Κατόπιν σχετικής πρότασης βουλευτών του ΠΑΣΟΚ η ολομέλεια της Βουλής αποφάσισε, στις 6/4/2009 τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής ( άρθρα 86 παρ. 3 Συντάγματος, 153 κ.ε. ΚτΒ και 5 του Ν. 3126/2003) προκειμένου να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης κατά του πρώην Υπουργού κ. Αριστ. Παυλίδη για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε εκβίαση.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, την αξιολόγηση όλου του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε στη διάθεσή μου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις, τα έγγραφα που είτε περιέχονταν στη δικογραφία, που απέστειλε στην Επιτροπή, ο 20ος τακτικός ανακριτής, είτε οι εμπλεκόμενοι είτε προμηθεύτηκε αυτογνωμόνως η επιτροπή, συνέταξα και καταθέτω τη πιο κάτω πορισματική μου έκθεση.
Ι. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Πρέπει, κατʼ αρχήν να επισημανθούν οι αρμοδιότητες της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του άρθρου 156 ΚτΒ και το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της. Από την απλή ανάγνωση των σχετικών διατάξεων ( Σύνταγμα. ΚτΒ και Νόμος περί ευθύνης υπουργών) προκύπτει με σαφήνεια ότι στην αρμοδιότητα της Ειδικής Επιτροπής ΔΕΝ εντάσσεται η πορισματική κρίση περί της παραπομπής ή μη του ελεγχόμενου υπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο αλλά ΜΟΝΟ η διερεύνηση της δικονομικής και ουσιαστικής ανάγκης για την άσκηση κατʼ αυτού ποινικής δίωξης.
Η πιο πάνω επισήμανση αν και φαίνεται περιττή καθίσταται αναγκαία από το γεγονός της πρωτοφανούς εκούσιας ή ακούσιας πρόκλησης σύγχυσης σχετικά με τη δήθεν αρμοδιότητα της Επιτροπής να προτείνει την παραπομπή του ελεγχόμενου υπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο. Η δε απόφαση της Ολομέλειας θα αποφασίσει επί της πρότασης αυτής. Όταν είναι σαφές ότι η σχετική πρόταση της Επιτροπής και η αντίστοιχη απόφαση της Ολομέλειας θα περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο επί του ερωτήματος εάν θα ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη κατά του ελεγχόμενου υπουργού και τίποτε πέραν αυτού. Η απόφαση περί τη παραπομπής του ή μη, είναι πλέον αρμοδιότητα του 5μελούς δικαστικού συμβουλίου από ανώτατους δικαστές (Α.Π και ΣτΕ), το οποίο διενεργεί και τη τακτική ανάκριση επί των αδικημάτων για τα οποία η Ολομέλεια έχει ασκήσει ποινική δίωξη.
ΙΙ.- Κατά το άρθρο 156 του ΚτΒ, η Ειδική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτική εξέτασης «έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών όταν αυτός διενεργεί προκαταρκτική εξέταση». Σύμφωνα με το άρθρο 31 ΚΠΔ ο Εισαγγελέας ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να κρίνει, βάσει και όσων ορίζονται στο ίδιο παραπάνω άρθρο, αν συντρέχει η περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη και να ενεργήσει τα περαιτέρω κατʼ άρθρο 43 ΚΠΔ. Η προκαταρκτική εξέταση κατατείνει στη διαπίστωση της ύπαρξης των επαρκών ενδείξεων οι οποίες είναι προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης. Δηλαδή η ποινική δίωξη κινείται μόνο εφόσον προκύψουν επαρκείς ενδείξεις. Η προκαταρκτική εξέταση συνίσταται στη διακρίβωση των επαρκών ενδείξεων και η ποινική δίωξη συνίσταται στη διαλεύκανση της αξιόποινης πράξης. Επαρκείς δε ενδείξεις στοιχειοθετούνται εάν τα στοιχεία που αξιολογούνται είναι αρκετά για να πιθανολογηθεί η βεβαίωση συμβάντων ή πραγμάτων, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση οι αντικειμενικές υποστάσεις των αδικημάτων.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε στο θεσμό της προκαταρκτικής εξέτασης αλλά και στη δυνατότητα του Εισαγγελέα να αξιολογεί το περιεχόμενό της, ο Ν.3160/2003 ανέτρεψε παγιωμένες θεωρίες ετών. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, ο Εισαγγελέας πρέπει να ασχολείται με όλες τις πτυχές της υπόθεσης και συγκεκριμένα με τις θετικές προϋποθέσεις όπως π.χ. τους όρους των άρθρων 14 ΠΚ, τους εξωτερικούς όρους του αξιόποινου αλλά και τις αρνητικές όπως π.χ τα κωλύματα που εμποδίζουν τη γέννηση της ποινικής δίωξης, τη συνδρομή των δικονομικών προϋποθέσεων. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του πιο πάνω νόμου «για την κίνηση (άσκηση) ποινικής δίωξης ………απαιτείται προηγούμενη συγκέντρωση ουσιαστικών στοιχείων, με προκαταρκτική εξέταση ……………και αιτιολογημένη κρίση του εισαγγελέα ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης». Μάλιστα δε η προαναφερόμενη αιτιολογημένη κρίση οφείλει να εκφέρεται με έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η βασιμότητα της ποινικής δίωξης, που ασκείται. Κοντολογίς, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις ο Εισαγγελέας, προκειμένου να αχθεί σε απόφαση περί άσκησης ποινικής δίωξης ασχολείται και με ουσιαστικές προϋποθέσεις του αδικήματος.
