Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
23/10/2008

Ομιλία του Γιάννη Δραγασάκη στη συζήτηση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής επί της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών της Εκκλησίας

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε σκέψεις και απόψεις επί του θέματος, με αφορμή επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ για τις φοροαπαλλαγές της εκκλησίας και τη Μονή Βατοπεδίου με τον παριστάμενο Υφυπουργό. Άκουσε βασικά μας επιχειρήματα, ακούσαμε και τα δικά του. Γιʼ αυτό το λόγο θα είμαι σύντομος στην παρουσίαση της πρότασης.

Θέλω να διευκρινίσω το σκοπό της πρότασης που καταθέσαμε και ήταν να αναδείξουμε ένα θέμα, που, κατά την άποψη μας, θέλει ρύθμιση ή επαναρύθμιση. Το θέμα αυτό αφορά στο φορολογικό καθεστώς της εκκλησίας.

Υποστηρίζουμε ότι το φορολογικό  καθεστώς της εκκλησίας πρέπει να επανεξεταστεί, να επαναξιολογηθεί και να αποφασιστεί η αλλαγή του.

Ποιος είναι ο λόγος που θέτουμε αυτό το θέμα; Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το θέμα αυτό προϋπήρχε και θα έπρεπε από παλαιότερα να το είχαμε δει.

Σήμερα, όμως, τίθεται υπό την εξής έννοια: Τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρξαν διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες των Κυβερνήσεων και του ΠΑΣΟΚ και κυρίως της Νέας Δημοκρατίας, που όλες ήταν παρεμβάσεις απαλλαγής της εκκλησίας από φορολογικές υποχρεώσεις. Την ίδια περίοδο, αυτή των δέκα ετών, η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων πολιτών έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Δηλαδή, η κατά κεφαλήν φορολογική επιβάρυνση, από 3.000 περίπου ευρώ που ήταν στις αρχές της δεκαετίας, κοντεύει να φτάσει στα 6.000 ευρώ. Βεβαίως, το θέμα των φορολογικών ανισοτήτων, το οποίο υπαινίσσομαι, είναι ευρύτερο. Την ίδια περίοδο είχαμε και μείωση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη και στα μερίσματα, αλλά εδώ θα περιοριστώ στο θέμα της εκκλησίας.

Ενώ, λοιπόν, η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών αυξάνει, η φορολογική επιβάρυνση της εκκλησίας μειώνεται. Άρα, τίθεται ένα θέμα φορολογικής δικαιοσύνης.

Η δεύτερη διάσταση του θέματος είναι ότι τουλάχιστον ορισμένες ρυθμίσεις και φοροαπαλλαγές δημιουργούν και ένα κλίμα και συνθήκες που ενισχύουν το ενδεχόμενο σκανδάλων και φοροδιαφυγής. Δηλαδή, το  καθεστώς φορολογικής ασυλίας που διαμορφώνεται, από μια άποψη, ευνοεί τη διαμόρφωση διαφόρων πλεγμάτων, συμφερόντων, εκκλησιαστικών παραγόντων, ιδιωτών κλπ με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού του ειδικού καθεστώτος που υπάρχει για την εκκλησία.

Η τρίτη διάσταση – το ζήσαμε όλοι με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου αυτές τις μέρες – είναι ότι εμείς πιστεύουμε ότι τα ειδικά αυτά καθεστώτα ενισχύουν μια αντίληψη και μέσα στην εκκλησία και έξω, ότι η εκκλησία είναι κάτι πάνω από τους νόμους, πάνω από τις υποχρεώσεις, δηλαδή είναι «κράτος εν κράτει»

Θα θυμάστε και την πρώτη ανακοίνωση που βγήκε από το Άγιο Όρος, που στην ουσία έλεγαν ότι ούτε Ε9 υπέβαλαν ούτε φόρο πλήρωναν. Αναγνωρίζουμε ως θετικό το στοιχείο ότι η Κυβέρνηση υποχρέωσε και  υποχρεώνει την υποβολή του Ε9.

