Διονύσης Πολίτης
Μπορούμε να περάσουμε άμεσα στον κομμουνισμό;
Η συζήτηση που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια των μαρξιστών, όπως και αν καταλαβαίνει κανείς τον όρο μαρξιστής, αρχίζει να αποδίδει κάποια πρώτα αποτελέσματα. Με την έννοια ότι αποσαφηνίζονται μερικά κρίσιμα ζητήματα, που αρχίζουν να αποτελούν το νέο επιστημονικό κεκτημένο, αλλά και να πρωτοδιατυπώνονται σκέψεις που αν και δεν πλειοψηφούν ακόμα, συνιστούν ένα πραγματικό προχώρημα του μαρξισμού, προς την κατεύθυνση της δημιουργικής του ανάπτυξης κάτω από την πολύτιμη πείρα των (ηττημένων) επαναστάσεων του 20ου αιώνα.
Α) το νέο επιστημονικό κεκτημένο.
Όλο και περισσότεροι μαρξιστές συμφωνούν στην ιδέα ότι καθ’ αναλογία της τυπικής και ουσιαστικής (με την μεγάλη βιομηχανία) υπαγωγής της εργασίας στον καπιταλισμό, ίδια φαινόμενα παρουσιάστηκαν, και το πιο πιθανό θα ξαναπαρουσιαστούν, και στην μεταβατική περίοδο προς τον κομμουνισμό.
Οι κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού, είχαν βασικά το χαρακτήρα τυπικής υπαγωγής στις νέες παραγωγικές σχέσεις. Η κρατικοποίηση δεν ήταν ουσιαστική αλλά τυπική κοινωνικοποίηση, λόγω των γνωστών περιορισμών των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι είχαμε τα γνωστά φαινόμενα της ύπαρξης ξεχωριστών αυτοτελών επιχειρήσεων, εκτεταμένης αγοράς, της λειτουργίας του νόμου της αξίας, καπιταλιστικών μεθόδων διεύθυνσης των επιχειρήσεων με εξωτερική πειθαρχία κτλ. Σαν αποτέλεσμα είχαμε αντίθεση μεταξύ ατομικών, ομαδικών και κοινωνικών συμφερόντων, και σε τελευταία ανάλυση την εργασία να μην αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά να προσφέρεται χάριν του μισθού, σε συνθήκες κύρια μηχανικής παραγωγής (με σημαντικά υπολείμματα χειρωνακτικής εργασίας).
Θέλουμε να προσθέσουμε εδώ, ότι κατ’ επέκταση της τυπικής κοινωνικοποίησης, είχαμε και τυπική εξουσία της εργατικής τάξης. Εξουσία όχι άμεση και πλειοψηφική αλλά με (μερική) αντιπροσώπευση, μέσω του κόμματος, το οποίο σε κάποιο σημείο έχασε την πλειοψηφία και την νομιμοποίηση του αντλούσε από τα σημαντικά επιτεύγματα του νέου καθεστώτος. Όταν αυτά άρχισαν να περιορίζονται, κύρια λόγω της ήττας στην άμιλλα στις νέες τεχνολογίες, άρχισε η υποβόσκουσα δυσαρέσκεια να μετατρέπεται σε αντιπολίτευση, και όταν η περεστρόικα προχώρησε σε εκδημοκρατισμό, η σχηματισμένη ήδη λαϊκή πλειοψηφία υπέρ του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, οδήγησε και σε πολιτικές ανατροπές.
Τέλος τυπική ήταν και η ιδεολογική κυριαρχία. Όπως αποδείχτηκε ουσιαστικά κυρίαρχη παρέμεινε η αστική ιδεολογία, και η τεχνητή καταπίεση της οδηγούσε πολλές φορές σε μια διπλή ηθική, και σε ανελευθερία έκφρασης γνώμης.
Ένας τέτοιος πρώιμος σοσιαλισμός δύσκολα μπορούσε να διατηρηθεί, αλλά και όσο διατηρούνταν, παρά τις αρχικές τεράστιες κατακτήσεις και προόδους, αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα ριζοσπαστικοποίησης των μαζών στον καπιταλισμό.
