6.3.09
Επερώτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας
αρμοδιότητας των Υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης σχετικά με τα προβλήματα των αυτοαπασχολουμένων, μικρών εμπόρων, βιοτεχνών και επαγγελματιών
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν λίγα λεπτά ο εκπρόσωπος του κυβερνητικού κόμματος, μας μίλησε με μεγάλη οξύτητα λέγοντας ότι, κύριοι συνάδελφοι, έρχεται κρίση. Αυτό το ξέρουμε πάρα πολύ καλά και το έχουμε πει με πολύ μεγάλη οξύτητα. Το ζήτημα είναι τι συμπεράσματα βγάζουμε για να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση. Και πρέπει να πούμε ότι οι πολιτικές που έχει ακολουθήσει η Κυβέρνηση μέχρι τώρα βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις από αυτές που εμείς θεωρούμε ότι είναι απαραίτητες γιατί όντως παντού ακολουθείται αυτό που είπε και ο κύριος συνάδελφος πριν, ότι δίνονται κρατικές ενισχύσεις για να στηριχθεί η βιομηχανία σε διάφορες χώρες ή ακόμα για να μην κλείσουν τράπεζες, βιομηχανίες κ.λπ.
Η Κυβέρνηση όμως βγάζει τα εντελώς αντίθετα συμπεράσματα. Ξεπουλά το δημόσιο πλούτο. Το τελευταίο είναι το ξεπούλημα των λιμανιών μας και συγκεκριμένα χθες είχαμε το ξεπούλημα του λιμανιού του Πειραιά με ονομαστική ψηφοφορία, δυστυχώς και αυτό με ευθύνη της Κυβέρνησης, ακολουθεί η Ολυμπιακή, ο ΟΣΕ επίκειται κ.λπ.
Η Κυβέρνηση ξεπουλά το δημόσιο πλούτο. Τα 28 δισεκατομμύρια δεν φροντίζει να δοθούν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ώστε να μην κλείσουν και να στηριχθούν αλλά αντίθετα έχουν πάει ανεξέλεγκτα στις τράπεζες και δεν φροντίζει η κυβέρνηση να δραστηριοποιηθεί το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ώστε να κινηθεί η αγορά, δεν φροντίζει να επανεξεταστεί το ΕΣΠΑ προκειμένου να υπάρξουν νέα σχέδια, νέα προγράμματα ώστε και επιχειρήσεις να μπουν μέσα και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να μπορέσει να κινηθεί πάλι η αγορά.
Σχετικά με το θέμα της επερώτησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος που έχει να κάνει βέβαια και με την κρίση εμμέσως αλλά και με το ζήτημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θέλω να πω τα εξής.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ασυδοσία των μονοπωλίων έχει οδηγήσει τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, ήδη και πριν από την τρέχουσα κρίση, σε ασφυκτικές καταστάσεις. Οι πολιτικές λιτότητας των τελευταίων χρόνων και η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους έχουν συμπιέσει τα εισοδήματα των εργαζομένων με αποτέλεσμα η εσωτερική αγορά πάνω στην οποία στηρίζονται όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχει αποδυναμώσει και να μην μπορούν οι εργαζόμενοι βεβαίως με τις αγορές τους να στηρίξουν και αυτές τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Τα πολυκαταστήματα, τα μεγάλα ΜALL, έχουν ήδη δώσει τεράστια χτυπήματα σε όλες αυτές τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Όμως ήδη πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, είχε γίνει σαφές ότι η μικρή επιχείρηση προκειμένου να μην ισοπεδωθεί από την τυποποίηση και για να στραφεί σε ποιοτικά και διαφοροποιημένα προϊόντα και σε μια παραγωγή φιλική προς το περιβάλλον, πρέπει να στηριχθεί από μια συνολικότερη οικονομική και βιομηχανική πολιτική. Η πολιτική αυτή πρέπει να βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις ιδιαίτερα στα οξυμένα προβλήματα της πρόσβασής τους, σε χρηματοδοτήσεις, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική στέγη, στα προβλήματα για τον εκσυγχρονισμό τους και την ποιοτική τους αναβάθμιση και την αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας με ταυτόχρονη συμμόρφωση στην εργατική, περιβαλλοντική και λοιπή νομοθεσία ώστε αυτές να μην συμπιεστούν και να μην συμπιεστούν και οι μισθοί των εργαζομένων και να υπάρξει μία ποιότητα στα προϊόντα.
