Ελλάδας που παράγει και δημιουργεί.
Παράλληλα επιδιώκουμε η επαγγελματική κατάρτιση να συμβάλλει στην ενίσχυση της απασχόλησης (στο βαθμό που αυτή συνδέεται με την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων), να απαντά στην πρόκληση της μετακίνησης στη διάρκεια της εργασιακής ζωής και στην ανάγκη οι εργαζόμενοι «να μάθουν πώς να μαθαίνουν» και να έχουν δεύτερες ευκαιρίες για την απόκτηση προσόντων ή τη «διαπίστευση» των δεξιοτήτων που διαθέτουν ανεξάρτητα από τη «μαθησιακή πορεία» που ακολούθησαν.
Είναι απαραίτητο λοιπόν να υπάρξει ένα νέο σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης, σε σύνδεση με την προοπτική της παραγωγικής αναβάθμισης της χώρας την εποχή των διεθνοποιημένων δραστηριοτήτων.
Ένα τέτοιο σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει τον εθνικό σχεδιασμό με το κράτος να παρέχει κατευθύνσεις - στόχους - συντονισμό, την παρακολούθηση των αλλαγών στην οικονομία και τα επαγγέλματα και την αντίστοιχη αναμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την εξειδίκευση σε συνάρτηση με κλαδικές και τοπικές αναπτυξιακές πολιτικές, την ουσιαστική εθνική χρηματοδότηση και την μέγιστη δυνατή ενημέρωση αλλά και αντικειμενική επιλογή των ωφελούμενων. Βασική προϋπόθεση είναι η αναβάθμιση και ο επαναπροσανατολισμός του ρόλου της δημόσιας αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο συντονισμός αυτής με τις άτυπες μορφές κατάρτισης ,στο πλαίσιο της δημιουργίας πλαισίου διά βίου μάθησης. Οι επιμέρους πολιτικές πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους μέσω μιας «αλυσίδας» ενεργειών, όπως ο επαγγελματικός προσανατολισμός, η συμβουλευτική υποστήριξη στην εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή και τα ολοκληρωμένα προγράμματα για τη μετάβαση των νέων στην παραγωγή, την υποστήριξη γυναικών και ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας να επανακάμψουν παραγωγικά και την υποστήριξη ειδικών κοινωνικών ομάδων.
Η ποιότητα της παρεχομένης επαγγελματικής κατάρτισης πρέπει να βελτιωθεί μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης των προϋποθέσεων πιστοποίησης και την ενίσχυση του ελέγχου της λειτουργίας των ΚΕΚ, την υποχρέωση της πιστοποίησης όλων των φορέων που παρέχουν κατάρτιση, την πιστοποίηση με ευέλικτο τρόπο και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε σύνδεση με τις εξελίξεις των επαγγελμάτων, τη διαρκή εκπαίδευσης των εκπαιδευτών και των στελεχών υλοποίησης, τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος «συνεχούς παρακολούθησης» ώστε να αντιμετωπίζονται προβλήματα και αποκλίσεις).
Ειδικοί δείκτες πρέπει να τεθούν για τον έλεγχο και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων συμπεριλαμβανομένου και αυτού της απόκτησης σταθερής σχέσης εργασίας και προώθησης στην απασχόληση των ωφελούμενων. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να υπάρξει αναβάθμιση της λειτουργίας των ΚΠΑ αλλά και ταυτόχρονα, υπό την εποπτεία του ΟΑΕΔ, διεύρυνση των φορέων στήριξης των ανέργων για την προώθησης τους στην απασχόληση .
Οι δυνατότητες δια βίου μάθησης
θα πρέπει ενισχύονται μέσω της παροχής
των αναγκαίων προϋποθέσεων (π.χ. προσαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων, παροχή
εκπαιδευτικής άδειας) και στον ιδιωτικό τομέα.
Ειδική μέριμνα τέλος θα δοθεί στους απασχολούμενους στις μικρές επιχειρήσεις δεδομένου ότι εκεί προσδιορίζονται οι σημαντικότερες ανάγκες κατάρτισης, αλλά ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα προβλήματα.
