Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,
κατʼ αρχήν θέλω να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση. Το έργο μου έχει κατά κάποιο τρόπο διευκολυνθεί, διότι το μισό πακέτο των προτάσεών μας το έχει κάνει ήδη ο προηγούμενος ομιλητής, ο κ. Βγενόπουλος, οπότε αυτά που είχα να πω για την ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου της Εθνικής Τράπεζας ή για τη δημιουργία ενός πυρήνα τραπεζών δημόσιου συμφέροντος, το θέμα αυτό έχει καλυφθεί σε σημαντικό βαθμό.
Είναι κιʼ αυτό σημάδι των καιρών, ότι ζούμε, δηλαδή, μια νέα εποχή. Έχουμε μπει σʼ ένα νέο ιστορικό κύκλο όπου πολλοί μύθοι καταρρίπτονται, διαψεύδονται, αποσύρονται και το κρίσιμο ερώτημα είναι να δούμε αν αυτή η κρίση επιτέλους μπορεί να γίνει αφετηρία μιας καινούριας πορείας για τη χώρα μας.
Θεωρώ ένα μικρό ψήγμα αυτής της αισιόδοξης νότας την πρωτοβουλία που πήρε η ΟΤΟΕ. Είναι, νομίζω, η πρώτη ανοιχτή, δημόσια, σοβαρή προσπάθεια να συζητηθεί ένα τόσο μεγάλο θέμα, όπως είναι η κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα και οι προτάσεις που έχουμε να καταθέσουμε. Εμείς χαιρετίζουμε αυτή την πρωτοβουλία της ΟΤΟΕ με την οποία, πρέπει να πω ότι, έχουμε μια μακρά συνεργασία ανεξαρτήτως κομματικών ή πολιτικών συσχετισμών. Να πω ότι η δική μας θέση –ήταν και είναι– υπέρ των ισχυρών συνδικάτων, με αυτόνομη δράση, αυτονομία από το κράτος, από την εργοδοσία, από τα κόμματα.
Θέλω να πω, επίσης, ότι εμείς θεωρούμε αναγκαίο, ιδίως στη φάση που μπαίνουμε, οι εργαζόμενοι να έρθουν στο προσκήνιο, να διεκδικήσουν έναν ευρύτερο ρόλο, γιατί, σε τέτοια κρίση που ζούμε, η παρέμβαση των εργαζομένων μπορεί να κρίνει όχι μόνο την κατανομή του κόστους της κρίσης αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα βγούμε από την κρίση και τη μορφή που θα πάρει η κοινωνική και η πολιτική μας ζωή.
Η άποψη που από την αρχή διαμορφώσαμε και με χαρά άκουσα και τον πρόεδρο της ΟΤΟΕ να υποστηρίζει μια παράλληλη θέση είναι ότι η κρίση στο χρηματοπιστωτικό τομέα είναι πολύ σοβαρή, έχει τη δική της αυτόνομη σημασία και βαρύτητα, όμως η εστία της κρίσης που ζούμε είναι στη λεγόμενη πραγματική οικονομία, στη σφαίρα της παραγωγής. Ακριβώς γιʼ αυτό θεωρήσαμε λάθος την όλη προσέγγιση του θέματος που, πριν συζητήσουμε για ένα πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας, για ένα πρόγραμμα εξόδου από τη συνολικότερη κρίση και μέσα σʼ αυτό το πρόγραμμα να δούμε και το ζήτημα των τραπεζών και της ρευστότητας, ακολουθήθηκε ο αντίστροφος δρόμος.
Και σήμερα, πολλοί επισημαίνουν τον κίνδυνο τα 28 δις ? να απορροφηθούν χωρίς να υπάρξει πραγματικό και πρακτικό αποτέλεσμα για την οικονομία, την απασχόληση, την κοινωνία. Και δεν είναι τυχαίο που έχει αρχίσει ήδη η συζήτηση, ότι ενδεχομένως τα 28 δις ? δε θα αρκέσουν. Εμείς, λοιπόν, υποστηρίζαμε και υποστηρίζουμε την ανάγκη ενός μεσο-μακροπρόθεσμου προγράμματος για την παραγωγική αναβάθμιση της χώρας, ένα πρόγραμμα με δεσμευτικό στόχο την πλήρη απασχόληση και τη μείωση των ανισοτήτων, ένα πρόγραμμα που ήταν αναγκαίο και πριν την κρίση, διότι στην Ελλάδα προϋπήρχε μια αποδυνάμωση και εξάντληση του μοντέλου ανάπτυξης που στηριζόταν στον υπερδανεισμό, αλλά που σήμερα γίνεται ακόμη πιο αναγκαίο.
