Συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και άλλες διατάξεις».
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το παρόν νομοσχέδιο υποβάλλεται προς ψήφιση από την Κυβέρνηση υποτίθεται με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Άποψή μας όμως είναι ότι δεν αντιμετωπίζει την κρίση αλλά ενισχύει τους παράγοντες που τη δημιούργησαν.
Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει χαρακτηρίσει το σχέδιο της Κυβέρνησης ως κοινωνικά άδικο, αδιαφανές, χαριστικό για το τραπεζικό κεφάλαιο και ατελέσφορο.
Γίνεται λόγος για την κρίση ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ωσάν η οικονομία να μην έχει άλλο πρόβλημα παρά μόνο πρόβλημα πίστωσης, ως ένα πρόβλημα ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, το οποίο στέγνωσε από χρήματα και δεν μπορεί να συνεχίσει τον απρόσκοπτο δανεισμό της παραγωγής, αλλά κυρίως της κατανάλωσης. Αυτή όμως, είναι μία οπτική που κοιτά το πρόβλημα ανάποδα. Η μαζική πίστωση προς όλους τους τομείς μέχρι σήμερα είναι αλήθεια ότι εμπόδισε την εμφάνιση μιας γενικευμένης οικονομικής κρίσης, διότι εξασφάλισε τη ζήτηση των παραγόμενων προϊόντων από τη μεριά των εργαζόμενων τάξεων που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν και η κρίση θα ξεσπούσε πολύ νωρίτερα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κρίση στην οικονομία δεν υπήρχε ήδη. Υπήρχε ως κρίση που προέρχεται από την υπερκερδοφορία και από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και την υπερπαραγωγή προϊόντων. Απλώς, με την πίστωση παρατείνονταν διαρκώς η εμφάνισή της στο προσκήνιο, αφού η πίστωση προς τους εργαζόμενους καταναλωτές έχει την ιδιότητα να μεταθέτει τον πραγματικό χρόνο πληρωμής της αγοράς από τη μεριά του εργαζόμενου αγοραστή, ενώ βέβαια εξοφλεί άμεσα τον πωλητή, κατασκευαστή, έμπορο, βιομήχανο. Εμφανίζεται έτσι να πραγματοποιείται το καπιταλιστικό κέρδος από την παραγωγή των αγαθών, αφού αυτά αγοράζονται από τους εργαζόμενους γενικά, αλλά στην πραγματικότητα η αγορά γίνεται με πίστωση, με δανεικά και είναι προφανές ότι αυτό έχει ένα όριο, έχει ένα τέλος. Είμαστε λοιπόν μπροστά σε αυτό το τέλος και δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η πιστωτική επέκταση της οικονομίας με τη μορφή της συντήρησης της κατανάλωσης μέσω της πίστωσης των νοικοκυριών με τους ίδιους όρους που συνέβαινε μέχρι σήμερα. Η κατανάλωση των αγαθών στηρίζεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό στο δανεισμό και όχι στα τρέχοντα ή στα προηγούμενα εισοδήματα και άρα, όχι σε υπάρχοντα πλούτο των εργαζόμενων αλλά στον όποιο μελλοντικό, στην όλο και μεγαλύτερη προεξόφληση των μελλοντικών εισοδημάτων των εργαζόμενων.