Τα προγράμματα stage και ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν αποτελούν ένα όνειδος για την ελληνική πολιτεία. Τα προγράμματα αυτά μετεξελίχθηκαν αφενός σε δομές εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων (όσον αφορά τους εργαζόμενους stage στο δημόσιο), αφετέρου σε μηχανισμούς κάλυψης θέσεων εργασίας με μειωμένα ασφαλιστικά, μισθολογικά, συνδικαλιστικά δικαιώματα (όσον αφορά τον ιδιωτικό τομέα). Η ύπαρξη σήμερα περίπου 80.000 εργαζόμενων σε stage αποτελεί ντροπή για την ελληνική κοινωνία. Η κατάσταση αυτή πρέπει να αλλάξει άμεσα.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κατάργηση του θεσμού του stage και ο προσανατολισμός των σχετικών πόρων σε προγράμματα μαθητείας όπου:
Η μέγιστη διάρκειά τους θα κυμαίνεται 3 έως 8 μήνες αναλόγως του ειδικού αντικειμένου της μαθητείας. Για παράδειγμα η «μαθητεία» σε μια καφετέρια δεν μπορεί να διαρκεί το ίδιο με την μαθητεία σε ένα επιπλοποιείο.
Οι συμμετέχοντες σε αυτά τα προγράμματα θα αμείβονται με τον κατώτατο μισθό που προβλέπει είτε η συλλογική, είτε η κλαδική, είτε η επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας (επιλέγοντας το υψηλότερο πάντα ποσό) με όλες τις νόμιμες προσαυξήσεις (πτυχίο, γλώσσες, επίδομα υπολογιστή κλπ).
Για τα προγράμματα διάρκειας 8 μηνών ο εργοδότης θα συμμετέχει στο κόστος εργασίας τουλάχιστον κατά 35%,
Για να δουλέψεις σήμερα στην Ελλάδα πρέπει να είσαι άνδρας, μεταξύ 28-40 ετών και αρτιμελής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να ανήκεις στο 35% του εργατικού δυναμικού. Ομάδες του πληθυσμού όπως οι γυναίκες, οι νέοι, οι ανάπηροι, οι μακροχρόνια άνεργοι αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα στην πρόσβαση στην απασχόληση τα οποία ουδόλως έχουν αντιμετωπιστεί. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ακόμη και σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης αυτές οι ομάδες του πληθυσμού αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα πρόσβασης στην αγορά εργασίας και εξεύρεσης σταθερής και ποιοτικής απασχόλησης. Η εμπειρία έχει επίσης δείξει ότι τα κίνητρα στις επιχειρήσεις όταν δεν συνοδεύονται και από υποχρεωτικές για αυτές ρυθμίσεις δεν λειτουργούν. Σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει:
Τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων ώστε να ανακοπεί η τάση μεταξύ των εργοδοτών να μην προσλαμβάνουν γυναίκες. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να εξεταστεί και το ενδεχόμενο της επιβολής ποσόστωσης για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Για επιχειρήσεις με περισσότερους από 100 εργαζόμενους την ύπαρξη ποσόστωσης για άτομα με αναπηρία ίση με το αντίστοιχο ποσοστό άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Υποχρεωτική διαμόρφωση των απαραίτητων υποδομών πρόσβασης των ΑμεΑ σε όλους τους χώρους της επιχείρησης, για κάθε επιχείρηση που απασχολεί πάνω από 50 εργαζόμενους. Για τις μικρότερες επιχειρήσεις θα πρέπει να υπάρξουν και οι σχετικές επιδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η επιδίωξη και επίτευξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης, εκτός των εθνικών πολιτικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους αγώνες που πρέπει να αναπτυχθούν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα με στόχο:
Την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την προώθηση μιας νέας Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, την Κοινωνική Προστασία και την Απασχόληση.
Τη σταδιακή αύξηση του Κοινοτικού Προϋπολογισμού στο 5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της ΕΕ, με κύριο στόχο τη χρηματοδότηση, με βάση και τις νέες ανάγκες της διεύρυνσης της ΕΕ, της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης των χωρών μελών, τη συνολική ανάπτυξη και διεύρυνση της απασχόλησης στην ΕΕ.
Την αποκατάσταση της ενότητας της νομισματικής με την δημοσιονομική πολιτική και την ανάδειξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης σε έναν από τους βασικούς άξονες της οικονομικής πολιτικής.
Τη διαμόρφωση ενός Ευρωπαϊκού Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων, που θα χρηματοδοτηθεί με ευνοϊκούς όρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ίσου προς το 1% του Κοινοτικού ΑΕΠ, με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην ΕΕ.