Δεύτερο, θεωρούμε επείγουσα την ανάγκη λήψης μέτρων άμεσης απόδοσης. Το πακέτο «Μπαρόζο» –επί τη ευκαιρία– είναι αμφίβολο αν θα καλύψει το κόστος των επιδομάτων ανεργίας, εάν οι προβλέψεις του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για αύξηση της ανεργίας κατά 80.000 άτομα επαληθευτούν. Εμείς, ως τέτοια μέτρα άμεσης απόδοσης για την ανάσχεση της κρίσης προκρίνουμε την ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων, τη στήριξη των δανειοληπτών με διαφανή και κοινωνικά κριτήρια, τη δημιουργία ενός ειδικού προγράμματος για τη δημιουργία 100.000 θέσεων εργασίας, μέσω ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων επενδύσεων σε έργα άμεσης υλοποίησης.
Σε ό,τι αφορά στο θέμα των τραπεζών, θεωρούμε αναγκαίο, έστω και τώρα, να αποσαφηνιστούν όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα επιτρέψουν να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα. Ποια είναι η σχέση χορηγήσεων και καταθέσεων ανά τράπεζα και στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια; Ποιες είναι οι υποχρεώσεις της κάθε τράπεζας μέσα στο 2009 και στο 2010 στην αγορά ομολόγων και στη διατραπεζική αγορά; Ποια είναι τα σχέδια της κάθε τράπεζας στην περίπτωση που αυτά τα δάνεια δεν θα μπορέσουν να ανανεωθούν; Δεν είναι δυνατόν να ζητείται δημόσιο χρήμα και να μην υπάρχει διαφάνεια σε όλα εκείνα τα πραγματικά δεδομένα τα οποία θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του για τη χάραξη της πολιτικής. Και λυπούμαι να πω, ότι εξακολουθούμε να παρατηρούμε μια συμπαιγνία ανάμεσα στις τράπεζες και την κυβέρνηση σε ό,τι αφορά το θέμα αυτό.
Με τα δεδομένα τα οποία υπάρχουν, εμείς, ως κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση. Μεταξύ άλλων:
Πρώτον, θεωρούμε εντελώς αναγκαίο, όσο είναι καιρός, να ανακτηθεί ο έλεγχος της Εθνικής Τράπεζας από το δημόσιο. Να ενισχυθεί ο δημόσιος έλεγχος, όπως ήδη αναφέρθηκε, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και στην Αγροτική Τράπεζα, ούτως ώστε συνδυασμένες αυτές οι τράπεζες, μαζί και με την Τράπεζα Αττικής, να αποτελέσουν έναν πυλώνα μέσω του οποίου: α) θα μπορέσει να διοχετευθεί άμεσα χρήμα στην αγορά, β) θα μπορούν να επιβληθούν άμεσα κριτήρια χρηματοδότησης που να υπηρετούν όχι μόνο το κέρδος, αλλά τις ευρύτερες ανάγκες και γ) γενικότερα να αποτελέσουν ένα στήριγμα στις μετέπειτα εξελίξεις.
Δεύτερον, κρίνουμε αναγκαίο, να δημιουργηθούν νέες τράπεζες. Δεν είναι λογικό αυτή τη στιγμή ο ΟΕΚ, ο οποίος συγκεντρώνει τις εισφορές των εργαζομένων, να λειτουργεί ως μεσάζων των τραπεζών κα να μην μπορεί ο ίδιος, μαζί ενδεχομένως με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, σε συνεργασία και με τις δημόσιες τράπεζες, να λειτουργήσει στην πραγματικότητα ως μια τράπεζα στέγης για τους μισθωτούς. Θεωρούμε ότι το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών & Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΕ) θα μπορούσε και μπορεί, σχετικά εύκολα και γρήγορα, να μετεξελιχθεί σε μια τράπεζα ειδικού σκοπού. Ένας τέτοιος τομέας ο οποίος θα λειτουργεί εξαρχής με κοινωνικά – αναπτυξιακά κριτήρια σε άμεση σχέση με συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους τους οποίους θα υπηρετεί, νομίζουμε ότι θα δρούσε σταθεροποιητικά για την όλη κατάσταση.
