Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε τον Προϋπολογισμό για το έτος 2009 στο φόντο μιας μεγάλης κρίσης, μιας κρίσης που έχει ήδη οδηγήσει διεθνώς σε τεράστιες καταστροφές, απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων, χρεοκοπίες τεράστιων επιχειρήσεων, ακόμα και κρατών, και, το σημαντικότερο, μια κρίση που ακόμα φαίνεται πως είναι στην αρχή της. Απειλεί, δηλαδή, να λάβει ακόμα ευρύτερες διαστάσεις και στη χώρα μας και διεθνώς.
Κάθε λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, έχοντας κατά νου αυτό το γεγονός, θα περίμενε ο Προϋπολογισμός να κάνει το ελάχιστο, το αυτονόητο. Τι, δηλαδή; Μα, να είναι ένας Προϋπολογισμός ανάσχεσης της κρίσης. Το τρένο της κρίσης έχει ξεκινήσει. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει κανείς και πρέπει να κάνει, είναι να βάλει ένα φρένο, να περιορίσει τις συνέπειες στο εισόδημα, στην απασχόληση, στο κοινωνικό κράτος.
Δυστυχώς, με τον Προϋπολογισμό αυτό, η Κυβέρνηση κάνει ακριβώς το αντίθετο. Αντί να αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις και μάλιστα, αποφασιστικά, πράγμα που θα τόνωνε την απασχόληση, τις περικόπτει. Αντί να δίνει κάποιο διορθωτικό μισθό ανακούφισης στους χαμηλόμισθους, στους χαμηλοσυνταξιούχους και στους ανέργους, πράγμα που θα τόνωνε την αγορά, αφήνει ιδιαίτερα τα πιο φτωχά στρώματα ανυπεράσπιστα βορρά στην ακρίβεια. Αντί να μειώνει τους φόρους στα χαμηλά εισοδήματα και να αυξάνει τη φορολογία του πλούτου και του υπερπλούτου, η Κυβέρνηση συνεχίζει την κοινωνικά άδικη φορολογική της πολιτική.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση επιμένει δογματικά στην πολιτική της, μια πολιτική, όμως, που έχει χρεοκοπήσει εντελώς. Και η χρεοκοπία της πολιτικής της Κυβέρνησης από εδώ και πέρα θα έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί σε χρεοκοπία νοικοκυριά, επιχειρήσεις κ.ο.κ.
Γιʼ αυτό, κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν αρκεί να πούμε ότι καταψηφίζουμε αυτόν τον Προϋπολογισμό. Ο Προϋπολογισμός αυτός δεν έπρεπε να έχει έρθει καν για συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής. Το είχαμε πει. Έπρεπε να έχει αποσυρθεί, διότι είναι ένας Προϋπολογισμός εκτός τόπου και χρόνου, είναι ένας Προϋπολογισμός που θα βαθύνει την κρίση.
Δυστυχώς, η Κυβέρνηση, αντί να δει την πραγματικότητα, προσπαθεί να οικοδομήσει διάφορα επιχειρήματα. Λέει, δηλαδή -το ακούσαμε και εδώ απόψε από τον Εισηγητή της Πλειοψηφίας- ότι το υψηλό δημόσιο χρέος είναι αυτό που δεν επιτρέπει στην Κυβέρνηση να ασκήσει κοινωνική πολιτική.
Μα, ποιος είπε ότι εμείς ζητούμε μια κοινωνική πολιτική με δανεικά, κύριε Υπουργέ; Εμείς διεκδικούμε μια κοινωνική πολιτική που θα χρηματοδοτείται από την αναδιανομή και όχι από την υπερχρέωση του κόσμου. Η κοινωνική πολιτική που προτείνουμε είναι μια πολιτική η οποία, επίσης, θα δημιουργεί ανάπτυξη. Εμείς προτείνουμε μια αναπτυξιακή αναδιανομή.
Θέλετε να γίνω πιο συγκεκριμένος, αν και ο χρόνος δεν το επιτρέπει; Θα αναφέρω ένα-δύο παραδείγματα. Εσείς μας είχατε πει ότι μειώσατε τους φορολογικούς συντελεστές στα κέρδη, στα μερίσματα, στον πλούτο, με την προσδοκία ότι αυτό θα οδηγούσε σε επενδύσεις και σε μείωση της φοροδιαφυγής. Πέσατε έξω. Ούτε επενδύσεις έχουμε παραγωγικές ούτε η φοροδιαφυγή μειώθηκε. Τα έσοδα μειώθηκαν και επειδή μειώθηκαν τα έσοδα, αυξήθηκε το δημόσιο χρέος.
