Απόδοση στο δημόσιο της περιουσίας που σφετερίζονται και ιδιοποιούνται η Εκκλησία και οι Μονές του Αγίου Όρους. Άρση παντός είδους απαλλαγών από φορολογικές υποχρεώσεις της Εκκλησίας και των Μονών του Αγίου ΌρουςΕπίκαιρη επερώτηση Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών
Η ελληνική κοινωνία, η οποία παρακολουθεί εμβρόντητη τις αποκαλύψεις του τελευταίου διαστήματος σχετικά με την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου συνειδητοποιεί ότι η στενή διαπλοκή Εκκλησίας και Πολιτείας υπονομεύει το πνευματικό έργο της πρώτης, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλει θεμελιώδεις αρχές που η δεύτερη έχει ταχθεί από το Σύνταγμα να υπηρετεί. Οι πολίτες γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια, από την προσωπική τους εμπειρία, αλλά και από αντίστοιχες υποθέσεις που κατά καιρούς βγαίνουν στη δημοσιότητα, ότι σε πολλές περιπτώσεις μητροπόλεις και μοναστήρια εγκαταλείπουν τον ποιμαντικό και φιλανθρωπικό τους ρόλο και λειτουργούν ως «οίκοι εμπορίου», μετατρέποντας τους ναούς σε χώρους εύκολου ή παράνομου πλουτισμού, διασπάθισης και ιδιοποίησης δημόσιου χρήματος και περιουσίας. Σʼ αυτή τη διαδικασία έχει αποδειχθεί ότι συμπράττουν πολιτικά πρόσωπα και κυβερνήσεις που σπεύδουν να «διευκολύνουν» την κερδοφορία των «ιερών» επιχειρήσεων μέσω ευνοϊκών ρυθμίσεων και παροχών, σκανδαλωδών παραλείψεων, φοροαπαλλαγών, ανταλλαγών γης, νομιμοποίησης φορολογικών παραβάσεων κ.ά.
Με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου το οποίο είχαμε επισημάνει ήδη από το 2003, αποκαλύπτεται όχι μόνο η αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να υπερασπιστεί την περιουσία του, όχι μόνο η έλλειψη πολιτικής βούλησης για υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, αλλά ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ενεργούς συμμετοχής και σύμπραξης θεσμικών οργάνων της Πολιτείας, κρατικών λειτουργών, κρατικών υπηρεσιών, πολιτικών προσώπων αλλά και κυβερνήσεων σε ενέργειες βλαπτικές για τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Η υπόθεση αυτή αρχίζει επί των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1999-2003, ολοκληρώνεται και γιγαντώνεται επί των κυβερνήσεων της ΝΔ. Οι ευθύνες για το τεράστιο αυτό σκάνδαλο είναι πολιτικές, διαχρονικές και δικομματικές.
Τα γεγονότα έχουν ως εξής:
1. Με τις υπουργικές αποφάσεις (1007690/610/Α0010/15-02-99, 1064538/5928/Α0010/05-08-02, 1051266/10611/Α0010/π.έ./04-06-03) το ελληνικό δημόσιο παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της κυριότητας επί τεράστιων εκτάσεων περί τη λίμνη Βιστωνίδα, τις οποίες διεκδικούσε η Μονή Βατοπεδίου με αμφισβητούμενα «χρυσόβουλα» εκατοντάδων χρόνων προ της συστάσεως του ελληνικού κράτους.
2. Στις έντονες καταγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο (2003) δεν υπήρξε απάντηση. Ούτε εισακούστηκαν εισηγήσεις υπηρεσιακών παραγόντων (εφορία αρχαιοτήτων) για ανάκληση των ανωτέρω υπουργικών αποφάσεων. Αντίθετα επιχειρήθηκε να υποβαθμιστούν οι αντιδράσεις νομαρχιών, δήμων, φορέων, τοπικών συλλόγων αλλά και θιγόμενων πολιτών, που αντιδρούσαν στην προσπάθεια υφαρπαγής της δημόσιας περιουσίας.