Αντίθετα με κάποιες απόψεις, οι επαναστάσεις αυτές δεν μπορούσαν για αντικειμενικούς λόγους να πάρουν ριζικά διαφορετικά δρόμο. Το μέλλον τους είχε προδιαγραφεί από το γεγονός ότι ξεκίνησαν σε χώρες με μεγάλη καθυστέρηση, χωρίς να γίνει κατορθωτό να ακολουθήσουν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από αυτό απορρέει και το ότι νικηφόροι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί μπορούν να αρχίσουν στην καρδιά του καπιταλισμού και όχι στην περιφέρεια, όπως ακόμα κάποιοι υποστηρίζουν.
Β) νέες σκέψεις, ακόμα όχι πλειοψηφικές.
Σαν τέτοιες ξεχωρίζουμε δύο. Την αντίληψη ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, και την ιδέα ότι η μηχανική παραγωγή δεν είναι η υλική βάση του κομμουνισμού, όπως αναφέρεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Από την σχετική συζήτηση και τις ανάλογες απαντήσεις, προκύπτουν μια σειρά θεωρητικά, αλλά και πολιτικά συμπεράσματα.
Β1) νέο στάδιο του καπιταλισμού.
Ανεξάρτητα τον όρο που χρησιμοποιούν διάφοροι ερευνητές[1], σε πολλά σημεία υπάρχει συμφωνία για τα χαρακτηριστικά του νέου σταδίου, που αφοράνε στις νέες παραγωγικές δυνάμεις με τις νέες τεχνολογίες, στις αλλαγές στην εργασία με τον μεταφορντισμό, την ευελιξία, αναδιαρθρώσεις στην εργατική τάξη, κτλ, την εντυπωσιακή διεθνοποίηση και την αλλαγή σχέσης διεθνικού και εθνικού, με την επέκταση των υπερεθνικών εταιρειών, τις ολοκληρώσεις, τον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, και την κλαδική αναδιάρθρωση με γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας πολιτισμού και υπηρεσιών, και κάποια γεωγραφική ανακατανομή της υλικής παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες, και σε υπερεθνική βάση. Παράλληλα αλλάζει σε αντίστοιχη κατεύθυνση και το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα.
Δυστυχώς πολλοί μαρξιστές ενώ καταλαβαίνουν ότι κάτι αλλάζει, επιμένουν ότι ακόμα βρισκόμαστε στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, και προσπαθώντας να απαντήσουν στις αστικές ερμηνείες της ‘παγκοσμιοποίησης’ υποβαθμίζουν και την σημασία των νέων φαινόμενων, στο ψευδοδίλλημα ιμπεριαλισμός ή παγκοσμιοποίηση, απαντάνε ‘ιμπεριαλισμός’.
Φυσικά υπάρχουν και λίγοι ερευνητές που φτάνουν να αρνούνται τις ίδιες τις αλλαγές, νομίζοντας ότι έτσι υπερασπίζουν την μαρξική ορθοδοξία[2].
Πρέπει εδώ να πούμε ότι κατά την γνώμη μας οι διαδοχές των σταδίων συνοδεύονται με αλλαγές στον πυρήνα και των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όπως πχ η ιδιοκτησία. Η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία του πρώτου σταδίου, δίνει την θέση της στην μετοχική ιδιοκτησία του δεύτερου σταδίου, συμπληρώνεται με εκτεταμένη κρατικοκαπιταλιστική ιδιοκτησία στην δεύτερη φάση του δεύτερου σταδίου, ενώ σήμερα κυριαρχεί η υπερεθνική ιδιοκτησία.
