Μόνη συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης «Εταιρείες Ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις».
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ: Κυρία Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από την εποχή που στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 οι τράπεζες ανέλαβαν να καλύπτουν με δανεισμούς προς όφελός τους βέβαια, το έλλειμμα των νοικοκυριών, των οικογενειών των εργαζομένων εξ αιτίας της ουσιαστικής καθήλωσης των μισθών τους, ξεκίνησε η άνθιση αυτών των εισπρακτικών εταιρειών, οι οποίες ασχολήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια –και ασχολούνται βεβαίως- όχι με δανεισμούς και χρέη επιχειρήσεων, αλλά με οφειλές καταναλωτών.
Όλοι μας όλα αυτά τα χρόνια έχουμε γίνει αποδέκτες των παραπόνων δανειοληπτών, οφειλετών οι οποίοι ήρθαν επανειλημμένα να μας καταμαρτυρήσουν τις εξευτελιστικές πιέσεις που δέχονται, τη συχνά λαθεμένη πληροφόρηση –εσκεμμένως βέβαια- από αυτές τις εταιρείες σχετικά με τα δικαιώματά τους ως οφειλέτες, ενώ από την άλλη υπερβάλλουν ως προς τις πολλαπλές, νόμιμες δήθεν, αξιώσεις των δανειστών τραπεζών κ.λπ.
Σχετικά με αυτές τις παράνομες πιέσεις έχουν επανειλημμένα υποβάλει ερωτήσεις στους αρμόδιους Υπουργούς τόσο οι Βουλευτές του δικού μου κόμματος, του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως νομίζω και Βουλευτές άλλων κομμάτων. Βλέπουμε, όμως, επανειλημμένα ότι κατά την προηγούμενη περίοδο ο Δικηγορικός Σύλλογος και η ανεξάρτητη αρχή Συνήγορος του Καταναλωτή έχουν αναφερθεί στη παρανομία όχι μόνο των πρακτικών που ακολουθούν αυτές οι εταιρείες, αλλά και στη παρανομία της ίδιας της ανάθεσης τέτοιων αρμοδιοτήτων σε εταιρείες σαν και αυτές. Ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει μάλιστα καταγγείλει ότι οι εταιρείες αυτές πράττουν αόριστη προσαύξηση των οφειλών με έξοδα είσπραξης τα οποία εισπράττουν αυτές απευθείας από τους δανειολήπτες πελάτες τους.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος, το Μάιο του 2008, αποφάσισε την ανάληψη εκστρατείας για την προστασία των μικροοφειλετών από τους καταχρηστικούς όρους των τραπεζιτικών συναλλαγών και τη διαρροή των προσωπικών τους δεδομένων. Παράλληλα, ήδη από τον Ιούλιο του 2008, ο Δικηγορικός Σύλλογος εξέδωσε ανακοίνωση όπου σημείωνε ότι οι τράπεζες έχουν δικαίωμα να αναθέτουν την είσπραξη απαιτήσεων μόνον σε δικηγόρους που τελούν σε έμμισθη εντολή με αυτές και όχι ασφαλώς σε εμπορικές εταιρείες.
Επίσης, ο Δικηγορικός Σύλλογος τόνιζε τότε ότι οι εταιρείες αυτές δεν έχουν δικαίωμα ούτε να μεσολαβούν για την ανάθεση των υποθέσεών τους σε δικούς τους δικηγόρους, δικαστικούς επιμελητές κ.λπ. γιατί οι δικηγόροι και οι δικαστικοί επιμελητές δεν είναι εμπορεύματα, αλλά δημόσιοι λειτουργοί.
Αντί όμως, η Κυβέρνηση να λάβει μέτρα για την ακύρωση αυτών των παρανομιών, ουσιαστικά αλλάζει το όνομα αυτών των εταιρειών και από εισπρακτικές τις ονομάζει τώρα «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών».