Τρίτο, νομίζουμε ότι πρέπει να αξιολογηθεί πανευρωπαϊκά η εμπειρία των συνεταιριστικών τραπεζών, μαζί και στη χώρα μας και ενδεχομένως να κριθεί ότι το θέμα των συνεταιριστικών τραπεζών πρέπει να ξαναέλθει με νέους όρους και με έναν πιο ουσιαστικό ρόλο στο όλο σύστημα.
Τέλος, συμφωνούμε με τις προτάσεις της ΟΤΟΕ για ένα νέο σύστημα εποπτείας και ρύθμισης συνολικά του τραπεζικού συστήματος μετά και από τις δραματικές εμπειρίες του παρελθόντος.
Μιλώντας, όμως, για κράτος, για δημόσιο έλεγχο και δημόσιες τράπεζες, είμαι υποχρεωμένος, στο σημείο αυτό, να κάνω μια επισήμανση. Εκείνο που προσδιορίζει μια πολιτική ως αριστερή δε βρίσκεται στην έκταση του κράτους αλλά στην ποιότητα του κράτους. Για μας αριστερή πολιτική δεν είναι η κρατικοποίηση από μόνη της. Η κρατικοποίηση μπορεί ¬–υπό προϋποθέσεις– να στηρίξει μια αριστερή πολιτική. Θέλω να πω εδώ, ανοικτά, και θέλω να καλέσω και τους εργαζόμενους, από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, σʼ ένα μεγάλο διάλογο για να βρούμε τους όρους μιας σύγχρονης, δημοκρατικής, με διαφανείς όρους λειτουργίας, ένα νέο μοντέλο δημόσιας επιχείρησης το οποίο θα υπηρετεί την κοινωνική αποτελεσματικότητα και θα κλείσει ερμητικά τις πόρτες σε φαινόμενα του παρελθόντος, ότι θα είναι μηδενική η ανοχή μας σε φαινόμενα κομματικών στρατών, τρωκτικών τα οποία αλώνιζαν δυστυχώς δημόσιες επιχειρήσεις κι έχουν απαξιώσει, στη συνείδηση της κοινωνίας, το ρόλο τους.
Κριτήριο, λοιπόν, για μας δεν είναι το δημόσιο ως τυπική νομική μορφή ιδιοκτησίας αλλά η κοινωνική αποτελεσματικότητα που μπορεί να εξασφαλιστεί όταν το τυπικά δημόσιο γίνεται πραγματικά δημόσιο, γίνεται δηλαδή πραγματικά δημόσιο αγαθό.
Το πρόβλημα που συζητούμε δεν έχει μόνο την ελληνική διάσταση, υπάρχει και μια διάσταση ευρύτερη, βαλκανική. Είναι εντυπωσιακό που δυνάμεις που όλα αυτά τα χρόνια, καθημερινά μας μιλούσαν για την περιβόητη διείσδυση στα Βαλκάνια, αυτή τη στιγμή σιωπούν. Τι γίνεται στα Βαλκάνια σήμερα; Δεν μας αφορά το θέμα; Εάν οι τράπεζες και οι ελληνικές και οι άλλες που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα των βαλκανικών χωρών περικόψουν τις χορηγήσεις, αυτό, δε θα οδηγήσει σε βαθιά ύφεση τις βαλκανικές οικονομίες; Αυτό δε θα γίνει, ενδεχομένως, το νεκροταφείο των ελληνικών τραπεζών; Εάν οι βαλκανικές οικονομίες οδηγηθούν σε ύφεση δεν θα μειωθούν οι ελληνικές εξαγωγές στις χώρες αυτές; Η μείωση των εξαγωγών δεν θα επιτείνει το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα; Γιατί αποσιωπάται το πρόβλημα αυτό;
Το πρόβλημα είναι τεράστιο και δεν μπορούμε να το αγνοούμε, αλλά δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, με το να δώσουμε χρήματα στις τράπεζες. Το θέμα αυτό πρέπει να συζητηθεί ευρύτερα. Εμείς θεωρούμε ότι –έστω και τώρα– πρέπει να υπάρξει ένα σχέδιο συνολικό για μια «Συνανάπτυξη των Βαλκανίων». Ας δημιουργηθεί άμεσα ένα διαβαλκανικό δίκτυο τραπεζών δημόσιου συμφέροντος και το δίκτυο αυτό των δημόσιων τραπεζών –με τη διακρατική εγγύηση των κρατών– να απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να υπάρξει μία συλλογική προσπάθεια για τη στήριξη της ευρύτερης περιοχής.