Αυξήστε, λοιπόν, τους φορολογικούς συντελεστές στα κέρδη και τα μερίσματα, έστω και τώρα και χρηματοδοτείστε με τα έσοδα αυτά τη δημόσια υγεία και τη δημόσια παιδεία.
Να είστε βέβαιοι ότι αυτό θα έχει αναπτυξιακό αποτέλεσμα, πέρα από το ότι θα ικανοποιήσει κοινωνικές ανάγκες.
Μας είχατε διαβεβαιώσει ότι τα οικονομικά του κράτους είναι ανθηρά. Και γιʼ αυτό προχωρήσατε στην κατάργηση όλων των φορολογικών υποχρεώσεων της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά τις εμπορικές της δραστηριότητες. Μειώσατε τα πάντα! Καταργήσατε τα πάντα και κάνατε πλουσιοπάροχες φορολογικές απαλλαγές και σε άλλες ισχυρές κοινωνικές ομάδες. Δε φροντίσατε να φορολογηθούν εκείνες οι κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες ελέγχουν τον πλούτο της κοινωνίας.
Αν ήταν λάθος, διορθώστε το. Αν είναι επιλογή, αναλάβετε τις ευθύνες σας.
Όταν, λοιπόν, λέτε ότι το χρέος μας εμποδίζει, δεν είστε ειλικρινείς. Πρέπει να το πείτε καθαρά: «δε θέλουμε να θίξουμε τα προνόμια των ισχυρών και γιʼ αυτό δεν κάνουμε κοινωνική πολιτική». Πρέπει να πείτε: «δε θέλουμε να κάνουμε αναδιανομή υπέρ των χαμηλών, υπέρ των αδύναμων κοινωνικών ομάδων, γιʼ αυτό ασκούμε αυτήν την πολιτική. Δεν θέλουμε να ενοχλήσουμε τους πλούσιους και τον πλούτο, γιʼ αυτό ασκούμε αυτήν την πολιτική». Γιατί, λοιπόν, αυτά τα περίπλοκα σχήματα που χρησιμοποιείτε;
Όμως, μια και μιλάμε για δημόσιο χρέος, θα σας ρωτήσω το εξής: Πού οφείλεται το δημόσιο χρέος; Διότι κάποιος οικονομολόγος παλαιά είχε πει ότι η ιστορία της Ελλάδας είναι μία ιστορία διαχείρισης του δημόσιου χρέους της. Και φοβούμαι ότι και το 2009 και τα μετέπειτα χρόνια, αυτή η ρήση θα ξαναγίνει επίκαιρη.
Το δημόσιο χρέος είναι αποτέλεσμα της ανάληψης από το κράτος των ζημιών του ιδιωτικού τομέα. Ακόμα πληρώνουμε για τις προβληματικές επιχειρήσεις της δεκαετίας του 1970 και του 1980, που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τότε κοινωνικοποίησε τα χρέη τους. Το δημόσιο χρέος είναι αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης των ζημιών και της ιδιωτικοποίησης των κερδών. Το δημόσιο χρέος είναι η συσσωρευμένη φοροδιαφυγή. Είναι η κεφαλαιοποίηση των προνομίων των ισχυρών κοινωνικών ομάδων. Είναι η συνέπεια της μείωσης των φορολογικών συντελεστών που έκανε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι το κόστος των εξοπλισμών. Είναι το κόστος της συντήρησης των κομματικών στρατών. Είναι το κόστος της σπατάλης και της παρασιτικής υπερδομής που στηρίζει το δικομματικό καρτέλ εξουσίας που ονομάζουμε «δικομματικό σύστημα».
Το δημόσιο χρέος είναι ο κοινός και αδιαίρετος λογαριασμός του δικομματισμού και του μοντέλου ανάπτυξης που οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας συνδιαμόρφωσαν. Και τώρα είναι η επιταγή που θέλουν να πληρώσει ο ελληνικός λαός.