Το κύριο, όμως, είναι ότι με αυτό το νομοσχέδιο η Κυβέρνηση νομιμοποιεί αυτές τις εταιρείες γιατί μέσα στο παρόν νομοσχέδιο δεν υπάρχει κατʼ αρχήν, κανένα πλαίσιο ελέγχου αυτών των εταιρειών, ούτε των ρυθμίσεων του νόμου. Κάπου μέσα στο νομοσχέδιο αναφέρεται η επιβολή προστίμων. Ποιος είναι όμως ο μηχανισμός για τον έλεγχο και τη διαπίστωση των κυρώσεων αυτών;
Επαναλαμβάνουμε ότι μέσα σʼ αυτό το νομοσχέδιο αλλάζει μόνο η ονομασία αυτών των εταιρειών, οι οποίες ουσιαστικά τώρα νομιμοποιούνται. Κατʼ εμάς εκτελούν, όπως είπε και η εισηγήτριά μας, κα Αμανατίδου, παρανόμως το έργο τους. Είναι καθαρά παρασιτική η λειτουργία και η ύπαρξή τους. Οφείλουν την ύπαρξή τους αυτή στο γεγονός ότι οι τράπεζες δεν θέλουν να πληρώνουν τα νόμιμα σε δικηγόρους και δικαστικούς επιμελητές, αλλά επί πλέον οφείλουν την ύπαρξή τους γιατί και με αυτό τον τρόπο αφήνουν οι τράπεζες να προωθούνται απαράδεκτες και αναξιοπρεπείς μεθοδεύσεις εναντίον των οφειλετών που κανένας άλλος επιστήμονας ή νόμιμος διεκπεραιωτής τέτοιων υποθέσεων θα δεχόταν.
Πριν τελειώσει ο χρόνος μου, θέλω να μιλήσω για δύο λεπτά σε σχέση με το άρθρο 14 για το οποίο βέβαια θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά κι όταν θα γίνει η συζήτηση επί των άρθρων.
Κάνω αυτή την τοποθέτηση ήδη από τώρα, επειδή πραγματικά θα είχαμε τον διακαή πόθο ο Υπουργός Πολιτισμού ο κ. Σαμαράς, ο οποίος κατέθεσε αρχικά την τροπολογία για τους απλήρωτους εργαζόμενους του Υπουργείου Πολιτισμού, να λάβει υπʼ όψιν του όλα αυτά τα οποία θα καταθέσουμε κιόλας σήμερα.
Πραγματικά εμείς θεωρούμε ότι αυτοί οι εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολισμού εδώ και πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια εκτελούν ένα έργο πολύτιμο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, στις ανασκαφές, στα μουσεία για τη συντήρηση, για τη φύλαξη των αρχαιοτήτων κ.λπ. και θα έπρεπε όλοι αυτοί να γίνουν αορίστου χρόνου.
Όμως, θέλω να καταθέσω δύο έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι δεν καλύπτονται πολύ σοβαρές περιπτώσεις τέτοιων εργαζομένων.
Καταθέτω πρώτα απʼ όλα το υπόμνημα θέσεων προς τον Υπουργό Πολιτισμού που κατέθεσαν ο Σύλλογος Συμβασιούχων Υπουργείου Πολιτισμού Βορείου Ελλάδος, το Σωματείο Εργαζομένων στην Αρχαιολογία Άρτας-Πρέβεζας και το Σωματείο Εκτάκτων Υπαλλήλων Υπουργείου Πολιτισμού Γρεβενών-Κοζάνης που καταθέτουν μαζί και μία πρόταση επί της συγκεκριμένης τροπολογίας, που έχει καταθέσει ο κ. Σαμαράς και που θα έπρεπε να την πάρει πολύ σοβαρά υπʼ όψιν.
(Στο σημείο αυτό η Βουλευτής κυρία Άννα Φιλίνη καταθέτει για τα Πρακτικά τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία βρίσκονται στο αρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής)
Καταθέτω, επίσης και αποφάσεις δικαστηρίων για εβδομήντα και πάνω περιπτώσεις εργαζομένων, οι οποίοι δούλευαν πριν από το Νοέμβριο ή ξαναπροσλήφθηκαν αμέσως μετά και που δεν καλύπτονται από αυτή την τροπολογία. Είναι πραγματικά απαράδεκτο να αφήνονται άνθρωποι που δουλεύουν τόσα χρόνια, χωρίς να έχουν το μίνιμουμ της δικαιοσύνης απέναντί τους.
Θα παρακαλούσαμε και τις υπηρεσίες της Βουλής αυτά ακριβώς τα έγγραφα να προωθηθούν και στον αρμόδιο Υπουργό.
Ευχαριστώ.