Θα ήθελα να τελειώσω με ορισμένες γενικότερες σκέψεις. Άκουσα πριν να λέγεται για το G8 ή για το G20. Δε νομίζω ότι σʼ αυτό το επίπεδο συζητούνται μέτρα επίλυσης της κρίσης από τη σκοπιά των εργαζομένων. Πολύ φοβούμαι ότι τα μέτρα που συζητούνται είναι το ξαναμοίρασμα των παγκόσμιων αγορών. Πολύ φοβούμαι ότι εκείνα που συζητούνται είναι πως το τεράστιο κόστος όλης αυτής της κρίσης θα επιρριφθεί τελικά στους εργαζόμενους. Διότι αν σήμερα μιλάμε για ένα γενναιόδωρο κράτος το οποίο δίνει τα 28 δις ? στις τράπεζες, με τον τρόπο που τα δίνει, η επόμενη φάση θα είναι να δούμε, ενδεχομένως, ένα αυταρχικό κράτος, το οποίο θα επιχειρεί συσσωρεμένο χρέος και το κόστος της κρίσης να το επιρρίψει στους εργαζόμενους.
Τέλος, σε σχέση και με κάποιες αναφορές που έγιναν από προηγούμενους ομιλητές στην ανάγκη μιας «εθνικής συμφωνίας», θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι κρίσεις είναι εκείνες ακριβώς οι στιγμές όπου τα ρετιρέ ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν και υπόγεια, όπου «το έθνος των ολίγων» διαπιστώνει ότι υπάρχει και «το έθνος των πολλών». Οι κρίσεις είναι οι στιγμές που ακριβώς τότε λένε οι λίγοι στους πολλούς: «Ελάτε σε μια εθνική συμφωνία για να μοιράσουμε τις ζημιές». Τέτοιες «συμφωνίες», όμως, δεν είναι ισότιμες συμφωνίες, αλλά ανισότιμες και υποτελείς για τους εργαζόμενους σχέσεις. Είναι προέκταση της πολιτικής που ενδιαφέρεται για την ιδιωτικοποίηση των κερδών και την κοινωνικοποίηση των ζημιών.
Εμείς λέμε ότι πράγματι η κρίση αυτή κάνει αναγκαία μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, μέσα από την οποία οι εργαζόμενοι θα υπερασπιστούν το εισόδημά τους, την απασχόληση και θα διεκδικήσουν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα σέβεται την αξιοπρέπειά τους, θα υπηρετεί τις ανάγκες τους και θα ανταμείβει τις προσπάθειές τους. Μια τέτοια κοινωνική συμφωνία μπορεί να γίνει ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας, τον κόσμο της γνώσης, τις εργαζόμενες τάξεις, τον κόσμο που θέλει μια Ελλάδα που παράγει και δημιουργεί. Αυτή η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία είναι εκείνη ακριβώς η οποία θα γίνει φορέας ενός νέου σχεδίου, το οποίο θʼ αντιμετωπίσει την κρίση και όχι μόνο την κρίση αλλά και τις βαθύτερες αιτίες της. Και προσδοκούμε ότι οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, στο χρηματοπιστωτικό τομέα, θα είναι -όπως και ιστορικά το έχουν δείξει– στην πρώτη γραμμή αυτής της νέας, μεγάλης προσπάθειας.