ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αναφερόμενος στο άρθρο 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος αισθάνομαι την υποχρέωση να θυμίσω γιατί η Βουλή των Ελλήνων στην αναθεωρητική διαδικασία του έτους 2001 σχεδόν εν ομοφωνία απεφάσισε την καθιέρωση αυτής της συγκεκριμένης ρύθμισης για τη διαφάνεια στον χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και με ιδιαίτερη αναφορά στο λεγόμενο «βασικό μέτοχο». Θυμηθείτε ότι την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη ένταση πολιτικού διαλόγου ή και αντιλόγου σε σχέση με τον επηρεασμό και την κηδεμονία της πολιτικής από την παρέμβαση των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
(Στο σημείο αυτό την Προεδρική Έδρα καταλαμβάνει ο Αʼ Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΛΑΣ)
Εκείνη την εποχή είχε διατυπωθεί βασίμως –υποστηρίζω- η άποψη ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρεμβαίνουν, διαμορφώνουν τη δική τους πολιτική προφανώς όχι για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνικού λαού, αλλά για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Πολύ δε περισσότερο είχε καταγραφεί ως πάρα πολύ σημαντικό στην αρνητική του διάσταση ζήτημα ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν αυτόν τον απαράδεκτο παρεμβατικό ρόλο αξιοποιώντας ιδιοκτησιακά δικαιώματα που είχαν σε εταιρίες που συνδέονταν και με το Ελληνικό Δημόσιο αναφορικά με την εκτέλεση δημοσίων έργων, συμβάσεις προμηθειών και συμβάσεις προσφοράς υπηρεσιών προς το Δημόσιο. Και θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης του έτους 2001 να κόψει αυτόν τον ομφάλιο λώρο, ο οποίος αρρωστημένα όσο και επικίνδυνα για τη Δημοκρατία συνέδεε τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα αντίστοιχα ιδιοκτησιακά συμφέροντα στο χώρο της λειτουργίας του Δημοσίου. Και καταλήξαμε στη συγκεκριμένη αυτή ρύθμιση, επαναλαμβάνω, εν ομοφωνία.
Εν συνεχεία ήρθε ο εκτελεστικός νόμος, ένας εκτελεστικός νόμος τον οποίο, αφού μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα που ας μην τα επαναλάβω, έφερε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Και πρέπει να σας πω ότι ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας σε σχέση με το νομοθέτημα που εισήγαγε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στηρίξαμε το νόμο. Και τον στηρίξαμε τον εκτελεστικό νόμο με την πολιτική βεβαιότητα ότι έπρεπε να τελειώσει πια αυτή η ιστορία και να μπει ένας φραγμός σʼ αυτή την εξαιρετικά αρνητική κατάσταση της παρουσίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και με τον τρόπο που ανέφερα, στον χώρο της πολιτικής.
Εκείνος ο εκτελεστικός νόμος –θα το θυμάται ο παρών Υπουργός- ήταν σε κάποια απόσταση από το άρθρο 14 παράγραφος 9, αλλά σημαντικά προσέγγιζε και κάλυπτε την επιταγή της διατάξεως του άρθρου 14 παράγραφος 9. Και άρχισε μετά η πολεμική εναντίον αυτού του νόμου, άρχισε το δούναι και λαβείν με Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διατυπώθηκε λόγος και αντίλογος ότι τα ζητήματα διαφάνειας είναι υπόθεση που αφορά την εσωτερική έννομη κατάσταση και δεν μπορεί να παρέμβει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Υπηρεσίες της. Και «εφευρέθη» τότε ο ελεύθερος ανταγωνισμός, ο οποίος προσβάλλεται με τη ρύθμιση που επιχείρησε ο τότε εκτελεστικός νόμος. Και βεβαίως πίεσε σημαντικά η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις Υπηρεσίες της αυτός ο νόμος να μην ισχύσει και δυστυχώς δεν ίσχυσε διότι οι πιέσεις ήταν πάρα πολλές και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το εσωτερικό της χώρας, δηλαδή από εκείνους οι οποίοι εξέφραζαν αυτά τα κέντρα ιδιοκτησίας μέσων μαζικής ενημέρωσης και εταιριών που συμβάλλονται με το Ελληνικό Δημόσιο.