3. Αγνοήθηκε προκλητικά η απόφαση 111/2000 της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η οποία «εδέχθη ότι η λίμνη Βιστωνίδα είναι κοινόχρηστο πράγμα και ότι δεν έχει επ΄ αυτής δικαίωμα κυριότητας η Μονή Βατοπεδίου….».
4. Η αναπομπή από υπουργό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έγινε αφού πρώτα είχε προηγηθεί η υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης των εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπεδίου, χωρίς να ανακληθούν το εν λόγω πρωτόκολλο και οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες είχαν γίνει αποδεκτές οι αξιώσεις της Μονής Βατοπεδίου.
5. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντί να αναιρέσει τις αποφάσεις αυτές, τις ισχυροποίησε και τις κατέστησε τελεσίδικες. Με την ΚΥΑ 16651/26-7-2006 Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Οικονομίας και Οικονομικών ανατέθηκε στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου η διαδικασία ανταλλαγής της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλιμνίων εκτάσεων αυτής που φέρονται ως ιδιοκτησία της Μονής Βατοπεδίου, με διαθέσιμα ακίνητα του Δημοσίου, αρμοδιότητας Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων.
6. Η ανταλλαγή προχώρησε υπό καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας με αποτέλεσμα να δοθούν στη Μονή έναντι της «ιδιοκτησίας» της στη Βιστωνίδα, που δεν ήταν άμεσα εμπορικά αξιοποιήσιμη, αστικά και άλλα ακίνητα του δημοσίου πολλαπλάσιας αξίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:
Η περίπτωση όμως της Μονής Βατοπεδίου αποτελεί μία μόνο (ίσως την πιο κραυγαλέα) από τις πολλές ανάλογες «επιχειρήσεις» σφετερισμού και ιδιοποίησης δημόσιας περιουσίας, που έχουν οργανωθεί σε όλη την Ελλάδα. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι πολυάριθμες απόπειρες αποχαρακτηρισμού και οικοδόμησης δασικών εκτάσεων, ακόμη και σε επιβαρημένες αστικές περιοχές όπως το λεκανοπέδιο Αττικής. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα του Ποικίλου Όρους –του οποίου επιδιώκεται η οικοδόμηση από την Μητρόπολη Φθιώτιδας και τη Μονή Κλειστών–, του Καρέα –όπου η Εκκλησία της Ελλάδος επιδιώκει την ανέγερση Συνοδικού Μεγάρου- της Καισαριανής όπου η Μητρόπολη Καισαριανής-Βύρωνα-Υμηττού επιδιώκει την ανέγερση ξενώνων και γραφείων στο χώρο της Μονής Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου-, του Μητροπολιτικού Πάρκου Γουδή –όπου υπάρχουν πιέσεις για την οικοδόμηση νέας Μητρόπολης Αθηνών κ.ά.
Απέναντι στις προσπάθειες αυτές έχουν ορθώσει το ανάστημά τους, συχνά με άνισους όρους και αντιμετωπίζοντας ύβρεις και συκοφαντίες, Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρωτοβουλίες πολιτών και οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και γενικότερα ενεργοί πολίτες, που δεν μπορούν να αφήσουν το περιβάλλον βορά στους κερδοσκόπους της γης, όποιο μανδύα και αν αυτοί ενδύονται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κύριος θεσμικός σύμμαχός τους στους αγώνες τους δεν υπήρξαν κρατικές υπηρεσίες εντεταλμένες προς τούτο (όπως το κατʼ όνομα Υπουργείο Περιβάλλοντος), αλλά κυρίως οι συνταγματικές προβλέψεις του άρθρου 24 για την προστασία των δασών. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που την τελευταία δεκαετία κυβερνήσεις τόσο μέσω δασοκτόνων νόμων και πρακτικών όσο και μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης επιχείρησαν να περιορίσουν δραστικά την ισχύ του άρθρου 24.