ΙΙΙ.- Στο ίδιο πλαίσιο, όπως παραπάνω αναφέρθηκε και η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης οφείλει να κρίνει: 1) την κατʼ αρχήν επάρκεια των ενδείξεων που επιβάλουν την άσκηση δίωξης κατά του ελεγχόμενου υπουργού και 2) να προσδιορίσει στο πόρισμά της που υποβάλλει προς την ολομέλεια της Βουλής και το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, που αποδίδεται, σύμφωνα με το ιστορικό στον ελεγχόμενο Υπουργό και για τις οποίες ζητείται, κατά την αποκλειστική κρίση της Ολομέλειας της Βουλής, η άσκηση της δίωξης.
Υποστηρίζεται από τον Κ. Σταμάτη ότι η διαδικασία ποινικής δίωξης κατά όσων διετέλεσαν μέλη κυβερνήσεων «δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά μια παράλληλη λύση, που επιβάλλεται από τη φύση του πράγματος». Δηλαδή η απόφαση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης κατά Υπουργού στηρίζεται στις ίδιες δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 43 ΚΠΔ και αναφέρονται σε κάθε πολίτη, πλην όμως η ιδιαίτερη ιδιότητα του υπουργού οδήγησε στην ειδική ρύθμιση της αξιολόγησης των προαναφερόμενων προϋποθέσεων όχι από ένα μονοπρόσωπο όργανο (Εισαγγελέας) αλλά από ένα συλλογικό, δηλαδή την Ειδική Επιτροπή του άρθρου 156 ΚτΒ και τελικά από την Ολομέλεια της Βουλής.
Τι συμβαίνει όμως εάν, λόγω διαφόρων σκόπιμων ή μη πλημμελειών οι αρμοδιότητες αυτές διαπλεχθούν ή και αλληλοεπικαλυφθούν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να μπορούμε να μιλήσουμε και για θεσμική παρέμβαση της μιας εξουσίας στις αρμοδιότητες της άλλης;
IV.- ΕΠΙΔΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Η ποινική διερεύνηση της υπόθεση που αφορά στις εργασίες της Επιτροπής κίνησε από την από 27/4/2007 χειρόγραφη μηνυτήρια αναφορά του κ. Αριστ, Παυλίδη προς τον εισαγγελέα του Α.Π. κ. Σανιδά. Επʼ αυτής διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα Εφετών κ. Ντογιάκο η οποία περατώθηκε στις 17/6/ 2008 με τη σύνταξη και αποστολή της προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθήνας. Σύμφωνα με αυτήν η μεν μηνυτήρια αναφορά του κ. Παυλίδη τέθηκε στο αρχείο ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης βάσει δε της από 14/5/2007 προκαταρκτικής εξέτασης του κ. Φ. Μανούση, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του στενού συνεργάτη και υπεύθυνου του πολιτικού γραφείου του κ. Παυλίδη, Παν. Ζαχαρίου για την πράξη της εκβίασης κατʼ επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρο 385 παρ. 1 περ.β ΠΚ).σε βάρος του Φ. Μανούση. Επακολούθησε η διενέργεια τακτικής ανάκρισης η οποία ολοκληρώθηκε από τον 20ο Τακτικό Ανακριτή. Η ανάκριση περατώθηκε με τη λήψη απολογίας εκ μέρους του κατηγορουμένου Π. Ζαχαρίου επίκειται δε η παραπομπή του για να δικαστεί στο αρμόδιο Εφετείο Κακουργημάτων.
