Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της πρότασης νόμου του ΣΥΝ. ΡΙΖ.ΑΡ. για τη «Ρύθμιση σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, θρησκευτικές ενώσεις και κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας» ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπός του Φ. Κουβέλης, μεταξύ άλλων, πρότεινε τη λειτουργία των θρησκευτικών ενώσεων με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και έθεσε θέμα ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Εκκλησίας, την ένταξη στις κοινές πολεοδομικές διατάξεις των ευκτήριων οίκων. Ζήτησε την φορολόγηση των εισοδημάτων της Εκκλησίας που προέρχονται από εμπορικές δραστηριότητες (ακίνητα, μετοχές κ.λπ.), την μη αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα, την μεταβατική μεταφορά της μισθοδοσίας του κλήρου από το Κράτος στην Εκκλησία με την ταυτόχρονη επιστροφή από το Κράτος της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και τη δυνατότητα της καύσης των νεκρών για όλους του πολίτες που εκφράσουν τη βούλησή τους για καύση, την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, τη διδασκαλία θρησκειολογίας στα σχολεία.
Ειδικότερα ο Φ. Κουβέλης δήλωσε:
«Το σύστημα που διέπει τις σχέσεις του Κράτους και της Εκκλησίας, δημιουργεί διαπιστωμένες συναλληλίες εξουσιών και αρμοδιοτήτων, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του σημερινού συστήματος. Αυτό δημιουργεί συγχύσεις και ερμαφρόδιτες ρυθμίσεις, που αναφέρονται και στην προσωπική κατάσταση των πολιτών.
Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο γεννιούνται αντιθέσεις και παράγονται διελκυστίνδες, που, κάποιες φορές, παίρνουν τη μορφή σύγκρουσης, που διαταράσσει την ισορροπία, που πρέπει να υπάρχει στις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους.
Η ουσία της διαφοράς βρίσκεται στη σύγκρουση εκκλησιαστικής και πολιτειακής εξουσίας. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό, που υφέρπει και κατά καιρούς εκδηλώνεται με διάφορες μορφές.
Να θυμηθούμε την αντιδικία για τον πολιτικό, το θρησκευτικό ή ισόκυρο γάμο, την αντιδικία για την εκκλησιαστική περιουσία, την αντιδικία για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες την αντιδικία για τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων της Εκκλησίας από την Τρίτη συντεταγμένη εξουσία της Πολιτείας - τη δικαστική.
Το ισχύον σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους αποτελεί απόηχο ενός μακρινού παρελθόντος, που σήμερα πολλοί επιχειρούν να συντηρήσουν, εκμεταλλευόμενοι το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών. Προσφέρουν όμως κακές υπηρεσίες και στην Εκκλησία και στο Κράτος. Η Εκκλησία τραυματίζεται και η λειτουργία του Κράτους, ως προς ορισμένες αρμοδιότητές του, αμφισβητείται.
Οι θεσμικές συγχύσεις και ασάφειες, στοιχεία ενός αναχρονιστικού πολιτικού συστήματος, πρέπει να αρθούν.
Ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους και η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας είναι αναγκαία.
Ο νομοθέτης πρέπει να μπορεί ελεύθερα να ρυθμίσει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Στην πρόταση για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους δεν μπορεί να αντιπαρατίθεται ο εν γνώσει σκοταδιστικός λόγος, που θέλει να κατασκευάζει τους «εν θρησκεία πατριώτες» και να τους διακρίνει από τους «εχθρούς της Εκκλησίας».
Υποστηρίζονται το δικαίωμα στη διαφορά και το δικαίωμα στην ουσιαστική ανεξιθρησκία. Η Αριστερά δεν αντιστρατεύεται την Εκκλησία.
Τα στερεότυπα, που ήθελαν την Αριστερά να περιφρονεί ή και να αντιστρατεύεται την Εκκλησία, δεν μας αφορούν. Μας αφορά όμως η ουσιαστική ανεξιθρησκία. Μας αφορά ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, ως στοιχείο ενός πολιτικού συστήματος, που πρέπει να εκσυγχρονισθεί.
Γι΄αυτό και κάνουμε τη συγκεκριμένη πρόταση νόμου, αλλά και την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Συντάγματος, ώστε να αναπροσδιοριστούν συνολικά οι σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας και επέλθει ο χωρισμός τους, υπό καθεστώς αμοιβαίου σεβασμού.»
To Γραφείο Τύπου