Όλα αυτά δεν αποτελούν απλώς πρόκληση για μια κοινωνία από την οποία συνεχώς οι κυβερνήσεις, στο όνομα της έλλειψης δημόσιων πόρων, ζητούν επιπλέον θυσίες και περικόπτουν τις κοινωνικές δαπάνες.
Αντίθετα, όλα αυτά καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και αφορά συνολικά τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζει η πολιτεία τις σχέσεις της με την Εκκλησία. Αντί να διευκολύνει το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας και να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, έχει δημιουργήσει θύλακες παρανομίας και οικονομικά άβατα μέσα στο ίδιο το ελληνικό κράτος και στην Εκκλησία.
Πρόκειται όμως για ένα θέμα, που έχει ακόμη ευρύτερες προεκτάσεις, καθώς η κατάσταση που επικρατεί:
- Προσβάλλει το θρησκευτικό αίσθημα των εκατομμυρίων χριστιανών ορθοδόξων της χώρας, που φυσικά δεν επιθυμούν να βλέπουν την Εκκλησία να μετατρέπεται, σε αγαστή συνεργασία με κρατικούς λειτουργούς, σε «οίκο εμπορίου» ούτε να ασχολείται περισσότερο με τους επίγειους φορολογικούς παραδείσους αντί με τον επουράνιο.
- Προσβάλλει τις δημοκρατικές αξίες όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως αν είναι θρησκευόμενοι ή όχι.
- Καταπατά το δικαίωμα των πιστών της Εκκλησίας, αλλά και όλων των πολιτών, να γνωρίζουν με πλήρη διαφάνεια την περιουσιακή κατάσταση όλων των νομικών προσώπων της εκκλησίας, τις οικονομικές της συναλλαγές, τον τρόπο και τους σκοπούς για τους οποίους αξιοποιείται αυτή η περιουσία.
- Επιτρέπει την άσκηση ισχυρότατων πιέσεων για αποχαρακτηρισμούς δασικών εκτάσεων και οικοδόμησή τους.
- Παρεμποδίζει την άσκηση κάθε είδους ελέγχου από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ερευνώνται καταγγελίες για οικονομικές ατασθαλίες, αλλά ούτε και για ελλιπή προστασία κειμηλίων, καταστροφή αρχαιοτήτων, αρχαιοκαπηλία, κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια η σχέση οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας αξιοποιήθηκε για τον περαιτέρω περιορισμό των –έτσι κι αλλιώς περιορισμένων– φορολογικών υποχρεώσεων της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να μετατραπούν ουσιαστικά σε εγχώριους φορολογικούς παραδείσους, αξιοποιήσιμους όχι μόνο από εκκλησιαστικούς αλλά και από επιχειρηματικούς παράγοντες.
Επιγραμματικά υπενθυμίζουμε:
- Λίγο πριν τις εκλογές του 2004 η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατήργησε την υποχρέωση της Εκκλησίας να καταβάλλει 35% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των Ναών, ως εισφορά για την μισθοδοσία των ιερέων.
- Αποτελεί κοινό μυστικό ότι κατά τη χρονική περίοδο που ίσχυε η παραπάνω εισφορά, η Εκκλησία φοροδιέφευγε συστηματικά, αποκρύπτοντας με διάφορους τρόπους (άρνηση καταβολής, διπλά βιβλία κ.ά) ακόμη και το 90% των εσόδων των ναών (βλ. και απόφαση 190/20-4-04 του Μητροπολίτη Καλαβρύτων, όπως δημοσιεύεται στο ΦΕΚ 588/20-4-04)
- Με το Ν.3296/04, που ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως ΝΔ, καταργήθηκε ο φόρος 10% που επιβάρυνε τα μισθώματα από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών, και ο οποίος ήταν ήδη μειωμένος. Ο φόρος αυτός δεν κάλυπτε ακίνητα που χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά μόνο εκμισθώσεις εμπορικού χαρακτήρα.
- Η Εκκλησία έχει απαλλαγεί από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
- Με το Ν. 3427/05 αποφασίστηκε η απαλλαγή της Εκκλησίας από το φόρο υπερτιμήματος και από το τέλος συναλλαγών επί ακινήτων.
- Με τροπολογία που περιλήφθηκε στο το Ν.3513/06 παρέχεται η δυνατότητα στην Εκκλησία της Ελλάδας και τους φορείς της να αντλούν πόρους από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και από τα ΚΠΣ, μέσω προγραμματικών συμφωνιών, χωρίς να προβλέπονται κριτήρια, ούτε διαδικασίες διαφάνειας και λογοδοσίας.
- Με το νόμο 3498/06 δόθηκε η δυνατότητα στην Εκκλησία να προβαίνει σε συμφωνίες για τη μακροχρόνια μίσθωση των ακινήτων της για τουριστικούς σκοπούς και για διάρκεια μέχρι 99 χρόνων, κατά παρέκκλιση του άρθρου 619 του Α.Κ. Εξομοιώθηκε έτσι η Εκκλησία, ως προς αυτό το ζήτημα, με την ΚΕΔ και την ΕΤΑ.
- Κατά τη συγχώνευση του Ταμείου Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου με το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, δεν μεταβιβάστηκε στο δεύτερο η ακίνητη περιουσία του πρώτου, αλλά αντίθετα αυτή δόθηκε στην Αρχιεπισκοπή. Μεταβιβάστηκαν, παρʼ όλα αυτά, όλες οι υποχρεώσεις του Ταμείου Κληρικών (έλλειμμα 12εκ ? και ετήσια έξοδα 26,7εκ. ?).
- Το Άγιο Όρος έχει μετατραπεί ουσιαστικά σε φορολογικό παράδεισο, καθώς
Κατόπιν των ανωτέρω,
Επερωτάσθε κ. Υπουργέ:
1. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε ολοκληρωμένη καταγραφή και αποτίμηση του δημοσιονομικού κόστους όλων των φοροαπαλλαγών της Εκκλησίας;
2. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε άρση των προαναφερθεισών φοροαπαλλαγών με ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνες που αφορούν εμπορικές συναλλαγές;
3. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε επαναφορά της εισφοράς επί των ακαθαρίστων εσόδων, του φόρου επί μισθωμάτων, του φόρου αυτόματου υπερτιμήματος και του τέλους συναλλαγής των ναών και μονών όπως και στη θέσπιση διαδικασιών ελέγχου για την κανονική καταβολή της;
4. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε πλήρη καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας και όλων των Νομικών της Προσώπων και την τήρηση σχετικού μητρώου, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν την περιουσιακή κατάσταση της Εκκλησίας;
5. Η Εκκλησία και τα νομικά της πρόσωπα όπως και οι μονές του Αγ. Όρους έχουν καταθέσει δηλώσεις Ε9 για την ακίνητη περιουσία τους; Τι μέτρα έχουν ληφθεί εναντίον όσων νομικών προσώπων δεν έχουν καταθέσει δηλώσεις Ε9;
6. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε ειδική ρύθμιση απαλλοτρίωσης των δασικών εκτάσεων της εκκλησίας στην εμπορική τους αξία, η οποία είναι πρακτικά μηδενική, προκειμένου να τις προστατεύσει από τις συνεχείς πιέσεις για αποχαρακτηρισμό και οικοδόμησή τους;
7. Προτίθεται η κυβέρνηση να προχωρήσει σε όλα εκείνα τα διοικητικά και θεσμικά μέτρα που απαιτούνται για τον πλήρη χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος, ρύθμιση που θα αποβεί σε όφελος και των δύο πλευρών;