Η «μηνυτήρια κατάθεση» του κ. Φ. Μανούση, η οποία αναφέρεται στο ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης, κρίθηκε από τον αρμόδιο εισαγγελέα ότι περιείχε επαρκή στοιχεία ώστε να ασκηθεί in rem ποινική δίωξη επί της οποίας διενεργήθηκε τακτική ανάκριση.
Από όλη την προαναφερόμενη διαδικασία συνάγεται ότι περιεχόμενο της «μηνυτήριας κατάθεσης - καταγγελίας» του Φ. Μανούση τέθηκε υπόψη της τακτικής δικαιοσύνης και κατόπιν αιτιολογημένης αξιολόγησης του υλικού της δικογραφίας κρίθηκε και μάλιστα από ανώτερο δικαστικό λειτουργό ότι πληρούνται οι δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Παν. Ζαχαρίου. Κρίθηκε δηλαδή ότι στοιχειοθετούνται επαρκή στοιχεία για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του Παν. Ζαχαρίου ως αυτουργού και κατά του κ. Αριστ. Παυλίδη ως ηθικού αυτουργού στο αδίκημα της εκβίασης κατά του κ. Φ. Μανούση.
Είναι προφανές ότι θα αποτελούσε σοβαρή αντινομία και αντίφαση να κρίνεται η καταγγελία Μανούση και το αποδεικτικό υλικό που τη συνοδεύει ως επαρκή και βάσιμα προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του αυτουργού από τη τακτική δικαιοσύνη και να μην κρίνεται ως επαρκής και βάσιμη από την επιτροπή ως προς τον φερόμενο ως «πρωταγωνιστή» της υπόθεσης, όταν μάλιστα «βασικός πρωταγωνιστής» της υπόθεσης υποδεικνύεται ο ελεγχόμενος πρώην υπουργός κ. Αριστ. Παυλίδης. Είναι θεσμικά ανεπίτρεπτο η οποιαδήποτε, εκ μέρους της Επιτροπής μας, αξιολόγηση της κρίσης του ανώτερου εισαγγελικού λειτουργού.
Η επαρκής βασιμότητα της μηνυτήριας κατάθεσης Μανούση ενισχύεται, όπως προαναφέρθηκε και από το γεγονός ότι η εναντίον του Μανούση καταγγελία του Αριστ. Παυλίδη, που υποβλήθηκε προς τον κ. εισαγγελέα του Α.Π., με την οποία καταγγελλόταν ο κ. Φ. Μανούσης ως εκβιαστής του, αρχειοθετήθηκε από τον εισαγγελέα εφετών, ως αβάσιμη.
Η ενότητα του ιστορικού της καταγγελίας, το σαφές περιεχόμενο αυτής και η επάρκειά της που επέβαλε την άσκηση ποινικής δίωξης, καθιστά απολύτως αναγκαία την ενότητα της δίωξης κατά πάντων των φερόμενων ως συμμέτοχων της/των πράξεων και την ενότητα της περαιτέρω διαδικασίας ως προς όλους τους κατηγορούμενους κατά τρόπο που διασφαλίζει και την ενότητα της περαιτέρω ανακριτικής διαδικασίας και την ασφάλεια της τελικής δικαστικής κρίσεως
Πρέπει, καταληκτικά, να επισημανθεί ότι η προαναφερόμενη θεσμική «αταξία» όσον αφορά την αναντιστοιχία των διαφόρων δικονομικών φάσεων της διαδικασίας μεταξύ Τακτικής Δικαιοσύνης και Βουλής με τα συνεπακόλουθα σοβαρά θεσμικά προβλήματα αλληλοεπικάλυψης αρμοδιοτήτων, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αδικαιολόγητα μεγάλη, εκ μέρους του Αντιεισαγγελέα Εφετών κ. Ντογιάκου, καθυστέρηση αποστολής της δικογραφίας στην Βουλή. Καθυστέρηση που στέρησε τη δυνατότητα παράλληλης διενέργειας των διαφόρων φάσεων της ποινικής διαδικασίας, την αντισυνταγματική και παράνομη εξέταση, εκ μέρους του κ. Εισαγγελέα, ενός πρώην υπουργού που φερόταν εξ αρχής ως ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης και στη συνέχεια η αξιολόγηση στοιχείων που τον αφορούσαν άμεσα.