Επομένως, για αυτούς τους λόγους, το καθεστώς αυτό πρέπει να το δούμε και πρέπει να το αλλάξουμε. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει η αλλαγή του; Εμείς κατά καιρούς έχουμε προτείνει -και εγώ προσωπικά το έχω πει- ότι μια καλή αφετηρία θα ήταν να είχαμε μια εκτίμηση του κόστους των φοροαπαλλαγών. Εδώ επισημαίνω ότι  υπάρχει και σχετική υποχρέωση, δηλαδή υπάρχει το άρθρο 59 του νόμου περί δημοσίου λογιστικού, ο οποίος υποχρεώνει την Κυβέρνηση να καταθέτει μαζί με τον προϋπολογισμό, έναν προσαρτημένο προϋπολογισμό φορολογικών δαπανών, δηλαδή εννοεί το κόστος κάθε φορολογικής απαλλαγής. Και κατατίθεται αυτό το βιβλίο μαζί με τον προϋπολογισμό κάθε χρόνο, όμως δεν είναι πλήρες.

Άρα, ένα πρώτο βήμα θα ήταν οι διάφορες φοροαπαλλαγές ή οι φοροαποφυγές της εκκλησίας να κοστολογηθούν. Εμείς δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό και ο νόμος που καταθέτουμε αναφέρεται ενδεικτικά σε ορισμένα άρθρα. Ενδεχομένως, υπάρχουν και άλλα. Στη βάση, λοιπόν, αυτής της κοστολόγησης που θα έπρεπε να έχουμε, να δούμε πιο συγκεκριμένα τις διάφορες ρυθμίσεις αν πρέπει να καταργηθούν ή αν πρέπει να τροποποιηθούν. Με τα δεδομένα, λοιπόν, που έχουμε έρχομαι στα συγκεκριμένα σημεία των άρθρων και των νόμων που προτείνουμε την κατάργησή τους.

Το πρώτο είναι το άρθρο 23, παρ. ιβ΄, ιγ΄ του ν. 2459/1997, όπου απάλλασσε από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν στο Άγιο Όρος, καθώς και οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές. Ο κ. Υπουργός παρατήρησε και έχει δίκιο, ότι αυτό δε χρειάζεται διότι ήδη ο νόμος αυτός έχει καταργηθεί. Δηλαδή, έχει γίνει αντικατάσταση του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας με το ΕΤΑΚ. Βεβαίως, παραμένει η ένστασή μας ότι άλλο ΕΤΑΚ, άλλο ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Εν πάση περιπτώσει, επειδή αυτό το θέμα αφορά γενικότερα τη φορολόγηση ακίνητης περιουσίας, το προσπερνώ, διότι η όποια ρύθμιση θα πρέπει να αφορά και την εκκλησία και γενικότερα.

Το δεύτερο θέμα είναι το άρθρο 15 του ν.3220/2004 με το οποίο καταργήθηκε η υποχρέωση της εκκλησίας για εισφορά στον κρατικό προϋπολογισμό του 35% των εσόδων της. Αυτό έγινε επί κυβερνήσεως του κ. Σημίτη και είναι πολύ σημαντικό και πέρασε τότε απαρατήρητο. Γιατί είναι σημαντικό; Διότι στην ουσία ανατρέπεται μια συμφωνία που είχε γίνει το 1945 ανάμεσα στο κράτος και στην εκκλησία. Η συμφωνία εκείνη προέβλεπε ότι το μεν κράτος αναλαμβάνει τη μισθοδοσία των κληρικών, η δε εκκλησία αναλαμβάνει την υποχρέωση να δίνει αυτή την εισφορά. Η υποχρέωση για την καταβολή των μισθών των κληρικών έμεινε και σωστά έμεινε. Δε θέτουμε εμείς θέμα. Μακάρι και να βελτιωθεί η κατάσταση των κληρικών, δηλαδή του κατώτερου κλήρου, αλλά, από την άλλη μεριά, καταργήθηκε σιωπηρά αυτή η εισφορά. Γιατί καταργήθηκε; Γιατί ήταν λέει ο φόρος αναποτελεσματικός, δηλαδή δεν πλήρωναν. Δηλαδή, επειδή γινόταν φοροδιαφυγή, καταργήσαμε το φόρο. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μάλιστα, αναφέρει τα ποσά που με την ρύθμιση αυτή που προτείνουμε θα επανέλθουν στον προϋπολογισμό και λέει ότι είναι 9 με 10 εκατ. ευρώ. Σωστό είναι το νούμερο. Είναι το νούμερο που δινόταν στον προϋπολογισμό.

