Τον έντονο προβληματισμό του για τις ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού νόμου της κυβέρνησης της NΔ και ειδικότερα για τις αλλαγές στην ασφάλιση των εργαζομένων στην Τράπεζα Ελλάδας εκφράζει ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε επιστολή του στον ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Δ. Παπαδημούλη.
Ο Έλληνας ευρωβουλευτής, με ερώτησή του προς τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, ζητούσε διευκρινίσεις σχετικά με την άποψη της Ευρ. Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά την ένταξη του ταμείου ασφάλισης εργαζομένων της Τράπεζας Ελλάδος στο ΙΚΑ/ΕΤΑΜ και ρωτούσε για περαιτέρω ενέργειές της.
Ο κ. Τρισέ στην απαντητική επιστολή του, αφού επισημαίνει την υποχρέωση των κρατών - μελών να διαβουλεύονται με την ΕΚΤ όσον αφορά στα «σχέδια εθνικών νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητας της» αναφέρεται στο νέο ασφαλιστικό νόμο, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν προηγήθηκε η αναγκαία προηγούμενη διαβούλευση με την ελληνική κυβέρνηση για τις αλλαγές στην ασφάλιση στην Τράπεζα Ελλάδος.
Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ αναφέρεται εκτενώς στα νομικά επιχειρήματα που ανέπτυξε η ΕΚΤ σε σχετική της γνώμη εκφράζοντας προβληματισμό αναφορικά με δύο ζητήματα «την οικονομική ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος» και «την πιθανή παραβίαση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης».
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Τρισέ σημειώνει ότι: «η ικανότητα μιας κεντρικής τράπεζας να διαθέτει, αυτόνομα, επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, η οποία κατοχυρώνεται στη συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρ. Κεντρικής Τράπεζας. …Οι διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου αφορούν, μεταξύ άλλων, τους πόρους του κρατικού φορέα και θεσπίζουν υποχρέωση της Τράπεζας της Ελλάδος να προβαίνει σε ετήσια καταβολή εισφορών σε αυτόν. Καθώς μια τέτοια υποχρέωση ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς την οικονομική ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος, η ΕΚΤ συστήνει στη γνώμη της οι νέες διατάξεις να περιλαμβάνουν επαρκή εχέγγυα προκειμένου να διασφαλίζεται η ικανότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να εκπληρώνει τα καθήκοντά της…»
Όσον αφορά στο ζήτημα της νομισματικής χρηματοδότησης, ο κ. Τρισέ υπογραμμίζει στην απαντητική επιστολή του προς τον Δημήτρη Παπαδημούλη, ότι: «το άρθρο 101 παρ.1 της συνθήκης απαγορεύει την νομισματική χρηματοδότηση, η οποία ορίζεται ειδικότερα στον κανονισμό 3603/93 του Συμβουλίου. … για τους σκοπούς της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και, καθώς η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας Ελλάδος ενδέχεται να μην αντιμετωπίζει οργανικό έλλειμμα, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 θα μπορούσε να αντίκειται στην ως άνω απαγόρευση.»
Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ επανέρχεται στο ζήτημα της διαβούλευσης υπογραμμίζοντας ότι: «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργάζεται στενά με την Τράπεζα της Ελλάδος και να διαβουλεύεται με την ΕΚΤ σχετικά με κάθε μελλοντική τροποποίηση των καθορισμένων κανόνων που επηρεάζουν την Τράπεζα της Ελλάδος …, καθώς οι διατάξεις του καταστατικού της τελευταίας αναθέτουν σε αυτή το καθήκον της κοινωνικοασφαλιστικής κάλυψης του προσωπικού της.»
Ο κ. Τρισέ στην επιστολή καταλήγει ότι: «Αντιλαμβάνομαι ότι μετά τη διαπίστωση της γνώμης της ΕΚΤ, ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Ελλάδος συναντήθηκε με το Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και συμφώνησε να συσταθεί τριμερής επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδος, του ως άνω Συλλόγου και του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η επιτροπή αυτή θα εξετάσει τις διατάξεις του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί τις σχετικές εξελίξεις, ενώ δεν έχει ακόμη λάβει περαιτέρω πληροφορίες επί του θέματος».
Ο Δ. Παπαδημούλης δήλωσε σχετικά :
«Το ξήλωμα του νέου ασφαλιστικού νόμου ξεκινά από τους αγώνες των εργαζομένων στην Τράπεζα της Ελλάδας και αποδίδει καρπούς. Η επιστολή του Προέδρου της ΕΚΤ κ. Τρισέ θα υποχρεώσει την κυβέρνηση στην πρώτη υποχώρηση. Ο ασφαλιστικός νόμος που ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ, παρά την καθολική αντίδραση των εργαζομένων, στερείται κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης και ο ίδιος δημιουργεί ουσιαστικά τις προϋποθέσεις ανατροπής του.
Ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τα συνδικάτα και τα κινήματα των εργαζομένων, των γυναικών και της νεολαίας δεν θα πάψουν να αποδομούν ηθικά και πολιτικά αυτό το Nεοδημοκρατικό κατασκεύασμα και να προβάλουν τις συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες προτάσεις τους για το ασφαλιστικό.»
To Γραφείο Τύπου