Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
10/05/2008

ΟΜΙΛΙΑ Γ. ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΚΠΕ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Η πρωτοβουλία να γίνει ειδική συνεδρίαση της Κ.Π.Ε. με θέμα  «τη  διεθνή καπιταλιστική κρίση» είναι πάρα πολύ σωστή και επίκαιρη και πρέπει να της δώσουμε συνέχεια. Βεβαίως πρέπει να μας απασχολήσει τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε και τι δεν πρέπει να κάνουμε, ως Κεντρική Επιτροπή.

Αρχίζοντας από το δεύτερο, νομίζω ότι πρέπει να αποφύγουμε, ως Κεντρική Επιτροπή, να εμπλακούμε σε γενικές θεωρητικές συζητήσεις για την κρίση. Όχι ότι δεν είναι σοβαρό αυτό, αλλά επειδή ακριβώς είναι πολύ σοβαρό. Πρέπει στο Ινστιτούτο «Πουλαντζά» ή αλλού να γίνουν τέτοιες θεωρητικές συζητήσεις, να αναλυθούν περαιτέρω τα διάφορα φαινόμενα, γεγονός που θα συμβάλει στην επεξεργασία της πολιτικής μας. Έχω πάντως υπόψη μου περιπτώσεις όπου το αριστερό κίνημα παγιδεύτηκε κυριολεκτικά συζητώντας γενικά περί κρίσεων και τα γεγονότα έτρεχαν, χωρίς η Αριστερά να παρεμβαίνει σʼ αυτά.

Νομίζω ότι για τη δουλειά μας, για τη δράση μας,  είναι αρκετό επί του παρόντος να θεωρήσουμε την κρίση - βλέπετε προκύπτουν και θέματα ορισμών, τι εννοούμε κρίση, σε ποια κρίση ακριβώς αναφερόμαστε κλπ- ως το φόντο, το «γήπεδο» πάνω στο οποίο διεξάγονται σήμερα οι κοινωνικοί και οι πολιτικοί αγώνες. Να το πω αλλιώς, το πρόβλημά μας δεν είναι η κρίση αυτή καθαυτή, αλλά η στάση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, η πολιτική δηλαδή της Ν.Δ. σε σχέση με την κρίση, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και βεβαίως η δική μας πολιτική σε σχέση με τα προβλήματα που αναδεικνύει η κρίση σε αντιπαράθεση προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Εκεί θα έβλεπα να γίνεται πιο γόνιμη η δουλειά μας. Εννοώ της Κεντρικής Επιτροπής ως πολιτικό όργανο.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εδώ μέσα σύντροφοι, δε σημαίνει ότι δε μπορούμε όλοι μας να συνεισφέρουμε και στη θεωρητική μελέτη. Το θέμα είναι να ξεχωρίσουμε κάπως την πολιτική λειτουργία μας από μια θεωρητική και με τεχνικά στοιχεία συζήτηση, η οποία βεβαίως πρέπει να γίνει, αλλά επαναλαμβάνω σε άλλο πλαίσιο.

Το δεύτερο, το οποίο δεν πρέπει να κάνουμε είναι να υιοθετήσουμε μια μηχανιστική αντίληψη για τις κρίσεις, που σημαίνει να υποθέσουμε ότι οι κρίσεις έχουν πάντα μια προκαθορισμένη και μονοσήμαντη έκβαση. Δεν υπάρχει τέτοιο  αυτόματο αποτέλεσμα των κρίσεων. Και τούτο γιατί το αποτέλεσμα διαμεσολαβείται από τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Διαμεσολαβείται από το τι θέλουμε και εμείς και προς τα πού θέλουμε να πάμε τα πράγματα. Θυμίζω επʼ αυτού, για να ενισχύσω αυτή τη διαπίστωση, ότι η κρίση του ʼ29 οδήγησε και στο New Deal, δηλαδή σʼ ένα είδος κοινωνικού κράτους στην Αμερική, αλλά η ίδια κρίση ευνόησε την επικράτηση του φασισμού στη Γερμανία και αλλού. Θυμίζω επίσης ότι η κρίση του ʽ73-ʽ74 επέτρεψε, προσωρινά βεβαίως, τη νίκη του νεοφιλελευθερισμού και τη διαμόρφωση μιας νεοφιλελεύθερης συναίνεσης την οποία ζούμε ακόμη και σήμερα. Και σήμερα ζούμε την κρίση αυτής ακριβώς της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Όμως, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη ένα εναλλακτικό «υπόδειγμα».