Την έναρξη μιας διαδικασίας μετατροπής της οικονομίας των εξοπλισμών σε οικονομία της ειρήνης, δηλαδή τη σταδιακή μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών και τη διάθεση αυτών των πόρων υπέρ του κοινωνικού τομέα της οικονομίας.
Τη σταδιακή καθιέρωση -στην κατεύθυνση της προς τα πάνω σύγκλισης- ελάχιστων επιπέδων κοινωνικών παροχών, εργασιακών δικαιωμάτων και μισθολογικών απολαβών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προσαρμοσμένων στο επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κάθε κράτους-μέλους σε σχέση με το μέσο Κοινοτικό όρο. Η διατήρηση και ενίσχυση των σημερινών κοινωνικών, εργασιακών και μισθολογικών εγγυήσεων σε όσες χώρες έχουν πετύχει σ' αυτούς τους τομείς επίπεδα ανώτερα από τα ελάχιστα που θα καθιερωθούν. Στόχος της προσπάθειας είναι η αποτροπή του «κοινωνικού ντάμπιγκ», η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και της φτώχειας.
Καθιέρωση των 35 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας, χωρίς μείωση των αποδοχών ή περαιτέρω διεύρυνσης της ελαστικότητας της εργασίας, σε όλες τις χώρες μέλη της ΕΕ, με προοπτική την περαιτέρω μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας άνευ μείωσης των αποδοχών. Παράλληλα είναι απαραίτητο να ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέτρα για τον δραστικό περιορισμό των άτυπων, επισφαλών και ευέλικτων εργασιακών σχέσεων.
Για τις επιχειρήσεις που μετεγκαθίστανται σε χώρες μικρότερου εργασιακού κόστους ή χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών να θεσπιστεί μια πανευρωπαϊκή-διεθνής φορολόγηση, οι πόροι της οποίας να χρησιμοποιηθούν για την άμβλυνση των αρνητικών οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών.
Απόσυρση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την απελευθέρωση των υπηρεσιών (Οδηγία Μπολκενστάιν) και της Οδηγίας για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που προβλέπει αύξηση του ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα το 2008 διαμορφώθηκε στο 7,2% του εργατικού δυναμικού, ακολουθώντας πτωτική πορεία από το 2004. Όμως η μείωση αυτή, που τόσο διαφημίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, δεν οφείλεται μόνο στους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και στα προγραμμάτων «στήριξης της επιχειρηματικότητας» την προηγούμενη περίοδο, αλλά και στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του εργατικού δυναμικού και στην αύξηση της παραγωγής με υψηλότερο ρυθμό από τον αντίστοιχο της παραγωγικότητας της εργασίας. Όσον αφορά τους ανέργους, με βάση τα στοιχεία του 2006:
Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων είναι εξαιρετικά υψηλό (57,5% του συνόλου των ανέργων), χωρίς να παρουσιάζει διαχρονικά τάσεις μείωσης.
60,1% των ανέργων είναι νέοι έως 34 ετών.
Για το 77,1% των ανέργων η κύρια πηγή συντήρησης είναι τα άλλα άτομα του νοικοκυριού. Μόλις 8,9% των ανέργων δηλώνει ως κύρια πηγή συντήρησης τα πάσης φύσης επιδόματα και βοηθήματα.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανέργων αναζητεί εργασία μέσω «άτυπων» διαδικασιών. (90,2% απευθύνθηκε σε συγγενείς και φίλους, 88,3% σε εργοδότες, 63,8% ήρθε σε επαφή με δημόσιο γραφείο εύρεσης εργασίας και 9% απευθύνθηκε σε ιδιωτικό γραφείο εύρεσης εργασίας
Μόλις 14,8% των ανέργων παίρνουν επίδομα ανεργίας
33,1% των ανέργων είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Οι γυναίκες εμφανίζονται σε δυσμενέστερη θέση σε όλες τις κατηγορίες
Σήμερα, υπάρχουν πάνω από 65.000 ηλικιωμένοι (άνδρες άνω των 60 ετών και γυναίκες άνω των 55 ετών) άνεργοι μακράς διάρκειας που δεν έχουν τη δυνατότητα να ξαναβρούν εργασία και επομένως δεν μπορούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Υπάρχουν επίσης, οι 250.000 μακροχρόνια άνεργοι, που η επιδότησή τους, για όσους τη δικαιούνται, σταματά στους 12 μήνες και οι οποίοι μετά δεν έχουν καν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οι απολύσεις στην Ελλάδα δε είναι αιτιολογημένες στον ιδιωτικό τομέα σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου έχουν αιτιολογημένο χαρακτήρα (π.χ. Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία). Επίσης διατηρείται η αναχρονιστική διάκριση στο καθεστώς αποζημίωσης στις απολύσεις ανάμεσα στους υπαλλήλους και τους εργάτες. Τέλος δεν προβλέπεται αποζημίωση στην περίπτωση παραίτησης του εργαζόμενου γεγονός που ωθεί συχνά σε πρακτικές «οικειοθελούς» παραίτησης των εργαζομένων μετά από πιεστικούς εξαναγκασμούς από τους εργοδότες.
Στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων η Ελλάδα παρουσιάζει μεν χαμηλό όριο για τις επιχειρήσεις άνω των 200 εργαζομένων (2%) σε σύγκριση με το υψηλότερο όριο που συναντάται σε άλλες χώρες. Το πλαίσιο αυτό παρουσιάζεται ως «ιδιαίτερα προστατευτικό» υποκαθιστώντας το έλλειμμα του κοινωνικού κράτους για την προστασία και επιδότηση των ανέργων αλλά η πραγματικότητα δεν περιορίζεται σε αυτές τις διαπιστώσεις. Και αυτό γιατί στις επιχειρήσεις από 20-199 εργαζόμενους οι ελεύθερες απολύσεις δεν αφορούν το 2% του προσωπικού αλλά φθάνουν μέχρι και το 20%. Επιπλέον για τις επιχειρήσεις κάτω από 20 εργαζόμενους (άνω του 95% των επιχειρήσεων) δεν ισχύει ο θεσμός των ομαδικών απολύσεων και κατά συνέπεια οι απολύσεις είναι ελεύθερες. Τέλος, οι εργαζόμενοι σε περίπτωση μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το κλείσιμο βιώσιμης επιχείρησης, είναι ουσιαστικά απροστάτευτοι από την πολιτική αναζήτησης φθηνού εργατικού δυναμικού και μεγάλης κερδοφορίας για τους εργοδότες.
Η προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις είναι περιορισμένη τόσο λόγω του αναιτιολόγητου χαρακτήρα της καταγγελίας των συμβάσεων που οδηγεί σε αυθαιρεσίες του εργοδότη που καταλήγουν μέχρι και την εξαναγκαστική παραίτηση. Επί πλέον η απουσία του θεσμού των ομαδικών απολύσεων στη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων ενισχύει τη δυνατότητα μαζικών απολύσεων στις μικρές επιχειρήσεις. Η ελλιπής μάλιστα προστασία των ανέργων στο πεδίο της επιδότησης (αυστηρές προϋποθέσεις επιδότησης, χαμηλό ύψος, χαμηλή διάρκεια που αποκλείει τους μακροχρόνια ανέργους) αλλά και οι αναποτελεσματικές πρακτικές των αποκαλούμενων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, κίνητρα σε εργοδότες για προσλήψεις, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, εκσυγχρονισμός του ΟΑΕΔ) οδηγούν περισσότερο στην επιδότηση των επιχειρήσεων με προσωπικό χαμηλού κόστους κατά τη διάρκεια ισχύος των μέτρων, και στην εξυπηρέτηση ενός ευρέος δικτύου ωφελούμενων από τις πολιτικές περί την κατάρτιση πέραν της ουσιαστικής στήριξης των ανέργων αφού μόλις το 10% των καταρτιζόμενων καταλαμβάνει θέσεις εργασίας συναφείς με το αντικείμενο της κατάρτισης.
Το όλο αυτό πλαίσιο καθιστά αντεργατική οποιαδήποτε επιδίωξη κυβέρνησης και εργοδοτών για περαιτέρω απελευθέρωσης των απολύσεων με αντιστάθμισμα ένα ασαφές και αβέβαιο πλαίσιο ασφάλειας κατά τα πρότυπα χωρών του Βορρά (π.χ. Δανία, Ολλανδία) όπου το κοινωνικό κράτους παρουσιάζει υψηλή προστασία και ενισχυμένες δομές απέναντι στην ελλειμματική του παρουσία που χαρακτηρίζει το ελληνικό παράδειγμα.