Αντίστοιχα εξέλιξη υπάρχει και στην ‘κατοχή’[3], τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας. Τον έλεγχο τον έχει ο καπιταλιστής, άρα κατ αρχήν ολόκληρο το υπερπροϊόν του ανήκει. Όμως προς το τέλος του δεύτερου σταδίου, σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, έχουμε φαινόμενα ότι κομμάτια της εργατικής τάξης, κρατάνε και μέρος του υπερπροϊόντος, αποκτάνε κάποια περιουσία. Πέρα από τις γνωστές εξηγήσεις για την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση τρίτων χωρών και την οργάνωση και μαχητικότητα της εργατικής τάξης, υπάρχει και μια τρίτη: είναι η απόκτηση μερικού, έστω πολύ περιορισμένου, συλλογικού ελέγχου στην παραγωγική διαδικασία, μερικής κατοχής (εργατικός έλεγχος, συμμετοχή στην διοίκηση μεγάλων επιχειρήσεων). Στο σημερινό, υπερεθνικό στάδιο, ενώ δεν έχουμε σχεδόν πουθενά συλλογική μερική κατοχή, έχουμε φαινόμενα μερικής ατομικής κατοχής, με τις μορφές του μεταφορντισμού, όπου ο εργαζόμενος αποκτά ένα μερικό έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας, που συνοδεύεται με συστήματα στοχοθεσίας, και αντίστοιχα συστήματα αμοιβής, με αποτέλεσμα να επιστρέφεται ένα μέρος του υπερπροϊόντος (μπόνους). Φυσικά η κατοχή βασικά παραμένει στο κεφάλαιο, απλά φαίνεται ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις (νέες τεχνολογίες), δεν μπορούν πια να λειτουργήσουν καλά με τον απόλυτο-ασφυκτικό έλεγχο του κεφαλαίου, ωριμάζει η ανάγκη του κομμουνισμού.
Τα παραπάνω δικαιολογούν την περιοδολόγηση ενός σχηματισμού και στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής και όχι μόνο στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού, όπως ισχυρίζεται ένας ορισμένος μαρξισμός (Αλτουσεριανής προέλευσης).
Το ίδιο ισχύει και με τις εξαγωγές κεφαλαίου. Στο πρώτο στάδιο κυριαρχεί η εξαγωγή εμπορευματικού κεφαλαίου, στο δεύτερο χρηματικού (κύρια με την μορφή δανείων), και στο σημερινό τρίτο η εξαγωγή παραγωγικού κεφαλαίου.
Αυτές οι αλλαγές λύνουν μερικά, στα πλαίσια του καπιταλισμού, αντιθέσεις, που δεν μπορούν ακόμα να λυθούν σε επαναστατική κατεύθυνση. Οι μετοχικές εταιρείες είναι η απάντηση (πριν τον σοσιαλισμό) στην αντίφαση ατομικής ιδιοκτησίας και κοινωνικής παραγωγής[4]. Οι υπερεθνικές είναι η απάντηση (πριν τον κομμουνισμό) στην αντίφαση της ανάγκης παραγωγικής ενοποίησης της ανθρωπότητας και των εθνικών συνόρων.
Το σημαντικότερο είναι να διακριβώσουμε την διαλεκτική της αλλαγής των σταδίων. Ποια είναι κατά την γνώμη μας:
Σε κάθε αλλαγή σταδίου παρατηρούμε την εξής επαναλαμβανόμενη διαδικασία: με την ωρίμανση του σταδίου οξύνονται οι αντιθέσεις, ανεβαίνει η ταξική πάλη, ωριμάζει η ιδέα επαναστατικής ανατροπής. Η αδυναμία όμως επαναστατικής διεξόδου, βασικά λόγω ανεπαρκούς ωριμότητας των προϋποθέσεων, οδηγεί σε ένα νέο στάδιο, στο οποίο λύνεται μερικά η βασική αντίθεση του προηγούμενου σταδίου, λύνεται όχι ριζικά, αλλά στα πλαίσια του προηγούμενου τρόπου παραγωγής. Έχουμε μια νέα αποκατάσταση της ισορροπίας παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, αλλά σε νέο ανώτερο επίπεδο, με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Παράλληλα ανατρέπεται ο συσχετισμός δυνάμεων, ο καπιταλισμός ανακουφίζεται από την άμεση πίεση, αλλά δημιουργεί νέες αντιθέσεις σε ανώτερο επίπεδο, που φέρνουν πιο κοντά την ριζική ανατροπή του. Πρόκειται για μια σπειροειδή εξέλιξη.
Όσον αφορά τον καπιταλισμό:
Στο πρώτο, ανταγωνιστικό στάδιο, σταθμός είναι η Παρισινή Κομμούνα. Πρόκειται για τελείως πρώιμη προσπάθεια σε τελείως ανώριμες συνθήκες. Ωριμάζει η ιδέα ανατροπής τέλη του 19ου αιώνα (που φαίνεται και με την μεγάλη εκλογική δύναμη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας).