Επομένως, και από αυτή την άποψη, έχει σημασία το πώς εμείς αξιοποιούμε τα δεδομένα τα οποία διαμορφώνει η κρίση, για να επεξεργαστούμε τη στρατηγική μας, την τακτική μας, να οργανώσουμε τους αγώνες μας για να επιτύχουμε συγκεκριμένους στόχους οι οποίοι καλό είναι και αυτοί να αποσαφηνιστούν περαιτέρω.

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή στο τι κάνουμε, τι πρέπει να κάνουμε εν όψει της συγκεκριμένης κρίσης.

Όπως είναι γνωστό, από τη θεωρία αλλά και από την πείρα, κάθε κρίση έχει ένα κοινωνικό «κόστος» που πρέπει κάποιοι να το πληρώσουν. Με τις κρίσεις, ένα μέρος του κεφαλαίου καταστρέφεται, υποτιμάται ή απαξιώνεται. Για να αποκατασταθεί το κεφάλαιο αυτό και να στηριχθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου γενικότερα, ζητούνται θυσίες. Δημιουργείται έτσι ένα κόστος το οποίο πρέπει να κατανεμηθεί. Ακριβώς γιʼ αυτό, σε κάθε κρίση, υπάρχει ανάγκη να αναπτυχθούν και να στηριχθούν κινήματα αντίστασης και άμυνας ούτως ώστε οι εργαζόμενοι και οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες τουλάχιστον να μην πληρώσουν περισσότερο απʼ όσο ήδη πληρώνουν. Υπάρχει, θέλω να πω,  κίνδυνος περαιτέρω επιδείνωσης της θέσης τους και ακούμε ήδη και στη χώρα μας εκκλήσεις για «συγκράτηση των μισθών». Μια τέτοια λοιπόν αμυντική στρατηγική είναι αναγκαία. Όμως δεν είναι και επαρκής. Χρειάζεται και μια «επιθετική» πολιτική που να στοχεύει σε γενικότερες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε κρίσεις που, όπως η σημερινή, αναδεικνύουν και ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα. Προβλήματα που είτε υπήρχαν, αλλά δεν ήταν ορατά πριν, είτε δεν αναγνωρίζονταν, ενώ τώρα βγαίνουν στο προσκήνιο, είτε εμφανίζονται και νέα προβλήματα. Επομένως, βασική δουλειά που έχουμε να κάνουμε τώρα είναι να εντοπίσουμε ποια είναι τα συγκεκριμένα προβλήματα τα οποία αναδεικνύει αυτή η συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση και πώς θα παρέμβουμε σʼ αυτά.

Αν δούμε πώς άρχισε αυτή κρίση στις ΗΠΑ, διαπιστώνουμε ότι αρχική εστία της ήταν ο κλάδος της κατοικίας και ιδιαίτερα το πρόβλημα της στέγης των φτωχών στρωμάτων. Άρα, το ερώτημα το πολιτικό που τίθεται είναι το εξής: Εμείς επʼ αυτού τι λέμε; Δηλαδή πρέπει και στο μέλλον οι φτωχοί να καταφεύγουν στις τράπεζες, να ζητούν δάνειο με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να το εξοφλήσουν, αλλά μόλις ανέβει το επιτόκιο ή μείνουν άνεργοι ή κάτι άλλο συμβεί, να διαπιστώνουν ότι δε μπορούν να το εξοφλήσουν και να αρχίζει η αλυσίδα αυτή που ζήσαμε ως το ξέσπασμα της κρίσης;

