Η χαιρεκακία, ως γνωστόν, δεν αποτελεί ευγενές κίνητρο· ωστόσο, είναι ένα από τα πιο ευχάριστα συναισθήματα των ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τον Θεό, παραφράζοντας λίγο τον άγιο Αυγουστίνο, να μας απαλλάξει από αυτό το συναίσθημα, αλλά όχι ακόμα! Για πάνω από είκοσι χρόνια μπουχτίσαμε ακούγοντας νεοφιλελεύθερους θεωρητικούς και πολιτικούς να μας μιλάνε για τα "θαύματα" της ελεύθερης αγοράς, για το πώς η κρατική παρέμβαση βάζει φρένο στην ανάπτυξη, πώς θα ξεδιπλωθεί η επιχειρηματικότητα στον νέο κόσμο της παγκοσμιοποίησης και, τέλος -και πιο σημαντικό στην τωρινή συγκυρία-, πώς οι αγορές μπορούν κάλλιστα να αυτορυθμιστούν. Τώρα μαθαίνουμε ότι χρειάζονται κρατικοποιήσεις, ότι χωρίς κρατική παρέμβαση κινδυνεύει όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα με δραματικές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία, ότι το "πάρτι" των μάνατζερ των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει τελειώσει και ότι ίσως δεν ήταν τόσο σκόπιμο να επιβραβεύονται με εκατομμύρια για κάθε τους αποτυχία.
Συγχρόνως, παρατηρούμε το σύνδρομο της απώλειας πρόσφατης μνήμης, στο οποίο είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι οι στοχαστές της κεντροαριστεράς. Έτσι, ο Νίκος Κοτζιάς (Αξία, 22.9.2008), με αφορμή την οικονομική κρίση, ασκεί σφοδρή κριτική στη ΝΔ για την επιμονή της σε νεοφιλελεύθερα δόγματα, χωρίς να λέει κουβέντα για τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που επί σειρά ετών έπλεκαν το εγκώμιο των ελεύθερων αγορών και των τραπεζών. Μήπως, στα όργανα της ΕΕ και στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, στις οικονομικές εκδηλώσεις του κατεστημένου (Economist, Νταβός, Money Show κ.λπ.), ο Ν. Χριστοδουλάκης και η Α. Διαμαντοπούλου συνηγορούσαν υπέρ του ελέγχου των ροών κεφαλαίου ή της μεγαλύτερης ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εμένα μου διέφυγε;
Πέρα από τη χαιρεκακία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υπέστη σοβαρό πλήγμα. Αλλά ακριβώς επειδή ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελείται μόνο από ιδεολογία, χρειάζεται να πάμε λίγο πιο βαθιά.
Η κρατική παρέμβαση στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού
Το πρώτο που εξάγεται από τη διαμάχη μεταξύ αμερικανικής κυβέρνησης και Κογκρέσου είναι ότι το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι η ποσότητα της κρατικής παρέμβασης. Ο Μπους και ο Πόλσον δεν είχαν πρόβλημα με την κρατική παρέμβαση, προκειμένου να σταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Είναι αλήθεια ότι η πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη προσέγγιση προτάσσει την αυτορύθμιση, αλλά δεν ξεχνά ποτέ ότι, ταυτόχρονα, οι κρατικές παρεμβάσεις είναι αναγκαίες. Άρα, το βασικό ζήτημα σχετίζεται με τη μορφή της παρέμβασης και τις κοινωνικές ομάδες που κερδίζουν από αυτήν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν οι μεγάλοι υποστηρικτές των χρηματαγορών ήταν οι Δημοκρατικοί, ο Ρούμπιν και ο Σάμερς, οι κυριότεροι αξιωματούχοι του Κλίντον στον οικονομικό τομέα, έπεισαν τους διεθνείς οργανισμούς να επιβάλουν μέτρα ανάλογα με τα σημερινά, για να βγουν οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Βέβαια, κανείς δεν ρώτησε τους λαούς αυτών των χωρών για τα μέτρα, που στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία: τα κέρδη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σώθηκαν και τις ζημιές πλήρωσαν οι λαοί. Τώρα, ο Μπους και ο Πόλσον ζήτησαν την απόλυτη αυτονομία να διαχειριστούν τεράστια ποσά των φορολογούμενων, ενώ συγχρόνως απέρριψαν μέτρα για τη στήριξη της ενεργού ζήτησης (αύξηση των επιδομάτων ανεργίας, προώθηση προγραμμάτων κοινωνικής στέγασης κ.λπ.). Γι' αυτές τις επιλογές αντιμετώπισαν δριμύτατη κριτική στο Κογκρέσο: φάνηκε έτσι πως, ανεξάρτητα από το τι επιβάλλεται στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, στη μητρόπολη του κεφαλαίου υπάρχουν ακόμα κάποια, έστω και αμυδρά, δημοκρατικά αντανακλαστικά. Πολλοί αντιπρόσωποι αντελήφθησαν ότι υπήρχε μεγάλη λαϊκή αγανάκτηση για μια πρόταση, σύμφωνα με την οποία κάποιοι θα αποζημιωνόταν για τα λάθη τους χωρίς δημοκρατικό έλεγχο.