Δεύτερο επιχείρημα. Μας λένε ότι έχουμε χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Μʼ αυτό το βάρβαρο όρο, τον οποίο εγώ χρησιμοποιώ μόνο συμβατικά, εννοούν ότι δεν παράγουμε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά. Εννοούν ότι δεν έχουμε μία διεθνώς βιώσιμη οικονομία. Σύμφωνοι! Όμως, προς τι η έκπληξη; Εννοείτε, δηλαδή, ότι με την πολιτική που ακολουθήσατε και εσείς και οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα έπρεπε να έχουμε υψηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας; Μα, γιατί να έχουμε υψηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας; Μήπως επενδύσατε στην παιδεία και την έρευνα, όπως έκανε η Φινλανδία και άλλες χώρες; Στην Ολυμπιάδα και σε εξοπλισμούς επενδύσατε! Γιατί, λοιπόν, να έχουμε υψηλή ανταγωνιστικότητα; Και προς τι αυτή η έκπληξη για το ότι δεν έχουμε ανταγωνιστικότητα;
Μήπως χτυπήσατε τη σπατάλη και τη διαφθορά; Ο Τύπος, δυστυχώς, σας εκθέτει. Η Ελλάδα –το συνέδεσε ο διεθνής Τύπος και με τα πρόσφατα γεγονότα- της διαφθοράς, του ρουσφετιού, της αναξιοκρατίας! Αυτήν την Ελλάδα πολεμούν τα νέα παιδιά, λένε οι ξένοι δημοσιογράφοι.
Δεν κάνατε, λοιπόν, τίποτα! Οι κομματικοί στρατοί, σιτισμένοι από τα δημόσια ταμεία, αποτελούν τον πυρήνα της εκλογικής σας πελατείας. Πώς, λοιπόν, να έχουμε υψηλή ανταγωνιστικότητα;
Μήπως αξιοποιήσατε ορθολογικά τους καθόλου ευκαταφρόνητους ευρωπαϊκούς κοινοτικούς πόρους; Ή μήπως σεβαστήκατε και αξιοποιήσατε ορθολογικά τη δημόσια περιουσία;
Το Βατοπέδιο είναι η απάντηση!
Ή μήπως αξιοποιήσατε ορθολογικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες των δημόσιων επιχειρήσεων; Οι ιδιωτικοποιήσεις που κάνατε, είναι η απάντηση. Μήπως έστω και τώρα εφαρμόζετε κάποιο μακροπρόθεσμο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας; Προς τι η έκπληξη, λοιπόν; Και σε ποιους απευθύνεστε; Στους εργαζόμενους; Να μειωθούν οι μισθοί τους για να ανέβει τάχα η ανταγωνιστικότητα;
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Η Κυβέρνηση αυτή δεν έχει σχέδιο, δεν έχει πρόγραμμα, δεν έχει ούτε πειστικά επιχειρήματα. Και δεν είναι μόνον η Κυβέρνηση, αλλά είναι ευρύτερα οι κυρίαρχες δυνάμεις της οικονομίας, το λεγόμενο «οικονομικό κατεστημένο», το οποίο διαπιστώνει με δέος ότι η κρίση στην Ελλάδα μπορεί να πάρει μεγαλύτερο βάθος και διάρκεια. Και αυτό ακριβώς το γεγονός εξηγεί και τις επιθέσεις που δέχεται ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από τμήματα του κατεστημένου. Μάλιστα, τώρα έχουμε και επιχειρηματίες οι οποίοι στοχοποιούν το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επειδή κάτι δεν πάει καλά με τις μπίζνες, με τις δουλειές τους.
Οι επιθέσεις αυτές δεν αφορούν τα γεγονότα που έγιναν, αλλά τα γεγονότα που έρχονται. Αδυνατώντας να δώσουν θετική διέξοδο στις αγωνίες της κοινωνίας και της νεολαίας, διάφορες δυνάμεις της ελληνικής πλουτοκρατίας αναζητούν τρόπους όχι να λύσουν προβλήματα, αλλά να ελέγξουν τις εξελίξεις. Και στα σχέδιά τους αυτά βλέπουν –και σωστά- το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως εμπόδιό τους. Γιʼ αυτό και τον στοχοποιούν.
