Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
15/07/2008

Θέσεις του Τμήματος Πολιτισμού του Συνασπισμού πάνω στο σχέδιο νόμου για το νέο μουσείο της Ακρόπολης

Τα τελευταία χρόνια ο πολιτικός χώρος μας έχει επανειλημμένα καταγγείλει δημόσια την απαξίωση του πλούσιου πολιτιστικού αποθέματος της χώρας μας και την απουσία χάραξης σοβαρής και αξιόπιστης πολιτιστικής πολιτικής από την πλευρά των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Αρκεί να σημειώσουμε ότι πριν λίγες ημέρες ήρθε στη Βουλή προς ψήφιση το Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο, από το οποίο, με ευθύνη της σημερινής ηγεσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ, εξαιρέθηκαν τα κεφάλαια που αφορούσαν το πολιτισμικό περιβάλλον.

Ο Συνασπισμός παρακολουθεί με ανησυχία τις θεσμικές αλλαγές για τα Κρατικά Μουσεία της χώρα μας που προωθούνται από το ΥΠΠΟ.  Πριν λίγες ημέρες ο Υπουργός Πολιτισμού κ. Μ. Λιάπης έδωσε στη δημοσιότητα σχέδιο νόμου που προβλέπει την αυτονόμηση του νέου Μουσείου Ακροπόλεως από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τη μετατροπή του σε ΝΠΔΔ, ένα σχέδιο που, όπως καταγγέλλει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (Σ.Ε.Α.), έγινε χωρίς διάλογο με τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς.

Σχετικά με αυτό το Σχέδιο Νόμου, το Τμήμα Πολιτισμού του Συνασπισμού επισημαίνει τα εξής:

1.    Το Μουσείο Ακροπόλεως και ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης και των κλιτύων της αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα, αφού στο πρώτο στεγάζονται οι αρχαιολογικοί θησαυροί που προέρχονται από το χώρο αυτό και είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τα αρχιτεκτονικά μνημεία του χώρου αυτού. Πολλά από τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία, και ένα από αυτά είναι και της Ακρόπολης, βρίσκονται σε άμεση αναφορά και διαρκή «διάλογο» με έναν αρχαιολογικό χώρο, μεταξύ άλλων και γιατί τροφοδοτούνται διαρκώς από τα νέα αποθέματα ευρημάτων που εξασφαλίζουν οι ανασκαφές, και αυτό είναι ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημά που δεν πρέπει να χαθεί. Μόνο έτσι ο επισκέπτης παίρνει μια συνεκτική και ολοκληρωμένη εικόνα του ιστορικού και πολιτιστικού αντικειμένου. Ο παραλληλισμός του Μουσείου Ακροπόλεως με τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού (Λούβρο, Βρετανικό κ.ά.) είναι συνεπώς ατυχής και λανθασμένος, καθώς τα τελευταία περιλαμβάνουν ανομοιογενείς συλλογές αντικειμένων αποκομμένων από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Συνεπώς, η διοικητική διάρρηξη της ενότητας Μουσείου και αρχαιολογικού χώρου, με ό,τι συνεπάγεται και για την ουσιαστική αποσύνδεσή τους,  κρίνεται με επιστημονικά, αλλά και λειτουργικά κριτήρια, ως εξόχως προβληματική.