Κριτική ωστόσο ασκήθηκε και από σημαντικούς φιλελεύθερους προοδευτικούς στοχαστές, όπως ο Τζ. Στίγκλιτζ και ο Π. Κρούγκμαν. Μέρος της επιχειρηματολογίας τους ήταν ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν λύνουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δόθηκαν δάνεια, με βάση περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους είχε φουσκωθεί μέσα από κερδοσκοπικές διαδικασίες, σε άτομα που τώρα αδυνατούν να τα ξεπληρώσουν. Συχνά τα "ενέχυρα" έχουν αξία λιγότερη από αυτή των δανείων. Όπως τονίζει ο Στίγκλιτζ, αυτό δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης στην αγορά, αλλά αποτελεί μια ωμή πραγματικότητα της αγοράς. Με άλλα λόγια, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν αντιμετωπίζουν μόνο πρόβλημα ρευστότητας αλλά και φερεγγυότητας.
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο; Σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στην επικρατούσα οικονομική θεωρία που υποτιμάει τους κινδύνους στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η, ακόμα πιο απλοϊκά, στην απληστία αυτών που, σε ένα λιγότερο ρυθμισμένο πλαίσιο, ζητούσαν όλο και μεγαλύτερα κέρδη, αγνοώντας ότι έτσι το ρίσκο μια γενικότερης κατάρρευσης αυξανόταν. Και οι δυο αυτές προσεγγίσεις υπονοούν ότι, σε τελική ανάλυση, έχουμε να κάνουμε με συσσωρευμένα λάθη. Αλλά τα λάθη αυτά δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε ούτε μόνο με βάση την επικρατούσα ιδεολογία ούτε με βάση την απληστία (λες και ο "υγιής καπιταλισμός" δεν βασίζεται στην απληστία).
Χρηματοπιστωτικό σύστημα και ενσωμάτωση των φτωχότερων
Έχει σημασία ότι αιχμή του δόρατος της κρίσης είναι τα δάνεια που δόθηκαν σε μερικά από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα των ΗΠΑ. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η προσπάθεια ενσωμάτωσης αυτών των στρωμάτων βασιζόταν στις αυξήσεις των μισθών και στις κοινωνικές παροχές, συμπεριλαμβάνοντας και αυτές για την κοινωνική στέγαση. Μετά τη δεκαετία του 1970 έχουμε μια πολύ διαφορετική πολιτική οικονομία: οι μέσοι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί σχεδόν καθόλου τα τελευταία τριάντα χρόνια και ο κοινωνικός ρόλος του κράτους (και στο επίπεδο των πολιτειών) έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Σ' αυτό το πλαίσιο, πώς αντιμετωπίστηκε το θέμα της ενσωμάτωσης των κατώτερων τάξεων;
Εν μέρει μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα επισφαλή δάνεια που βρίσκονται στο επίκεντρο της τωρινής κρίσης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτά τα δάνεια δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου λάθους ή κάποιας απληστίας των χρηματαγορών, αλλά συστατικά στοιχεία μιας νέας πολιτικής οικονομίας. Σ' αυτήν, η μοίρα των εργαζόμενων στις ΗΠΑ είναι δεμένη με τις τύχες του χρηματοπιστωτικού συστήματος με πολλούς τρόπους: νοικοκυριά υπερχρεωμένα με πιστωτικές κάρτες, εργαζόμενοι που οι συντάξεις τους είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πορεία του Χρηματιστηρίου, εργαζόμενα ζευγάρια που η αξία του σπιτιού τους αποτελεί μια, έστω μικρή, εξασφάλιση για το μέλλον - όλοι έχουν λόγο να μην αδιαφορούν για την πορεία και την υγεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η νέα πολιτική οικονομία έχει πολλαπλά προτερήματα σε σχέση με την παλιά. Αντί το κοινωνικό κράτος που φορολογεί όλους για να αντιμετωπίσει προβλήματα στέγασης ή συντάξεων, το κοινωνικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται τώρα από την "ελεύθερη" αγορά, κι έτσι αυξάνονται οι τομείς όπου επικρατεί το κέρδος. Συγχρόνως, όπως είδαμε, μ' αυτό το τρόπο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα συνδέονται με την τύχη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τέλος, η αντικατάσταση του κοινωνικού κράτος από τον χρηματοπιστωτικό τομέα συρρικνώνει το εύρος της δημοκρατίας, καθώς η ποιότητα και η ποσότητα των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών δεν ρυθμίζονται πια από τη δημοκρατική διαδικασία αλλά από τις αποφάσεις των χρηματαγορών.
