Η πρόσφατη Υπουργική Απόφαση (143399/Γ7/ 6-11-2008) για την στελέχωση των Γραφείων Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΓΡΑΣΕΠ) και των Κέντρων Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ) είναι αντιεπιστημονική, πρόχειρη και απαξιωτική για τον θεσμό της Συμβουλευτικής και του Επαγγελματικού Προσανατολισμού στην Εκπαίδευση.
Ανεξάρτητα από την φιλοσοφία και τον τρόπο προσέγγισης του θεσμού του ΣΕΠ, υπάρχει μια κοινή τοποθέτηση των εμπλεκόμενων ότι ο επαγγελματικός προσανατολισμός και η συμβουλευτική είναι αναγκαίος για την εκπαίδευση. Πρέπει όμως να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και τα στελέχη που τον εφαρμόζουν πρέπει να έχουν την αναγκαία επιστημονική γνώση και επιμόρφωση. Να σημειώσουμε ότι οι δομές (ΚΕΣΥΠ, ΓΡΑΣΕΠ) είναι υπηρεσίες με επιστημονικό αντικείμενο την συμβουλευτική και τον προσανατολισμό και όχι διοικητικές υπηρεσίες.
Όμως στην Υπουργική Απόφαση τίθεται ως βασική προϋπόθεση συμμετοχής μόνο η εκπαιδευτική και διδακτική προϋπηρεσία, δηλαδή αντιμετωπίζονται οι δομές του ΣΕΠ (ΚΕΣΥΠ, ΓΡΑΣΕΠ) ως διοικητικές υπηρεσίες. Μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για να ασκήσουν καθήκοντα συμβούλου, άτομα χωρίς καμία προαπαίτηση επιμόρφωσης η βασικού πτυχίου συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού ως ελάχιστο προσόν, με μοναδική προϋπόθεση την εκπαιδευτική τους προϋπηρεσία.
Σήμερα υπάρχει παραγωγή ικανού αριθμού συμβούλων –καθηγητών που και την επιμόρφωση έχουν αλλά και την πιστοποίηση των απαραίτητων γνώσεων πληρούν. Οι καθηγητές αυτοί έχουν παρακολουθήσει μεταπτυχιακά σεμινάρια επιμόρφωσης (άνω των 500 ωρών) από δημόσια Πανεπιστήμια (Οικονομικό, Καποδιστριακό, Πάντειο) σε θέματα συμβουλευτικής και επαγγελματικού προσανατολισμού σε θεωρητικό, βιωματικό επίπεδο, αλλά και πρακτικής άσκησης.
Όλα αυτά έγιναν με Ευρωπαϊκούς και Εθνικούς πόρους – ΚΠΣ και οι παραπάνω φορείς χρηματοδοτήθηκαν (με βάση τα τεχνικά δελτία) όχι για μια γενική επιμόρφωση αλλά για την παραγωγή καταρτισμένων συμβούλων εκπαιδευτικών για την στελέχωση των δομών.
Υπάρχει δηλαδή το αναγκαίο επιστημονικό δυναμικό για την στελέχωση των δομών.
Στην ΥΑ θα έπρεπε να αναφέρεται ως προϋπόθεση συμμετοχής η κατοχή διδακτορικού, μεταπτυχιακού, βασικού πτυχίου η ετήσιας τουλάχιστον επιμόρφωσης από δημόσιους επιστημονικούς φορείς στην συμβουλευτική και τον επαγγελματικό προσανατολισμό και για όσους δεν έχουν τέτοια τυπικά προσόντα να είναι προϋπόθεση η παρακολούθηση αυτών των σεμιναρίων (απαραιτήτων για την εφαρμογή του θεσμού στην πράξη). Η απλή μοριοδότηση αυτών των προσόντων και μάλιστα υποβαθμισμένα αποτελεί «στάχτη στα μάτια» και υποτίμηση του θεσμού.
Κύριο λόγο στην επιλογή των στελεχών παίζει η συνέντευξη (20 μόρια) στα ΠΥΣΔΕ και ΑΠΥΣΔΕ (εκπαιδευτικοί κρίνουν συναδέλφους τους σε ένα χώρο του οποίου το αντικείμενο ελάχιστα γνωρίζουν παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην επιλογή τους ) στο σύνολο των (50 μορίων) αφού η εξειδίκευση, η εμπειρία στο θεσμό, αξιολογείται με λιγότερα μόρια σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση ενώ δεν μοριοδοτούνται καθόλου σπουδές που σχετίζονται με την συμβουλευτική και την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών (ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, κοινωνικής εργασίας κ.λ.π ). Αντιθέτως μοριοδοτούνται σπουδές σε άσχετα αντικείμενα, σε επίπεδο μάστερ και διδακτορικού.
Η καθ΄όλα διαβλητή διαδικασία επιλογής που ορίζει το Υπουργείο με την ΥΑ πρέπει να γίνει σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια μεσούσης της σχολικής χρονιάς και ενώ έχουν προγραμματιστεί σε επίπεδο ΚΕΣΥΠ και ΓΡΑΣΕΠ διάφορες δράσεις.
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
Σκοπεύει έστω και τώρα να αποσύρει την Υ.Α. και να ενεργήσει για τροποποίηση και αντικατάστασή της με νέα ύστερα από διάλογο με τους επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, ή θα επιμείνει στην απαξίωση της γνώσης που αποκτήθηκε με εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους, επιβάλλοντας ως μοναδικό σχεδόν κριτήριο την συνέντευξη, ήγουν την προαγωγή στις ανωτέρω θέσεις των «ημετέρων»;
Θα λειτουργήσει ηθικά, δίκαια και αξιοκρατικά για το καλό της εκπαίδευσης, ή αλαζονικά, ρουσφετολογικά και μικρόψυχα;
Ο ερωτών βουλευτής
Τάσος Κουράκης