Η συζήτηση έχει «ανάψει» σε όλο τον κόσμο σχετικά με το χαρακτήρα της κρίσης, που εξελίσσεται από το 2007, και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Υπάρχουν κρίσεις που διαρκούν σχετικά λίγο, παρέρχονται με έναν τρόπο σχετικά «αναίμακτο» και ξεπερνιούνται στη βάση των υφιστάμενων πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών σχέσεων.
Υπάρχουν όμως και κρίσεις που μοιάζουν με ιστορικές καμπές, όπως εκείνες του 1929 ή του 1974, όπου οι παλιές ηγεμονίες κλονίζονται ή και γκρεμίζονται για να εμφανιστούν νέες. Η παρούσα κρίση αποδεικνύεται μια τέτοια κρίση-ορόσημο, όπου έρχονται στην επιφάνεια παλιές αλλά και νέες αντιθέσεις που γεννήθηκαν μετά την κατάρρευση των θεσμών του Bretton Woods.
Έχουμε, μάλιστα, ισχυρούς λόγους να θεωρήσουμε ότι η κρίση που ζούμε εγγράφεται στην ιστορία ως η πρώτη μεγάλη κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Συνιστά δε, από την άποψη αυτή, και ένα ισχυρό πλήγμα στην ηγεμονία ειδικότερα των ΗΠΑ και του αγγλοσαξονικού μοντέλου καπιταλισμού.
Η σοβαρότητα της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει οδηγήσει κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς και κεντρικές τράπεζες σε ενέργειες που φάνταζαν αδιανόητες μέχρι πριν από λίγο καιρό. Όμως, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα πενιχρά. Η κρίση ούτε έχει λήξει ούτε έχει τιθασευτεί, ενώ δεν αποκλείεται περαιτέρω επιδείνωσή της λόγω, αυτή τη φορά, της ύφεσης της πραγματικής οικονομίας.
Και, βέβαια, ανακύπτει το ερώτημα σε τι βαθμό θα επηρεαστεί η χώρα μας από τη ραγδαία επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος. Αποτελούμε μια «νησίδα» που διατηρεί σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι κυβερνώντες, ή η κρίση θα μας πλήξει καίρια και μάλιστα στη χειρότερη δυνατή συγκυρία;
Όπως βλέπουμε οι τράπεζες περιορίζουν σταδιακά τις πιστώσεις τους προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις προκαλώντας ασφυξία στην οικονομία. Πολλές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε κλείσιμο και τα ποσοστά ανεργίας θα εκτοξευθούν στα ύψη. Επίσης, όλο και περισσότερα νοικοκυριά δε θα μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους διαβαίνοντας έτσι το κατώφλι της ανέχειας.
Την ίδια στιγμή το ισχνό και υποχρηματοδοτούμενο κοινωνικό κράτος δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες και η δημοσιονομική κατάσταση θα επιδεινωθεί εξ αιτίας της υστέρησης των εσόδων και της αύξησης του κόστους του δημόσιου δανεισμού. Δηλαδή η κρίση, μετεξελίσσεται ήδη ή θα μετεξελιχθεί σε μια κρίση της πραγματικής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους και μια κρίση δημοσιονομική. Το βέβαιο είναι ότι όλοι οι κλάδοι, όλες οι πτυχές της κοινωνίας θα επηρεαστούν από την κρίση.
Στην περίπτωση της χώρας μας υπάρχει και η εξής ιδιαιτερότητα: η κρίση έρχεται τη στιγμή που εξαντλείται η δυναμική ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίχτηκε στις ιδιωτικοποιήσεις και την απορρύθμιση των αγορών, στον υπερδανεισμό δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στην άνιση κατανομή εισοδημάτων και στην οικονομική μεγέθυνση σε βάρος του περιβάλλοντος.
Κάποιοι βέβαια λένε ότι η συμμετοχή μας στην ζώνη του ευρώ μας σώζει από περιπέτειες, όπως αυτές που βιώνουν πολλές χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Όμως, δε μας λένε όλη την αλήθεια. Το ευρώ, όντως μας προστατεύει από το συναλλαγματικό κίνδυνο, αλλά δε μας προστατεύει από τον πιστωτικό κίνδυνο, όπως αποδεικνύεται και από την εκτίναξη του κόστους δανεισμού του δημοσίου τις τελευταίες εβδομάδες.
