Όπως ίσως γνωρίζετε, εμείς, ολοκληρώσαμε πρόσφατα στο Συνασπισμό ένα έκτακτο προγραμματικό συνέδριο, στο οποίο, εκτός των άλλων, ασχοληθήκαμε εκτενώς με το ζήτημα της κρίσης που ζούμε και με τις προτάσεις μας για την αντιμετώπισή της.
1. Εμείς θεωρούμε ότι η τρέχουσα κρίση δεν είναι μια στενά οικονομική κρίση. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μια σύνθετη κρίση, οικονομική, οικολογική, αξιακή, που σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και των βεβαιοτήτων που αυτή η εποχή, υπό την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ιδεών, εξέθρεψε.
Η κρίση αυτή συνεπώς καθιστά αναγκαίο ένα νέο τρόπο σκέψης για την κατανόηση και ένα νέο μετα-νεοφιλελεύθερο ορίζοντα ιδεών και πολιτικών για την αντιμετώπισή της.
Υπό την έννοια αυτή, η κρίση που ζούμε μας εισάγει σε μια νέα ιστορική εποχή, το περιεχόμενο και η έκβαση της οποίας δεν είναι δεδομένα, αλλά θα κριθούν από την παρέμβαση της νεολαίας και των εργαζόμενων τάξεων στο πολιτικό προσκήνιο και τους συσχετισμούς δύναμης που θα διαμορφωθούν σε κοινωνικό και διεθνές επίπεδο. Δική μας φιλοδοξία και επιδίωξη είναι να μην παρακολουθήσουμε απλά, αλλά και να επηρεάσουμε τις εξελίξεις με τις ιδέες μας, τις προτάσεις μας, τους αγώνες μας, με την ενεργητική συμμετοχή μας ευρύτερα στο κοινωνικό και το πολιτικό γίγνεσθαι.
2. Η κρίση αυτή είναι βεβαίως παγκόσμια, άρα και η έξοδος απʼ αυτήν δε μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας διαδικασίας. Ωστόσο, παρά την ένταση και τους κινδύνους που αυτή η κρίση εγκυμονεί, δεν έχουμε δει τη διαμόρφωση κάποιου παγκόσμιου σχεδίου για την αντιμετώπισή της. Αντίθετα, ορατά είναι σημάδια έντασης των διεθνών ανταγωνισμών με αιχμή τον έλεγχο των πρώτων υλών και της παγκόσμιας αποταμίευσης, των παγκόσμιων νομισματικών και οικονομικών εξελίξεων.
Στις συνθήκες αυτές, η υπεράσπιση της παγκόσμιας ειρήνης, προστασία του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή, η καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και των ανισοτήτων, το κλείσιμο των φορολογικών παραδείσων, η διαμόρφωση ενός νέου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που θα αποτρέπει τη εκδήλωση ανάλογων κρίσεων στο μέλλον , αυτοί και άλλοι συναφείς στόχοι πρέπει να γίνουν υπόθεση όλων μας, πρέπει να γίνουν υπόθεση των λαών, μέρος και στόχος του κάθε εθνικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
3. Η Ε.Ε., αντί να πρωταγωνιστεί στη συγκρότηση ενός τέτοιου προοδευτικού παγκόσμιου σχεδίου, υιοθετεί το δόγμα «κάθε χώρα μόνη της». Γίνεται έτσι η ίδια η Ε.Ε. παράγοντας όξυνσης της κρίσης σε πολλές χώρες αλλά και στο σύνολό της. Και τούτο γιατί δεν είναι δυνατό το νόμισμα να είναι κοινό, η νομισματική πολιτική να είναι ενιαία, αλλά τα προβλήματα, που εκτός των άλλων προκύπτουν και από αυτή την πολιτική, να είναι υπόθεση αποκλειστικά της κάθε χώρας ξεχωριστά.
Η πολιτική αυτή αντί να θωρακίζει το ευρώ το καθιστά πιο ευάλωτο. Διότι το κοινό νόμισμα για να είναι βιώσιμο πρέπει, εκτός των άλλων, να συνοδεύεται από κοινές δυνατότητες δανεισμού και θεσμούς δανεισμού τελευταίας καταφυγής, όπως συμβαίνει και με όλα τα νομίσματα. Κι αυτό μπορεί να γίνει είτε με την έκδοση ευρωομολόγων είτε με τη μορφή ρυθμιστικών παρεμβάσεων στη δευτερογενή αγορά κρατικών τίτλων είτε και με άλλες μορφές, χωρίς, σε κάθε περίπτωση, νέους υποτελείς όρους και αντιαναπτυξιακές δεσμεύσεις.
