Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση που ζούμε θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, ενδεχομένως και δραματική. Οι διαστάσεις βεβαίως της αύξησης αυτής θα εξαρτηθούν όχι μόνο από την ένταση της επερχόμενης ύφεσης, όσο -και κυρίως- από τη διάρκειά της. Δεν αποκλείεται καθόλου -όπως έγινε και με την κρίση της δεκαετίας του ʼ70- η μεγάλη ένταση του προβλήματος να εκδηλωθεί όχι στο αρχικό στάδιο της ύφεσης, αλλά στα ύστερα στάδιά της. Αυτό δε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει από τώρα να τεθούν σε επιφυλακή, ότι δεν πρέπει η κοινωνία να τεθεί από τώρα σε κατάσταση συναγερμού.
Πολύ περισσότερο που το επερχόμενο νέο κύμα αύξησης της ανεργίας βρίσκει την κοινωνία αθωράκιστη. Οι όποιοι θεσμοί προστασίας των εργαζομένων και των ανέργων είναι ατροφικοί ή διάτρητοι, το δε «μοντέλο ανάπτυξης», βασισμένο στον καταναλωτισμό και στο δανεισμό, έχει οδηγηθεί σε χρεοκοπία.
Εκτός αυτού, είναι ήδη εμφανείς οι προσπάθειες ορισμένων επιχειρηματιών να αξιοποιήσουν τον κίνδυνο της ανεργίας ως άλλοθι για να κερδίσουν περισσότερα από λιγότερους εργαζόμενους, να απαιτήσουν ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, να αποσπάσουν περισσότερο δημόσιο χρήμα για να αποκαταστήσουν ελλείμματα της ανταγωνιστικότητάς τους και να στηρίξουν την κερδοφορία τους.
Είναι λοιπόν επείγουσα η ανάγκη να υπάρξει ένα σύστημα προστασίας των εργαζομένων από αυθαίρετες ή εκβιαστικές απολύσεις. Είναι επείγον να εισαχθεί, να οριοθετηθεί και να θεσμοθετηθεί η έννοια της μη αιτιολογημένης απόλυσης και να προστατευθούν οι εργαζόμενοι τουλάχιστον απʼ αυτήν.
Ένα δεύτερο πεδίο άμεσης παρέμβασης είναι η προστασία των ανέργων από τη φτώχεια και την ανέχεια. Το ισχύον σύστημα είναι διάτρητο. Μόλις το 15% των ανέργων παίρνουν ένα επίδομα, ισχνό και για μικρό χρονικό διάστημα. Είναι, λοιπόν, επείγουσα ανάγκη να συγκροτηθεί ένα σύστημα προστασίας των ανέργων καθολικό και αποτελεσματικό, χωρίς υποκριτικά εμπόδια και ανυπέρβλητες προϋποθέσεις στην πρόσβαση σʼ αυτό.
Το τρίτο επίπεδο είναι η άμεση παρέμβαση του κράτους για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το κράτος δρα ήδη –και διεθνώς και στη χώρα μας– ως δανειστής και ως μέτοχος της «τελευταίας καταφυγής» για τις τράπεζες. Πρέπει να κάνει το ίδιο ενεργώντας και ως εργοδότης της τελευταίας καταφυγής. Και είναι υποκριτές όσοι ονομάζουν κρατισμό το δεύτερο και κοινωνική πολιτική το πρώτο.
Βεβαίως, το ζητούμενο εδώ δεν είναι ένα κράτος «αποθήκη ανθρώπων» χωρίς πραγματικό αντικείμενο εργασίας, όμηροι της εκάστοτε εξουσίας. Το ζητούμενο είναι ένα πρόγραμμα διαφανές, καλά σχεδιασμένο, ψηφισμένο από τη βουλή, κατά τις επιταγές του συντάγματος, το οποίο θα προβλέπει συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, αδιάβλητες διαδικασίες πρόσληψης, όπου υπάρχουν συγκεκριμένες ανάγκες και διαγράφεται ορατό, θετικό για την κοινωνία αποτέλεσμα.
Η κατασκευή κοινωνικών υποδομών, όπως δημόσιων και δημοτικών βρεφονηπιακών σταθμών και σχολείων, η κάλυψη κενών θέσεων σε νοσοκομεία, η στελέχωση ελεγκτικών μηχανισμών, είναι μερικά από τα πολλά παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν. Ένα τέτοιο πρόγραμμα 100.000 νέων θέσεων εργασίας τουλάχιστον έπρεπε ήδη να έχει διαμορφωθεί. Οι τεράστιοι πόροι που διασπαθίζονται σε προγράμματα δήθεν κατάρτισης και δήθεν «ενεργητικές πολιτικές» απασχόλησης θα έπιαναν καλύτερα τόπο αν οι όποιες καταρτίσεις ή ενεργητικές πολιτικές εντάσσονταν ως υποστηρικτικοί μηχανισμοί σε τέτοια προγράμματα απασχόλησης.
Τα παραπάνω όμως δεν αρκούν. Η ανεργία στη χώρα μας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κρίσης αλλά και ένα πρόβλημα που υπήρχε και πριν την κρίση. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η ανεργία ήταν διαρκώς παρούσα καθʼ όλη τη διάρκεια του πρόσφατου «αναπτυξιακού κύκλου». Συγκεκριμένα σε όλη την περίοδο 1994-2005 το ποσοστό ανεργίας δεν έπεσε ούτε για ένα έτος κάτω από το 10%, παρά την ταχεία οικονομική μεγέθυνση. Και η κάποια στατιστική μείωση της ανεργίας μετά το 2006 οφείλεται στην επέκταση της μερικής απασχόλησης και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων τύπου stage πρόσκαιρης συγκάλυψης της ανεργίας.
Δεν είναι επομένως η έξοδος από την κρίση που θα οδηγήσει σε μείωσης της ανεργίας. Είναι η μείωση της ανεργίας και η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση. Αυτό όμως απαιτεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή ένα νέο σύστημα παραγωγής και διανομής του πλούτου, στον αντίποδα του μοντέλου που διαμορφώθηκε υπό την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία να ανασυγκροτηθούν στη βάση νέων ιεραρχήσεων στις οποίες οι ανάγκες των ανθρώπων, της φύσης και της κοινωνίας θα ανακτήσουν την πρωταρχικότητα που τους ανήκει. Το αίτημα «οι άνθρωποι πάνω απʼ τα κέρδη» δεν είναι μόνο ένα σύνθημα αλλά και μια πολιτική και προγραμματική κατεύθυνση, που η τρέχουσα κρίση καθιστά ακόμα πιο αναγκαία και πιο επίκαιρη.