Αλέξης Λευθεριώτης

Εκλογές και πολιτικό χρήμα: Όψεις κίβδηλης αντιπροσώπευσης

 

Το βασικό στοιχείο, που προσδιορίζει την ομοιότητα και ταυτόχρονα τη διαφορά  των δύο κυβερνητικών κομμάτων του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ, είναι η διαχειριστική λογική της εξουσίας, η οποία τα διατρέχει.

 

Τα δύο αυτά κόμματα είναι μεταξύ τους ιδεολογικά και πολιτικά τα περισσότερο συγγενή κόμματα του ελληνικού συνταγματικού τόξου και οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές τους εντοπίζονται πλέον σε δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα διαχείρισης της εξουσίας.

Στη πραγματικότητα η μοναδική ουσιώδης διαφορά τους είναι ότι και τα δύο αυτά κόμματα επιδιώκουν να νέμονται την εξουσία από μόνα τους, καθώς διακατέχονται από την αντίληψη ότι το κράτος είναι το λάφυρο του νικητή των εκλογών.

 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι κυβερνητικές πολιτικές τους σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα είναι αλληλοσυμπληρούμενες (π.χ άσκηση νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, μη προστασία και εμπορευματοποίηση φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, αποχαρακτηρισμοί δασικών εκτάσεων , αποδόμηση δημόσιας εκπαίδευσης,   υγείας, κοινωνικής ασφάλισης, περιστολή  εργασιακών δικαιωμάτων,  φαλκίδευση του δικαιώματος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης , ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση της κοινής ωφέλειας κ.λ.π.).     

 

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού αυτών των κομμάτων δρα στο πολιτικό πεδίο όλο και πιο συχνά σαν υπηρεσιακός διεκπεραιωτής των επιλογών ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.

 

Αν οι παραπάνω ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές έχουν ως υπόβαθρο για τη Ν.Δ την άκρως συντηρητική ιδεολογική της ταυτότητα και για το ΠΑΣΟΚ τον ιδεολογικό του εκφυλισμό, οι εν γένει πολιτικές δράσεις μεγάλου μέρους του στελεχικού δυναμικού τους είτε έχουν ως υπόβαθρο το πολιτικό χρήμα, είτε θα μπορούσαν να ανιχνευτούν στην ύπαρξη του πολιτικού χρήματος.

 

Είναι το χρήμα που χορηγείται από οικονομικούς παράγοντες (π.χ επιχειρηματίες, τραπεζίτες, βιομηχάνους, εφοπλιστές, εργολάβους, προμηθευτές κ.λπ.) σε πολιτικά πρόσωπα με τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης και τους παρέχει τη δυνατότητα να αγοράζουν υπηρεσίες πολιτικής ανάδειξής τους , όπως π.χ. αγορά τηλεοπτικού χρόνου, διαφημίσεων, δημοσίων σχέσεων κ.λπ.

 

Αυτονόητα η ύπαρξη πολιτικού χρήματος προϋποθέτει την ύπαρξη δύο μερών , του χρηματοδότη και του πολιτικού προσώπου, τα οποία συναλλάσσονται και  θέλουν να συναρθρωθούν σε ένα λειτουργικό σύνολο εξυπηρέτησης προσωπικών επιδιώξεων.

 

Η επιδίωξη από τη μία πλευρά είναι η πολιτική ανάδειξη του πολιτευόμενου με μέσο το πολιτικό χρήμα και από την άλλη πλευρά η υλοποίηση των οικονομικών επιλογών  του χρηματοδότη. Αυτή είναι η ανταμοιβή του , την οποία ευελπιστεί να εισπράξει μετεκλογικά μέσα από τις ποικίλες διευθετήσεις των οικονομικών του συμφερόντων με τη βοήθεια του χρηματοδοτούμενου πολιτικού προσωπικού των κομμάτων εξουσίας.

 

Το πολιτικό χρήμα δεν είναι βέβαια μόνο προεκλογικό και στον ευρύτερο εννοιολογικό προσδιορισμό του  περιλαμβάνονται όχι μόνο οι κατ’ εξακολούθηση χρηματικές παροχές, με τις οποίες ένα πολιτικό πρόσωπο καλύπτει τις εν γένει ανάγκες δημοσιότητας και πολιτικής ανάδειξής του,  αλλά και οι παροχές οι αποτιμητές σε χρήμα (όπως π.χ η δωρεάν παροχή εκλογικού κέντρου, η δωρεάν εκτύπωση και διακίνηση εκλογικού υλικού, η δωρεάν καταχώρηση πολιτικής διαφήμισης σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης κ.λπ.).

 

Το ουσιαστικό, ωστόσο, στοιχείο που προσδιορίζει την παθογόνο επίδραση  του πολιτικού χρήματος στο πολιτικό σύστημα είναι η διασύνδεση του οικονομικού παράγοντα με την άσκηση της πολιτικής εξουσίας και η νόθευση της λαϊκής βούλησης στο πεδίο της αντιπροσώπευσης.    

