Επερώτηση κατέθεσαν οι βουλευτές του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς σχετικά με τον έλεγχο της λειτουργίας και χρηματοδότησης του Χρηματοπιστωτικού συστήματος, στήριξη και προστασία των δανειοληπτών και συναλλασσομένων με τις Τράπεζες.
Ολόκληρο το κείμενο της επερώτησης έχει ως εξής:
«Τις τελευταίες δεκαετίες, οι τράπεζες έχουν εξελιχθεί σε γιγάντιους φορείς παροχής ποικίλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, από υπηρεσίες αποταμίευσης, δανειοδοτήσεων, επενδύσεων, ασφαλίσεων, μέχρι την πληρωμή ποικίλων καθημερινών λογαριασμών. Οι τράπεζες διαμεσολαβούν και επηρεάζουν πλέον ολόκληρη την οικονομική ζωή και τις συναλλαγές της κοινωνίας και των νοικοκυριών.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι τράπεζες, σε πολλές περιπτώσεις, λειτουργούν αλλά και αντιμετωπίζονται από τις κυβερνήσεις ως κράτος εν κράτει. Η αυτονόμηση των τραπεζών ενισχύθηκε μέσω:
o της διαδικασίας απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος από ποικίλες μορφές δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου που έλαβε χώρα μετά το 1986. Η προστασία των συναλλασσόμενων αφέθηκε ουσιαστικά στην αυτορύθμιση των τραπεζών, ενώ παράλληλα τέθηκαν εκτός δημόσιας πολιτικής οι επιπτώσεις από την πολιτική των τραπεζών στην απασχόληση, στην ανάπτυξη και στις επενδύσεις
o της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης που τροποποίησε σημαντικά τη μορφή που διατηρούσε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα για δεκαετίες.
Οι παραπάνω κομβικής σημασίας εξελίξεις, σε συνδυασμό με τη ραγδαία μείωση των επιτοκίων και την κατάργηση των περιορισμών στις χορηγήσεις δανείων, εκτόξευσαν το δανεισμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων, οδηγώντας στα ύψη την κερδοφορία των τραπεζών.
Στην Ελλάδα μόνο για την περίοδο 2000-2008 (Οκτώβριος), τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά υπερτετραπλασιάστηκαν και από 59,3 δις ευρώ εκτοξεύθηκαν στα 248 δις ευρώ, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά το επίπεδο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ειδικά τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, από 16,97 δις ευρώ που ήταν στο τέλος του 2000, τον Οκτώβριο του 2008 ανήλθαν σε 116,2 δις ευρώ, ενώ τα δάνεια προς επιχειρήσεις από 42,37 δις ευρώ εκτινάχθηκαν στα 131,8 δις ευρώ.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι τα συνολικά καθαρά κέρδη των έξι μεγαλύτερων τραπεζών, οι οποίες συγκεντρώνουν πάνω από το 75% της αγοράς, υπερτετραπλασιάστηκαν την τελευταία 6ετία, καθώς από 930 εκατ. ευρώ το 2002, υπερέβησαν πέρυσι τα 4 δις ευρώ.
Αυτή η ανεξέλεγκτη δραστηριοποίηση και κερδοσκοπική λειτουργία των τραπεζών έχει οδηγήσει στη σημερινή κρίση τόσο τον χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και το μοντέλο ανάπτυξης που διαμορφώθηκε κατά τη τελευταία 20ετία.
Όμως η εποχή των «παχιών αγελάδων» αποτελεί παρελθόν εξαιτίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και των επιπτώσεών της στην πραγματική οικονομία.
Το βέβαιο είναι ότι στην παρούσα φάση έχει διαμορφωθεί ένας φαύλος κύκλος: από τη μία πλευρά οι τράπεζες περιορίζουν τις πιστώσεις τους, με αποτέλεσμα να εντείνουν την ύφεση της πραγματικής οικονομίας, και από την άλλη η ύφεση αυτή, η αύξηση της ανεργίας και η καθήλωση των μισθών και του λαϊκού εισοδήματος δυσκολεύει την εξυπηρέτηση των δανείων.
Ακριβώς γιʼ αυτό διαφωνήσαμε με την όλη προσέγγιση του θέματος που, πριν τεθεί από την κυβέρνηση προς συζήτηση ένα πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας, ένα πρόγραμμα εξόδου από τη συνολικότερη κρίση και μέσα σʼ αυτό το πρόγραμμα να αντιμετωπίζεται και το ζήτημα των τραπεζών και της ρευστότητας, ακολουθήθηκε ο αντίστροφος δρόμος.
Και σήμερα, πολλοί επισημαίνουν τον κίνδυνο τα 28 δις ?(που είναι περισσότερα απʼ όσα παίρνει η Ελλάδα από το 7ετές Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης) να απορροφηθούν χωρίς να υπάρξει πραγματικό και πρακτικό αποτέλεσμα για την οικονομία, την απασχόληση, την κοινωνία.