Ο υπερδανεισμένος εργαζόμενος κάποτε σταματά να μπορεί να δανείζεται και να τον δανείζουν. Και έτσι μειώνει ραγδαία τη ζήτησή του για νέα αγαθά, γιατί πρέπει να αποπληρώσει τα παλαιότερα για τα οποία οφείλει και τόκους. Μάλιστα είναι σε δυσμενή θέση σε σχέση με τον έμπορο, βιομήχανο, διότι από την κατανάλωση δεν έχει κέρδη για να πληρώσει τους τόκους. Αντίθετα ο δανειολήπτης που έχει πάρει δάνειο για να προβεί σε επενδύσεις σκοπεύει στην κερδοφόρα χρήση του δανείου, οπότε με ένα μέρος των κερδών πληρώνει τους τόκους. Ο εργαζόμενος καταναλωτής πρέπει να πληρώσει τους τόκους από το μισθό, αλλά ο μισθός δεν αυξάνεται, επειδή δανείστηκε για να αγοράσει σπίτι ή αυτοκίνητο. Όταν ο δανεισμός της κατανάλωσης συνεχίζεται επί μακρόν φθάνουμε στην κορυφή της καμπύλης και αρχίζει η πτώση της ζήτησης. Σήμερα είμαστε ακριβώς σε αυτήν τη φάση του οικονομικού κύκλου. Αυτή η μέθοδος του δανεισμού των εργαζόμενων για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσής τους εφαρμόστηκε σε μαζική κλίμακα από τα τέλη του 1980 στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική και με διάφορους ρυθμούς εξαπλώθηκε σε διάφορες άλλες χώρες και στην Ελλάδα μετά το 1995 και ιδιαίτερα από το 2003 όταν απελευθερώθηκε η καταναλωτική πίστη. Είναι φανερό ότι χωρίς την τραπεζική χρηματοδότηση της κατανάλωσης η κρίση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων θα είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα. Με τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης, απλώς πήρε μια παράταση για 10-15 χρόνια.
Η κρίση είναι κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, υπερπαραγωγής αγαθών κυρίως διαρκών καταναλωτικών αγαθών, αλλά και κατοικιών και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Την τελευταία εικοσαετία η εντυπωσιακή τεχνολογική καινοτομία στην παραγωγή επέτρεψε την πιο μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα μεγάλη μείωση στο κόστος και αύξηση του ποσοστού κέρδους, αλλά και των κερδών από τα οποία πληρώνονταν οι σχετικά υψηλοί τόκοι της δεκαετίας 1980-1990 προς το τραπεζικό κεφάλαιο.
Το αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση τεράστιας ποσότητας κερδών με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου το οποίο αναζητούσε όλο και περισσότερο κερδοφόρες επενδύσεις. Αυτή η συσσώρευση πήρε τη μορφή χρήματος στα πιστωτικά ιδρύματα, πιστωτικού χρήματος και ήταν τόσο μεγάλη που επέτρεψε και τη μαζική χρηματοδότηση της ίδιας κατανάλωσης. Μέσα στις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού όλη αυτή η διαδικασία αφέθηκε ανεξέλεγκτη όπως αναγκάστηκε να παραδεχθεί και ο ίδιος ο εμπνευστής της στις Ηνωμένες Πολιτείες, Άλαν Γκρίνσπαν. Από την άλλη μεριά, οι μισθοί έμειναν καθηλωμένοι σε πραγματικές τιμές με αφαίρεση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη που είχαν τη δεκαετία του 1970.
Υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου εμφανίζεται με δύο μορφές, με υπερσυσσώρευση επενδεδυμένου κεφαλαίου στους μέχρι πρότινος τομείς υψηλής κερδοφορίας και με την υπερσυσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου έτοιμου να χορηγηθεί ως πιστωτικό κεφάλαιο σε νέες επενδύσεις, αλλά και στο δανεισμό της κατανάλωσης. Ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα ήταν οι χαμηλόμισθοι στις Η.Π.Α. με δάνεια χαμηλής εξασφάλισης που σταμάτησαν την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων και έτσι κατέρρευσε το όλο σύστημα. Οι τράπεζες στήριξαν παγκόσμια τη μεγάλη επέκταση στη στεγαστική και καταναλωτική πίστη δανειζόμενες οι ίδιες με τιτλοποίηση των προηγούμενων δανείων, αλλά και μέσω παραγώγων προϊόντων από τα ιδιωτικά κεφάλαια, τα λεγόμενα henge funds, τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χρηματική συσσώρευση των υπερκερδών που σημαδεύτηκε από την εκρηκτική αύξηση της παραγωγικότητας και των κερδών και την υποχώρηση των μισθών.