Είναι σαφές ότι η ανεργία πρέπει να αντιμετωπιστεί με την προώθηση αναπτυξιακής πολιτικής, με την εφαρμογή του 35ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών, με την καλύτερη σύνδεση της επαγγελματικής κατάρτισης με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και με την ανασυγκρότηση του ΟΑΕΔ. Παρά ταύτα υπάρχει ανάγκη να αναπτυχθεί και μια πολιτική για όσους και όσες εξακολουθούν και πάλι να παραμένουν άνεργοι ή αδυνατούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότησή τους, όταν συμπληρώνουν τα προβλεπόμενα όρια ηλικίας, λόγω πρότερων μακρών διαστημάτων ανεργίας τους, καθώς και για εκείνες τις ευάλωτες ομάδες των εργαζομένων που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές αλλαγές και σπρώχνονται στο περιθώριο, τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Η αλλαγή πλεύσης απέναντι στην εκτεταμένη ανασφάλεια των εργαζομένων και την απειλή της ανεργίας παράλληλα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Η ενίσχυση της προστασίας από τις απολύσεις και της προστασίας των ανέργων με όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης και αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης στην απασχόληση με συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας αποτελεί τον βασικό προσανατολισμό των παρεμβάσεων που κρίνονται αναγκαίες.
Παράλληλα, βέβαια, τίθεται και το ζήτημα της εφαρμογής της υφιστάμενης εργατικής νομοθεσίας, η οποία παραβιάζεται καθημερινά από μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία, περισσότερο από ποτέ, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών προκειμένου να εκπληρώσουν το ρόλο που τους έχει ανατεθεί (βλέπε Στόχο 5).
Για την αλλαγή της σημερινής κατάστασης προτείνουμε:
Καθιέρωση του αιτιολογημένου χαρακτήρα των απολύσεων για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα.
Αναγνώριση του δικαιώματος στην αποζημίωση για κάθε μορφή καταγγελίας των συμβάσεων συμπεριλαμβανομένης και της παραίτησης του εργαζόμενου.
Άρση της διάκρισης στην αποζημίωση απόλυσης μεταξύ εργατών και υπαλλήλων και εξομοίωση με το ύψος των υπαλλήλων, που στην παρούσα φάση της κρίσης πρέπει να διπλασιαστεί ως ένα πρόσθετο εμπόδιο προσφυγής των επιχειρήσεων στην απόλυση εργαζομένων.
Ριζική μείωση του ορίου των ομαδικών απολύσεων για τις επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 έως 199 εργαζόμενους.
Να θεσπιστεί όριο απολύσεων για τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους.
Καθιέρωση μορφών εκπροσώπησης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις άνω των 5 εργαζομένων για τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες διαβούλευσης.
Καταβολή του επιδόματος ανεργίας για 5 χρόνια, χωρίς περιορισμούς ως προς τον χρόνο απασχόλησης πριν από την απόλυση
Αύξηση του επιδόματος ανεργίας ώστε να ανέρχεται στο 75% του τεκμαρτού μισθού ανάλογα με τα χρόνια ασφάλισης με ελάχιστο το 80% του κατώτατου μισθού. Χορήγηση στους εισερχόμενους για πρώτη φορά στην μισθωτή εργασία (νέους και μεγαλύτερους σε ηλικία) βοηθήματος ίσου με το σημερινό ύψος του επιδόματος εφ' όσον εγγράφονται στον ΟΑΕΔ και δεν τους εξασφαλίζεται, εντός δύο μηνών εργασία σύμφωνη με τα προσόντα τους.
Επέκταση της χορήγησης του επιδόματος ανεργίας για την κάλυψη των μακροχρόνια ανέργων (μέχρι 5 χρόνια).
Επέκταση της χορήγησης του εποχικού επιδόματος που δίνει ο ΟΑΕΔ σε όλους τους εποχικά εργαζόμενους.
Ο χρόνος ανεργίας να ασφαλίζεται για σύνταξη και υγεία.
Φορολογική απαλλαγή του συνόλου των ατομικών δαπανών για επαγγελματική κατάρτιση των ανέργων και των εργαζομένων.