Δυστυχώς θα πρέπει να αναφέρω και λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι γεγονός. Όχι απλώς γινόταν φοροδιαφυγή, αλλά γινόταν οργανωμένη φοροδιαφυγή, κατευθυνόμενη σε ορισμένες περιπτώσεις από μητροπολίτες. Και ήταν τέτοια η άνεση, όπου δημοσιεύτηκε και στο Φ.Ε.Κ. απόφαση συγκεκριμένου μητροπολίτη, των Καλαβρύτων, ο οποίος κατηύθυνε τους ιερείς πώς να κάνουν την φοροδιαφυγή. Μιλάω για το Φ.Ε.Κ. 588/20-4-2004. Έλεγε ο μητροπολίτης Καλαβρύτων στους κληρικούς ότι από τα χρήματα που θα μπαίνουν στο παγκάρι, το 10% θα το καταχωρείτε ως τακτικά έσοδα και το 90% θα το λέτε δωρεά. Γιατί δωρεά; Γιατί η δωρεά δε φορολογείται. Η φορολογία είναι μόνο στα τακτικά έσοδα.

Έχετε, δηλαδή, εισπράξει 100 και θα δηλώνετε μόνο 10. Την εγκύκλιο αυτή την έκανε μετά την κατάργηση του νόμου για να δώσει κατεύθυνση, λέγοντας ότι τα διπλά βιβλία που κρατούσαμε ως τώρα, δε χρειάζεται πια να τα κρατούμε. Δικαιοσύνη δεν υπάρχει, δεν το είδε αυτό το θέμα; Δημοσιεύτηκε σε φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, δε δημοσιεύτηκε σε κάποια περιθωριακή εφημερίδα. Θεωρώ ότι είναι ένδειξη ενός κλίματος ασυλίας και ασυδοσίας. Ο Υπουργός την προηγούμενη φορά που το είπα ενοχλήθηκε. Εμείς προτείνουμε να επανέλθει το προηγούμενο καθεστώς και να παρθούν μέτρα, έτσι ώστε η οποιαδήποτε ρύθμιση να εφαρμόζεται.

Το τρίτο σημείο είναι το άρθρο 6 του ν. 3296/2004, όπου  καταργήθηκε ο φόρος επί των εισοδημάτων που αποκτούνται από εκμισθώσεις οικοδομών κ.λπ.. Αυτό το θέμα είναι σοβαρό, γιατί είναι ένα θέμα φορολογικής δικαιοσύνης. Αν δεν κάνω λάθος, τα μισθώματα που μπορεί να έχει ένα ασφαλιστικό ταμείο από τα ακίνητα, φορολογούνται με 30%. Γιατί τέτοια διαφορά; Ένα ασφαλιστικό ταμείο δεν  κάνει κοινωφελές έργο, δεν έχει κοινωνική αποστολή, γιατί να πληρώνει ένα τόσο υψηλό φόρο και η Εκκλησία απαλλάσσεται;

Υπάρχει δε και το εξής: Η διατύπωση λέει «Εισοδήματα από οικοδομές». Γίνεται καταστρατήγηση στο σημείο αυτό. Έχω την πληροφορία ότι ακόμη και σταθμοί αυτοκινήτων, δηλαδή, επιχειρήσεις πάρκινγκ, απαλλάσσονται γιατί θεωρούνται έσοδα από οικοδομές.

Σχετικά με το κερδοσκοπικό ή με το μη κερδοσκοπικό, θεωρούμε ότι οι πραγματικές μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες πρέπει να έχουν μια ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση. Πρέπει, όμως, να οριστεί το τι είναι μη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Υπό το κέλυφος του μη κερδοσκοπικού, μπορεί να έχεις κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Δεν ξέρω εάν ποτέ έχει γίνει φορολογικός έλεγχος και εάν έχει εξεταστεί το αν αυτό που ονομάζεται μη κερδοσκοπικό είναι πράγματι έτσι. Πάντως, δε δεχόμαστε ότι ξεμπερδέψαμε με αυτό το θέμα με αυτό το επιχείρημα. Νομίζουμε ότι  και αυτή η διάταξη πρέπει να καταργηθεί και να έρθει αργότερα άλλη διάταξη για το θέμα αυτό.

Μπαίνουμε σε σκληρές μέρες. Σήμερα, η Αθήνα αναστατώθηκε από την παρέλαση των εργατών  μίας μόνο επιχείρησης, του Λαναρά. Φοβάμαι ότι δε θα είναι η μόνη επιχείρηση. Σε ένα τέτοιο κλίμα μεγάλων πιέσεων και οικονομικών δυσχερειών, νομίζω ότι είναι πολυτέλεια να λέει κανείς, ότι καταργώ αυτό το φόρο, λόγω του ότι ασκείται μη κερδοσκοπική δραστηριότητα.

