Στις 7 Δεκεμβρίου ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) ενημερώθηκε από την Ε.Ε. ότι έχουν βρεθεί υψηλά επίπεδα διοξινών σε χοιρινό προέλευσης Ιρλανδίας. Το συγκεκριμένο χοιρινό κρέας, καθώς και παράγωγά του, καταναλώνονταν για τρεις μήνες στην Ευρώπη, και όχι μόνο, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτή η επικινδυνότητά τους. Οι ουσίες που περιέχουν είναι ιδιαίτερα τοξικές με άμεσες και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία των καταναλωτών, ενώ η δράση τους είναι σωρευτική.
Στην Ελλάδα, οι αρχές κάνουν λόγο για περιορισμένο πρόβλημα. Εντούτοις, οι έλεγχοι που διενεργούνται όσον αφορά στα επίπεδα διοξινών είναι οι ελάχιστοι υποχρεωτικοί. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Φασματομετρίας Μάζας και Ανάλυσης Διοξινών, το πρόβλημα εντοπίζεται τόσο στον αριθμό των ελέγχων που πραγματοποιούνται όσο και στο πώς γίνονται αυτοί. Τον προηγούμενο χρόνο ελέγχθηκαν για διοξίνες 50 δείγματα προϊόντων, γαλακτοκομικά, κρέας, ψάρια, αυγά και έλαια, και 36 δείγματα ζωοτροφών, που είναι τα ελάχιστα δείγματα που πρέπει να ελέγχονται με βάση το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμα όμως κι αν εντοπιστεί κάποιο πρόβλημα, τα αποτελέσματα των ελέγχων βγαίνουν μετά από 10 ημέρες, οπότε τα προϊόντα έχουν ήδη κυκλοφορήσει στην αγορά.
Με βάση τα προαναφερόμενα,
Ερωτάται ο κ. Υπουργός:
• Θεωρούνται επαρκείς οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται όσον αφορά στα επίπεδα διοξινών, ώστε το Υπουργείο να μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των καταναλωτών;
• Προβλέπεται η αύξηση του αριθμού των σχετικών ελέγχων ;
• Εκτός από το Εργαστήριο Φασματομετρίας Μάζας και Ανάλυσης Διοξινών στο Δημόκριτο, ποια άλλα εργαστήρια στην Ελλάδα έχουν πλήρη υποδομή για τον έλεγχο των διοξινών; Θεωρείται επαρκής ο αριθμός τους;
• Αν υπάρχει υποψία μόλυνσης, ποιες είναι οι στρατηγικές που διαθέτει το Υπουργείο για την αναγνώριση, τον περιορισμό και την απομάκρυνση του μη ασφαλούς τροφίμου;
Ο ερωτών βουλευτής
Γρηγόρης Ψαριανός