Nομίζω ότι η κοινωνία παρακολουθεί, σε συνθήκες κρίσης την πολιτική σκηνή με καχυποψία και αγωνία και γιʼ αυτό θα έλεγα ότι ας προσέχουμε να μην πέφτουμε στην παγίδα να είμαστε κάτω από τις περιστάσεις. Πράγμα το οποίο σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον εγώ, παρατήρησα στη σημερινή συζήτηση και μέσα από ομιλίες, αλλά και μέσα από τη σιωπηλή αποδοχή ομιλιών που πάνε να κάνουν τη συζήτηση κομματικό νυφοπάζαρο, κήπο με διάφορες «κοτσάνες» και χώρο εκδήλωσης προσωπικής βεντέτας ομιλητών, συμπαρασύροντας έτσι τα ΜΜΕ σε ένα βαρετό, μονότονο και εντελώς άγονο κουτσομπολιό για το ποιοί είναι στην κυβέρνηση και ποιοί είναι στην αντιπολίτευση και παρεμποδίζοντας να γίνει σε μια κρίσιμη στιγμή, παγκόσμια, ευρωπαϊκά, εθνικά, μια συζήτηση σε βάθος για την διεθνή θέση της χώρας μας.
Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο και θα προσπαθήσουμε να θέσουμε τα ζητήματα των σοβαρών επαναπροσδιορισμών που θέτει μια άλλη διεθνής κατάσταση.
Το πρώτο σημείο που θέλω να αναφέρω είναι ότι μιλάμε πια για μία εξωτερική πολιτική σε συνθήκες όπου γίνονται σοβαρότατες ανακατατάξεις, νέες ισορροπίες, διαμορφώνεται άλλη τάξη πραγμάτων. Τώρα μπαίνουμε στον 21ο αιώνα, όχι το 2000. Στα τέλη του 2008 με όλα αυτά τα στοιχεία της μεγάλης διαφοροποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο και της κατάρρευσης του συστήματος που είχε φανεί ότι μπορούσε να κυριαρχεί εσαεί. Πρέπει να το προσέξουμε αυτό. Ζούμε σε περίοδο μεγάλης ρευστότητας και μεγάλων ανακατατάξεων. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε το μέγεθός τους, φοβόμαστε πολλές φορές τις παρατηρήσεις που γίνονται για το πόσο βαθιά είναι αυτή η κρίση και τι κοινωνικές, πολιτικές, συνέπειες θα έχει, αλλά πρέπει να αρθούμε στο ύψος αυτών των περιστάσεων. Κάτι πολύ σοβαρό αλλάζει και έχουμε κακό παρελθόν ως χώρα, πιο σωστά έχει κακό παρελθόν η αστική τάξη της χώρας. Το πολιτικό σύστημα της χώρα μας στην πρώτη μεγάλη φάση ανακατατάξεων του αιώνα με τις διαδικασίες εθνικής απελευθέρωσης, με τους βαλκανικούς πολέμους, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλήξαμε να υποστούμε την μεγαλύτερη καταστροφή, να αφανιστεί ο Ελληνισμός από το χώρο που ήταν Θαλής, ο Αναξιμένης, ο Αναξαγόρας.
Στη δεύτερη φάση, που αρχίζει με την παγκόσμια κρίση του 1929 και ολοκληρώνεται με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα βγαίνει πάλι μέσα από μια καταστροφή, μέσα από την πρόσκληση ξένων δυνάμεων να έρθουν και να επέμβουν εδώ και μέσα από έναν Εμφύλιο Πόλεμο. Δεν θέλω να πω ότι και η άλλη πλευρά, η πλευρά του εργατικού κινήματος δεν έχει τις δικές της ευθύνες γιʼ αυτό.