Το πρόβλημα δεν έχει μόνο την ελληνική διάσταση, υπάρχει και μια διάσταση ευρύτερη, βαλκανική. Είναι εντυπωσιακό δε ότι που δυνάμεις που όλα αυτά τα χρόνια, καθημερινά μας μιλούσαν για την περιβόητη διείσδυση στα Βαλκάνια, αυτή τη στιγμή σιωπούν.
Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, ΠΓΔΜ αναπτύσσονταν μέχρι πέρυσι με ταχύτατους ρυθμούς της τάξεως του 6%-8% και φέτος οι προβλέψεις ανάπτυξης καθηλώνονται στο ένα τρίτο. Για την Τουρκία μάλιστα, η προσγείωση είναι ακόμα πιο απότομη.
Οι χαμηλότερες ταχύτητες ανάπτυξης και οι πιθανότητες αύξησης της ανεργίας που τις συνοδεύουν αυξάνουν τον κίνδυνο των επισφαλειών για τις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Εurobank, Αlpha και Πειραιώς) που έχουν έντονη παρουσία στη ΝΑ Ευρώπη έχουν δώσει κατά περίπτωση διπλάσια, τριπλάσια ή ακόμα και τετραπλάσια δάνεια σε σχέση με τις καταθέσεις που έχουν αντλήσει. Συνολικά, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα εννεαμήνου των τραπεζών αυτών, έχουν δανείσει 1,7 φορές τις καταθέσεις τους. Η Εθνική με χορηγήσεις εξωτερικού 20 δισ. ευρώ έχει καταθέσεις 13 δισ. ευρώ, η Εurobank με 15 δισ. ευρώ χορηγήσεων έχει 9,3 δισ. ευρώ καταθέσεις, για την Αlpha η σχέση χορηγήσεων καταθέσεων είναι 10,7 έναντι 6,2 δισ. ευρώ και για την Πειραιώς στα 8,1 δισ. ευρώ χορηγήσεων αντιστοιχούν 4 δισ. ευρώ καταθέσεων.
Ενδεχόμενη σημαντική αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση, στο πλαίσιο της καθήλωσης των ρυθμών ανάπτυξης, θα έχει καταλυτικές επιπτώσεις στους ισολογισμούς τους. Κάτι τέτοιο θα επέφερε κλυδωνισμούς συνολικά στη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Απέναντι σʼ αυτή την κατάσταση είναι αναγκαία η οικοδόμηση του εναλλακτικού μοντέλου οργάνωσης, μια νέα αρχιτεκτονική του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ισχυρή την παρουσία και το ρόλο του Δημοσίου και με αυξημένο κοινωνικό έλεγχο.
Σήμερα έχει γίνει προφανές ότι τα προβλήματα που δημιουργεί το απελευθερωμένο από κάθε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο καθεστώς λειτουργίας των τραπεζών δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με όρους αυτορρύθμισης ή τραπεζικού ανταγωνισμού. Αντίθετα, απαιτούνται νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που να προστατεύουν τους συναλλασσόμενους από την υπερδύναμη των τραπεζών, να αποτρέπουν καταστάσεις υπερχρέωσης και στρέβλωσης της κατανομής των πιστώσεων, να αποτρέπουν ανεπιθύμητες εξαγορές και να επανασυνδέουν το τραπεζικό σύστημα με τις ανάγκες της κοινωνίας και την εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών.
Για το λόγο αυτό αγωνιζόμαστε ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, ενώ παράλληλα ζητάμε οι τράπεζες δημόσιου συμφέροντος να εκσυγχρονιστούν, να ενισχυθούν και να διαδραματίσουν έναν ρόλο ρυθμιστικό και σταθεροποιητικό για ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα - ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως η σημερινή.
Για τον σκοπό αυτό χρειάζονται νέα κριτήρια αποδοτικότητας μακριά από κερδοσκοπικές λογικές που να βασίζονται στη μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας και όχι των κερδών των μεγαλομετόχων και των μπόνους των μεγαλοστελεχών.
Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ προτείνει:
- Να τίθενται υπό δημόσιο έλεγχο οι τράπεζες που δεν μπορούν να στηριχτούν σε δικά τους κεφάλαια και των μετόχων τους για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
- Να προχωρήσει άμεσα ο έλεγχος της Εθνικής Τράπεζας από το δημόσιο με απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της και να ενισχυθεί το βάρος του δημόσιου στο μετοχικό κεφάλαιο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και της Αγροτικής Τράπεζας. Το δημόσιο, με πρώτο πυρήνα αυτές τις τρεις τράπεζες να ασκήσει μια νέα χρηματοπιστωτική πολιτική με αποκλειστικά αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια σε όφελος της οικονομίας και των πολιτών, με χαμηλότοκα δάνεια και ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής .
- Να απαγορευτεί η διανομής μερίσματος για τις τράπεζες που κάνουν χρήση του κυβερνητικού σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητας προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφάλαια τους και να καλύψουν προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων.