Θεωρώ ότι μας δίνεται μια σημαντική ευκαιρία να επεξεργαστούμε και να προβάλλουμε μία νέα προοδευτική κοινωνική στεγαστική πολιτική, μια πολιτική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σήμερα. Μια νέα, κοινωνικά προσανατολισμένη στεγαστική πολιτική. Οι δυνατότητες υπάρχουν αν αξιοποιηθεί ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας που έχει σημαντικούς πόρους από τις εισφορές των εργαζομένων, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το  Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Μπορεί λοιπόν να διαμορφωθεί εδώ μια πολιτική και μπορεί αυτή να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης και αγώνα, με στόχο όχι μόνο να δίνονται χαμηλότοκα δάνεια, αλλά και να κατασκευάζονται κατοικίες, οι οποίες είτε θα ενοικιάζονται σε μακροχρόνια βάση με χαμηλό ενοίκιο είτε και θα δίνονται δωρεάν σε άτομα που δεν έχουν και δε μπορούν ποτέ να αποκτήσουν σπίτι. Και αυτό, σε αντιπαράθεση με τα μέτρα που πρότεινε το ΠΑΣΟΚ, να μη γίνονται πλειστηριασμοί για ποσά κάτω από 20.000 ευρώ, η αντικειμενική αξία να είναι η τιμή αφετηρίας στην περίπτωση πλειστηριασμού κλπ. Και αυτά σε θετική κατεύθυνση είναι, αλλά το θέμα είναι πώς να απαλλάξεις τον κόσμο, ιδιαίτερα το φτωχό από το να μπλέξει μʼ αυτά τα γρανάζια των τραπεζών και την παγίδα του χρέους.

Άλλο μεγάλο θέμα που έχει αναδειχθεί είναι οι τράπεζες. Οι τράπεζες, το τραπεζικό σύστημα, είναι στο κέντρο της κρίσης αυτής. Εδώ προκύπτουν μεγάλα επίσης προβλήματα. Το θέμα δεν είναι μόνο πώς να αντισταθούμε στη ληστεία των τραπεζών, πώς να απαλλάξουμε τους δανειολήπτες από μια σειρά καταχρηστικούς όρους, αλλά πώς να αλλάξει η αρχιτεκτονική και η λειτουργία  του τραπεζικού συστήματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Παπούλιας, έθεσε πρόσφατα με μια δήλωσή του το θέμα αυτό στον πυρήνα του. Πρέπει οι τράπεζες να είναι απλώς κερδοσκοπικοί οργανισμοί ή πρέπει να είναι οργανισμοί οι οποίοι θα πρέπει πρωταρχικά να υπηρετούν την ανάπτυξη και τη χρηματοδότησή της; Πρέπει, δηλαδή, το χρηματοπιστωτικό σύστημα να είναι ένας αυτόνομος χώρος συσσώρευσης κεφαλαίου με τη μεγιστοποίηση του κέρδους ως αυτοσκοπό ή πρέπει να υπηρετούνται και ευρύτεροι αναπτυξιακοί και κοινωνικοί σκοποί; Αυτοί είναι δύο πολύ διαφορετικοί δρόμοι. Και, επί τη ευκαιρία, να πούμε κάτι που το λέμε για χρόνια, αλλά τώρα μπορεί να γίνει πιο κατανοητό, το υπαινίχθηκε και αυτό ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Οι τράπεζες δεν είναι συνήθεις επιχειρήσεις. Η βασική τραπεζική λειτουργία είναι μια κοινωνική λειτουργία την οποία ασκούν οι τράπεζες κατά παραχώρηση. Για να το πω απλά: κάθε κοινωνία θέλει κάποιον «ταμία» να μαζεύει το χρήμα, να το αποταμιεύει και να το ξαναδανείζει. Αυτή τη δουλειά την κάνουν οι τράπεζες κατά παραχώρηση από την κοινωνία. Άρα, η κοινωνία πρέπει να ορίσει πώς θα λειτουργούν οι τράπεζες και όχι οι τράπεζες πώς πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία.