Και κάνει τραγικό λάθος το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας αν θεωρεί ότι μπορεί να επωφεληθεί μικροκομματικά παίζοντας μʼ αυτά τα σχέδια, επενδύοντας προσδοκίες σε τέτοια σχέδια. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι αυτό που ήδη είδαμε και απόψε εδώ, δηλαδή ένα Κομμουνιστικό Κόμμα να συμπεριφέρεται ως ένας αντι-ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Και έρχομαι στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αυτόν τον καιρό λέει πολλά, αλλά, κατά τη γνώμη μου, δε λέει τίποτα. Και δε λέει τίποτα, υπό την έννοια ότι δεν απαντάει στα κρίσιμα ερωτήματα.
Πρώτο ερώτημα: Ποιος θα πληρώσει το κόστος της κρίσης; Επαναλαμβάνω. Όχι ποιος δε θα πληρώσει, αλλά ποιος θα πληρώσει το κόστος της κρίσης. Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι; Για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι, πρέπει κάποιος να πληρώσει. Αυτό πρέπει να αναδειχθεί.
Δεύτερο ερώτημα: Τι κρίση είναι αυτή που ζούμε; Είναι μία κρίση της ανικανότητας της Νέας Δημοκρατίας; Δηλαδή, αν είχαμε τον Θαπατέρο Πρωθυπουργό αντί τον κ. Καραμανλή, δε θα είχαμε κρίση;
Αν είναι κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου, τι πρέπει να μπει στη θέση του; Τι λέει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επί αυτού; Το ίδιο μοντέλο με κάποιες μικροβελτιώσεις, εποπτείες και ρυθμίσεις;
Τρίτο ερώτημα: Τι θα γίνει με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν και με τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών; Ω γέγονε, γέγονε; Δηλαδή, ό,τι πουλήσαμε, πουλήσαμε; Ό,τι πλούτος αναδιανεμήθηκε, αναδιανεμήθηκε; Ό,τι δικαιώματα και εξουσίες πήγαν προς τις αγορές και την ιδιωτική σφαίρα κλπ, καλώς έγιναν; Ή θα πρέπει να υπάρξει μία πολιτική ανατροπής αυτών των αποτελεσμάτων;
Και έρχομαι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει ούτε σαφή ούτε καθαρή γραμμή ούτε ιεράρχηση στόχων και προτεραιοτήτων. Δηλαδή, στο ερώτημα, ποιος είναι ο κύριος αντίπαλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας σήμερα, αν ρωτήσουμε έναν απλό άνθρωπο, θα πει ότι είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Ασκεί κριτική σε μας, διότι, λέει, κάνουμε προτάσεις εξόδου από την κρίση. Δε θέλουμε να βγούμε από την κρίση; Θέλουμε να μείνουμε στην κρίση; Να βαθύνει η κρίση; Τότε, γιατί το ίδιο το ΚΚΕ κάνει προτάσεις άμβλυνσης της κρίσης; Προτείνει μέτρα όπως: να αυξηθούν οι μισθοί, να γίνουν προσλήψεις. Αυτά είναι μέτρα άμβλυνσης της κρίσης. Γιατί, δηλαδή, όταν τα λέμε εμείς, είναι –όπως λέτε- οπορτουνισμός, ρεφορμισμός και όταν τα λέτε εσείς, είναι επαναστατική πολιτική;
Μας κάνει κριτική το ΚΚΕ, διότι κάνουμε, λέει, αποσπασματικές προτάσεις. Βεβαίως! Εμείς θέλουμε όπου υπάρχει πρόβλημα, να υπάρχει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Με τις δυνάμεις του, με τις προτάσεις του, μαζί με τον κόσμο, ως δύναμη αντίστασης και ελπίδας και προοπτικής. Είναι κακό αυτό;
Το να κάνει κανείς κριτική σε άλλες δυνάμεις είναι υποχρέωσή του. Όταν, όμως, κάνει μόνο κριτική και δε λέει τι πιστεύει ο ίδιος, αυτό είναι άλλης κατηγορίας θέμα.
Το συμπέρασμα που βγάζουμε εμείς είναι το εξής: Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας μας είναι πίσω από τα γεγονότα. Είναι μακριά από τις ανάγκες. Είναι μακριά από τα προβλήματα που δημιουργεί αυτή η κρίση. Δεν έχει καν αναλυθεί αυτή η κρίση.
