Η συμμετοχή των γυναικών στη μετανάστευση ολοένα και αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, διεθνώς και στην Ελλάδα, και αφορά την τάση των μεταναστριών να μεταναστεύουν αυτόνομα, παρά ως εξαρτημένα άτομα που συνοδεύουν άνδρες μετανάστες. Η πλειοψηφία των γυναικών αυτών απασχολείται κύρια στον άτυπο τομέα της παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών.
Από την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΣΥΕ (Έρευνα Εργατικού Δυναμικού Βʼ τρίμηνο 2005) προκύπτει ότι ο αριθμός των απασχολουμένων μεταναστριών στα ιδιωτικά νοικοκυριά ανέρχεται σε 43.545, που μαζί τις απασχολούμενες στην υγεία και κοινωνική μέριμνα (3.276) καταδεικνύουν ένα εργατικό δυναμικό της τάξης των 46.821 μεταναστριών.
Ωστόσο, με βάση τις έρευνες του εργατικού δυναμικού, από το 2001-2007, παρατηρείται σχεδόν διπλασιασμός του αριθμού των οικιακών βοηθών και σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις μπορούμε να μιλάμε σήμερα για έναν αριθμό που προσεγγίζει τις 80.000.
Με βάση την έρευνα εισοδήματος /αποδοχών και τα καθαρά εισοδήματα που δήλωσαν οι μετανάστριες που εργάζονται σε αυτόν τον τομέα για το 2007, προκύπτει ότι το 43% (34.000), αμείβεται με 500-750 ευρώ το μήνα. Με βάση το μέσο όρο της αμοιβής τους λοιπόν(625 ευρώ)προκύπτει επομένως ότι 21.500.000 ευρώ κατά προσέγγιση δαπανώνται το μήνα για υπηρεσίες που προσφέρουν κυρίως γυναίκες μετανάστριες, συχνά αδήλωτες και ανασφάλιστες, σε όλο το φάσμα των εργασιών: εσωτερικές και εξωτερικές οικιακές βοηθοί, βρεφοκόμοι, γηροκομείς, αποκλειστικές νοσοκόμες, προσωπικό καθαριότητας, φροντίδας ΑμεΑ, κ.λ.π.
Αποκαλυπτικό νούμερο ενός μεγέθους κοινωνικών δαπανών που εξοικονομεί το κράτος εξαιτίας του περιορισμένου κοινωνικού κράτους και της ελλειμματικής παροχής δημόσιων υπηρεσιών στους πολίτες του και το οποίο επωμίζονται βεβαίως τα ελληνικά νοικοκυριά. Οι ίδιοι λόγοι εξάλλου επεξηγούν και την αύξηση της γυναικείας μετανάστευσης προς την Ελλάδα, καθώς το συνεχώς διευρυνόμενο αυτό κενό στις υπηρεσίες φροντίδας έρχονται να καλύψουν με την (άτυπη συνήθως και φθηνή) εργασία τους οι μετανάστριες.
Παρά το γεγονός ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, δεν μπορούν να βρουν εύκολα νόμιμη εργασία παρά μόνο στον άτυπο οικιακό τομέα ή άλλους περιθωριακούς τομείς της αγοράς εργασίας. Οι μετανάστριες που εργάζονται στον κλάδο αυτό είναι συνήθως ανασφάλιστες, υποχρεώνονται να αγοράζουν μόνες τους τα ένσημά τους κι ακόμα όταν ασφαλίζονται η ανυπαρξία ρυθμίσεων δεν εγγυάται τον μισθό, το ωράριο, τις άδειες ή τα επιδόματα, δεν εξασφαλίζουν καμία αποζημίωση σε τυχόν απόλυση ή κάρτα για το επίδομα ανεργίας.
Ας σημειωθεί ότι σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν γίνει συγκεκριμένα βήματα ως προς τη νομοθετική ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων του οικιακού τομέα όπως π.χ. την Αγγλία, την Ιταλία, τη Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και αλλού. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν κυρίως τις ώρες και το ωράριο εργασίας, τις άδειες, το μισθό, την ασφάλιση και την σύνταξη.
Σε κάθε περίπτωση, όπου υπήρξαν κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας πολλά από τα προβλήματα των εργασιακών σχέσεων επιλύθηκαν στον τομέα αυτό, αλλά και σε όσα κράτη δεν προχώρησαν τέτοιες συλλογικές διαπραγματεύσεις υπήρξαν συγκεκριμένες νομοθετικές παρεμβάσεις είτε προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ή της φοροαπαλλαγής μέσω π.χ. των "επιταγών υπηρεσιών", ή κουπονιών (voucher) ή άλλων τέτοιων μέσων.
Ενδεικτικά:
Στη Γαλλία έχει καθιερωθεί ήδη από το 1993 η «επιταγή υπηρεσιών», δηλαδή ένας τρόπος πληρωμής που έχει προορισμό να αμείβει τις υπηρεσίες που παρέχονται σε ιδιωτικές κατοικίες και ταυτόχρονα να αμβλύνει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνδέονται με την πρόσληψη. Δεν είναι ονομαστική. Αφορά όλες τις υπηρεσίες οικογενειακού ή οικιακού χαρακτήρα, με την προϋπόθεση ότι επιτελούνται στην κατοικία του χρήστη της επιταγής και συνδυάζεται με φοροαπαλλαγές για τον εργοδότη. Από το 1998 υπάρχει Εθνική Συλλογική Σύμβαση των οικιακών εργαζόμενων.
Στο Βέλγιο, έχει δοκιμαστεί ένα μικτό σύστημα αναγνώρισης της παροχής υπηρεσιών στην «κοινότητα», γενικευμένο σε όλους τους δήμους από το 1994, σε συνδυασμό με τις «επιταγές υπηρεσιών».
Στην Γερμανία, καθιερώθηκαν από το 1997 επίσης οι «επιταγές υπηρεσιών» σε συνδυασμό με φορολογικά κίνητρα σε όσους χρησιμοποιούν οικιακές εργαζομένες/ους που δηλώνονται και αμείβονται κανονικά.
Στην Ιταλία, οι οικιακοί εργαζόμενοι/ες, όπως και ο κλάδος του καθαρισμού, καλύπτονται από εθνική συλλογική σύμβαση ήδη από το 1996. Η σύμβαση αυτή προβλέπει τρεις κατηγορίες εργαζομένων ανάλογα με τα απαιτούμενα προσόντα.
Στην Πορτογαλία, εισήχθη για πρώτη φορά ένα νομικό καθεστώς για την οικιακή εργασία το 1992, το οποίο αναγνωρίζει την ιδιομορφία της εργασίας αυτής, που απαιτεί να υπάρχει ιδιαίτερα ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης, και τη ρυθμίζει χωριστά από τις άλλες συμβάσεις εργασίας.
Σε άλλα κράτη εντατικοποιήθηκαν οι έλεγχοι και έγιναν αυστηρότερες οι κυρώσεις.
Με βάση τα προαναφερθέντα:
Ερωτάται η κ. Υπουργός :
Ο ερωτών βουλευτής
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