Στη συνέχεια ήρθε ένας άλλος νόμος, ο οποίος κυρίες και κύριοι συνάδελφοι –και σας το λέω πάρα πολύ καλόπιστα- δεν έχει σχέση με το άρθρο 14 παράγραφος 9 που εν ομοφωνία ο συντακτικός νομοθέτης, η Βουλή των Ελλήνων το έτος 2001 είχε θεσπίσει.
Και τι μαρτυρά όλη αυτή η υπόθεση; Εκείνο το οποίο μαρτυρά και το μαρτυρά δραματικά είναι ότι υπήρξαν τόσο μεγάλες πιέσεις από εκδοτικά και άλλα συμφέροντα, έτσι ώστε η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να φέρει άλλο νόμο, να εγκαταλείψει τον αρχικό νόμο και βεβαίως να μην πάρει και το δρόμο για τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, όπου εκεί είχα -αν όχι τη βεβαιότητα- την άποψη ότι υπήρχαν πάρα πολλές πιθανότητες όσο και δυνατότητες να κερδηθεί η υπόθεση και να ισχύσει ο αρχικός εκτελεστικός νόμος, ο οποίος ευρίσκετο κοντά στην επιταγή του άρθρου 14 παράγραφος 9.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχεται σήμερα στην αναθεωρητική διαδικασία η πρόταση να προσαρμοστεί το Σύνταγμα προς τον εκτελεστικό νόμο, ο οποίος καθιερώθηκε –επαναλαμβάνω- μετά από τις πιέσεις εσωτερικών κέντρων, αλλά και κέντρων ευρισκομένων στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι, εάν εκείνος ο νόμος ίσχυε, θα ήταν δυνατόν σε σημαντικό βαθμό να έχουν αντιμετωπισθεί τα ζητήματα, τα οποία ήθελε να αντιμετωπίσει ο συντακτικός νομοθέτης το έτος 2001.
Δυστυχώς, υποχωρεί για άλλη μια φορά η πολιτική απέναντι σε αυτά τα ποικιλώνυμα κέντρα, τα οποία θέλουν να διαμορφώνουν τα δικά τους πλαίσια για την ασκούμενη πολιτική και βεβαίως να χειραγωγούν την πολιτική, να την κηδεμονεύουν, να την οδηγούν και να την προσανατολίζουν προς κατευθύνσεις που εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα.
Εμείς λοιπόν, με βάση αυτή τη θέση, αυτή την αρχή, δεν ψηφίζουμε την πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 14 παράγραφος 9 του Συντάγματος, διότι δεν στέλνουμε έστω και τούτη τη στιγμή που ισχύει ένας νόμος, ο οποίος βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το άρθρο 14 παράγραφος 9, να δηλώσουμε υποταγή στις πιέσεις αυτών των ποικιλώνυμων κέντρων που –επαναλαμβάνω- εκείνο το οποίο τους ενδιαφέρει είναι να ασκούν τη δική τους πολιτική και να επηρεάζουν την ασκούμενη πολιτική συνολικότερα.
(Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Σπυρίδων-Άδωνις Γεωργιάδης, από την πτέρυγα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, χειροκροτεί)
Και βεβαίως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτά τα οποία υποστηρίζει ο ομιλών και το Κόμμα στο οποίο έχει την τιμή να ανήκει, δεν είναι χωρίς κόστος. Εμείς αυτό το κόστος της εμμονής, αναφορικά με αυτή τη θέση μας για το βασικό μέτοχο και τη διαφάνεια των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το έχουμε καταβάλει και το καταβάλουμε κάθε ημέρα.
Όμως, πιστεύουμε ότι εκείνο το οποίο προέχει, εκείνο το οποίο είναι το μείζον αγαθό, είναι η απομάκρυνση της πολιτικής από επηρεασμούς και χειραγωγήσεις που την εκτρέπουν από την κατεύθυνση που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η εξυπηρέτηση των συμφερόντων της χώρας και του ελληνικού λαού.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν συμφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος για την προσωρινή δικαστική προστασία, όχι γιατί δεν χρειάζεται η προσωρινή δικαστική προστασία –αναμφισβήτητα χρειάζεται- αλλά γιατί είναι δυνατόν αυτή να ρυθμιστεί με κοινό νόμο και σε τίποτε δεν εμποδίζεται από την υπάρχουσα σήμερα συνταγματική τάξη.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 17, και εδώ διαφωνούμε. Η πνευματική ιδιοκτησία περιλαμβάνεται στις ρυθμίσεις της προστατευόμενης ιδιοκτησίας και δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο.