Στην περίοδο του ʼ60, όταν έγινε η μεγάλη έκρηξη επιστημονικής και τεχνικής επανάστασης σε όλο τον κόσμο, αντί να έχουμε Silicon Valley, όπως προσπαθούσαν διάφορες χώρες με τα μέσα που διέθεταν, μέσα στα υπάρχοντα πλαίσια, να αποκτήσουν. Εμείς είχαμε τα Γιούρα και τη Λέρο, είχαμε τη Χούντα, για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος από την Αριστερά.
Τέλος πριν από μία εικοσαετία, όταν είχαμε τη λήξη, μʼ αυτόν τον τρόπο, του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και μέσα απʼ αυτή τη διαδικασία, μέσα από ένα νέο τοπίο – χειρότερο ίσως από πριν, καλύτερο ίσως σε κάποια πράγματα - η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να παίξει ένα μεγάλο ρόλο, ειδικά μέσω της Βορείου Ελλάδος, της Θεσσαλονίκης, στην ανοιχτή πια επικοινωνία των κοινωνιών, η οποία βέβαια έγινε κάτω από τον οικονομικό έλεγχο των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων, στη Θεσσαλονίκη καθίσταται μια εξουσία τοπική, που εκφράζει και τα γενικότερα, ακραία εθνικιστική, ενάντια στη συνεργασία, ενάντια στην επικοινωνία, καταστροφική και αυτό είναι ένα δείγμα για το που είμαστε. Επομένως, ας καταλάβουμε ότι, ζούμε την ιστορία και ότι δεν πρέπει σʼ αυτή τη φάση της μεγάλης ρευστότητας να χάσουμε τις δυνατότητες και να μην κάνουμε τις μεγάλες αλλαγές, εκείνες που επιβάλλονται εκ των πραγμάτων. Μʼ αυτήν την έννοια, προτείνω στον Πρωθυπουργό και στην Υπουργό Εξωτερικών, γιατί το Υπουργείο Εξωτερικών να μην κάνει, αξιοποιώντας ένα σημαντικό δυναμικό Ελλήνων και ξένων διεθνολόγων, μια μεγάλη συζήτηση για την εξωτερική μας πολιτική, τη διεθνή σχέση της χώρας, τα νέα εφόδια, τις αδυναμίες, τις δυνατότητες, τις προοπτικές, σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης. Μια πρώτη πρόταση από μας.
Δεύτερο. Είναι αλήθεια ότι σήμερα κεντρικό στοιχείο στην πορεία της χώρας μας είναι οι οικονομικοί της δρόμοι και η κοινωνική της συνοχή. Το να έχει αντοχή και δυνατότητες, μέσα σε ένα διεθνώς πιεστικό περιβάλλον, να έχει μια κοινωνία συμπαγή. Να μην έχει φτώχεια, να μην έχει απολυμένους, να μην έχει νέους χωρίς προοπτικές. Αν δούμε τι γίνεται ήδη και δούμε τις μεγάλες χώρες, που είναι πιο εύκολο. Σκεφτείτε την κρίση και τις μεγάλες αλλαγές του 1990 , το ρόλο που έπαιζε τότε η Κίνα. Δεν υπήρχε τότε η Κίνα και το ρόλο που παίζει σήμερα, όπου όλοι τη βλέπουν σαν το ναό της σωτηρίας, δεδομένων των συναλλαγματικών αποθεμάτων και του κρίσιμου ρόλου που παίζει η ζήτηση της Κίνας στη διεθνή οικονομική κατάσταση.
Δείτε τη Ρωσία, πώς από τον Παράδεισο των υψηλών τιμών πετρελαίου, χωρίς μια σταθερή πολιτική συγκρότησης και κοινωνικής συνοχής, σήμερα πέφτει στην Κόλαση των τεράστιων προβλημάτων, από την πτώση των τιμών του πετρελαίου.
Δείτε το Ηνωμένο Βασίλειο, Μεγάλη Βρετανία, πώς επαναπαυμένο στο City και στο να γίνει το Λας Βέγκας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, σήμερα ουσιαστικά καταρρέει και βλέπουμε ακραίες εικόνες, Βρετανών εργατών να στρέφονται ενάντια στους ξένους εργάτες.