 

Η νόθευση αυτή συντελείται με τη δημιουργία πολιτικής συναίνεσης, η οποία με τη σειρά της παράγεται σε μεγάλο βαθμό από τις δημόσιες σχέσεις και τη διαφήμιση, σημαντικό μέρος των οποίων διαμορφώνει η ύπαρξη του πολιτικού χρήματος.

 

Ο Αμερικανός διανοητής Νόαμ Τσόμσκι σε συνέντευξή που παραχώρησε στο δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ του γαλλικού ραδιοφωνικού σταθμού France Inter, η οποία δημοσιεύθηκε  στη LE MONTE Diplomatique , αναλύοντας τους μηχανισμούς της κυριαρχίας αναφέρει ότι: «Η βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων παράγει με την καθ’ αυτό έννοια του όρου συναίνεση , αποδοχή , υποτέλεια. Ελέγχει τις ιδέες, τις σκέψεις, το πνεύμα. Συγκριτικά με τον απολυταρχισμό είναι μεγάλη πρόοδος. Είναι πολύ πιο ευχάριστο να υπομένει κανείς μία διαφήμιση παρά να βρεθεί σε κάποιο θάλαμο βασανιστηρίων».     

 

Σε ποιο βαθμό άραγε η πριμοδότηση από το εκλογικό σώμα ενός υποψηφίου συνιστά πολιτική αποδοχή θέσεων , προτάσεων , ικανοτήτων , προσφοράς του στο κοινωνικό σύνολο ή είναι προϊόν δημοσίων σχέσεων και διαφημιστικής προβολής του μέσα από το πακτωλό χρημάτων που διέθεσε πριν και κατά τη διάρκεια του προεκλογικού του αγώνα;

 

Η απάντηση είναι προφανής. Ο πολιτευτής που έχει και διαθέτει τα περισσότερα χρήματα στον εκλογικό αγώνα, τα οποία μετουσιώνει σε δημόσιες σχέσεις και διαφημιστική προβολή έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί , διότι αυτό που καταγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο ευκολότερα δεν είναι η πολιτική θέση του, αλλά η εικόνα του. Και η εικόνα διαμορφώνεται και εξωραΐζεται από τους κατασκευαστές της, τους image makers.

 

Από μία άποψη αυτή η εκδοχή, του να εκλέγεται δηλαδή κάποιος που διαμορφώνει τη πολιτική αποδοχή του στο εκλογικό σώμα με όρους δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης και όχι με πολιτικούς όρους, μοιάζει με καφκικό σκηνικό, όπου ο άμεσα εμπλεκόμενος ψηφοφόρος δεν γνωρίζει πως, από ποιους και γιατί χρησιμοποιείται. Είναι, ωστόσο η πραγματικότητα, η οποία συνιστά μία από τις μεγαλύτερες  παθογένειες του πολιτικού μας συστήματος.

 

Παράλληλα στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής τα πλέον ουσιαστικά ζητήματα, τα οποία δημιουργεί η ύπαρξη του πολιτικού χρήματος είναι ο ρόλος και ο βαθμός επίδρασης του χορηγού - χρηματοδότη στην άσκηση της εξουσίας και οι συνέπειες των αποφάσεων που η επίδραση αυτή παράγει για το κοινωνικό σώμα, η έκφραση και η προάσπιση του αυθεντικού δημοσίου συμφέροντος από το πολιτικό, όταν αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με το ιδιωτικό συμφέρον του αφανούς χρηματοδότη του και η ανυπαρξία κοινωνικού ελέγχου της διασύνδεσης του χρηματοδότη και του χρηματοδοτούμενου πολιτικού.

 

Στα ζητήματα αυτά το πολιτικό μας σύστημα (ουσιαστικά δηλαδή ο δικομματισμός) ουδέποτε έχει προβεί σε σοβαρές ενέργειες για την κατάργηση του πολιτικού χρήματος ή σε κάθε περίπτωση δραστικού περιορισμού του μέσα από τη διαμόρφωση μηχανισμών ελέγχου του  και απεγκλωβισμού της πολιτικής δραστηριότητας από αυτό.

 

Απλά συμπεριφέρεται σαν να επιδιώκει τη διατήρησή του , αφού το μόνο που κάνει είναι να το καταγγέλλει  και έτσι, χρησιμοποιώντας το άλλοθι της καταγγελίας του, να το διατηρεί αλώβητο στο πολιτικό στερέωμα.

 

Όσο ο πολιτικός λόγος θα βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής διαδικασίας και η κοινωνία θα χειραγωγείται μέσω της εικονικής πραγματικότητας, η έκφραση της λαϊκής βούλησης θα καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από κοινωνικά ανεξέλεγκτους παραπολιτικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης συναίνεσης, οι οποίοι θα επιβάλλουν εύκολα το κυρίαρχο μοντέλο πολιτικής λειτουργίας, δηλαδή αυτό που υπηρετεί τις οικονομικές επιλογές ισχυρών οικονομικών κέντρων. 

 

                                                                       Αλέξης Λευθεριώτης

 

Βήμα διαλόγου