Τρίτο πρόβλημα είναι το πρόβλημα της ακρίβειας. Πολυσχιδές το πρόβλημα αυτό. Διότι δεν είναι μόνο η γενική ακρίβεια, αλλά τώρα έχουμε σε έξαρση την ακρίβεια των τροφίμων και της ενέργειας. Η ακρίβεια των τροφίμων έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι τα τρόφιμα συμμετέχουν δυσανάλογα στους προϋπολογισμούς μας. Για το εύπορο στρώμα της κοινωνίας, για το εύπορο νοικοκυριό τα τρόφιμα είναι περίπου 10%-15% του προϋπολογισμού του ή και λιγότερο. Για το φτωχό νοικοκυριό είναι πάνω από 30%. Όταν, λοιπόν, λέμε, ακρίβυναν τα τρόφιμα, η επίπτωση στα φτωχά νοικοκυριά είναι απείρως μεγαλύτερη και ακριβώς γιʼ αυτό είναι λάθος ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, υπό την έννοια ότι δεν απεικονίζει το κόστος ζωής. Και αυτό το έχουν αποδείξει μελέτες και της Τράπεζας της Ελλάδας. Και γιʼ αυτό εγώ θα θεωρούσα βασικό αίτημά μας να υπάρξει νέος δείκτης κόστους ζωής ειδικά προσαρμοσμένος για μία χαμηλόμισθη οικογένεια.

Ανάμεσα στην άνοδο του πληθωρισμού και την άνοδο του κόστους ζωής, ιδιαίτερα για μια χαμηλόμισθη οικογένεια, υπάρχει συστηματική και διευρυνόμενη σήμερα απόσταση. Και πάνω σʼ αυτό θα θεμελιώσουμε την κριτική μας και προς την κυβέρνηση αλλά και προς την ηγεσία της ΓΣΕΕ. Πρέπει να κατανοηθεί ότι σήμερα υπάρχει ανάγκη για αναδιαπραγμάτευση και των όρων της διαπραγμάτευσης, των βάσεών της. Τίθεται, δηλαδή, θέμα όχι απλώς τι αύξηση θα πάρουν οι εργαζόμενοι, αλλά σε ποια βάση θα υπολογίσουμε τις ανάγκες, το κόστος ζωής και άρα την αύξηση που πρέπει να διεκδικήσουν. Και όπως είπα, το αίτημα εδώ είναι σαφές: νέος δείκτης κόστους ζωής για τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά. Εκεί πάνω θεμελιώνεται και η ανάγκη για διορθωτικό ποσό και γενικότερα για μια άλλη λογική σε ό,τι αφορά και τη συλλογική διαπραγμάτευση και τις αυξήσεις.

Κεντρικό, επίσης, θα θεωρούσα εδώ το εξής: Οπωσδήποτε πρέπει να ενθαρρύνουμε κινήματα, και καταναλωτικά και συνδικαλιστικά κ.α., ενάντια στην ακρίβεια. Στην αγορά υπάρχει πάντα αυθαιρεσία. Αν δεν έχεις λοιπόν ένα κίνημα να αντιδρά ενάντια σʼ αυτή την αυθαιρεσία, αυτή θα φουντώνει και η κερδοσκοπία θα γιγαντώνεται. Οπωσδήποτε λοιπόν αυτό χρειάζεται. Χρειάζεται επίσης να δούμε και με ποια μέτρα μπορούμε να ενισχύσουμε το κίνημα αυτό. Δε φτάνει όμως αυτό. Την απάντηση στην ακρίβεια, εμείς, νομίζω πρέπει να τη δούμε στην κατεύθυνση και αυτού που έχει αποκληθεί «κοινωνικός μισθός». Αν ο εργαζόμενος πρέπει να αγοράζει τα φάρμακά του από την αγορά, όλα θα του είναι ακριβά. Το θέμα είναι ο εργαζόμενος να μην πληρώνει τα φάρμακα από την αγορά, αλλά να τα παίρνει από το κράτος ή από το ασφαλιστικό ταμείο του. Αν για να πας οπουδήποτε πρέπει να πληρώνεις διόδια παντού, οι μετακινήσεις θα γίνουν πανάκριβες. Το θέμα είναι πώς να μην πληρώνει ο χαμηλόμισθος διόδια και πώς να καταργηθούν τα διόδια και να αντικατασταθούν με έναν άλλο φόρο ενδεχομένως, που θα επιβαρύνει όσους κερδίζουν. Αν οι αγορές είναι ελεύθερες, για να έλθω σε ένα άλλο παράδειγμα,  οι εφοπλιστές μπορούν να ανεβάζουν ανεξέλεγκτα τις τιμές στα εισιτήρια, ιδίως αν λειτουργούν ως καρτέλ. Εδώ η αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι συνυφασμένη με τον τρόπο οργάνωσης της ακτοπλοΐας και τη λειτουργία των αγορών. Πρέπει, επομένως, με την ακρίβεια να αναδείξουμε θέματα αναδιάρθρωσης της οικονομίας, αναδιοργάνωσης της κοινωνίας, να προβάλλουμε νέες πολιτικές για την ακτοπλοΐα, για τα διόδια και τους δρόμους, για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, των δημόσιων και συλλογικών αγαθών, όλα αυτά που περιγράφονται με τον όρο «κοινωνικός μισθός».