Εξασφάλιση των προϋποθέσεων για ένταξη σε καθεστώς προσυνταξιοδότησης των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας άνω των 50 ετών ή εναλλακτικά διασφάλιση της απασχόλησής τους μέσω ειδικών προγραμμάτων σε τομείς ποιότητας ζωής, κοινωνικές υπηρεσίες, περιβάλλοντος, στο δημόσιο, στους Δήμους και στις Νομαρχίες.
Υποχρεωτική κάλυψη από τις επιχειρήσεις των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που απολύουν, εφόσον είναι μεγαλύτεροι των 55 ετών, για περίοδο μέχρι 5 χρόνια εφόσον γι' αυτό το διάστημα παραμένουν άνεργοι.
Ειδικά προγράμματα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, επαγγελματικής κατάρτισης ή αυτοαπασχόλησης για τις γυναίκες. Προώθηση μέτρων για την συμφιλίωση της οικογενειακής ζωής και της εργασίας τους (ενίσχυση δικτύου παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών, γονικές άδειες, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, υποδομές κοινωνικής φροντίδας για ηλικιωμένους, παιδιά και πολίτες με αναπηρίες κλπ)
Χορήγηση κάρτας απεριόριστων διαδρομών στα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς στους ανέργους καθώς και εκπτωτικής πολιτιστικής κάρτας για την ψυχαγωγία τους.
Αναστολή της πληρωμής δόσεων στεγαστικών δανείων και επιδότηση ενοικίου στους ανέργους καθώς και απαλλαγή με τη συνδρομή του κράτους του 50% των λογαριασμών τους για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Αυξημένη εισφορά από τις επιχειρήσεις στο Λογαριασμό Αφερεγγυότητας του ΟΑΕΔ, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που κλείνουν για τα μη πληρωμένα δεδουλευμένα και για τη χορήγηση αποζημίωσης απολύσεων από τον ΟΑΕΔ, ο οποίος με τη σειρά του να απαιτεί την κάλυψή του κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης από τα περιουσιακά στοιχεία αυτών των επιχειρήσεων.
Ενίσχυση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ώστε σε συνεργασία με τους υπόλοιπους επιστημονικούς φορείς να πραγματοποιεί έγκυρες και αξιόπιστες έρευνες διάγνωσης των αναγκών σε προσόντα, δεξιότητες και ικανότητες σε επίπεδο νομού, προκειμένου να εξειδικεύονται σε τοπικό επίπεδο οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης.
Ο ΟΑΕΔ που έχει την ευθύνη του συντονισμού και της υλοποίησης της πολιτικής απασχόλησης αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα. Έχει σημαντικές ελλείψεις σε προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, ενώ τα στοιχεία που διαθέτει είναι περιορισμένης ποιότητας και αξιοπιστίας (για παράδειγμα, την «εξατομικευμένη προσέγγιση» του ανέργου διενεργούν συμβασιούχοι εργαζόμενοι, οι οποίοι «σήμερα είναι, αύριο δεν είναι»). Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης λειτουργούν κυρίως στα γνωστά πλαίσια του πελατειακού κράτους και δεν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο αναπτυξιακό μοντέλο, αλλά επιδιώκουν κυρίως τη διαχείριση της ανεργίας. Είναι λοιπόν φανερό ότι απαιτείται ουσιαστική αλλαγή στην πολιτική προστασίας από την ανεργία, πόσο μάλλον όταν οι προοπτικές για τα επόμενα χρόνια δεν είναι καθόλου θετικές λόγο της οικονομικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο:
Να αναμορφωθεί, εξυγιανθεί και ενισχυθεί ο ΟΑΕΔ, ώστε να διαδραματίσει με διασφαλισμένο το δημόσιο χαρακτήρα του τον κοινωνικό ρόλο του για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την ανακούφιση των ανέργων.
Να θεσμοθετηθεί η τριμερής χρηματοδότηση του Οργανισμού.
Να σχεδιαστεί και να προωθηθεί το επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΛΑΕΚ (Λογαριασμού Ανεργίας και Επαγγελματικής Κατάρτισης για την προώθηση συμπληρωματικών με αυτές του ΟΑΕΔ πολιτικών απασχόλησης με ομάδες - στόχους τους άνεργους/ες νέους/ες, γυναίκες, ηλικιωμένους, τις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές, τους φθίνοντες κλάδους και τους απολυμένους επιχειρήσεων που κλείνουν ή φεύγουν για χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους).
.