ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση, εγείρονται νομίζω καίρια ερωτήματα.
Γιατί, κύριε Υπουργέ, καθυστέρησε ο διενεργήσας την ανάκριση ανακριτής να διαβιβάσει αμελητί την υπόθεση στη Βουλή των Ελλήνων, όταν συναντήθηκε με το όνομα τέως Υπουργού, του κυρίου Παυλίδη;
Με ποιο δικαίωμα ο κύριος ανακριτής δεν εφήρμοσε αυτό το οποίο επιτάσσει το άρθρο 86 του Συντάγματος, αλλά και ο σχετικός νόμος περί της ευθύνης των Υπουργών και παρά το γεγονός, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι συναντάται με το όνομα ενός τέως Υπουργού, συνεχίζει να διαμορφώνει ανακριτικό υλικό και να στέλνει μόλις τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή των Ελλήνων τη σχετική δικογραφία;
Το δεύτερο ερώτημα το οποίο εγείρεται, κύριε Πρόεδρε -και νομίζω δικαιολογημένα- τίθεται και αναδεικνύεται είναι το γιατί ο αρμόδιος εισαγγελεύς θέτει στο αρχείο μία αναφορά του κυρίου Παυλίδη, χωρίς περαιτέρω να διατάξει την οποιαδήποτε έρευνα.
Αυτά είναι ζητήματα, κύριε Πρόεδρε, όχι παρεμπίπτοντα, αλλά ζητήματα μεγάλης σημασίας. Είναι καίρια θέματα, γιατί αφορούν στην καρδιά του άρθρου 86 του Συντάγματος, αλλά και στον πυρήνα του νόμου περί ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης.
Εντάσσεται ή δεν εντάσσεται η δικαιοσύνη σε μια πολιτική διελκυστίνδα; Προφανέστατα, κύριε Πρόεδρε, κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως ρόλο παρακολουθηματικό της λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας. Και χωρίς καμία διάθεση να λογοπαίξω ο κύριος ανακριτής την υποχρέωσή του να διαβιβάσει αμελητί την υπόθεση, το φάκελο της δικογραφίας, την αντιλαμβάνεται ως αμελητέο ζήτημα. Παρέφρασε το «αμελητί» και το έκανε αμελητέον, κύριε Πρόεδρε.
Βεβαίως, υπάρχει θέμα διαφάνειας και πρέπει περαιτέρω να ερευνηθεί η υπόθεση, με την επισήμανση ότι σήμερα δεν συζητάμε για την άσκηση ποινικής δίωξης, αλλά σήμερα συζητάμε εάν και κατά πόσο είναι αναγκαίο να ερευνηθεί περαιτέρω αυτή η υπόθεση στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης.
Εμείς από το Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν σπεύδουμε να εκδώσουμε σήμερα προδικαστική απόφαση. Εμείς μιλάμε για την ανάγκη έρευνας της υπόθεσης. Και αυτή η έρευνα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να γίνει παρά μόνο με μία προκαταρκτική εξέταση, την οποία πρέπει να προωθήσει με τη σημερινή της, όπως πιστεύουμε, απόφαση η Βουλή των Ελλήνων.
Θα έλεγα, κύριε Παυλίδη, ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν πρέπει να αποκρουσθεί ούτε από εσάς, διότι θα αναζητήσει την αλήθεια και θα αναζητήσει όλα εκείνα τα οποία βλέπουν το φως της δημοσιότητας, άλλοτε με έναν ορθό, άλλοτε με έναν στρεβλό και άλλοτε με ένα διαστρεβλωμένο τρόπο.
Βεβαίως, υπάρχουν ζητήματα τα οποία έχουν σχέση, για παράδειγμα, με τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, αλλά δεν θα διολισθήσω σε αξιολογήσεις κοινωνικού χαρακτήρα, διότι –επαναλαμβάνω- αυτή δεν είναι υπόθεση της σημερινής διαδικασίας, κύριε Πρόεδρε, στην Ολομέλεια της Βουλής. Όμως, ότι υπάρχει θέμα διαφάνειας και ότι πρέπει όλες αυτές οι υποθέσεις να ερευνώνται, για εμάς, αποτελεί αταλάντευτη θέση αρχή και αξία.
Διότι ο πολιτικός κόσμος στο βαθμό που πειστικά δεν λογοδοτεί μπροστά σε μία κοινωνία, αυτός ο πολιτικός κόσμος τότε είναι εκτεθειμένος σε διαδικασίες απαξίωσης και μάλιστα σε μια πολιτική στιγμή, όπου δικαιολογημένα οι πολίτες δυσπιστούν για την ασκούμενη πολιτική και πολλές φορές λαθεμένα ισοπεδώνουν τα πράγματα και κατατάσσουν τα πάντα και τους πάντες στο ίδιο απαξιωμένο επίπεδο.