Σε αυτό έχει γίνει κάποιο τυπογραφικό λάθος. Στην πρόταση νόμου αναφέρεται ότι καταργείται το άρθρο 2 παρ. 2αʼ του ν. 3296/2004, ενώ το σωστό είναι το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3296/2004.

Με τα άρθρα 7 και 16 του ν. 3427/2005, οι φοροαπαλλαγές της Εκκλησίας διευρύνθηκαν, καθώς δεν υπόκεινται στο φόρο αυτόματο υπερτιμήματος και στο τέλος συναλλαγής, οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές. Εδώ, θα  ήθελα την προσοχή σας και του κ. Υπουργού, γιατί διατύπωσε ένα επιχείρημα το οποίο θέλω να αντικρούσω. Διατύπωσε το επιχείρημα, ότι παλαιότερα ίσχυε η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης. Θέλω να διευκρινίσω ότι ο φόρος υπερτιμήματος, είναι διαφορετικής φιλοσοφίας από το φόρο μεταβίβασης. Ο φόρος μεταβίβασης, ήταν ένας εισπρακτικός φόρος, ο φόρος υπερτιμήματος θέλει να αποθαρρύνει την κερδοσκοπία στα ακίνητα, θέλει να αποθαρρύνει κάποιον από το να κάνει διαρκείς αγοραπωλησίες πάνω σε ένα ακίνητο, θέλει να ενισχύσει τη διακράτηση του ακινήτου και γιʼ αυτό ο φόρος μηδενίζεται αν κάποιος κρατήσει το ακίνητο για 25 χρόνια.

Όταν λοιπόν η Εκκλησία, οι ναοί και οι μονές απαλλάσσονται από το φόρο υπερτιμήματος, τους δίνουμε κίνητρο για να κάνουν αυτά που έκανε ο κ. Εφραίμ και άλλοι.

Διατυπώνουμε με σαφήνεια την κριτική μας. Διαφωνούμε και για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης, αλλά και γιατί θεωρούμε ότι ειδικά η απαλλαγή από το φόρο υπερτιμήματος, εκτρέφει και δημιουργεί συνθήκες κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων είτε υπό το κέλυφος μη κερδοσκοπικής δραστηριότητας είτε όχι. Τα βλέπουμε στην περίπτωση του Βατοπεδίου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΕΖΑΣ (Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών) : Προσπαθώ να σας πω ότι αυτές οι προϋποθέσεις  δεν δημιουργούνται. Πριν καθιερώσουμε το φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος, δεν υπήρχε φόρος μεταβίβασης. Δε δημιουργήθηκαν, όμως, οι συνθήκες αυτές λόγω της απαλλαγής από το φόρο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Εμείς λέμε ότι πρέπει να επιβληθεί. Το αν δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ή όχι, είναι θέμα της Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία θα διερευνήσει και θα μας διαφωτίσει για το πώς γεννήθηκαν αυτές οι πρακτικές.

Με αυτές τις σκέψεις, καλούμε όλους τους συναδέλφους από όλα τα κόμματα να δούμε μια πτυχή ενός ευρύτερου θέματος, το οποίο είναι ώριμο στην κοινωνία. Μπορεί να μπει μια τάξη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το φορολογικό καθεστώς της Εκκλησίας, ούτως ώστε να μη δημιουργείται μία αντίθεση ανάμεσα στην Εκκλησία και το λαό. Ο κόσμος πληρώνει φόρους και  δίνει τις εισφορές του στα βαφτίσια και τους γάμους. Πρέπει να υπάρξει η εισφορά επί των εσόδων της Εκκλησίας. Πρέπει να συζητήσουμε το πώς εισπράττονται, πώς μετρούνται, πώς φυλάσσονται, πώς αξιοποιούνται αυτά τα χρήματα και να φέρουμε εδώ ανθρώπους της Εκκλησίας να μας εξηγήσουν.

β) ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Θεωρώ ατόπημα του κ. Βορίδη να αναφέρεται στα θρησκευτικά πιστεύω είτε τα δικά μου είτε του οποιουδήποτε, παρά τη διόρθωση που έκανε μετά. Το θεωρώ απαράδεκτο και θέλω απλά να δηλώσω το εξής: Εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τα θρησκευτικά πιστεύω των ανθρώπων για να βγούμε βουλευτές. Κάποιοι το εκμεταλλεύονται. Εμείς δεν ασκούμε πολιτική με τη σκέψη ότι κάποιοι, που μπορεί να μην μας ψηφίσουν, επειδή θέσαμε θέμα στη Βουλή να φορολογηθεί η ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας.