Αυτήν τη στιγμή, που εκδηλώθηκε αδυναμία πληρωμών στα χαμηλής εξασφάλισης δάνεια στις ΗΠΑ, χτύπησε τελικά η καμπάνα της εξάντλησης του μηχανισμού προεξόφλησης του μελλοντικού εισοδήματος των εργαζόμενων και έτσι άρχισε η πρώτη κρίση της ζήτησης. Έτσι όλο και περισσότερα αγαθά θα μείνουν στα αζήτητα. Είναι χαρακτηριστική η κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας στις Η.Π.Α., στη Γαλλία, στη Γερμανία μετά από την κρίση στις κατοικίες που έχει ήδη εκδηλωθεί.
Τώρα, ενόψει της παγκόσμιας κρίσης, όλο το καπιταλιστικό σύστημα ήδη από τον Οκτώβριο μπήκε σε βίαιη καθοδική τροχιά. Το αποτέλεσμα είναι όλοι οι φορείς του πιστωτικού συστήματος να διακόπτουν ο ένας στον άλλο την πίστωση όχι μόνο γιατί ήδη έχουν εγγράψει ζημίες από τα τοξικά λεγόμενα δάνεια, αλλά και διότι δεν προβλέπουν κερδοφορία από νέες πιστώσεις. Έτσι, το τραπεζικό σύστημα στο βαθμό που είναι και το ίδιο δανεισμένο σε ιδιωτικά κεφάλαια ή σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα υποφέρει πιστωτικά διότι δεν υπάρχει προθυμία ανανέωσης της πίστωσης για να συνεχιστεί η πιστωτική επέκταση, καθʼ ότι δεν προβλέπεται κερδοφορία των παραγωγικών επιχειρήσεων και άρα και του τραπεζικού κεφαλαίου από μελλοντικές πιστώσεις.
Στην Ελλάδα το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται όπως άλλωστε και παγκόσμια σε πιστωτική ασφυξία και γιʼ αυτό πιέζει τους δανειολήπτες, επιχειρήσεις και καταναλωτές, για να μην καταρρεύσει το ίδιο και προσπαθεί να αντισταθμίσει τις απώλειες που διαβλέπει με αύξηση των επιτοκίων δανεισμού παρά τη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η νομισματική πολιτική όμως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, γιατί χρειάζονται και άλλα μέτρα και όχι απλώς μείωση των επιτοκίων. Άλλωστε η Ιαπωνία από τη δεκαετία του 1990 έχει μηδαμινά επιτόκια και παρʼ όλα αυτά είναι σε ύφεση. Τα ίδια έγιναν σε Η.Π.Α. και Βρετανία. Εδώ τα πράγματα αν και όδευαν προς την ίδια κατεύθυνση δεν πρόλαβαν να πάρουν τόσο μεγάλες διαστάσεις, γιατί όπως είπαμε και προηγουμένως, όλη αυτή η πιστωτική πολιτική άρχισε στην Ελλάδα δέκα χρόνια αργότερα.
Ωστόσο και στην Ελλάδα το τραπεζικό σύστημα, παρά τη μεγάλη κερδοφορία, είναι δανεισμένο στα διεθνή ιδιωτικά κεφάλαια και πρέπει να ανανεώσει χρέος 24 δισεκατομμύρια στα δυο επόμενα χρόνια, 14 δισεκατομμύρια το 2009 και 10 δισεκατομμύρια το 2010, χρήματα με τα οποία έκανε επέκταση κυρίως στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η Κυβέρνηση όμως σήμερα δίνει αυτά τα 28 δισεκατομμύρια στις τράπεζες, οι οποίες πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουν για τη δική τους κερδοφορία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Μόνος στόχος από την πλευρά της Κυβέρνησης είναι να διευκολύνει τις τράπεζες και όχι να δώσει λύσεις, ώστε πρώτα από όλα να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της ύφεσης, δηλαδή το κλείσιμο των επιχειρήσεων και των αγορών και η αύξηση της ανεργίας, και στη συνέχεια να έρθει η ανάκαμψη.