Δείτε την Ιρλανδία, που στην περίοδο της κρίσης, γίνεται ένα θερμοκήπιο για να εκκολαφθούν πάλι οι γνήσιοι IRA, και να επανέλθει η βία. Επομένως έχει μεγάλη σημασία το να υπάρξει μία πολιτική οικονομική και μια ισχύ της χώρας μας σʼ αυτά τα πλαίσια, σε ένα συνολικό πεδίο που αλλάζει.
Δεν είναι η Παγκοσμιοποίηση που ξέραμε, δεν υπάρχει πια, καταρρέει. Δεν είναι η Παγκοσμιοποίηση του ενός κέντρου, δεν είναι η Παγκοσμιοποίηση ο αυτόματος πιλότος για να ακολουθούμε τις επιλογές των heads funds, από τη μία χώρα στην άλλη, που περνάνε και μέσα στη νομοθεσία των διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε μιας αγοράς που μπορεί μόνη της να προχωράει. Επομένως θέλει ηγεσία, θέλει στόχους, θέλει επιλογές, θέλει επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων. Θέλει ισχυρό δημόσιο τομέα, καινούργιο, αυτοτελή, δημοκρατικό, αποτελεσματικό και όχι λιγότερο κράτος, όπως έχει κινηθεί η οικονομία σας και η άποψη σας κύριε Πρωθυπουργέ.
Τρίτον, μέσα στα πλαίσια αυτά της ενίσχυσης της οικονομίας δεν μπορώ να μην θέσω πάλι το θέμα, ότι η Ελλάδα βαρύνεται και ίσως το άντεχε, αλλά δεν το άντεξε, είχε πολύ υψηλό κόστος, δεν μπορεί να το αντέξει σήμερα, μʼ αυτό το βάρος των εξοπλισμών τους οποίους έχετε. Εμείς δεν μιλάμε για κατάργηση, γενικώς, δεν μιλάμε για αδιαφορία για την εδαφική μας ακεραιότητα, δεν αγνοούμε απειλές, αλλά πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει ορθολογισμός, απαλλαγή από εξοπλισμούς νατοϊκής έμπνευσης, απαλλαγή από την διπλωματία των εξοπλισμών, όπου για να έχουμε υποστήριξη προσφεύγουμε στην αγορά όπλων. Πάρτε μάθημα, αφού έχει γίνει της μόδας, από τον Ομπάμα, ο οποίος, ενώ ακολουθεί μια πολιτική, πολύ πιο ενεργή απʼ αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ελλειμμάτων και στήριξης της ζήτησης, προχθές ανακοίνωσε περικοπές, στις δαπάνες του για την άμυνα. Ίσως είναι ο μόνος τομέας που γίνονται περικοπές αξίας 40 δις δολαρίων.