4. Στη χώρα μας η κρίση είναι κατά κάποιον τρόπο διπλή. Τροφοδοτείται δηλαδή τόσο από εξωγενείς επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης όσο και από ενδογενείς αιτίες που συνδέονται με την εξάντληση του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, που στηρίχθηκε στις ιδιωτικοποιήσεις, τον υπερδανεισμό, την άνιση κατανομή των εισοδημάτων, την εύκολη μεγέθυνση σε βάρος του περιβάλλοντος, του δημόσιου συμφέροντος και των εργαζομένων.
Επομένως, ακόμη και αν και όταν η διεθνής κρίση υποχωρήσει, δε σημαίνει ότι θα υποχωρήσει αυτόματα και στη χώρα μας. Είναι αναγκαία, συνεπώς, μια μεσομακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική εξόδου από την κρίση και ένα συναφές σχέδιο το οποίο θα λαμβάνει ασφαλώς υπόψη του τα διεθνή δεδομένα στη δυναμική τους, αλλά ταυτόχρονα, το σχέδιο αυτό, θα πρέπει να ενεργοποιεί και να στηρίζεται πρωτίστως στις ενδογενείς δυνατότητες και διαδικασίες ανάπτυξης.
Πρέπει να είναι, δηλαδή, ένα σχέδιο κινητοποίησης κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, υλικών και ανθρώπινων πόρων και όχι ένα σχέδιο στατιστικής διαχείρισης του υφιστάμενου συστήματος ή διευθετήσεων από τα πάνω, ερήμην της κοινωνίας και των πολιτών.
5. Πρωταρχικοί στόχοι ενός τέτοιου σχεδίου πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι η στήριξη της κοινωνίας και η ανασυγκρότησή της με μια στρατηγική αναβάθμισης και διεύρυνσης των συλλογικών αγαθών, καταπολέμησης της φτώχειας και μείωσης των ανισοτήτων. Ένα αναβαθμισμένο σύστημα δημόσιας υγείας, δημόσιας εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλισης, οι ελεύθεροι δημόσιοι χώροι, το περιβάλλον, η δυνατότητα πρόσβασης στο πόσιμο νερό, στην ενέργεια και το διαδίκτυο, αποτελούν τον πυρήνα τέτοιων συλλογικών αγαθών.
Έχει πλέον καταστεί προφανές ότι δε μπορούν τα πάντα να γίνονται εμπορεύματα και αντικείμενο κερδοσκοπίας, αφού κάτι τέτοιο οδηγεί στην αποσύνθεση της κοινωνίας.
Γιʼ αυτό το λόγο ζητάμε να σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, να τεθούν όρια στην επέκταση των αγορών σε βάρος των κοινωνικών αγαθών.
6. Λέγεται συχνά ότι δεν υπάρχει αναδιανομή χωρίς ανάπτυξη. Το ορθό είναι ότι δεν υπάρχει διατηρήσιμη ανάπτυξη χωρίς δίκαιη διανομή και αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Γιʼ αυτό και εμείς υποστηρίζουμε μια πολιτική αναπτυξιακής αναδιανομής, για αναδιανομή που δημιουργεί κοινωνική συνοχή, εμπιστοσύνη και δίκαιη ανάπτυξη.
Στον άλλο πόλο της παραπάνω στρατηγικής μας για τη δημιουργία ενός δημόσιου χώρου συλλογικών αγαθών, προσιτών σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους δυνατότητα, βρίσκεται η ανάγκη για στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων, για αναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με στόχο την ασφάλεια των εργαζομένων και το σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, καθώς και η άμεση αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Θέση μας είναι ότι η κοινωνική πολιτική δεν πρέπει να χρηματοδοτείται από δανεισμό – εκτός από τις υποδομές – αλλά από αναδιανομή. Με τη λογική αυτή ζητούμε την κατάργηση όλων των ειδικών φορολογικών καθεστώτων και την επαναξιολόγηση όλων των φοροαπαλλαγών που έχουν θεσπισθεί κατά καιρούς στους εφοπλιστές, στις τράπεζες, στην εκκλησία, στους βουλευτές και άλλες κοινωνικές ομάδες. Ζητούμε ένα νέο φορολογικό σύστημα απλό, δίκαιο, προοδευτικό, σταθερό και αποτελεσματικό. Ζητούμε τη μεταφορά πόρων από τους εξοπλισμούς στην παιδεία και την έρευνα, την αναδιάρθρωση γενικότερα των δημόσιων δαπανών, τον ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο και την αύξηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητάς τους.
