ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Πρόεδρε, η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνον κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι μια ευρύτερη κρίση, η οποία ζητά απαντήσεις τουλάχιστον σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι το άμεσο, τι έπρεπε να έχει γίνει χθες, τι πρέπει να γίνει σήμερα, το δεύτερο είναι το μεσοπρόθεσμο και τρίτον τίθενται και γενικότερα ζητήματα σε ό,τι αφορά το μέλλον των κοινωνιών και των οικονομιών.
Χρειάζεται ένα άμεσο πρόγραμμα ανάσχεσης της κρίσης, διότι εάν δε συμβεί αυτό, τότε υπάρχει κίνδυνος η κρίση να βαθύνει, οι κοινωνικές συνέπειες να γίνουν βαριές και η διέξοδος από την κρίση να γίνει δυσκολότερη. Υπάρχει ανάγκη για ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που -τουλάχιστον σε ένα δεκαετή ορίζοντα- θα επιδιώξει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης πάνω σε μια νέα παραγωγική βάση της οικονομίας και με νέους δεσμευτικούς κοινωνικούς στόχους: την πλήρη απασχόληση και τη δίκαιη κατανομή του προϊόντος της εργασίας.
Υπάρχουν γενικότερα θέματα σε ό,τι αφορά τις αξίες και τους προσανατολισμούς, κατά πόσον δηλαδή πρέπει να δούμε το μέλλον των κοινωνιών μας μέσα σε μια προοπτική ενός νέου καπιταλισμού, όπως είπε πρόσφατα ο Πρόεδρος του ΣΕΒ ή ενός νέου σοσιαλισμού, που πιστεύω ότι είναι η πιο ορθή και η πιο ρεαλιστική απάντηση στην εποχή μας.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνδέεται και με τα τρία αυτά επίπεδα και με τον πιο μακροχρόνιο και ευρύτερο ορίζοντα, τίθεται δηλαδή θέμα και αποδεικνύεται σήμερα ότι είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί ο εθνικός έλεγχος των ροών του χρήματος. Η χώρα που δεν το εξασφαλίζει αυτό, απειλείται με χρεοκοπία και αφανισμό. Σας επισημαίνω τι γίνεται σήμερα στις βαλτικές χώρες, οι οποίες δεν έχουν δικό τους τραπεζικό σύστημα και ο ρυθμός ανάπτυξης από 11% έχει πέσει στο 2%. Σας επισημαίνω τι γίνεται γενικότερα στις χώρες που δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκούν έλεγχο στη ροή του χρήματος.
Αυτό προϋποθέτει την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος; Σε μια τέτοια προοπτική προφανώς λέμε ναι, αλλά πριν απʼ αυτή την προοπτική, άμεσα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι ένας επόμενος παροξυσμός της κρίσης, που δεν είναι καθόλου απίθανος, θα μας βρει με όλα τα μέσα και τις δυνατότητες για να μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε.
Ακριβώς γιʼ αυτό, για να έρθω στο άμεσο, εμείς προτείναμε και προτείνουμε, ως άμεσο μέτρο που έπρεπε ήδη να έχει ληφθεί, την επανεθνικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας με το σκεπτικό ότι μια Εθνική Τράπεζα υπό δημόσιο έλεγχο, μαζί με άλλες τράπεζες δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι το Ταμιευτήριο, όπως είναι η Αγροτική Τράπεζα, η Τράπεζα Αττικής, θα μπορούσε να ρέει ήδη χρήμα στην αγορά, διότι, ακόμη και μετά την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου με το οποίο εμείς διαφωνήσαμε πλήρως, η αγορά είναι και θα παραμείνει παγωμένη και το δράμα των εργαζομένων και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ήδη φτάνει στα αυτιά μας και αλίμονο αν δε φτάνει.
Επομένως, πρώτον, εάν υπήρχε αυτός ο μοχλός, αυτή η δυνατότητα, θα έρεε ήδη χρήμα στην αγορά μέσω της Εθνικής Τράπεζας και των άλλων τραπεζών.
Δεύτερον, θα υπήρχε μια πίεση προς τα επιτόκια να πέσουν και τρίτον και σημαντικότερο, από μια άποψη, υπό την πίεση αυτής της κίνησης θα υποχρεώνονταν και οι άλλες τράπεζες, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, να ακολουθήσουν την ίδια κατεύθυνση.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε και τώρα όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Θα παρατηρήσατε και εσείς ότι ο κ. Προβόπουλος, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, πριν καν ψηφιστεί αυτό το νομοσχέδιο, λέει ότι είναι μετριοπαθές το ύψος του πακέτου ενίσχυσης. Είναι προφανές ότι πολλοί σκέπτονται ότι ίσως χρειαστεί και άλλο πακέτο στο μέλλον. Θα χρειαστούν και άλλοι πόροι και δεν είναι τυχαίο που ο κ. Τρισέ ο Διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δήλωσε χθες –υπάρχει σήμερα στις εφημερίδες- ότι η καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος κινδυνεύει.