Περαιτέρω, είναι πάγια η αρχή και η θέση μας, κύριε Πρόεδρε και κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι πρέπει να απαγκιστρωθεί η διαδικασία του ελέγχου της ποινικής ευθύνης των μελών της όποιας κυβέρνησης από τη Βουλή των Ελλήνων. Η Βουλή πρέπει να περιορίζεται –δεν είναι της παρούσης- σε ορισμένες διαδικασίες και από εκεί και πέρα η ίδια η δικαιοσύνη, με τις δικές της δικαιούμενες πράξεις να ελέγχει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ποινική ευθύνη.
Συναφώς, κύριε Πρόεδρε, υπάρχει μια διαμορφωμένη παραγραφή, η οποία τίθεται από το Σύνταγμα και το νόμο «περί ευθύνης Υπουργών», μία παραγραφή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη η οποία αναλογεί στα μη πολιτικά πρόσωπα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Και αυτό δικαιολογημένα εισπράττεται από τους πολλούς ως προσβολή της ισονομίας και πάρα πολλές φορές διατυπώνεται η άποψη -ειδικότερα μάλιστα στο πλαίσιο και κάποιων συγκυριακών στοιχείων που υπονομεύουν την ασκούμενη πολιτική ηθελημένα ή αθέλητα- ότι οι πολιτικοί έχουν διαμορφώσει έτσι τις ρυθμίσεις, έτσι τους θεσμούς, για να έχουν τη δυνατότητα να συγκαλύπτουν τις δικές τους παράνομες πράξεις.
Και νομίζω ότι οφείλουμε, κύριοι Υπουργοί, όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που έχουν σχέση και με την απαγκίστρωση της διαδικασίας από τη Βουλή των Ελλήνων και με τον ανακαθορισμό της παραγραφής, έτσι ώστε να μην προκαλείται το κοινό περί δικαίου αίσθημα και να μη δικαιολογείται η άποψη των πολιτών ότι παραβιάζεται η ισονομία με αυτή τη διαφοροποιημένη παραγραφή για τα πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή για τους Υπουργούς και Υφυπουργούς σε σχέση με εκείνη την παραγραφή που αναλογεί στα μη πολιτικά πρόσωπα.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχουν ερωτήματα σε σχέση με την ερευνώμενη υπόθεση και πάντοτε με την απόφασή μας εάν θα συγκροτηθεί ή δεν θα συγκροτηθεί ειδική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Έχει σχέση με τις ολιγοπωλιακές συμπεριφορές που εμφανίζονται με έναν έντονα παραβατικό, πολλές φορές, κύριε Παυλίδη, τρόπο στο χώρο της ναυτιλίας. Έχουν σχέση με την προσβολή των πολιτών και της νησιωτικής Ελλάδας, αναφορικά με το αγαθό της επικοινωνίας μέσω της ακτοπλοίας. Έχουν σχέση με συμπεριφορές, οι οποίες αναφέρονται σε ένα κύκλωμα εμπλεκομένων προσώπων αναφορικά με τη ναυτιλία.
Διεκδίκησή μας είναι και όχι μόνο ευχή, η όποια προκαταρκτική εξέταση να συμπεράνει για τα ζητήματα αυτά, όχι γενικώς και αορίστως, αλλά για να υπάρξει επιτέλους, κύριε Πρόεδρε, εκείνη η θεσμική ρύθμιση η οποία θα είναι δυνατόν να εξασφαλίζει τη διαφάνεια και στο χώρο αυτό, αλλά τη χρηστή διοίκηση, η οποία φέρεται να έχει προσβληθεί, όχι μόνο επί της υπουργίας του κ. Παυλίδη, όχι κατʼ ανάγκη με παράνομες, με ποινικά ελεγχόμενες πράξεις, αλλά με πράξεις και παραλείψεις που άλλοτε βρίσκονται στο χώρο της παρανομίας και άλλοτε βρίσκονται εν επαφή με την παρανομία.
Όλα αυτά, κύριε Πρόεδρε, εμείς διεκδικούμε να προκύψουν ως το αποτέλεσμα και το συμπέρασμα της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία πρέπει να υπάρξει. Και για να υπάρξει πρέπει να συγκροτηθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή. Και τούτο το επαναλαμβάνω, πάντοτε με βαθειά αίσθηση δικαίου ότι σήμερα δεν σπεύδουμε να εκδώσουμε προδικαστική απόφαση σε σχέση με το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ποινική ευθύνη. Αυτό θα είναι η τελική κρίση της Βουλής των Ελλήνων, όταν θα κατατεθεί το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, η οποία θα διενεργήσει την προκαταρκτική εξέταση. Νομίζω ότι όλες και όλοι, σε όποια θέση αυτού του Κοινοβουλίου, αυτής της Αίθουσας και αν βρισκόμαστε πρέπει να προσέλθουμε σʼ αυτήν τη διαδικασία και τη λήψη απόφασης με συναίσθηση ευθύνης και απέναντι στην ερευνώμενη υπόθεση, αλλά και απέναντι στο δικαίωμα και στη διεκδίκηση των πολιτών με σαφήνεια που υπηρετεί τη διαφάνεια να προκύπτουν οι δικές μας πολιτικές επιλογές. Σας ευχαριστώ.