7. Θέλουμε μια Ελλάδα που παράγει και δημιουργεί. Υποστηρίζουμε την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης της κοινωνίας με όρους αειφορίας ως προϋπόθεση της πλήρους απασχόλησης. Πρέπει και μπορούμε να αναζητήσουμε νέες παραγωγικές εξειδικεύσεις και νέους πόλους ανάπτυξης, αν αναδείξουμε την παιδεία, την έρευνα, τον πολιτισμό, αν προωθήσουμε τολμηρά τον οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας.
8. Τα παραπάνω απαιτούν ένα ισχυρό χρηματοπιστωτικό σύστημα, που θα λειτουργεί ως υποδομή για την πραγματική οικονομία και την κοινωνία και όχι ως μηχανισμός ληστρικής εκμετάλλευσής της. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, οι τράπεζες πρέπει να λειτουργούν όχι υφεσιακά, αλλά αντιυφεσιακά, αντικυκλικά και όχι υπερ - κυκλικά.
Χαιρόμαστε που, ολοένα και περισσότεροι, το αναγνωρίζουν πλέον αυτό. Για να λειτουργήσουν όμως οι Τράπεζες αντιυφεσιακά, πρέπει να έχουν την ευχέρεια να δράσουν ως κοινωφελείς και όχι ως κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Αυτός είναι ο λόγος που, για μας, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός ισχυρού δημόσιου πυλώνα μέσα στο τραπεζικό σύστημα με επανεθνικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας και ενίσχυση του ρόλου της ΑΤΕ και του Τ.Τ.. Κι αυτό πρέπει να γίνει έγκαιρα και όχι κατόπιν εορτής.
9. Έχουμε επίγνωση των κινδύνων η δημόσια παρουσία στο τραπεζικό σύστημα να γίνει αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και πελατειακών σχέσεων. Γιʼ αυτό προτείνουμε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στη λειτουργία των δημόσιων επιχειρήσεων και ένα δημόσιο διάλογο, με στόχο την υιοθέτηση θέσεων κοινωνικού ελέγχου, μέσω των οποίων όχι μόνον οι τράπεζες δημοσίου συμφέροντος αλλά και όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις θα περιέλθουν υπό τον έλεγχο και τη διαρκή αξιολόγηση της κοινωνίας και ιδίως όσων κάνουν χρήση των υπηρεσιών τους.
10. Πολύς λόγος γίνεται για συναίνεση. Αλλά συναίνεση με ποιον και για ποιο σκοπό;
Για μας, πίσω από την κρίση αυτή βρίσκονται πολιτικές επιλογές και πολιτικές ευθύνες. Την κύρια ευθύνη, βεβαίως, σήμερα τη φέρνει η Ν.Δ. Διότι έκανε μια βάναυση αναδιανομή εισοδημάτων που επιτάχυνε την κρίση, απέναντι στην οποία δεν ύψωσε καν ούτε ένα ανάχωμα. Όμως τα περισσότερα και τα κυριότερα προβλήματα δεν άρχισαν χθες. Για παράδειγμα η απελευθέρωση και η ιδιωτικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90 και σχεδόν ολοκληρώθηκε επί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Επίσης, η ανάπτυξη και ο γιγαντισμός του ιδιωτικού τομέα υγείας άρχισε το 1992 και συνεχίστηκε επί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Και για να μην επεκταθώ, το δημόσιο χρέος, για το οποίο τόσος λόγος γίνεται σήμερα, το 1980 ήταν 24% του ΑΕΠ, το 1990 ήταν 90%, το 2004 ήταν το 98% και σήμερα είναι πάνω από το 100%, αν υπολογίσουμε και τα μη εμφανιζόμενα χρέη των νοικοκυριών, του ΕΛΓΑ κλπ.
Εμείς είμαστε υπέρ των συναινέσεων. Όμως, οι δυνατότητες των δικών μας συναινέσεων αρχίζουν εκεί που τελειώνουν οι πολιτικές του δικομματισμού, οι πολιτικές που ευθύνονται για τη σημερινή κρίση, πολιτικές που εμείς θέλουμε να ανατρέψουμε και όχι να διαιωνίσουμε.