Η πρόταση λοιπόν που κάναμε εμείς θα θωράκιζε και έναντι μελλοντικών -πέρα από τους άμεσους- κινδύνων. Γιατί το αρνήθηκε η Κυβέρνηση; Είναι λαϊκιστικό κύριε Υπουργέ, αυτό που προτείνουμε; Είναι λαϊκισμός να αποκτήσει το δημόσιο τον έλεγχο της Εθνικής Τράπεζας; Στη Γερμανία σήμερα η Κυβέρνηση της κ. Μέρκελ λέει: ευτυχώς που είχαμε τις τράπεζες δημοσίου συμφέροντος σε επίπεδο κρατιδίων. Αυτές κράτησαν μέχρι τώρα το σύστημα.
Βεβαίως, αυτό δεν αρκεί. Έχουμε πει ότι χρειάζονται και νέες τράπεζες. Τράπεζες ειδικού σκοπού σε τομείς συγκεκριμένων αναγκών, όπως είναι η στέγη για πρώτη κατοικία, όπως είναι η μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση. Γιατί να μη μετασχηματιστεί το ΤΕΜΠΕ σε τράπεζα; Και γιατί να μη δίνει ο ΟΕΚ δάνεια, αλλά να κάνει το μεσάζοντα με τράπεζες; Είναι πολύ απλές οι προτάσεις που κάνουμε, μελετημένες όμως και γιʼ αυτό ακριβώς βρίσκουν απήχηση στην κοινωνία.
Θα ήθελα εδώ να πω ότι και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να έχει μια πιο σαφή και τολμηρή θέση. Γιατί να μην υποστηρίξει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επίσημα και θετικά –γιατί γνωρίζω ότι ανεπίσημα πολλοί συνάδελφοι εδώ και άλλα στελέχη και ψηφοφόροι τους συμφωνούν –γιατί να μην ασκηθεί και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επαναλαμβάνω και από το Κ.Κ.Ε. –κάτι είπε χθες η κυρία Παπαρήγα, ας γίνει πιο συγκεκριμένη- μία πίεση συντονισμένη προς την Κυβέρνηση; Διότι και οι οπαδοί της Κυβέρνησης βλέπουν ότι είναι σωστό αυτό που λέμε, ούτως ώστε να προχωρήσει σε αυτά τα μέτρα;
Το δεύτερο που θέλω να πω είναι ότι πρέπει να γίνει μια προσπάθεια να μπει φρένο στην κρίση, διότι δυστυχώς το τρένο της κρίσης έχει ξεκινήσει και μάλιστα τρέχει γρήγορα. Προσωπικά, πριν από μερικούς μήνες, όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι η ύφεση στην Ελλάδα θα έλθει το 2010. Τώρα, παρατηρώ ότι αυτοί που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα πράγματα, επισημαίνουν ότι ήδη και το 2009 μπορεί να έχουμε όχι μόνο επιβράδυνση, αλλά μία κατάσταση ύφεσης.
Πρέπει λοιπόν να υπάρξουν και μέτρα που να στηρίζουν το εισόδημα, να χρηματοδοτούν δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και να αυξάνουν τις δημόσιες επενδύσεις και κυρίως, να υπάρξει ένα άμεσο πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας τουλάχιστον. Διότι, αν μειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης από το 3,5% στο 0% ή στο 0,5% τότε πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον 120.000 νέους ανέργους. Έτσι λέει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και νομίζω ότι είναι σωστός ο υπολογισμός. Άρα, αν θέλουμε να βάλουμε κάποιο φρένο σʼ αυτήν την κατάσταση, ένα πρόγραμμα σαν αυτό που προτείνουμε νομίζω ότι είναι ρεαλιστικό ως ένα ανάχωμα. Είναι ρεαλιστικό; Νομίζουμε πως είναι. Θα απαιτηθεί σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουμε κάνει - χονδρικούς υπολογισμούς - περίπου τρία δισεκατομμύρια ευρώ υπολογίζοντας 30.000 ευρώ το χρόνο για μία θέση εργασίας, βάζοντας και καλοπληρωμένες και κακοπληρωμένες. Τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ είναι λίγο πάνω από το 1% του Α.Ε.Π. Είναι λίγο πάνω από το 10% του πακέτου των τραπεζών με μία διαφορά. Η τύχη των 28 δισεκατομμυρίων είναι άδηλη κατά τη γνώμη μας. Η τύχη των 3 δις είναι δηλωμένη. Θα επιστρέψουν στην κοινωνία και στο κράτος. Διότι, αν υπολογίσουμε πρόχειρα ένα συντηρητικό πολλαπλασιαστή δύο τότε τα 3 δις θα δημιουργήσουν εθνικό εισόδημα τουλάχιστον 6 δις. Αν υπολογίσουμε ένα φορολογικό συντελεστή 20%, τότε 1,2 δις θα επιστρέψουν στα δημόσια ταμεία συν 1,2 δις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων. Άρα, από τα 3 δις 2,4 δις έρχονται ξανά πίσω στα δημόσια ταμεία, χωρίς να υπολογίζουμε το ευρύτερο κοινωνικό όφελος.
Επομένως, κύριε Υπουργέ, πείτε ότι και αυτή η πρόταση είναι λαϊκιστική, όμως εμείς καλούμε τους εργαζόμενους να διεκδικήσουν την πρόταση αυτή, καλούμε και τις άλλες δυνάμεις της Αντιπολίτευσης να τη στηρίξουν.
Ευχαριστώ.