Εμείς είμαστε ένα βήμα μπροστά. Εμείς διαπιστώσαμε έγκαιρα την κρίση. Διαπιστώσαμε ότι είναι μια ασυνήθιστη κρίση. Προσπαθήσαμε να τη μελετήσουμε. Συνεχίζουμε αυτήν την προσπάθεια και είμαστε το μόνο Κόμμα που, παρόλο που έχουμε θέσεις, θέλουμε να κάνουμε ένα πληρέστερο πρόγραμμα και το κάνουμε.
Εκείνο το οποίο βλέπουμε είναι ότι αυτή η κρίση θέλει ένα συνολικό σχέδιο.
Θέλει ένα σχέδιο με τρεις στόχους:
Πρώτον, χρειαζόμαστε μέτρα άμεσης απόδοσης. Χρειαζόμαστε μέτρα σαν και αυτά που είπα στην αρχή, που θα πρέπει να ληφθούν σήμερα και να αποδώσουν αύριο, αν δε θέλουμε να δούμε μια μαζική ανεργία, αν δε θέλουμε να δούμε μεγάλη διεύρυνση της φτώχειας. Τέτοια μέτρα έχουμε προτείνει ήδη πολλά.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε γενικότερα ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης. Όσο καλά και να είναι τα επιμέρους μέτρα, τα αποσπασματικά, όσο ριζοσπαστικά και να είναι, δε μπορούν να απαντήσουν σʼ αυτή την κρίση. Διότι αυτή η κρίση μας επιβάλει να δούμε τη διέξοδο μέσα από αλλαγή της ίδιας της οικονομίας και της κοινωνίας.
Διατυπώνουμε, λοιπόν, εμείς εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή μια πολιτική που θα δημιουργεί μια νέα οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών. Θα εξηγήσω μετά εν συντομία τι εννοούμε.
Τρίτον, η κρίση αυτή θέτει και το μεγάλο ερώτημα, τη μεγάλη ανάγκη να αναζητήσουμε δρόμους, για να φύγουμε όχι μόνο από αυτήν την κρίση, αλλά και από το σύστημα που γεννάει αυτές τις κρίσεις. Δεν είναι δυνατόν και δεν είναι πολιτισμός και δεν είναι πρόοδος το να ζούμε σε μια κοινωνία και σʼ ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει μία κρίση και σε μία μέρα να διαλύσει, να καταστρέψει, να μηδενίσει αποταμιεύσεις και όνειρα μιας ζωής. Διότι αυτό συμβαίνει σήμερα.
Τα ασφαλιστικά ταμεία στην Αμερική –και τα δικά μας, αλλά πολύ περισσότερο εκεί που ήταν ιδιωτικοποιημένα- έχουν χάσει τρισεκατομμύρια δολάρια. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τα σπίτια τους. Επιχειρήσεις τεράστιες έχουν διαλυθεί. Και όταν διαλύεται μια επιχείρηση δεν καταστρέφονται μόνο οι μέτοχοι. Κυρίως καταστρέφεται μια συσσωρευμένη εμπειρία, γνώσεις, εξειδικεύσεις. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται στο δρόμο.
Είναι, λοιπόν, δυνατόν να αντιμετωπίζεται σα να πρόκειται για φυσική καταστροφή, για ένα σεισμό απέναντι στον οποίο δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα;
Οι κρίσεις είναι κοινωνικά φαινόμενα. Έχουν πίσω τους κοινωνικές και πολιτικές αιτίες. Δε μπορούμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι δεν υπάρχει καμία άλλη προοπτική. Εμείς λέμε ότι τα άμεσα μέτρα που προτείνουμε εντάσσονται σε ένα συνολικό, εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Και αυτό το συνδέουμε με έναν αγώνα και μία προοπτική, η οποία θα μας οδηγήσει πέρα από τον καπιταλισμό, σε μία μετακαπιταλιστική κοινωνία, σε ένα νέο σοσιαλισμό.
Βεβαίως, υπήρξε αυτό που ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός». Σημαίνει πως δε μπορεί να υπάρξει άλλος σοσιαλισμός, που να ενσωματώσει και την εμπειρία από τα λάθη που έγιναν; Ο καπιταλισμός πόσες καταστροφικές κρίσεις είχε μέχρι τώρα στην ιστορία του; Και υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι και τώρα ο καπιταλισμός μπορεί να τις ξεπεράσει. Το θέμα όμως είναι να δούμε πώς. Διότι στο παρελθόν υπήρξαν κρίσεις που ξεπεράστηκαν ακόμη και μέσα από πολέμους.