Τέταρτο σημείο, χρειάζεται επαναπροσδιορισμός των συμμαχιών και όχι απλώς κάποια βήματα ή κάποια «παράσημα», ήταν ένα βήμα οι ενεργειακές συμφωνίες με τη Ρωσία, εδώ θέλει ενεργές πολιτικές σε όλα τα επίπεδα, έξω από το δόγμα ανήκουμε εις την Ουάσιγκτον ή ανήκωμεν στις Βρυξέλλες, που ήταν το πρώτο σας σημείο, που λέτε ότι θα ακολουθήσουμε τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μʼ αυτή την έννοια πρέπει να γίνει άνοιγμα σε άλλες δυνάμεις Ρωσία, Κίνα, σε αναπτυσσόμενες χώρες. Θέλει αξιοποίηση του ΟΑΣΕ, του Οργανισμού Ασφάλειας Συνεργασίας και Ειρήνης στην Ευρώπη. Ουσιαστική αξιοποίηση. Να γίνει γνωστό ότι μπορούμε κι εμείς σαν Ελλάδα, έχοντας σε αυτή την κρίσιμη κατάσταση την Προεδρεία του ΟΑΣΕ να πούμε ότι αντί για τον επιθετικό οργανισμό του ΝΑΤΟ, έχουμε μια δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα σύστημα ασφάλειας, που είναι το μόνο στο οποίο συμμετέχει και η Ευρώπη και η Ρωσία. Μπορούσε η χώρα μας να το κάνει. Δεν λέω ανοίγματα τύπου πώλησης του Πειραιά στην Cosco, γιατί αυτό είναι πολλαπλασιασμός μιας υποτελούς αντίληψης που υπήρχε. Μʼ αυτή την έννοια νομίζω ότι χρειάζεται και μία ρήξη με τον ατλαντισμό. Ασφαλώς στις ΗΠΑ με τη νέα προεδρεία έχουμε αλλαγές. Δεν μπορεί κανείς να τις μηδενίσει. Δεν είναι θρησκευτική δεξιά και τα πιο αντιδραστικά κυκλώματα, αυτά που είναι στην εξουσία σήμερα. Όμως βασικοί κεντρικοί στόχοι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού παραμένουν και είναι ορατοί – μειώνεται ο στρατός στο Ιράκ, αυξάνεται στο Αφγανιστάν, πάει στο Πακιστάν - αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο τέτοιες ενέργειες και συμβολικές και ουσιαστικές, αυτού του μονόπλευρου προσανατολισμού, γιατί να δεχθούμε να γίνει και να πληρωθεί από τον Προϋπολογισμό το Κέντρο Εκπαίδευσης Ναυτικής Αποτροπής, στη βάση της Σούδας; Και να το έχει ψηφίσει και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ.
Γιατί να περνάμε τη συμφωνία δικαστικής συνδρομής με τις ΗΠΑ και να βλέπουμε δυστυχώς να την ψηφίζουν μέσα στην Επιτροπή της Βουλή και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ.
Το πέμπτο σημείο, πολύ σημαντικό για μας, νομίζω ότι μέσα σε ένα τέτοιο κινούμε τοπίο είναι πολύ σημαντικό για μια χώρα να έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τις προσδοκίες, τους στόχους, τις επιθυμίες ευρύτερης ομάδας χωρών, να μπορείς να παρεμβαίνεις στα μεγάλα διεθνής ζητήματα. Να αναδειχθεί έτσι, αξιοποιώντας όσες δυνατότητες έχει και υπερβαίνοντας το μέγεθός της, ένας ουσιαστικός παράγοντας της διεθνούς ζωής. Εδώ νομίζω ότι λείπουμε και χάνουμε ένα τεράστιο δυναμικό.
Αναρωτιέται κανείς γιατί ο Ομπάμα πάει στην Αγκυρα και δεν έρχεται στην Αθήνα; Γιατί η Τουρκία έχει εξωτερική πολιτική, ενώ εμείς δεν έχουμε. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές, που είναι πολύ σημαντικές και υπάρχουν απειλές και βλέψεις εναντίον μας, δεν θα λυθούν μόνο και ίσως δεν λυθούν κυρίως στο πεδίο των ελληνοτουρκικών διαφορών, θα λυθούν σε μεγάλο βαθμό στο γενικότερο στίβο του ρόλου που παίζει μία χώρα. Είχαμε και έχουμε βαθιά ριζωμένα, από την εποχή του ελληνικού αποικισμού στις ακτές της Μικρασίας και τις υπόλοιπες δυτικές ακτές της Ασίας, στη σημερινή Μέση Ανατολή κλπ.
Είχαμε ένα καλό όνομα το έχουμε βιώσει όλοι όσοι έχουμε ταξιδέψει σʼ αυτές τις χώρες.