Η κρίση, λοιπόν, είναι δομική θέτοντας γενικότερα και διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία απαιτούν βαθιές και μακράς πνοής λύσεις. Για το λόγο αυτό το ζήτημα για μας δεν είναι η διόρθωση κάποιων «υπερβολών» των αγορών ούτε και η επιστροφή στο όποιο «κεϋνσιανό» παρελθόν. Διότι σε μια τέτοια περίπτωση δε θα πρόκειται για έξοδο από την κρίση αλλά για προετοιμασία του νέου παροξυσμού της.
Αντίθετα χρειάζονται λύσεις έξω από τους αδιέξοδους μονόδρομους, στον αντίποδα του χρεοκοπημένου νεοφιλελευθερισμού. Η πολιτική πρέπει να επαναχαραχθεί, οι νόμοι πρέπει να ξαναγραφούν και τα κριτήρια ανάπτυξης και αποτελεσματικότητας πρέπει να αλλάξουν για να εναρμονισθούν με τις ανάγκες της κοινωνίας και των εργαζόμενων τάξεων και ομάδων.
Ποιο είναι το κεντρικό στοιχείο στις νέες πολιτικές συντεταγμένες που προτείνουμε; Είναι η στρατηγική της από-εμπορευματοποίησης, δηλαδή ανάκτησης, διεύρυνσης και στήριξης της δημόσιας σφαίρας, του κοινωνικού τομέα και των δημοσίων αγαθών. Όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα υπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και της πραγματικής οικονομίας και όχι τις «πυραμίδες» και τα αυτόνομα κερδοσκοπικά συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Μια τέτοια στρατηγική, βεβαίως, δε μπορεί να σταθεί από μόνη της, χωρίς μια νέα παραγωγική βάση, συμβατή με τις αρχές της αειφορίας και με τον κοινωνικό στόχο της πλήρους απασχόλησης και της δίκαιης διανομής του παραγόμενου πλούτου. Με ένα κράτος απελευθερωμένο από τους κομματικούς στρατούς και τα ποικίλα τρωκτικά, θεμελιωμένο πάνω σε νέες κοινωνικές βάσεις και ρόλους.
Πρέπει να αναζητηθούν σύγχρονες, κοινωνικά δίκαιες και οικολογικά βιώσιμες απαντήσεις στα κλασικά ερωτήματα της πολιτικής οικονομίας: τι θέλουμε να παράγουμε ως κοινωνία, με ποιον τρόπο και με ποιους φορείς θέλουμε να το παράγουμε και πώς θα κατανέμεται το προϊόν του κοινωνικού μόχθου;
Η έξοδος από την κρίση βρίσκεται στις απαντήσεις που θα δώσουμε σʼ αυτά τα ερωτήματα. Απαντήσεις που δε θα έρθουν από το δικομματικό πολιτικό σύστημα που μένει κολλημένο στο παρελθόν και τα κεκτημένα του. Η ΝΔ εφαρμόζει πολιτικές που θα έπρεπε να έχουν μπει στο μουσείο της ιστορίας, ενώ το ΠΑΣΟΚ αναζητά το μέλλον στο κυβερνητικό του παρελθόν, το οποίο ολοένα και πιο συχνά εκθειάζει.
Αντίθετα η απεμπλοκή από τα στερεότυπα του παρελθόντος μόνο ένα ισχυρό ριζοσπαστικό κίνημα μπορεί να την εμπνεύσει, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα τον έχουν οι «κόσμοι» της μισθωτής εργασίας, της αυτοαπασχόλησης και της μικροπαραγωγής. Δηλαδή όλοι όσοι θέλουν να ζουν παραγωγικά και όχι παρασιτικά, με πλήρη απασχόληση και όχι ευκαιριακή, που έχουν κίνητρο και ανάγκη για μια Ελλάδα που παράγει και δημιουργεί.