 Πέραν αυτών, όμως, υπάρχουν και τρία γενικότερα θέματα που διαπλέκονται και με τα ειδικότερα και μεταξύ τους.

Ένα τέτοιο θέμα είναι το έλλειμμα παραγωγής και παραγωγικής εξειδίκευσης που έχουμε ως χώρα. Ζούμε ως κοινωνία με ένα χρόνιο παραγωγικό έλλειμμα, που αντανακλάται και στο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Δε ζει μια χώρα χωρίς να παράγει, καταναλώνοντας, απλά με δανεικά. Εμείς πρώτοι πρέπει να το πούμε αυτό. Όσα λεφτά και αν έχουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για όσο θα τα έχουμε, όσα κεφάλαια και να φέρουν οι εφοπλιστές, όσο κερδίζουν, όσο και να αυξηθεί ο δανεισμός, δε μπορεί μια κοινωνία να ζει χωρίς να παράγει, χωρίς δική της επαρκή παραγωγή. Το ερώτημα, λοιπόν,  είναι τι παράγουμε ως κοινωνία; Τι πρέπει και τι μπορούμε να παράγουμε σε συνθήκες μάλιστα που πρέπει να προστατεύουμε το περιβάλλον; Και πώς διανέμεται το αποτέλεσμα της παραγωγής; Τα ερωτήματα αυτά, μπορούμε να προβλέψουμε, θα είναι μερικά από τα μείζονα ερωτήματα της επόμενης δεκαετίας. Όποιος τα απαντήσει πιο έγκαιρα, πιο πειστικά, πιο ριζοσπαστικά θα βρει ανταπόκριση και αναγνώριση από την κοινωνία.

Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι οι ανισότητες, η άνιση κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων και

Το τρίτο είναι το οικολογικό, κλιματικές αλλαγές κλπ.

Κανένα από τα προβλήματα αυτά δε μπορεί να αντιμετωπισθεί ερήμην των άλλων. Για παράδειγμα, δε μπορούμε να λύσουμε το πρώτο, το παραγωγικό πρόβλημα δηλαδή, χωρίς αναδιανομή εισοδημάτων, αλλά και χωρίς ανακατανομή στη χρήση των πόρων, ερήμην δηλαδή του κοινωνικού και του οικολογικού ζητήματος.  

Συμπέρασμα: Υπάρχει ζωτική και επείγουσα ανάγκη για την κοινωνία μας για μια νέα γενιά μεταρρυθμίσεων, μια νέα γενιά διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες θα συνδυάζουν τρία πράγματα. Ανάπτυξη, δηλαδή παραγωγή νέων αγαθών και υπηρεσιών, μαζί, όμως, με αναδιανομή του συσσωρευμένου πλούτου και οικολογική προστασία.