Από αυτά τα 28 δισεκατομμύρια η Κυβέρνηση δίνει τα πέντε με ζεστό χρήμα για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, αντί την αύξηση αυτή να εξαναγκαστούν να κάνουν οι ίδιοι οι μέτοχοι από τα κέρδη τους και τελικά, αν αυτοί δεν μπορούν, να περάσει το κράτος σε καθοριστική συμμετοχή, μέσω της αγοράς μετοχών και στην κρατικοποίηση εκείνων των τραπεζών που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα χρέη.
Τα άλλα 23 δισεκατομμύρια η Κυβέρνηση τα δίνει στις τράπεζες, αφενός με παροχή εγγυήσεων του δημοσίου –τα 15 δισεκατομμύρια- με σκοπό να μπορέσουν να δανειστούν οι τράπεζες από αλλού και αφετέρου με τη μορφή χορήγησης ομολόγων του δημοσίου –άλλα 8 δισεκατομμύρια- με σκοπό την πώλησή τους από τις τράπεζες για την άντληση ρευστότητας. Έτσι το δημόσιο έρχεται να εγγυηθεί τον δανεισμό των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και από άλλους φορείς.
Πώς θα αποπληρώσουν οι τράπεζες τις εγγυήσεις και τα ομόλογα σε πέντε χρόνια ή σε τρία, όπως ζητάει τώρα η Κομισιόν; Το πιθανότερο είναι να φορτωθεί το δημόσιο αυτό το χρέος, με την κατάπτωση των εγγυήσεων και την αποπληρωμή από το ίδιο των ομολόγων. Όμως, είναι επίσης γνωστό ότι το ελληνικό δημόσιο δεν έχει τα χρήματα αυτά και θα τα δανειστεί.
Το χρέος του δημοσίου είναι ήδη 250 δισεκατομμύρια ευρώ και η διαφορά του επιτοκίου του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου σε σχέση με το γερμανικό έφτασε τις 172 μονάδες βάσης, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα επαχθή το δανεισμό.
Σήμερα γίνεται μια δημοπρασία τριετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου 1,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Θα αποδειχθεί κατά πόσο αυτό θα βγει κερδοφόρο. Στην Ιταλία είδαμε ότι υπήρξε δυσκολία ως προς αυτό. Έτσι τελικά το 2009 προβλέπεται να χρειαστούν 40 δισεκατομμύρια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, κατάσταση που καθιστά απαγορευτική την επιπλέον επιβάρυνση του κράτους με τα 23 δισεκατομμύρια που προτίθεται να διαθέσει προς τις τράπεζες με τη μορφή εγγυήσεων και ομολόγων του ΟΔΔΥ.
Έτσι, το πιθανό σενάριο, όλα ή μέρος των 23 δισεκατομμυρίων να μην μπορούν να αποπληρωθούν στην πενταετία, θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος χωρίς βέβαια να έχει κανένα όφελος το δημόσιο. Από την άλλη μεριά, σήμερα η συνολική αξία των τραπεζών είναι 20 δισεκατομμύρια, οπότε με τα 28 δισεκατομμύρια το δημόσιο θα μπορούσε και να αγοράσει τις τράπεζες κατά 100%.