Με το πέρασμα στο δεύτερο στάδιο, έχουμε μια δεύτερη προσπάθεια που ξεκινά από περιφερειακές χώρες, (και στις οποίες τελικά καταρρέει) με την Οκτωβριανή επανάσταση, που εγκαθιδρύει ένα σύστημα πρώιμου σοσιαλισμού. Παράλληλα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εμφανίζονται φαινόμενα αποσύνθεσης του καπιταλισμού, και δημιουργίας στοιχείων του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Προς το τέλος του σταδίου αλλαγές ωριμάζουν σε μερικές αναπτυγμένες χώρες (Γαλλία, Ιταλία), με μαζική επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων. Πάλι όμως οι συνθήκες δεν είναι αρκετά ώριμες, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις.
Στο σημερινό στάδιο έχουμε την προσωρινή υποχώρηση του συσχετισμού δυνάμεων που συνοδεύεται όμως από κάποια περιφερειακά εγχειρήματα στην Λατινική Αμερική. Εγχειρήματα τα οποία όμως, όπως έδειξε η ιστορία, δεν μπορούν να πάνε μακριά, χωρίς ανατροπές στις αναπτυγμένες χώρες. Φυσικά παίζουν το ρόλο τους και μπορεί να διευκολύνουν διεργασίες και αλλού. Στο σημερινό στάδιο επανέρχεται η επικαιρότητα του σοσιαλισμού σαν τεχνικής αναγκαιότητας[5], και σαν απαραίτητης προϋπόθεσης για την πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγής[6], που θα απελευθερώσει την εργασία. Το μαρτυρούν τα στοιχεία μεταφορντισμού, η μεγάλη ανεργία, η δυνατότητα αυτοματοποίησης της παραγωγής, ο άκρατος σπάταλος καταναλωτισμός κάποιων στρωμάτων αντί του δραστικού περιορισμού του εργάσιμου χρόνου. Όμως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του σταδίου και ο συσχετισμός είναι ακόμα δυσμενής, σε συνδυασμό με την επίδραση που έχει και η κατάρρευση του πρώιμου σοσιαλισμού.
Β2) για την υλική βάση του κομμουνισμού.
Η μηχανική παραγωγή δεν μπορεί να είναι η υλική βάση του κομμουνισμού. Η μηχανική παραγωγή έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στους εργαζόμενους, όπως δείχνουν και οι μαρξικές αναλύσεις στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Αποξένωση, μονοτονία, στενή εξειδίκευση, αυστηρή πειθαρχία, φορντισμός, με όλα τα επακόλουθα. Από την άλλη απαιτεί εργάσιμη μέρα μεγάλης διάρκειας.
Ο Μαρξ δεν μπορούσε φυσικά να προβλέψει τις νέες τεχνολογίες και νόμιζε ότι η μηχανική παραγωγή είναι επαρκής βάση για τον κομμουνισμό. Νομίζω ότι δεν έχει νόημα το να προσπαθούμε να βγάλουμε από τα μαρξικά κείμενα κάτι περισσότερο.
Μια σειρά μελετητές[7] έδειξαν ότι υλική βάση του κομμουνισμού είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή, και μάλιστα η παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα.
Βέβαια είναι δύσκολο , ή και ανώφελο να προσδιορίσουμε λεπτομέρειες για τον παραγωγικό μηχανισμό του μέλλοντος, αλλά από τώρα μπορούμε να πούμε ότι σε αυτοματοποίηση υπόκεινται το μεγαλύτερο μέρος της υλικής παραγωγής και κάποιες από τις υπηρεσίες. Πιθανότατα θα παραμείνει ένα μικρό μέρος μηχανικής και χειρωνακτικής παραγωγής στην υλική παραγωγή. Όσο για τις υπηρεσίες που δεν υπόκεινται σε αυτοματοποίηση, πιθανά να διεκπεραιώνονται από τους καταναλωτές τους. Η εργασία που θα παραμείνει, στο μεγαλύτερο μέρος θα είναι δημιουργική και ενδιαφέρουσα, αν και σε ένα μικρό μέρος της θα έχει κάποια από τα σημερινά χαρακτηριστικά καταναγκασμού, απαλλαγμένη φυσικά από την εκμετάλλευση.