- Να εφαρμοστεί μια νέα πιστωτική πολιτική προς τους αγρότες, ιδιαίτερα τους μικρομεσαίους, με ειδικά χαμηλότοκα δάνεια σε ένα πλαίσιο συνολικής ανασυγκρότησης της αγροτικής παραγωγής. Η Αγροτική Τράπεζα με την κρατική στήριξη και τον επαναπροσανατολισμό της να αναλάβει αυτό τον ειδικό πιστωτικό ρόλο προς τους αγρότες. Να σταματήσει μέσα στην κρίση κάθε πλειστηριασμός και κατάσχεση αγροτικής γης.
- Να προωθηθεί μια ολοκληρωμένη δημόσια κοινωνική πολιτική για τη στέγαση, η οποία θα συνδυασθεί με προγράμματα οργανωμένης δόμησης και αναβάθμισης του περιβάλλοντος. Τα,ο δικαίωμα στη στέγαση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η δημιουργία τράπεζας ειδικού σκοπού, μιας στεγαστικής τράπεζας των εργαζομένων με βάση τις δικές τους συνεισφορές στον ΟΕΚ - με τη συμμετοχή του ΟΕΚ, τη συμμετοχή ή τη συνεργασία του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων καθώς και άλλων κοινωνικών φορέων ή φορέων δημοσίου συμφέροντος.
- Να μετεξελιχθεί το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) σε Τράπεζα Ειδικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος ή να δημιουργηθεί νέα με αντικείμενο τη χορήγηση δανείων σε μικρές, πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους.
- Να αναπτυχθούν νέοι τύποι χρηματοπιστωτικών οργανισμών και στην Ελλάδα, όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως είναι οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι τράπεζες ειδικού κοινωνικού σκοπού.
- Προκειμένου να μην βαθύνει η κρίση και για την προστασία των δανειοληπτών και συναλλασσόμενων χρειάζεται:
- Η επιλεκτική σεισάχθεια, δηλαδή κατάργηση των τραπεζικών χρεών στις πιο αδύναμες κατηγορίες δανειοληπτών που αντικειμενικά δεν μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειο ή τα δάνεια που έχουν λάβει.
- Η άμεση κατάργηση του αυθαίρετου ετήσιου τέλους του 6% ή 12% που επιβάλει η κυβέρνηση με τον αναχρονιστικό νόμο 128/75 σε όλα τα δάνεια και τα υπόλοιπα δανείων.
- Η θεσμοθέτηση της δυνατότητας στο δανειολήπτη να προεξοφλεί το υπόλοιπο του δανείου χωρίς ποινές και επιβαρύνσεις.
- Ο περιορισμός του ανατοκισμού (πανωτόκια) για όλους σε όριο όχι πάνω από το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, όπως γίνεται σήμερα με τους αγρότες.
- Η νομοθετική κατάργηση των καταχρηστικών πρακτικών και χρεώσεων των τραπεζών, που επιβαρύνουν τους δανειολήπτες και που σε πολλές περιπτώσεις έχουν κριθεί παράνομες από τα δικαστήρια. Ο δανειολήπτης οφείλει να γνωρίζει και να δεσμεύεται μόνο από ένα απλό και εύληπτο επιτόκιο χωρίς καμία άλλη χρέωση και πολύπλοκους όρους.
- Η ριζική αναμόρφωση του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, καθώς με τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα οδηγεί στο στιγματισμό χιλιάδων συναλλασσομένων που βρίσκονται εν μέσω οικονομικών δυσχερειών. Απαιτείται άμεσα η μετατροπή του ΤΕΙΡΕΣΙΑ σε ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό όργανο, που με τη λειτουργία του θα οδηγεί σε πραγματική εξυγίανση των οικονομικών συναλλαγών και όχι στην «εξόντωση» πολιτών και επιχειρήσεων.
Κατόπιν των ανωτέρω
Επερωτάσθε κ. Υπουργέ:
1. Σε τι ενέργειες προτίθεται να προβεί η Κυβέρνηση αφʼ ένός για να εμποδίσει τη διανομή μερίσματος από τις τράπεζες που κάνουν χρήση του κυβερνητικού σχεδίου ενίσχυσης της ρευστότητάς τους και αφʼ ετέρου να επιβάλλει στους τραπεζίτες να συμβάλλουν με ίδια κεφάλαια στην ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών τους;
2. Τι θεσμικά μέτρα προτίθεται να λάβει η Κυβέρνηση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους δανειολήπτες να προεξοφλούν τα υπόλοιπα των δανείων τους, χωρίς ποινές και επιβαρύνσεις, γεγονός που θα βελτίωνε τα διαθέσιμα του συστήματος;
3. Τι άμεσα μέτρα θα λάβει η Κυβέρνηση προκειμένου να ενισχύσει το ρόλο του Δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα στη κατεύθυνση που περιγράφεται ανωτέρω;
4. Ποιες είναι οι σκέψεις της Κυβέρνησης για το «αυριανό» μοντέλο οργάνωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας μας;»