Είναι αυτονόητο ότι θα έπρεπε λοιπόν σε μια τέτοια κατάσταση και οι μέτοχοι των ιδιωτικών τραπεζών να προβούν σε αγορά νέων μετοχών, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, μαζί με τη μερική κρατικοποίηση και όσοι δεν είναι σε θέση να το κάνουν, να υποχρεωθούν –όπως είπαμε και πριν- σε πλήρη κρατικοποίηση.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας της κυρίας Βουλευτού)
Είναι αμφίβολο αν μετά την πενταετία οι τράπεζες θα μπορέσουν να ανανεώσουν δάνεια 15 δισεκατομμυρίων που οι ίδιες έχουν λάβει, χωρίς την εκ νέου κρατική εγγύηση και πολύ περισσότερο αν θα μπορούν να εξοφλήσουν ομόλογα 8 δισεκατομμυρίων για να τα επιστρέψουν στο δημόσιο. Το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα αναγκαστεί να πληρώσει το ίδιο το δημόσιο.
Εμείς, ως ΣΥ.ΡΙΖ.Α, έχουμε προτείνει μια δέσμη μέτρων. Κατʼ αρχήν για μας η κατεύθυνση πρέπει να είναι, πρώτον η αύξηση των παραγωγικών δημοσίων επενδύσεων, ενώ η Κυβέρνηση με τις ιδιωτικοποιήσεις κάνει το αντίθετο, αφού οι πλέον κερδοφόρες ιδιωτικές επιχειρήσεις δίνονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Δεύτερον, η αύξηση του μεριδίου των μισθών στο παραγόμενο προϊόν με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου των κερδών του κεφαλαίου. Αντίθετα από αυτή την κατεύθυνση το κυβερνητικό σχέδιο δεν συνοδεύεται από μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης, δηλαδή από μέτρα για ενίσχυση των επενδύσεων, για την παραγωγή και την ενίσχυση της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Αυτό θα απαιτούσε μια γενναία στήριξη των δανειοληπτών, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων, στην πόλη και το χωριό και ένα ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο για ανάσχεση της επερχόμενης ύφεσης, η οποία έχει ήδη ξεσπάσει.
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα θεωρούμε ότι η Κυβέρνηση –όπως είπαμε και από την αρχή- χαρίζει αυτά τα 28 δισεκατομμύρια στις τράπεζες με το παρόν νομοσχέδιο. Αντίθετα εμείς θεωρούμε ότι, ιδιαίτερα στη φάση της παρούσας κρίσης, χρειάζεται ένα διαφορετικό, προοδευτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων και των άμεσων κινδύνων, δηλαδή όπου χρειάζεται στήριξη, αυτή να αφορά την αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων και όχι την επιδότηση των κερδών των τραπεζών. Να υπάρξουν δεσμεύσεις για ουσιαστικές μειώσεις των επιτοκίων.
Το όλο σχέδιο να εντάσσεται σε μια εναλλακτική προοπτική για την εποπτεία, τον κοινωνικό έλεγχο και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με σαφείς αναπτυξιακές κατευθύνσεις και με πυρήνα του έναν ισχυρό, δημόσιο τραπεζικό τομέα, όπου βασικός πυρήνας του θα είναι η Εθνική Τράπεζα υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο από κοινού με την Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
Κλείνοντας, θέλω να πω ότι δεχτήκαμε πολλές φορές την κριτική από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος για οπορτουνισμό. Εμείς όταν λέμε ότι δεν πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις, το εννοούμε. Και δεν εννοούμε ένα δημόσιο το οποίο θα ελέγχεται από κρατισμό. Θεωρούμε ότι το δημόσιο και αυτό πρέπει να υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο.
Όμως, ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή της κρίσης, θεωρούμε αυτονόητο ότι χρειάζεται ένα δημόσιο υπό κοινωνικό έλεγχο που να αποτελέσει έναν πυλώνα και ταυτοχρόνως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι αποτελεί ένα μέτρο άμυνας σε μια στιγμή κρίσης για όλους τους εργαζόμενους. Είναι αναγκαίο να δούμε ότι βρισκόμαστε σε ύφεση, σε κρίση. Χρειάζονται μέτρα διεξόδου και οικονομικά και πολιτικά.
Ευχαριστώ πολύ.