Επομένως, σήμερα, όλα αυτά τα προβλήματα τίθενται ενώπιόν μας. Και ακριβώς γιʼ αυτό, ενώ συζητούμε σήμερα για τον Προϋπολογισμό, χθες για ένα άλλο θέμα, αύριο για ένα άλλο επιμέρους θέμα, αυτά τα τρία –ας τα πω έτσι- κεφάλαια, αυτές οι τρεις μεγάλες ανάγκες απασχολούν τις κοινωνίες όλου του κόσμου. Ευτυχώς, δεν είμαστε μόνοι μας σʼ αυτήν την αναζήτηση.
Βλέπουμε ότι αυτή η κρίση θα φέρει πόνο πολύ σε πολύ κόσμο, θα φέρει καταστροφές, αλλά μαζί με όλα αυτά, είναι ελπιδοφόρο, ότι υπάρχουν και αχτίδες φωτός, υπάρχουν ρινίσματα ελπίδας, διότι βλέπουμε παντού να αρχίζουν ανακατατάξεις, ακόμη και πολιτικές ανακατατάξεις. Διότι κρίση σημαίνει καταστροφές, σημαίνει και αναδιαρθρώσεις, σημαίνει αναδιατάξεις, σημαίνει αναπροσανατολισμούς.
Βλέπουμε παραδείγματος χάρη στη Γαλλία, στη Γερμανία, παντού η σοσιαλδημοκρατία να έχει μια εσωτερική ένταση, διότι πρέπει να γίνουν επιλογές. Το υπαινίχθηκα πριν. Και όταν τα κόμματα, οι ηγεσίες δεν κάνουν τις επιλογές που πρέπει να γίνουν, τις κάνει ο κόσμος.
Στη Γερμανία, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πάει δεξιά. Ο κόσμος πάει αριστερά, πάει με τον Λαφοντέν, με τον Μπίσκι, πάει με το κόμμα της Αριστεράς. Στη Γαλλία το σοσιαλιστικό κόμμα πάει δεξιά. Δυο Βουλευτές έφυγαν και δημιούργησαν νέο αριστερό κόμμα. Αναζητούν με άλλες αριστερές δυνάμεις να κάνουν κοινό μέτωπο, ένα ΣΥΡΙΖΑ στη Γαλλία. Και στα Κομμουνιστικά Κόμματα υπάρχει ένταση και ας μην το δείχνουν εδώ στην Ελλάδα.
Έγινε πρόσφατα στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας συνάντηση 64 κομμουνιστικών κομμάτων. Έβγαλαν ένα κοινό ανακοινωθέν. Η γραμμή τους ήταν παράλληλη με τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ δε λέγεται αυτό. Κρύβεται αυτό το πράγμα, αλλά είναι γεγονός.
Εμείς έχουμε καθαρή γραμμή. Απαντούμε στην κρίση,
Πρώτον, με αντίσταση στον αυταρχισμό και τον πόλεμο.
Δεύτερον, απαντούμε στη κρίση με πάλη για ώριμες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις και κατακτήσεις που θέλουμε να διεκδικήσουμε.
Τρίτον, απαντούμε στην κρίση με μια συνολική προοδευτική διέξοδο απʼ αυτή, στον ορίζοντα ενός νέου σοσιαλισμού.
Μας χαροποιεί το γεγονός ότι αυτή η γραμμή, αυτό το τρίπτυχο του αγώνα, βρίσκει απήχηση και σε δυνάμεις που προέρχονται από το σοσιαλιστικό χώρο, σε ανένταχτους αριστερούς, στη νεολαία, ακόμη και σε οπαδούς και ψηφοφόρους του Κ.Κ.Ε. Και θεωρούμε εντελώς ρεαλιστικό το στόχο, ότι μέσα απʼ αυτή την κρίση μπορεί να γεννηθεί μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία η οποία όχι μόνο θα μας βγάλει απʼ αυτή την κρίση αλλά και από το σύστημα που γεννά τις κρίσεις.
Ευχαριστώ.