Και αυτό το τρίπτυχο θα μπορούσε να είναι ο πυρήνας ενός προγραμματικού πλαισίου δικού μας.

Βεβαίως, όταν λέμε πρόγραμμα, για να απαντήσουμε έτσι και σε κάποιες παρανοήσεις, εμείς ποτέ δε θεωρήσαμε και δε θεωρούμε -πολύ περισσότερο σήμερα- πρόγραμμα, ένα κείμενο που θα γραφεί για να το βάλουμε στο συρτάρι. Για μας, πρόγραμμα είναι μια διαρκής ζωντανή διαδικασία μέσα από την οποία θα μελετάμε τα προβλήματα, θα κινητοποιούμε κοινωνικές και επιστημονικές δυνάμεις, θα είμαστε σε ένα διάλογο διαρκώς μαζί τους και κάθε φορά βεβαίως θα υπάρχει και ένα καταστάλαγμα, αιτήματα και προτάσεις συγκεκριμένες, πόλοι συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, φορέων και κινημάτων.

Μπορούμε να ανταποκριθούμε σʼ αυτές τις ανάγκες; Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά και άλλα που θα μπορούσε κανείς να προσθέσει; Νομίζω ότι μπορούμε, υπό έναν όρο: ότι δε θα λειτουργούμε με την ψυχολογία ή τη νοοτροπία ενός κόμματος του 3,2%. Δεν είμαστε πια κόμμα του 3,2%. Πρέπει να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας δίνουν, όχι οι δημοσκοπήσεις, αλλά η ίδια η κοινωνία με διάφορους τρόπους. Και από αυτή την άποψη, νομίζω, ότι εκείνο που πρέπει να συζητήσουμε είναι  ποιες νέες λειτουργίες χρειάζεται να αναπτύξουμε ως κόμμα; Όσο ήμαστε στο 3% η αγωνία όλων μας, κακά τα ψέματα, ήταν η επιβίωση Προσωπικά σε συνεντεύξεις όταν με ρωτούσαν γιατί θέλουμε να πάρουμε μεγάλο ποσοστό, το πρώτο που έλεγα -και το πιστεύω ακόμη- είναι διότι με το 3% δεν μπορούσαμε να κάνουμε μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Όταν σε τρώει η αγωνία της επιβίωσης, δε μπορείς να σχεδιάσεις το μέλλον πειστικά, δε μπορείς να σκεφτείς όχι απλά το μεθαύριο αλλά ούτε καν το αύριο. Σε τρώει το σήμερα και ασχολείσαι διαρκώς με το χθες για να εξηγήσεις πού οφείλεται αυτό.

Το πρώτο, λοιπόν, που μπορούμε σήμερα να κάνουμε είναι όλα όσα κάναμε ως τώρα να τα εντάξουμε σε μία μακροχρόνια στρατηγική και να σκεφτούμε τι άλλο δεν κάναμε ως τώρα,  και σήμερα όχι μόνο πρέπει, αλλά και μπορούμε να κάνουμε. Απʼ αυτή την άποψη, όσα διάβασα στις εφημερίδες, δεν έχω άλλη εικόνα, για το αν πρέπει να γίνει μια Επιτροπή Πολιτικού Σχεδιασμού της μιας ή της άλλης μορφής, το θεωρώ ατυχή συζήτηση. Το θέμα είναι: πρέπει σήμερα να οργανώσουμε, ως κόμμα, δομές, που να ασχολούμαστε πιο συστηματικά και πιο απαιτητικά με τη μελέτη προβλημάτων, την ανάπτυξη και τη στήριξη των κινημάτων, με το μακροχρόνιο πολιτικό σχεδιασμό, με το πρόγραμμά μας και με το τι γίνεται παγκοσμίως, με τη μελέτη, την αξιολόγηση και τη γενίκευση των εμπειριών; Πρέπει να τα κάνουμε αυτά και πολλά άλλα; Εάν ναι, ας συζητήσουν τα όργανά μας, πώς θα τα κάνουμε.