Γ) για την ωριμότητα της πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης.
Μετά από όλα αυτά ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου;
Η αντίληψη του κλασσικού μαρξισμού ήταν περίπου η εξής: ο κομμουνισμός είναι υπόθεση του μέλλοντος, εξαρτάται από μια –σχετικά απροσδιόριστη-αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ώστε να είναι δυνατή η παραγωγή αφθονίας αγαθών (κάπως ουτοπική αντιμετώπιση, γιατί η αφθονία είναι σχετική μιας και οι ανάγκες αυξάνουν πιο γρήγορα). Ο σοσιαλισμός θεωρούνταν όμως ώριμος, ήταν ήδη ώριμος από το πρώτο στάδιο του καπιταλισμού[8]. Παραβλέπονται προϋποθέσεις όπως οι τεχνικές σχέσεις παραγωγής, το μορφωτικό πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο την εργατικής τάξης κτλ. Και πολύ περισσότερο θεωρούνταν υπερώριμος στο επόμενο δεύτερο στάδιο, ιδιαίτερα που κατανοούνταν σαν απλή αφαίρεση της εξουσίας και της ιδιοκτησίας, συν σχεδιασμός. Είναι γνωστά τα σχήματα σοσιαλισμός ίσον σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός, ή ότι η μαγείρισσα μπορεί να διοικήσει το κράτος. Έτσι όμως το πολύ να επιτευχθεί σοσιαλισμός που λίγο διαφέρει από τον κρατικό καπιταλισμό. Αργότερα υιοθετείται η θεωρία της οικοδόμησης σε μια χώρα, και μάλιστα καθυστερημένη (αυτό είναι αλήθεια έγινε αναγκαστικά, όταν η αναπτυγμένη Δύση δεν ακολούθησε). Στην πραγματικότητα αυτό ήταν η θεωρία και πρακτική του πρώιμου σοσιαλισμού, δηλαδή του σοσιαλισμού σε συνθήκες σχετικής ανωριμότητας για την οικοδόμηση του. Η κατάρρευση βέβαια σάρωσε όλες αυτές τις αυταπάτες.
Τι σήμαινε η ήττα στην οικονομική άμιλλα με τον καπιταλισμό; Ότι οι παραγωγικές δυνάμεις ακόμα αναπτύσσονται καλλίτερα με εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, ότι οι παλιές ακόμα δεν φάγανε τα ψωμιά τους. Ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, παρά τις κρίσεις και την αναρχία είναι ακόμα μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη από την σχεδιοποίηση, ότι η πειθαρχία της πείνας και της ανεργίας (καπιταλισμός) είναι ακόμα δυστυχώς, μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη από το αίσθημα νοικοκύρη της κυρίαρχης (τυπικά) εργατικής τάξης.
Από την άλλη η ωριμότητα της σύνθετης κοινωνικής επανάστασης κατανοούνταν σαν απλή ωριμότητα της πολιτικής επανάστασης, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες κομμουνιστικής οικοδόμησης. Εξ ου και η θεωρία του αδύνατου κρίκου σε μη αναπτυγμένες χώρες, θεωρία που παρασιτεί και σήμερα, μαζί με τις θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό.
Φυσικά θεωρητικά οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί μπορούν να αρχίσουν επί παραγωγικών δυνάμεων μηχανικής παραγωγής, σε συνθήκες σχετικής ανωριμότητας του κομμουνισμού. Όμως πρέπει να αρχίσουν από τις πιο αναπτυγμένες χώρες, συνυπολογίζοντας και κάποιες καταστροφές και καθυστερήσεις που επιφέρει πάντα η μεταβατική περίοδος σαν αποτέλεσμα της αντίστασης της αστικής τάξης και της προσωρινής απειρίας της εργατικής όσον αφορά την διοίκηση. Και πρέπει να κυριαρχεί η σκέψη ότι αργά ή γρήγορα πρέπει να περάσουμε στον κομμουνισμό, μιας και ο σοσιαλισμός είναι μεταβατικό σύστημα[9].