Γιατί στην υπόθεση αυτής της απαράδεκτης εισβολής στη Γάζα, αυτής της βαρβαρότητας, η Ελλάδα απουσίαζε;
Γιατί παρά τις διαψεύσεις σας δεχθήκατε να χρησιμοποιηθεί το ελληνικό έδαφος, τα ελληνικά λιμάνια, για μεταφορά όπλων;
Γιατί κλείναμε τα μάτια και τʼ αυτιά όταν ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας ερχόταν σε σύγκρουση με βασικές επιλογές των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να στηρίξουν ή να ανεχθούν το Ισραήλ; Έκανε αυτά που μεταδόθηκαν απʼ όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης του κόσμου, αυτά που συνέβησαν ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Μπέρνς; Για ποιο λόγο εμείς απουσιάζαμε;
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας είναι σαν να πάσχει από αγοραφοβία, ενώ υπάρχει μια παράδοση, ας είμαστε τίμιοι, επί Ανδρέα Παπανδρέου υπήρχε μια παράδοση τέτοια. Θυμάμαι την κίνηση των έξι τότε για τα ζητήματα του αφοπλισμού. Θυμάμαι το ρόλο που παίξαμε για να αποσυρθεί ο Αραφάτ και οι άλλοι πολιορκημένοι από τη Βηρυτό.
Για ποιο λόγο σήμερα είμαστε απόντες, ενώ έχουμε τέτοιες δυνατότητες. Επομένως πρέπει να εκτιμηθεί αυτό.
Σας λέω για παράδειγμα. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ. Κλάους Βάσκλαβ είναι σε μία διεθνή σύναξη στις ΗΠΑ, ενάντια στη μάχη για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και για να ληφθούν μέτρα ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Γιατί η Ελλάδα να ανήκει στις δυνάμεις που καταγράφονται στο παθητικό σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή και να μην παίρνει πρωτοβουλίες;
Το έκτο σημείο, που το θεωρώ επίσης σημαντικό. Αυτή ακριβώς η δυνατότητα εκφράζεται ιδιαίτερα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Νομίζω ότι είναι μεγάλο λάθος να λέμε σήμερα και είναι απομόνωση, όποια χώρα της Ευρώπης λέει ότι θα σέβομαι του κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτοαπομονώνεται.
Ανοίχτε όποια εφημερίδα θέλετε από τους Financial Times μέχρι τη Herald Tribune, μέχρι το site του Τσόμσκι στο διαδίκτυο θα δείτε ότι όλοι κριτικάρουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αυτοκαταστροφική πολιτική, η οποία το μόνο που ξέρει είναι τα ελλείμματα και το όριο του 3% και δεν βλέπει την ανάγκη να ενισχυθεί η ενεργός ζήτηση, να κινηθεί η οικονομία, να βοηθηθούν οι χώρες μέλη. Δεν μπορεί επομένως ο Πρωθυπουργός της χώρας να λέει στα έξι σημείο, στα οποία ζητά συναίνεση, να λέει, πρώτον σεβασμός στα πλαίσια της Ευρωπαϊκός Ένωσης . Όχι. Η Ελλάδα μπορεί και θα έπρεπε να είχε πάρει μια σειρά πρωτοβουλίες που θα έχουν μεγάλη στήριξη και θα της δώσουν ρόλο, θα την ξαναφέρουν στις διεθνείς διασκέψεις από τις οποίες λείπει σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γιατί; Για εγγύηση στο δανεισμό των χωρών, που δεν πλήττει μόνο εμάς, με τις τεράστιες διαφορές στα επιτόκια με τα …
Γιατί; Για αγορά απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημοσίων ομολόγων των χωρών μελών, όπως ήδη έκανε η Κεντρική Τράπεζα της Μεγάλης Βρετανίας στη Βρετανία.
Γιατί; Για αντικατάσταση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Γιατί; Για ελέγχους στην αγορά.
Γιατί; Για αύξηση του Προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί; Για να μην αντιμετωπίζουν διαφορετικά το διεθνές χρέος των χωρών μελών, από το χρέος το οποίο έχουν σωρεύσει άλλες χώρες μέλη, όπου είναι το χρέος του πιστωτικού τους τομέα , το οποίο στη Μεγάλη Βρετανία φθάνει το 250%.