Σε ό,τι αφορά στις απαλλοτριώσεις, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι ακριβές αυτό το οποίο ακούστηκε και ακούγεται χρόνια ολόκληρα. Δεν είναι δυνατόν στο διηνεκές, χωρίς προσδιορισμό χρονικό, να δεσμεύεται η περιουσία του οποιουδήποτε στο όνομα της ανάγκης για απαλλοτρίωση για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να μην ολοκληρώνεται η απαλλοτρίωση, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης αυτής της περιουσίας –που μπορεί να είναι μικρός, μεσαίος ή και μεγαλύτερος- να αποξενώνεται, χωρίς την ολοκλήρωση της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης της περιουσίας του.
Όμως, αυτό δεν χρειάζεται επίσης συνταγματική ρύθμιση. Αξιοποιώντας και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που ομιλεί για τον εύλογο χρόνο, είναι δυνατόν αυτός ο εύλογος χρόνος να προσδιοριστεί με κοινό νόμο. Δεν είναι δυνατόν να φορτώνουμε το Σύνταγμα με λεπτομερείς διατάξεις. Διότι το Σύνταγμα είναι καταστατικός χάρτης. Δεν είναι ειδικός νόμος για να έχει τη δυνατότητα να περιπτωσιολογεί και να αναφέρεται σε όλα τα ζητήματα που θέλει να καλύψει. Εν προκειμένω, θα μπορούσε χωρίς να προσθέτουμε βάρη στο Σύνταγμα, να υπάρξει -επαναλαμβάνω- ένας κοινός νόμος που να καθορίσει τον εύλογο χρόνο, εντός του οποίου πρέπει υποχρεωτικά να ολοκληρώνεται η διαδικασία της απαλλοτρίωσης.
Έρχομαι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο άρθρο 22, αναφορικά με το κοινωνικό κράτος. Είναι συνταγματική ρητορεία να αναφέρεται η ανάγκη της κοινωνικής συνοχής στο επίπεδο του Συντάγματος και είναι ακριβές, κύριε Υπουργέ, ότι δεν χρειάζεται συνταγματική ρύθμιση για να προωθηθεί ή να προστατεύεται η κοινωνική συνοχή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής, είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών ενεργειών που κάθε φορά προσδιορίζουν την πολιτική εάν βρίσκεται σε σχέση φιλική προς το κοινωνικό κράτος και θέλει να το εξυπηρετήσει ή σε σχέση εχθρική και αντίπαλη προς το κοινωνικό κράτος.
Τι θα μπορούσε, όμως, να υπάρξει; Να υπάρξει συνταγματική ρύθμιση για την καθιέρωση ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος σε αξιοπρεπή διαβίωση και μάλιστα, με τρόπο που θα καθιστά το δικαίωμα αυτό αγώγιμο, δηλαδή, να μπορεί ο πολίτης, αξιοποιώντας τη συνταγματική επιταγή, να αναζητεί με προσφυγή του στα δικαστήρια το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, στη βάση ενός ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.
Αυτό δεν το προβλέπει, κύριε Υπουργέ, η νεότερη πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία λέει ότι το κράτος μεριμνά για την εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής και την εξασφάλιση -προσέξτε- όχι εγγυημένου τμήματος, αλλά εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των όσων υποστήριξα λίγο πριν και των όσων καταγράφει η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας είναι πρόδηλη, είναι σαφής. Είναι άλλης τάξεως ζήτημα να καθιερώνεις το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και τελείως διαφορετικό θέμα να αναφέρεσαι σε εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Έτσι, δεν καθίσταται αγώγιμο το δικαίωμα.
Και περιμένω, κυρία Πρόεδρε, κυρία Μπενάκη, μέχρι το τέλος της συζητήσεως επί των άρθρων, να βελτιώσετε, να τροποποιήσετε τη συγκεκριμένη πρόταση, έτσι ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να την ψηφίσουμε. Και θα την ψηφίσουμε από την ώρα που θα υιοθετήσετε την πρόταση που σας έχω κάνει, εκπροσωπώντας, βέβαια, το Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, τόσο στην Επιτροπή όσο και στην παρούσα διαδικασία στην Αίθουσα αυτή.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος αντιστρατεύεται τις διεκδικήσεις και τους αγώνες των εργαζομένων να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής και το εισόδημά τους; Προφανώς όχι. Τι θέλει να εξασφαλίσει η καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος;
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το προειδοποιητικό κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Θα ολοκληρώσω σε δύο λεπτά.
Ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και από εκεί και πέρα, βεβαίως, η συνεχής διεκδίκηση για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής των πολιτών. Εάν υπάρξει η διάταξη στην οποία λίγο πριν αναφέρθηκα και με τον τρόπο που την όρισα, τότε δεν θα υπάρχει η δυνατότητα ούτε οπισθοχώρησης από το ασφαλιστικό κεκτημένο ούτε μείωση των αποδοχών. Αντιθέτως, θα υπήρχε η υποχρέωση οι όποιες ρυθμίσεις να εκκινούν από το επίπεδο του εγγυημένου εισοδήματος. Διότι, εισόδημα δεν είναι αυτό που καταβάλλεται ως μισθός και ημερομίσθιο, αλλά είναι και αυτό που καταβάλλεται ως συνταξιοδοτική αποδοχή και βεβαίως και ό,τι έχει σχέση με τα άλλα στοιχεία που συγκροτούν τις παροχές του κοινωνικού κράτους προς τους πολίτες.
Εάν μέχρι το τέλος της διαδικασίας, δεχτείτε την πρόταση την οποία σας κάνουμε, είναι βέβαιο ότι ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς θα την ψηφίσει.
Πώς καθορίζεται αυτό το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα; Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι και όχι μόνο οι δείκτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι οι ανάγκες του ατόμου που μπορούν να προσδιορίσουν το εγγυημένο εισόδημα, είναι ο πληθωρισμός, είναι οι μέχρι τώρα κατακτήσεις που μπορεί να έχουν υπάρξει στα ζητήματα της εισοδηματικής πολιτικής, είναι ο προσδιορισμός των αναγκών και η αξιολόγησή τους, προκειμένου να συναχθεί το αναγκαίο αξιολογικό κριτήριο για τον προσδιορισμό και τον καθορισμό του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.
Ας μη φοβάται οποιοσδήποτε, ας μη φοβάται το Κ.Κ.Ε. εν προκειμένω, ότι η τυχόν καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος μπορεί να λειτουργήσει ως φραγμός διεκδικήσεων και αγώνων για την περαιτέρω βελτίωση της θέσης των εργαζομένων σε τούτη εδώ την κοινωνία.
Ολοκληρώνοντας θα πω ότι δεν θα ψηφίσουμε την προτεινόμενη ρύθμιση αναθεώρησης του άρθρου 28, παράγραφος 3 του Συντάγματος, που έχει σχέση με τη συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικά όργανα και εν προκειμένω στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και δεν θα επαναλάβω τα όσα είπα ομιλώντας επί της αρχής της αναθεωρητικής διαδικασίας του Συντάγματος. Το μόνο, όμως, που θέλω να πω -και ολοκληρώνω- είναι τούτο.
Εμείς έχουμε σαφή τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μας. Εμείς θέλουμε η Ελλάδα, η χώρα μας, να μετέχει σʼ αυτό το υπό διαμόρφωση καινούριο πολιτικό ολοκλήρωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι περνάμε σε ένα μεγαλύτερο ολοκλήρωμα, όπου εκεί οι αγώνες των εργαζομένων μπορούν να αναπτύσσονται δυναμικότερα, συστηματικότερα και βεβαίως, διεκδικούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι με την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά με αναπτυγμένο τον κοινωνικό της χάρτη, με αναπτυγμένη την πολιτική σεβασμού των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, διεκδικούμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση με σεβασμό στα ζητήματα του περιβάλλοντος. Και εκεί δίνουμε τη μάχη και όχι στην περιχαρακωμένη αντίληψη εντός των τειχών της χώρας μας και μόνο.
Σε καμία, όμως, περίπτωση αυτός ο ευρωπαϊκός μας προσανατολισμός δεν μας εμποδίζει να διεκδικούμε ότι για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη συμμετοχή της χώρας, όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά σε κάθε υπερεθνικό όργανο, χρειάζεται η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και της λαϊκής βούλησης.
Και αυτό δεν μπορεί να γίνει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με τη σχετικοποίηση της πλειοψηφίας για τη λήψη συναφών αποφάσεων. Αυτό μπορεί να γίνει με έναν κυρίαρχο τρόπο του ελληνικού λαού που μπορεί να εξασφαλίζεται στο πλαίσιο ενός δημοψηφίσματος που συστηματικά το αρνήθηκε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρόσφατα η Νέα Δημοκρατία.
Σας ευχαριστώ.