Αντί ο κλασσικός μαρξισμός να διερευνήσει τα θεωρητικά προβλήματα που αναφέραμε, περιορίζονταν σε διαμάχες σχετικά με το ζήτημα της σχέσης ή προτεραιότητας σχεδίου και αγοράς, και του ρόλου του νόμου της αξίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων[10]. Κατά την γνώμη μας ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να καταργηθεί πριν την μετατροπή της εργασίας σε ζωτική ανάγκη, εργασίας που γίνεται όχι χάριν του μισθού αλλά χάριν της ίδιας της εργασίας, για τον απλό λόγο, ότι μόνο τότε οι άνθρωποι θα είναι διατεθειμένοι να ανταλλάσσουν όχι ισοδύναμα. Ακόμα και τότε όμως θα πρέπει να βρεθεί κάποιος μηχανισμός που να εμποδίζει την σπατάλη πόρων, οι οποίοι προφανώς σε κάθε συγκεκριμένη φάση δεν είναι απεριόριστοι.
Από την άλλη το γνωστό σχήμα των ήδη υπερώριμων αντικειμενικών συνθηκών και της παράλληλης καθυστέρησης του υποκειμενικού παράγοντα μας φαίνεται κάπως μεταφυσικό. Γιατί να καθυστερεί ο υποκειμενικός παράγοντας όταν έχουν υπερωριμάσει κάποιοι, απροσδιόριστοι έτσι ή αλλιώς, αντικειμενικού παράγοντες; Για ποιόν λόγο δεν …κατανοεί την ιστορική αποστολή του;
Σε γενικές γραμμές θεωρούμε τις διάφορες εξηγήσεις με τις θεωρίες καταστολής ή ιδεολογικού αποπροσανατολισμού σαν μη επαρκείς. Όχι ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο. Αυτά υπάρχουν και φυσικά στην ταξική πάλη κάθε τάξη χρησιμοποιεί όλα τα όπλα της. Αλλά χρειάζεται μια βαθύτερη εξήγηση, που έχει σχέση με τον βαθμό ωριμότητας της αντικατάστασης του καπιταλισμού, ωριμότητα που σχετίζεται με την ενότητα αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, και που κατά την γνώμη μας συνδέεται με τον μαρξικό πρόλογο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας:
«ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξης τους μέσα στους κόλπους της ίδιας παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει… το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε που οι υλικοί όροι για την λύση του υπάρχουν κιόλας, ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι» [11].
Δεν είναι τυχαίο ότι ο κλασσικός μαρξισμός αδυνατούσε να εντάξει τις παραπάνω μεγαλοφυείς σκέψεις στην θεωρία και πρακτική του, ορισμένα δε βολονταριστικά ρεύματα, τις θεωρούσαν σαν βάση του οικονομισμού και του ρεφορμισμού[12].
Συμπέρασμα.
Τον 21ο αιώνα επανέρχεται η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, όχι άμεσα, στην αρχή του σταδίου, αλλά στην ωριμότητα του. Το πότε ακριβώς, θα φανεί εκ του αποτελέσματος, εκ των υστέρων, όταν η ταξική πολιτική πάλη θα στεφθεί με επιτυχία. Κύριο σημάδι θα είναι το μαζικό πέρασμα των μαζών στην Αριστερά. Είναι σε γενικές γραμμές αφέλεια να αποδίδεται η καθυστέρηση της επανάστασης στην έτσι ή αλλιώτικη στρατηγική και πολιτική των κομμάτων της Αριστεράς.[13] Αντίστροφα και η Αριστερά, η ποιότητα της, ή επάρκεια της, θεωρητική και πολιτική, είναι δείκτης ωριμότητας της κοινωνικής επανάστασης.