Δεύτερον, η ιστορία της χώρας μας είναι γεμάτη από παραδείγματα εθνοκαπηλείας, θρησκοκαπηλείας, εκκλησιοκαπηλείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί μια πορεία: Εμείς και τα προβλήματα της κοινωνίας. Λέμε τις απόψεις μας, όποιος συμφωνεί, συμφωνεί, όποιος διαφωνεί να διαφωνεί με πολιτικούς όρους και όχι με τέτοια λαϊκίστικα τεχνάσματα,  με τα οποία προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ευαισθησία των πιστών και τίποτε άλλο.

γ) ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ:  Μη σας κάνει εντύπωση, αλλά συμφωνώ με τις περισσότερες κριτικές – παρατηρήσεις που έγιναν στην πρόταση νόμου. Θα αναφερθώ σε αυτές, γιατί πραγματικά η πρόθεσή μας δεν ήταν τόσο μυστηριώδης. Ο κ. Σγουρίδης το έθεσε πολύ καλά το θέμα. Θα ήθελα να δώσω μερικές διευκρινήσεις πριν αναφερθώ στο τι ακριβώς θέλουμε.

Όσοι προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα σχήμα ότι από τη μια είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και από την άλλη η εκκλησία, κάνουν μεγάλο λάθος, για τον εξής απλό λόγο. Και μιλάω για την ορθόδοξη εκκλησία. Η ορθόδοξη εκκλησία, ως τμήμα της κοινωνίας μας, διαπερνάται και αυτή και από ταξικές αντιθέσεις και από ιδεολογικές αντιθέσεις. Δεν είναι κάτι το ενιαίο. Πιστοί είναι και εργάτες, είναι και επιχειρηματίες κ.λπ.. Μέσα στην εκκλησία υπάρχουν συντηρητικές απόψεις, ακόμα και αντιδραστικές, υπάρχουν προοδευτικές απόψεις, ακόμα και αριστερές. Και σε μας και στην Λατινική Αμερική πολύ περισσότερο και σε άλλες χώρες, υπάρχουν κοινωνικά ρεύματα, αριστεροθρησκευτικά. Εμείς, όχι μόνο μιάσματα δεν τους θεωρούμε, αλλά οραματιζόμαστε εκείνες τις συνθήκες όπου θα διαδηλώνουμε μαζί με κληρικούς για κοινά προβλήματα. Επομένως, είναι εκτός τόπου και χρόνου και ιστορικής λογικής οι αναφορές που έκανε ο κ. Βορίδης, από σκοπιμότητα βεβαίως, ή οποιοσδήποτε άλλος. Ό,τι κάνουμε έχει αναφορές μέσα στο χώρο της εκκλησίας και προσπαθούμε και εμείς όπως μπορούμε να βοηθήσουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που μας λένε «πέστε τα, πέστε τα». Όταν λέω άνθρωποι εννοώ: ιερωμένοι, κληρικοί, πιστοί. Επομένως, μην έχετε αυταπάτες, δεν είναι τα πράγματα όπως ήταν παλιά.

Το δεύτερο που θέλω να παρατηρήσω και να λύσω το μυστήριο του τι επιδιώκουμε, είναι ότι προσπαθούμε να συλλάβουμε την κοινωνία του μέλλοντος, την ελληνική κοινωνία. Μας ενδιαφέρει η εξουσία, δε βιαζόμαστε όμως τόσο όσο κάποιοι άλλοι. Προσπαθούμε να δούμε πού πάει η ελληνική κοινωνία και διαπιστώνουμε ότι η ελληνική κοινωνία που ξέραμε, δηλαδή μια κοινωνία ομοιογενής, εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά, δε θα υπάρχει πια. Η ελληνική κοινωνία του μέλλοντος θα είναι μια κοινωνία που θα έχουμε αλλοδαπούς, μετανάστες, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Βουδιστές. Αυτή την κοινωνία προσπαθούμε να συλλάβουμε και να προσπαθήσουμε και εμείς να δούμε πώς θα την εκφράσουμε, ούτως ώστε να έχει συνοχή κ.λπ.. Αυτά είναι τα γενικά.