Μια στρατηγική για την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών
Σωστά λέει ο Στίγκλιτζ ότι πρέπει να φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος με μέτρα που θα στηρίξουν την ενεργό ζήτηση, με δαπάνες για τις υποδομές του κράτους, κοινωνικές παροχές κ.λπ. Το ίδιο και ο Ν. Κοτζιάς, που μιλάει για ένα δημόσιο με "μηχανισμούς αναπτυξιακής στρατηγικής, ελέγχου και ρύθμισης ώστε να διασφαλίζεται η ενδυνάμωση της εθνικής οικονομίας και η δίκαια κατανομή των αποτελεσμάτων της ανάπτυξης". Μόνο που, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, αυτό δεν μπορεί να βασιστεί σε κάποιες προτάσεις για τη ρύθμιση των αγορών και ένα πιο αποτελεσματικό κράτος. Χρειάζεται μια κοινωνική διεργασία, που θα ενώσει κοινωνικά στρώματα πάνω σε μια διαφορετική ιδεολογία και στρατηγική. Μια στρατηγική που δεν μπορεί να βασιστεί στους νικητές της αγοράς, με κάποια αποζημίωση για αυτούς που μένουν πίσω (για να θυμηθούμε λίγο τη βασική προσέγγιση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., από την εποχή Σημίτη). Μια στρατηγική που επαναθέτει ζητήματα δημοκρατίας, όχι γενικώς και αορίστως, αλλά στον πυρήνα της οικονομίας. Και πρωτίστως χρειάζεται μια στρατηγική που αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς μεγάλους αγώνες για την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών. Οι συσχετισμοί στην Αμερική ήταν ικανοί να τροποποιήσουν το σχέδιο Μπους, αλλά όχι για να επιβληθούν μέτρα όπως αυτά που πρότειναν οι πιο φιλελεύθεροι προοδευτικοί αναλυτές.
Μόνο έτσι μπορεί η Αριστερά να ξαναβγεί στο προσκήνιο, ανοίγοντας όλη τη βεντάλια των θεμάτων που προκύπτουν από την κρίση: ταξικούς συσχετισμούς, κοινωνικές αναφορές και κρατικές παρεμβάσεις, που σχεδόν ποτέ δεν είναι ουδέτερες. Αλλιώς, οι "διορθώσεις" του νεοφιλελεύθερου μοντέλου -το "νέο Νιου Ντηλ" που προτείνει ο Κρούγκμαν (βλ. Ελευθεροτυπία, 5.10.2008), ο νέος συμβιβασμός μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας του Γιάννη Στουρνάρα (Το Βήμα, 5.10.2008) ή η νέα "ευκαιρία" της σοσιαλδημοκρατίας του Νίκου Μουζέλη (Το Βήμα, 5.10.2008)- θα περιοριστούν σε μια μορφή κρατικής παρέμβασης αυταρχικού καπιταλισμού ή, το πολύ, ενός κεϋνσιανισμού χωρίς κοινωνικές αναφορές.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών