Συνέχιση της συζήτηση επί των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις».
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Να πω κατʼ αρχάς ότι η συζήτησή μας γίνεται βέβαια σε μια πολύ οξυμένη κατάσταση σχετικά με τους αγρότες μας που έχουν αγωνία όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το πώς γενικότερα θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα στο μέλλον και για το ποιο είναι το μέλλον της γεωργίας μας.
Πριν ξεκινήσω σχετικά με τα δύο αυτά σκέλη του νομοσχεδίου που συζητούμε, θέλω άλλη μια φορά να υπογραμμίσω ότι θα έπρεπε τέτοιου είδους εντάξεις οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νομοθεσία μας να γίνονται με ένα ιδιαίτερο τρόπο και όχι παρεμπιπτόντως. Το τονίσαμε και σε προηγούμενα σημεία της συζήτησης αυτού του νομοσχεδίου. Έρχεται η συζήτηση αυτή με αρκετή καθυστέρηση ύστερα από συστάσεις για παραπομπή της χώρας μας και συχνά η Κυβέρνηση φέρνει αυτές τις τροποποιήσεις χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας και μάλιστα τις ιδιαιτερότητες της περιόδου της οικονομικής κρίσης την οποία περνούμε.
Σχετικά τώρα με το δεύτερο σκέλος που συζητούμε δεν είμαστε θετικοί σχετικά με την ψήφιση αυτής της Οδηγίας. Θεωρούμε ότι γενικά με το σύνολο των ρυθμίσεων που προβλέπονται σε όλα τα άρθρα του βʼ σκέλους, ουσιαστικά προστατεύονται οι μεγάλες ξένες ασφαλιστικές εταιρείες και οι ασφαλιστικές των εγχώριων τραπεζών, δημιουργώντας ακόμη δυσμενέστερους όρους ανταγωνισμού για τις μικρότερες ασφαλιστικές εταιρείες με την αύξηση του ορίου του εγγυητικού κεφαλαίου στα 6 εκατομμύρια ευρώ από τα 4,5 εκατομμύρια, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 3 εκατομμύρια. Πρέπει να υπάρξει μια παράταση χρόνου ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις πιο μικρές ασφαλιστικές εταιρείες να προσαρμοστούν χωρίς να κινδυνεύσει η βιωσιμότητά τους.
Επιπλέον, σημειώνουμε ότι το σημαντικότερο είναι ότι αυτή τη στιγμή αντί να διευκολύνονται οι ασφαλιζόμενοι προβαίνουμε σε χαριστικές ρυθμίσεις προς τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Με την κατάργηση των ανώτατων ορίων βέβαια βλέπουμε ότι υπάρχουν ορισμένες θετικές πλευρές που αφορούν τους ασφαλιζόμενους, όμως τελικά θα επιβαρυνθεί το ήδη προβληματικό επικουρικό κεφάλαιο, δηλαδή εισφορές από ασφαλιστικές εταιρείες ώστε να προβλέπονται αποζημιώσεις για τα ανασφάλιστα οχήματα.
Ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας είπε ξεκάθαρα όταν ήλθε στην Επιτροπή μας ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο για να εξασφαλιστούν. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει ένα επιπρόσθετο κόστος. Ήδη πολλές ασφαλιστικές εταιρείες με πρόσχημα αυτήν την κατάργηση έχουν αυξήσει τα ασφάλιστρα.
Επιπλέον, δεν μας είναι σαφές εάν έχει προβλεφθεί ποιοι πόροι θα ενισχύσουν το ταμείο του επικουρικού κεφαλαίου, αν θα αυξηθεί η εισφορά των ασφαλιστικών εταιρειών, αν θα αυξηθεί η κρατική επιχορήγηση, αν τίθεται και θέμα ελέγχου για τα ανασφάλιστα οχήματα. Ακόμη αν προβλέπεται να αλλάξει η εποπτική αρχή.
Σημειώνουμε τέλος ότι στο άρθρο 33 ο ασφαλιστής εντός τριών μηνών, αντί των τριάντα ημερών που ίσχυε μέχρι σήμερα, υποχρεούται από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς κοινοποίησε την αίτηση αποζημίωσης να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίωσης ή αιτιολογημένη απάντηση σε περιπτώσεις που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί ή σε περίπτωση που η ζημιά δεν έχει αποτιμηθεί.
Θεωρούμε ότι πρόκειται για μία τροποποίηση που θα είναι ωφέλιμη μόνο για τις ασφαλιστικές εταιρείες και όχι για τους ασφαλισμένους.
Τώρα σχετικά με το σκέλος Γʼ θέλουμε να σημειώσουμε ότι αναφορικά με την Εποπτική Επιτροπή Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΕΙΑ) προβλέπεται ότι μεταξύ των άλλων μετέχουν στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτής εκπρόσωποι της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας, της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδας και των φορέων των μεσολαβούντων προσώπων στις ασφαλίσεις, όπως το τελευταίο προστέθηκε με το άρθρο 15/06.
Σημειώνουμε ότι μετέχουν επομένως το Διοικητικό Συμβούλιο της Διοικητικής Αρχής και εκπρόσωποι φορέων που ελέγχονται και εποπτεύονται ταυτοχρόνως. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, όπως της διαφάνειας και της αμεροληψίας, θεωρούμε εντελώς απαράδεκτο να ταυτίζονται οι ελεγχόμενοι με τους ελέγχοντες και καθίσταται απαραίτητη η τροποποίηση της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου.
Βέβαια, αυτό προβλέπεται σε επόμενο άρθρο, όμως επειδή έχει να κάνει με τις αντασφαλίσεις, το σημειώνουμε ήδη από εδώ, δεν καλυπτόμαστε από αυτήν την τροπολογία και την καταψηφίζουμε.
Ευχαριστώ.