Έβδομο. Στο χώρο των Βαλκανίων. Στο χώρο αυτό ο ρόλος που μπορούμε να παίξουμε νομίζω ότι εκφράζεται με πολύ σαφή τρόπο και στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης , όπου το δίλημμά που έχει μπει τι θα γίνει με τις ελληνικές τράπεζες, είναι πολύ αρνητικό. Οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να στηρίξουν την ελληνική οικονομία, όπως επίσης οφείλουν τους εργαζόμενους και τους ανέργους και τους δυστυχισμένους της Ρουμανίας και τους πεινασμένους των άλλων χωρών, που έχουν εγκαταστήσει τα υποκαταστήματά τους, εκεί όπου περνούσαν περιόδους παχιών αγελάδων, χωρίς ελέγχους και αυτούς να τους στηρίξουν. Αυτό είναι ένας ακόμη λόγος, για τον οποίο πρέπει να προχωρήσουμε σʼ ένα δημόσιο τομέα, έναν τομέα ευθύνης τραπεζικό τόσο απέναντι στη δική μας κοινωνία, όσο και έξω από τη χώρα μας.
Το όγδοο σημείο. Τα ελληνοτουρκικά. Επαναλαμβάνω ότι σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί στο διεθνή ρόλο, που έχει κάθε χώρα. Αυτό φαίνεται σε όλα τα συμβάντα. Σήμερα οι ΗΠΑ εξετάζουν, αν θα προχωρήσουν στην επιλογή που είχαν κάνει, αυτή του Ρασμούσεν του Πρωθυπουργού της Δανίας, ως Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ή όχι, γιατί η Τουρκία ζητάει να μην είναι διότι υπάρχει κουρδικός σταθμός στη Δανία.
Την ίδια στιγμή κυρία Υπουργέ, δεν μπορείτε να πετύχετε να μην συμμετάσχουν Βρετανοί, Ολλανδοί, Βέλγοι – αν θυμάμαι καλά – στην άσκηση αυτή αμφισβήτησης των συνόρων στο χώρο του Αιγαίου, που ετοιμάζεται να κάνει η Τουρκία. Εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα μέσα πίεσης που έχουμε . Και με αυτή την έννοια, όχι μέχρι σήμερα, αν είχαμε αξιοποιήσει τις δυνατότητες στο θέμα της υποψηφιότητας της Τουρκίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε να ήταν ένα μηχανισμός. Δεν έχει γίνει αυτό μέχρι τώρα και είναι σημαντικό για μας, διότι το 2009 και πρέπει να καταγραφούν οι ευθύνες της Τουρκίας στο χώρο του Αιγαίου, στην έκθεση αξιολόγησής για την υποψηφιότητα της Τουρκίας, άσχετα αν σήμερα αυτό το θέμα έχει, σε μεγάλο βαθμό, πάει στη καλένδες.
Επίσης μʼ αυτήν την ευκαιρία θα ήθελα να ζητήσω κυρία Υπουργέ, διαβάζοντας σήμερα ένα πολύ σημαντικό δημοσίευμα της ΑΥΓΗΣ, σχετικά με τη δράση της συνωμοτικής οργάνωσης «ΕΡΓΚΕΝΕΚΟΝ» της Τουρκίας, στο χώρο της Θράκης, θα ήθελα να τονίσω την ανάγκη να ζητήσουμε στοιχεία για αυτά τα θέματα. Και να επισημάνω ότι αν αποκτήσει επιτέλους η Ελλάδα εξωτερική πολιτική στα ελληνοτουρκικά, που δεν έχει, γιατί δεν έχει, και το ξέρετε ότι δεν είναι ξύλινες εκφράσεις, το μόνο ζήτημα είναι η υφαλοκρηπίδα. Ξέρετε ότι υπάρχουν αμφισβητήσεις σε άλλα ζητήματα, ξέρετε ότι έχουν περάσει μέσα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το Ελσίνκι.