2.    Η μετατροπή του Μουσείου σε ΝΠΔΔ γίνεται, κατά τα λεγόμενα του Υπουργού, για να ικανοποιηθεί η ανάγκη της ευέλικτης διαχείρισης και του περιορισμού των γραφειοκρατικών κωλυμάτων. Όμως, στην πραγματικότητα η ύπαρξη δύο διακριτών, λειτουργικά και νομικά, φορέων διαχείρισης των κινητών και ακίνητων ευρημάτων της Ακρόπολης μπορεί να έχει ακριβώς τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ποιος θα αποφασίζει πότε και ποια νέα ευρήματα θα εκτεθούν; Εναλλακτικές προτάσεις υπάρχουν: π.χ. ο Σ.Ε.Α αναγνωρίζοντας την ανάγκη για λειτουργική ευελιξία, έχει ήδη προτείνει τη δημιουργία μιας δημόσιας αυτόνομης υπηρεσιακής μονάδας με αντικείμενο τον αρχαιολογικό χώρο και το Μουσείο της Ακρόπολης. Θα μπορούσε επίσης να λειτουργεί στα πλαίσια αυτής της μονάδας Επιστημονική Επιτροπή, προβλεπόμενη από τον οργανισμό, κάτι αντίστοιχο με την  Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, που να συμβάλει στη βέλτιστη λειτουργία αυτού του σημαντικού μουσείου.

3.    Η εμμονή του Υπουργείου να παρουσιάζει τα ΝΠΔΔ ως πιο ευέλικτα και αποδοτικά είναι άτοπη, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι και τα ΝΠΔΔ έχουν όλη τη γραφειοκρατική δυσκαμψία των δημοσίων υπηρεσιών.

4.    Η μετατροπή του Μουσείου σε ΝΠΔΔ θέτει, επίσης, σε αμφισβήτηση τη συνταγματική επιταγή ότι τα αρχαιολογικά μνημεία προστατεύονται από το κράτος.

5.    Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου, το Μουσείο θα διοικείται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο και ένα Γενικό Διευθυντή που θα διορίζονται από τον Υπουργό. Ωστόσο, δεν ορίζεται πουθενά με ποια συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια θα επιλέγονται τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων, τα οποία θα διαχειρίζονται έναν από τους σημαντικότερους θησαυρούς της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

6.    Θέλουμε επίσης να πιστεύουμε ότι η αναφορά σε πωλήσεις και ανταλλαγές έργων τέχνης που γίνεται στην παράγραφο όπου ορίζονται οι πόροι του Μουσείου οφείλεται στη γενικότερη προχειρότητα που διέπει το Σχέδιο Νόμου και δεν σημαίνει ότι ορίζεται επίσημα η αγοραπωλησία αρχαιολογικών ευρημάτων.

Τέλος, θεωρούμε ότι το νέο Μουσείο, καλώς ή κακώς, εντάσσεται πλέον σε ένα ευρύτερο σύνολο που περιλαμβάνει μνημεία του παρελθόντος αλλά και σύγχρονα (περίπατος Διον. Αρεοπαγίτου, πολυκατοικία Κουρεμένου κοκ), με τα οποία οφείλει να συνομιλήσει και όχι να τα εξαφανίσει για να προβληθεί το ίδιο. Η αποσπασματική θεσμική αυτονόμηση του δεν βλέπουμε πως θα συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση.

Με βάση τα παραπάνω, ο Συνασπισμός αντιτίθεται στο εν λόγω Σχέδιο Νόμου. Το κράτος δεν μπορεί να μετακυλύει όλο και περισσότερο τις ευθύνες που έχει για τη διατήρηση και ανάδειξη των πολιτιστικών αγαθών σε άλλους. Η δημιουργία ΝΠΔΔ δεν είναι σε κάθε περίπτωση η μαγική και μόνη λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα πολυάριθμα μικρά και μεγάλα μουσεία της χώρας μας. Χωρίς ουσιαστική οικονομική ενίσχυση, επαρκές εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό, διοικητική αναβάθμιση, διάθεση κατάλληλου εξοπλισμού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις, δεν τίθενται οι βάσεις για την αναβάθμιση των μουσείων στη χώρα μας. Απαιτείται η συγκρότηση ενός στρατηγικού σχεδίου που θα θέτει στο επίκεντρο τον επιστημονικό και παιδευτικό ρόλο των μουσείων, τη συμβολή τους στη διαδικασία δημιουργίας της ταυτότητας του πολίτη και ουσιαστικής γνώσης του ιστορικού παρελθόντος.

Τμήμα Πολιτισμού