Τα συγκεκριμένα είναι πιο απλά. Είπατε ότι η πρότασή μας είναι αποσπασματική. Βεβαίως, είναι αποσπασματική. Πιάνουμε μια μικρή πτυχή του όλου θέματος. Έχουμε καταθέσει και άλλη πρόταση νόμου που αφορά αυτό που ορισμένοι είπαν χωρισμός – δεν είναι σωστός ο όρος χωρισμός εκκλησίας κράτους – σωστό είναι να μιλήσουμε για επανακαθορισμό ρόλων. Με αυτήν την έννοια, βεβαίως και είναι αποσπασματική αυτή η πρόταση.

Έγιναν εδώ κάποια λάθη, ακραία, δηλαδή 35% φορολογία. Μα δε ζητάμε εμείς 35% φορολογία. Όποιος θέλει, ενόψει και της συζήτησης που έγινε στην Ολομέλεια, ας δει στα πρακτικά τι είπα. Εμείς, λέμε να καταργηθεί η διάταξη, που καταργεί το φόρο αυτό. Και στη βάση αυτή, και αφού καλέσουμε και φορείς της Εκκλησίας να συζητήσουμε, να δούμε ένα νέο καθεστώς. Χάρηκα, που και ο Υπουργός, με προσεκτικές διατυπώσεις, αρνείται την πρόταση μεν, δέχεται δε, όμως,  ότι υπάρχουν θέματα που χρειάζονται διάλογο. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, το θέτουμε.

Ελέχθη, επίσης, ότι η πρόταση είναι πρόχειρη. Εάν εννοούμε πρόχειρη με την έννοια της νομικοτεχνικής της επεξεργασίας, βεβαίως. Δεν είχαμε τη δυνατότητα να επεξεργαστούμε πλήρως την πρόταση. Πρέπει να προηγηθεί –και αυτό που είπαμε- μια μελέτη. Τι σημαίνει ο κάθε φόρος, ποιο είναι το κόστος της κατάργησής τους. Πρέπει να ακούσουμε φορείς, να μελετήσουμε τις συνθήκες. Συμφωνούμε σε αυτό.

Επομένως, εμάς η πρότασή μας ήταν πολύ πιο απλή. Εμείς θέλαμε να πούμε πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ το εξής: η κυβέρνηση Σημίτη, κατάργησε το νόμο, που επέβαλλε αυτή το φορολογία. Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ τι λέει; Συμφωνεί; Καλώς έγινε; Έχει αλλάξει άποψη; Εάν κατάλαβα καλά, μάλλον συμφωνεί –«καλώς έγινε».

Δεύτερον, θέλουμε να πούμε στη Νέα Δημοκρατία: είδατε τι έγινε με το Βατοπέδιο. Ναι, το αξιοποιούμε το Βατοπέδιο –όχι με την έννοια που ελέχθη- και άλλα τέτοια μας περιμένουν και σας περιμένουν, εάν δεν μπει κάποια τάξη – εάν δεν ξαναδούμε κάποια ζητήματα, μεταξύ των οποίων είναι το φορολογικό-.

Στη Νέα Δημοκρατία, η κυρίαρχη λογική είναι ότι όλα καλά είναι. Διέκρινα και κάποιους προβληματισμούς, ότι ίσως κάποια θέματα πρέπει να τα δούμε. Αυτή ήταν η πρόθεσή μας. Το Κ.Κ.Ε. ήταν πιο συγκεκριμένο.

Αυτές ήταν οι προθέσεις μας και μπορώ να πω – θέλω να πιστεύω_ ότι έγινε, παρά το ότι κυριάρχησαν οι αρνητικές κριτικές, κάποια πρόοδος στη συνειδητοποίηση του θέματος. Θέλετε από εμάς να γίνει πιο μελετημένη πρόταση;  

Δυσκολευόμαστε, διότι έχουμε και πολλές άλλες δουλειές –για να είμαι ειλικρινής-. Εμείς θα περιμέναμε όμως, ενόψει της συζήτησης που θα γίνει στην Ολομέλεια, να φέρετε και εσείς, κύριε Υπουργέ, κάτι πιο συγκεκριμένο, να φέρει και το ΠΑΣΟΚ κάτι πιο συγκεκριμένο και το Κ.Κ.Ε., να τα μαζέψουμε όλα αυτά και να δούμε εάν μπορεί να γίνει κάτι.

Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.