Απʼ όλα αυτά τα προβλήματα σήμερα το πρόβλημα της χρηματοδότησης είναι το οξύτερο και το σημαντικότερο. Ιδιαίτερα θεωρούμε με τις προτάσεις που εμείς διατυπώνουμε ότι η επαναφορά του αφορολόγητου αποθεματικού για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, που είναι ένα αναντικατάστατο εργαλείο, η αυτοχρηματοδότηση των επιχειρήσεων είναι από τα απαραίτητα πρώτα μέτρα.
Επίσης θεωρούμε ότι είναι απαραίτητη η ίδρυση μιας νέας δημόσιας τράπεζας ειδικού σκοπού σχετικά με τις μικρές επιχειρήσεις που θα τις βοηθήσει προκειμένου να αποκτήσουν δάνεια με χαμηλότερους τόκους. Και έχουμε ήδη προτείνει ενδεχομένως το υπάρχον ΤΕΜΠΜΕ να μετατραπεί σε μία τέτοια δημόσια τράπεζα. Όμως η σημερινή κατάσταση του ΤΕΜΠΜΕ ξαναλέμε ότι είναι εντελώς αρνητική. Έχουν δοθεί ορισμένες χιλιάδες, όπως έχει πει και ο Υπουργός κ. Παπαθανασίου, επιχορηγήσεων. Ακούμε ότι είναι γύρω στις 6.000 που έχουν πάει στις 10.000 ʽΌμως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στη χώρα μας, είναι γύρω στις 700.000 με 800.000. Η κατάστασή τους είναι αυτή η στιγμή ασφυκτική και δεν παίρνονται μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση.
Δεν προλαβαίνω να πω πολλά ζητήματα. Ήθελα να τονίσω το θέμα σχετικά με την ανάγκη να υπάρξει αντίδραση στον έλεγχο της αγοράς από τα μονοπώλια. Η απάντηση στα μονοπώλια δεν μπορεί να είναι ο ανεξέλεγκτος ανταγωνισμός, κύριε Υπουργέ, αλλά μια πολιτική που θα ελέγχει τη δύναμη των μονοπωλίων γιατί χωρίς ισχυρά εργαλεία εποπτείας, ελέγχου και ρύθμισης εντείνεται μια κατάσταση ασυδοσίας που υπάρχει, που εξοντώνει όλες αυτές τις μικρές επιχειρήσεις. Επίσης θεωρούμε ότι όλοι αυτοί οι έλεγχοι πρέπει να εξασφαλίσουν για παράδειγμα οι μικρές επιχειρήσεις στα σούπερ μάρκετ να έχουν τη δική τους θέση, να προβάλλονται τα προϊόντα τους, να στηριχθεί ο ΕΟΜΜΕΧ, η ΓΣΒΕΕ, η ΕΣΕ κ.λπ., να υπάρξει μια αναθεώρηση της εμπορικής χωροταξίας, σχετικά με τις αδειοδοτήσεις εγκατάστασης των μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων.
Πρέπει να υπάρξουν μέτρα βοήθειας σχετικά με τον τεχνολογικό τους εκσυγχρονισμό και βεβαίως σχετικά με την ασφάλιση των αυτοαπασχολούμενων και των εργαζόμενων στις μικρές επιχειρήσεις.
Να πω βεβαίως ότι σχετικά με το ωράριο και εμείς έχουμε ταχθεί πάντοτε κατά της απελευθέρωσης του ωραρίου. Είμαστε υπέρ του καθορισμού του ανώτατου ορίου των σαράντα οκτώ ωρών τη βδομάδα για τις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου και επίσης είμαστε αντίθετοι στην προσπάθεια κατάργησης της αργίας της Κυριακής.
Κλείνοντας, θέλω να υπογραμμίσω ότι ιδιαίτερα σʼ αυτήν τη στιγμή της κρίσης θεωρούμε απαραίτητη τη στήριξη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, γιατί θεωρούμε ότι αυτή η μικρή επιχείρηση όχι μόνο πρέπει να σωθεί για να σωθούν οι εργαζόμενοι σήμερα, αλλά ότι μπορεί με την προϋπόθεση της απαραίτητης στήριξής της να συμβάλει αποφασιστικά στην προοπτική ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης με βάρος στην ποιότητα και στην αειφορία.
Ευχαριστώ.