V.- ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ
Προϊούσης της λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής καθίσταντο εμφανής η, εκ μέρους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, πλημμελέστατη σύνταξη της πρότασης για τη σύσταση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής. Λανθασμένα εγκλωβισμένοι στο, αμφιβόλου νομιμότητας, διαβιβαστικό έγγραφο του 20ου τακτικού ανακριτή προς τη Βουλή, περιόρισαν ανεπίτρεπτα τη δυνατότητα της Βουλής να προβεί στην ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και στη συνέχεια στους ορθούς χαρακτηρισμούς των αξιόποινων πράξεων, που προέκυπταν απʼ αυτό.
Παρʼ όλα αυτά θεωρούμε ότι η δυνατότητα αυτή δεν «εξανεμίζεται» εντελώς, αφού το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (Σύνταγμα, ΚτΒ και νόμος περί ευθύνης υπουργών) σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί προκαταρκτικής εξέτασης και ποινικής δίωξης επιτρέπουν στην Ειδική Επιτροπή αλλά και στην Ολομέλεια της Βουλής να προβούν σε ορθούς νομικούς χαρακτηρισμούς πράξεων, που προκύπτουν περιοριστικά από το πραγματικό υπόβαθρο που περιεχόταν στην αίτηση που συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως αυτό διατυπώνεται στο έγγραφο της αίτησης αλλά και περιλαμβάνονται στο υλικό του φακέλου της δικογραφίας, όπως αυτό το έλαβε υπόψη της η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή που διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση, μαρτυρεί την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων τέλεσης των αδικημάτων α) της εκβίασης, στην οποία φέρεται ως ηθικός αυτουργός ο κ. Αριστοτέλης Παυλίδης και β) παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), η οποία συνίσταται στην απαίτηση και απόληξη παράνομων ωφελημάτων εκ μέρους αυτού που φέρεται ότι ενέχεται στην εκβιαστική τακτική μέλους του γραφείου του τέως Υπουργού και του ιδίου, σε βάρος του πλοιοκτήτη Φ. Μανούση. Μάλιστα, η σχετική καταγγελία Μανούση, σαφής απʼ την αρχή σύμφωνα με το ιστορικό αλλά κι επειδή προέρχεται από στέλεχος της αυτής με τον Αρ. Παυλίδη κομματικής παράταξης, επέβαλε την ανωτέρω νομική εκτίμηση στις καταγγελλόμενες πράξεις και παραλείψεις του ελεγχόμενου, πρώην Υπουργού. Τον προσήκοντα νομικό προσδιορισμό του ιστορικού της συμπεριφοράς όσων κρίνονται ως υπαίτιοι από πλευράς μορφής αξιόποινων πράξεων, δίνει η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, που διενέργησε την προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν ελεύθερης εκτίμησης και χωρίς να δεσμεύεται ούτε από το νομικό χαρακτηρισμό των πράξεων που δόθηκε κατά τη δικαστική προδικασία, ούτε από αυτή που αναφέρεται στην πρόταση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ για την σύσταση προκαταρκτικής επιτροπής, κατά τη νομική εκτίμηση αυτών. Για το σωστό χαρακτηρισμό των πράξεων αποφασίζει αρμοδίως και αποκλειστικά μόνη η Επιτροπή και στη συνέχεια η ολομέλεια της Βουλής η οποία και αποφαίνεται επί του πορίσματος αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και το συναφές προς αυτό άρθρο 157 του Κανονισμού της.
Από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 3126/2003 σύμφωνα με την οποία « η απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί ως άρση της ασυλίας, εάν ο Υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα», προκύπτει σαφέστατα ότι η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του άρθρου 156 του κανονισμού της Βουλής σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύεται από την πρόταση αλλά ούτε και από την απόφαση της ολομέλειας για τη σύστασή της αλλά έχει σαφείς αρμοδιότητες να διατυπώνει αυτοτελώς και κατά την κρίση της τις αξιόποινες πράξεις και να ζητά από την ολομέλεια της Βουλής την άσκηση αντίστοιχης ποινικής δίωξης. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να δεσμεύσει την Ειδική Επιτροπή ως προς τις πράξεις που θα έπρεπε να διερευνήσει είναι προφανές ότι η διατύπωση της παραγράφου 3 θα ήταν σαφέστερη ως προς αυτό, με την επανάληψη της παραγράφου 3 του άρθρου 154 της Βουλής αλλά και της πρότασης για τη σύστασή της. Και αυτό δεν το έκανε αφού ήθελε την Επιτροπή να αξιολογεί χωρίς περιορισμούς το υλικό της δικογραφίας και να το υπαγάγει στην αντίστοιχη ποινική διάταξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν. 3126/03 είναι μεταγενέστερη της παραγράφου 3 του άρθρου 154 του Κανονισμού της Βουλής η οποία τροποποιήθηκε τελευταία στις 6/12/2001. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο νομοθέτης του Ν. 3126/2003 γνώριζε το περιεχόμενο της παραγράφου 3 του άρθρου 156 ΚτΒ και δεν θέλησε να το επαναλάβει με άμεσο και έμμεσο τρόπο στο κείμενο του νόμου. Εξάλλου θα ήταν άκρως παράλογο να εγκλωβίζεται η Ειδική Επιτροπή από το περιεχόμενο της πρότασης για τη σύστασή της αφού στην περίπτωση που διαπίστωνε, κατά τη διάρκεια των εργασιών της, τη διάπραξη και άλλων αδικημάτων ίσως και σοβαρότερων αυτών που διερευνά, να μην μπορεί να τα ερευνά και να τα στοιχειοθετεί και να προβαίνει στις ανάλογες περεταίρω ενέργειες.