Για να μην παρεξηγηθούμε από τους καλοθελητές: Αυτές οι σκέψεις με κανένα τρόπο δεν σημαίνουν παθητική αναμονή στο ακαθόριστο μέλλον της στιγμής της ωριμότητας. Σημαίνουν μόνο ότι η ενεργητική και επίμονη θεωρητική, πολιτική, και οικονομική πάλη που πρέπει να διεξάγεται συνέχεια, θα έχει νικηφόρο αποτέλεσμα την στιγμή που θα ωριμάσουν οι αναγκαίες συνθήκες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαζιούλιν: η λογική της ιστορίας, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, αντιθέσεις και αντιστάσεις, (συλλογικό), εκδόσεις ΚΨΜ
Λιοδάκη στο συλλογικό: μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Μαρξ: κριτική της πολιτικής οικονομίας, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ.
Μαρξ: Κεφάλαιο, τρίτος τόμος, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
Μπαλιμπάρ στο συλλογικό: διαβάζοντας το Κεφάλαιο, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Μπετελέμ: μετάβαση στην σοσιαλιστική οικονομία, εκδόσεις ΜΠΑΥΡΟΝ.
Πατέλη: για την αναγκαιότητα διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 18/2007
Πατέλη: αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτήρας της εργασίας, www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm
Παυλίδη: το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, εκδόσεις ΣΙΔΕΡΑΤΟΣ
Πολίτη: η επικαιρότητα του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 15/2006
Πολίτη: ο δογματισμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 12/2002006
Σημειώσεις:
[1]ολοκληρωτικός καπιταλισμός (Λιοδάκης, ΝΑΡ), διεθνικός ή υπερεθνικός καπιταλισμός, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, ή άλλα.
[2] πχ περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ . Για μια κριτική θεώρηση βλέπε Δ. Πολίτη: ο δογματισμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού, ΔΙΑΠΛΟΥΣ τ. 12
[3] Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούνται από τρία στοιχεία, την κυριότητα (οικονομική και όχι νομική), την κατοχή (τον έλεγχο-διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας), και την νομή (ικανότητα χειρισμού των εργαλείων-μέσων παραγωγής).
[4] ή με τα λόγια του Μαρξ: «πρόκειται για κατάργηση του κεφαλαίου σαν ιδιωτική ιδιοκτησία μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού», ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τρίτος τόμος, 27ο κεφάλαιο, σελ. 553
[5] Αυτό φαίνεται καθαρά από το ότι οι νέες τεχνολογίες απαιτούν ένα ανεβασμένο ρόλο των εμπλεκόμενων εργαζομένων, αυτό που περιγράφεται σαν μεταφορντισμός.
[6] Καπιταλισμός και πλήρης αυτοματοποίηση αλληλοαποκλείονται εξ ορισμού, μιας και καπιταλισμός σημαίνει εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας.
[7] Βαζιούλιν, Πατέλης, και πρόσφατα Ρούσης (αν και προσπαθώντας να εξάγει τις απόψεις του από ένα χωρίο των …GRUNDISSE, έχει κατά την γνώμη μας λιγότερη ακρίβεια στις αναλύσεις του).
[8] οι Μαρξ-Ένγκελς αρχικά περίμεναν να ξεσπάσει νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση το …1848, αργότερα έκαναν αυτοκριτική για αυτές τις αυταπάτες τους.
[9] Μου φαίνεται σωστή η αντίληψη των ΘΕΣΕΩΝ (που την αποδίδουν στον Μπετελέμ), ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι ξεχωριστός τρόπος παραγωγής αλλά μεταβατική περίοδος όπου συνυπάρχουν ιδιωτικοκαπιταλιστικά, κρατικοκαπιταλιστικά, μικροεμπορευματικά και κομμουνιστικά στοιχεία.
[10] Βλέπε σχετικά: Συζήτηση για θέματα πολιτικής οικονομίας, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Στάλιν: οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, την συζήτηση στην δεκαετία του ’60, την συζήτηση για την σοσιαλιστική αγορά την εποχή της περεστρόικα, καθώς και άρθρα μετά την κατάρρευση πχ Γκερασίμοβ-Ποπώβ: οι αντιφάσεις στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού, ΚΟΜΕΠ, 5/2001.
[11] Μαρξ: κριτική της πολιτικής οικονομίας, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ, σελ 425.
[12] ενδεικτικά Χάρνεκερ: βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, σελ 277.
[13] Όχι ότι δεν παίζει καθόλου ρόλο, αλλά δεν είναι το κύριο
Διονύσης Πολίτης