Δεν έχουμε πολιτική και πρέπει να αποκτήσουμε και πρέπει να στηρίζεται στη στήριξη του διεθνούς δικαίου και στην αξιοποίηση των διεθνών οργανισμών και κυρίως τους Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την λύση των προβλημάτων που έχουμε.
Προτελευταίο σημείο, είναι το θέμα του Κυπριακού. Αυτή είναι μια τελευταία ευκαιρία να βγει από τη ναφθαλίνη, έχοντας όλες αυτές τις εμπειρίες, υπάρχουν μεγάλες ανησυχίες, όταν κανείς βλέπει τουρκοκυπριακές θέσεις, να θέσουν μια νέα Ζυρίχη, να προσπαθούν να διαιωνίσουν την παρουσία των ξέων δυνάμεων, να έχουνε τα δύο ομόσπονδα κράτη δικές τους εξωτερικές σχέσεις κλπ, αλλά παρʼ όλα αυτά πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό ότι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έδωσε μια ώθηση και πιστεύουμε βέβαια ότι η τελική εγγύηση είναι το δημοψήφισμα του Κυπριακού λαού, διότι καμία λύση δεν περνάει χωρίς δημοψήφισμα και απʼ αυτή την άποψη χρειάζεται να τονιστούν οι ευθύνες της Τουρκίας.
Το τελευταίο θέμα, που θέλω να αναφέρω, είναι το θέμα των διαφορών με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Εδώ χρειάζεται προσοχή. Έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση ακραία επιθετική, εθνικιστική, η οποία πρέπει να πάρει πολιτικές απαντήσεις. Ας προσέξουμε όμως πως θα αξιοποιήσουμε τις διαφοροποιήσεις μέσα στην κοινωνία, αλλά και μέσα στο πολιτικό σύστημα αυτής της χώρας. Αναφέρω ενδεικτικά, γιατί εδώ πουλάμε εύκολο πατριωτισμό, την κίνηση από την πλευρά του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών να βρει μετριοπαθείς Ταλιμπάν να συνομιλήσει. Μην φοβόμαστε τις σχέσεις με τους πολίτες της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Να λύσουμε το θέμα της βίζας. Να προχωρήσουμε τα ενεργειακά, τα περιβαλλοντικά έργα και τα έργα διαχείρισης των υδάτων στον Αξιό. Να δημιουργήσουμε δυνατότητες τέτοιες, όπου το τίμημα θα το πληρώσει η Κυβέρνηση της FYROM, όπως οφείλει.
Έτυχε χθες να έχω μια συνάντηση με την πρέσβειρα της Κροατίας και είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ότι παρότι είχαν πολύ μεγάλες διαφορές με χώρες της Βαλκανικής, σκεφτείτε ότι τη Σερβία με την Κροατία τις χώριζε αίμα, την ίδια στιγμή προωθούσαν τις οικονομοτεχνικές σχέσεις κι αυτό ήταν μία βάση για την επιτυχία της εξωτερικής τους πολιτικής.
Τέλος θα ήθελα να κλείσω μʼ αυτά, υπογραμμίζοντας ότι, είμαστε στο 2009 και κανονικά θα είχαμε πυροτεχνήματα και γενέθλια για τα 20 χρόνια από την πτώση του τοίχους του Βερολίνου. Αντʼ αυτού έχουμε κηδείες και κλάματα και αναταράξεις και καπιταλισμός χωρίς έλεγχο, καπιταλισμό καζίνο. Όλο αυτό το σύστημα που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός βλέπουμε ότι δεν αντέχει. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Ζούμε την ιστορία, δεν μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε τις προηγούμενες φάσεις μεγάλων ανακατατάξεων. Πιστεύουμε ότι η Αριστερά με τις αντιλήψεις της, με το μήνυμά της, με την ευθύνη της, με τις προτάσεις της μπορεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο σʼ αυτήν τη νέα εποχή που βιώνουμε.