Τις τελευταίες ημέρες πληθαίνουν οι τοποθετήσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου ώστε να προκύπτουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις με ακόμη μικρότερα ποσοστά του πρώτου κόμματος, με το επιχείρημα ότι σε καιρούς οικονομικής κρίσης χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση. Ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί σύμπτωμα της σοβαρής παρακμής στην οποία βρίσκεται πια ο παλιός πολιτικός κόσμος. Αξιώνει δε για τον εαυτό της η άποψη αυτή μια πολιτική ουδετερότητα.
Πώς φτάσαμε όμως στο σημείο να διατυπώνεται τόσο εύκολα ένας ισχυρισμός που καλεί για ακόμη μεγαλύτερη αντιδημοκρατική διαστρέβλωση της συλλογικής βούλησης των πολιτών, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις κάλπες; Πώς διατυπώνεται η άποψη που λέει ότι ιδίως σε περίοδο κρίσης θα ασκηθεί μια πολιτική που είναι ισχυρά μειοψηφική στην κοινωνία;
Η προκείμενη άποψη πίσω από μια τέτοια θέση είναι ότι στις εκλογές δεν ψηφίζουμε για την πολιτική κατεύθυνση της χώρας αλλά για το πολιτικό προσωπικό που θα εφαρμόσει τη μόνη πολιτική που υπάρχει. Ομως, αυτή είναι η άποψη του μονόδρομου που καλλιεργεί ο δικομματισμός, ο οποίος και αποδοκιμάζεται σήμερα τόσο έντονα ώστε να τίθεται θέμα αλλαγής του εκλογικού νόμου. Δηλαδή, η αλλαγή του εκλογικού νόμου έρχεται ως απάντηση στην πολιτική αποδοκιμασία της άποψης περί μονόδρομου και επομένως δεν είναι ουδέτερη αλλά άκρως πολιτική. Και ως τέτοια είναι άκρως αντιδραστική, αφού επιχειρείται με αντιδημοκρατικό τρόπο να αντιμετωπισθεί μια πολιτική πράξη όπως η αποδοκιμασία του δικομματισμού, άρα της πολιτικής κατεύθυνσης που θεωρείται μονόδρομος.
Η εν λόγω άποψη μόνο για ρητορικούς λόγους επικαλείται την κρίση, αφού και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει ότι το πρόβλημα της κυβέρνησης σήμερα δεν είναι η οριακή της πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά η αδυναμία να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα που ο νεοφιλελεύθερος μονόδρομος δημιούργησε στη χώρα αλλά και παντού. Το πρόβλημα είναι ότι ακολουθεί την ίδια πολιτική που γεννάει αδιέξοδα, χωρίς να είναι σε θέση να διαβάσει σωστά την απόγνωση που εκφράζουν όλοι πια, από τους νέους μέχρι τους αγρότες. Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μια πιο μεγάλη πλειοψηφία στη Βουλή θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα, αφού γι αυτό απαιτείται ριζική αλλαγή της πορείας της χώρας και όχι αριθμητική ενίσχυση του πρώτου κόμματος.
Το συμπέρασμα είναι απλό. Οταν δεν είχαμε οικονομική κρίση, ούτε κλονισμό του δικομματισμού κάποιοι κέρδιζαν και κάποιοι έχαναν. Τώρα που είμαστε αντιμέτωποι με την κρίση και ταυτόχρονα ο δικομματισμός είναι σε κάμψη, το πρόβλημα αυτών που κόπτονται για ισχυρές κυβερνήσεις είναι μην τυχόν και αυτοί που έχαναν μέχρι τώρα αξιώσουν και τελικά επιτύχουν αλλαγή πολιτικής. Γιατί και η «δημοκρατία» έχει τα όριά της. Είπαμε να ψηφίζουν οι πολίτες αλλά όχι και να επιλέγουν την πορεία της χώρας!
Ομως, το κρίσιμο ερώτημα είναι: τι θα γίνει στη χώρα αν δεν αλλάξει πορεία; Επειδή η απάντηση είναι εφιαλτική, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει ό,τι μπορεί να για να μην τη ζήσουμε. Υπηρετούμε με αποφασιστικότητα μια κοινωνική διεργασία που έχει ξεκινήσει και πολύ δύσκολα θα ανασχεθεί. Μια διεργασία που δεν σχετίζεται με τις επόμενες εκλογές, αλλά με τις επόμενες γενιές.