Η ορθή κατά τα προαναφερόμενα άποψή μας επικουρείται και από τη διάταξη την παράγραφο 4 του 6 του Ν 3126/03 σύμφωνα με την οποία «μετά την απόρριψη ….της πρότασης για την άσκηση ποινικής δίωξης νέα πρόταση που αφορά τα ίδια πρόταση και τις ίδιες πράξεις έστω και με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό είναι σε κάθε περίπτωση απαράδεκτη». Δηλαδή εάν η πρόταση για σύσταση της Επιτροπής και απόφαση της Ολομελείας χαρακτηρίσει λανθασμένα μια πράξη, και η Επιτροπή εντοπίσει το σφάλμα και θελήσει να το διορθώσει, αυτό είναι ανεπίτρεπτο σύμφωνα με την άποψη της στενής ερμηνείας, αφού δεν θα μπορεί να επανέλθει ούτε καν νέα πρόταση με το σωστό νομικό χαρακτηρισμό. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε σε απαράδεκτο περιορισμό της διαδικασίας της προκαταρκτικής εξέτασης. Εξ άλλου σκοπός των σχετικών ρυθμίσεων του Συντάγματος και του νόμου είναι η ουσιαστική διερεύνηση και ποινική αξιολόγηση των ελεγχομένων πράξεων.
Η προαναφερόμενη ελεύθερη εκτίμηση της Επιτροπής περί της μορφής των πράξεων, που προκύπτει από την εκτίμηση του παθόντος υπό την κρίση του ιστορικού της υπόθεσης, η οποία δεν δεσμεύεται από την κατά το άρθρο 154 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής πρόταση των βουλευτών για τη σύσταση της Επιτροπής και την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προκύπτει ευθέως από τους ορισμούς και των άρθρων 156 του κανονισμού (παρ.4 αυτού), στα οποία ορίζεται ότι η Επιτροπή, που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση «έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση». Όπως, δηλαδή ο Εισαγγελέας ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση ποινικής δίωξης για συγκεκριμένη πράξη και να ενεργήσει περαιτέρω κατʼ άρθρο 43 ΚΠΔ (βλ. Μπαρόπουλου, Ερμ. Κ. Ποινικής Δικονομίας, υπό το άρθρο 31), έτσι και η Ειδική Επιτροπή, που ορίζεται κατά το άρθρο 156 του κανονισμού της Βουλής και η οποία έχει λάβει την εντολή να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση, προσδιορίζει στο πόρισμά της που υποβάλλει προς την Ολομέλεια της Βουλής και το νομικό σχήμα της κάθε καταγγελλόμενης πράξης ή παράλειψης του ελεγχόμενου Υπουργού, για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης. Από το άρθρο δε 157 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής, προκύπτει ότι η μυστική ψηφοφορία που επακολουθεί ενώπιον της Ολομέλειας και η απόφαση τους Βουλής αφορά «στην πρόταση (πόρισμα) της Επιτροπής και χωριστά για κάθε καταγγελλόμενη πράξη η παράλειψη, για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης» . Προκύπτει σαφώς δηλαδή ότι η απόφαση της Βουλής για την άσκηση δίωξης κατά του ελεγχόμενου Υπουργού έχει ως αντικείμενο κρίσης το πόρισμα της Επιτροπής που ενήργησε την προκαταρκτική εξέταση και όχι το περιεχόμενο της πρότασης βουλευτών, και ζητούν την άσκηση της δίωξης και της σύστασης της Επιτροπής, και το οποίο, άλλωστε άρθρο δεν μπορεί να συμπληρώσει, καθʼ οιονδήποτε τρόπο, το άρθρο 86 του Συντάγματος, κατά τρόπο αντικείμενο στους ορισμούς αυτού.
Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το ίδιο ιστορικό της υπόθεσης, όπως περιλαμβάνεται στην αίτηση για τη συγκρότηση της Ειδικής Επιτροπής, συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση αμφότερων των πράξεων της εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας. Οι πράξεις αυτές, όταν αποδίδονται κατά του αυτού προσώπου, συρρέουν αληθώς επειδή προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά, η μεν εκβίαση κατατάσσεται στα εγκλήματα κατά περιουσιακών δικαίων, την ξένη περιουσία, η δε παθητική δωροδοκία που κατατάσσεται στα υπηρεσιακά εγκλήματα που αφορούν στην νόμιμη άσκηση της υπαλληλικής εξουσίας, στο δημόσιο συμφέρον υπέρ πολιτείας και ανάγεται στη νόμιμη συζήτηση του καθήκοντος των υπαλλήλων. Αν και από την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού προκύπτουν ενδείξεις και για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, αυτό δεν συρρέει αληθώς με τα προηγούμενα αλλά απορροφάται από τα προηγούμενα αδικήματα
VΙ.- ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
Όπως προαναφέραμε η ποινική δίωξη κινείται μόνο εφόσον προκύψουν επαρκείς ενδείξεις. Επαρκείς δε ενδείξεις στοιχειοθετούνται εάν τα στοιχεία που αξιολογούνται είναι αρκετά για να πιθανολογηθεί η βεβαίωση συμβάντων ή πραγμάτων, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση οι αντικειμενικές υποστάσεις των αδικημάτων της εκβίασης και της παθητικής δωροδοκίας.
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και ειδικότερα από το σύνολο των δικαστικών εγγράφων ( προκαταρκτικής εξέτασης και τακτικής ανάκρισης), των εγγράφων που υπέβαλλαν οι εμπλεκόμενοι, ή απόκτησε η Επιτροπή αυτογνωμόνως, τις καταθέσεις των μαρτύρων, προέκυψαν τα πιο κάτω αρκετά στοιχεία (επαρκή) που οδηγούν στην πιθανολόγηση (ενδείξεις) αντικειμενικής υπόστασης των προαναφερόμενων αδικημάτων:
1) Από τις μαρτυρικές καταθέσεις του κ. Φ. Μανούση αλλά και του δημάρχου Τήλου κ. Αλιφέρη, φαίνεται ότι η διαχείριση των υποθέσεων του υπουργείου Αιγαίου από τον στενό συνεργάτη του κ. Ζαχαρίου ήταν η συνήθης. Σύμφωνα με τη κατάθεση Μανούση, όταν ο ίδιος επισκέφθηκε διαμαρτυρόμενος τον κ. Παυλίδη φέρεται να του είπε: «έλα βρε Φώτη τι στεναχωριέσαι; Παναγιώτη έλα εδώ, βρείτε τα με τον Παναγιώτη. Έχει παράπονο ο Μανούσος, βρείτε τα». Ο δε δήμαρχος Τήλου κ. Αλιφέρης κατέθεσε: «Έπαιρνα τηλέφωνο τον Υπουργό λοιπόν και του έλεγα «Τι γίνεται, Υπουργέ;». «Θα το κανονίσουμε. Έλα στο Υπουργείο να το δούμε και συζήτα με τον κ. Ζαχαρίου». Τότε γιατί συζητούσαμε; Γιατί με παρέπεμπε στον κ. Ζαχαρίου;
Σε σχετικές δε ερωτήσεις μου απάντησε:
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Μπορείτε να μου πείτε αν ο κ. Παυλίδης συνήθιζε να παραπέμπει όλους τους ενδιαφερόμενους περί την ακτοπλοΐα στον ιδιαίτερό του;
ΜΑΡΤΥΣ (Αναστάσιος Αλιφέρης): Ναι, αυτό συνέβαινε.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΗΣ: Εσάς σας είχε παραπέμψει πολλές φορές;
ΜΑΡΤΥΣ (Αναστάσιος Αλιφέρης): Κάθε φορά που πήγαινα στο Υπουργείο έπαιρνα -γιατί είχα το πρόβλημα- «τι θα γίνει Υπουργέ;» «Έλα στο Υπουργείο». Όταν πήγαινα στο Υπουργείο «πείτε τα με τον Παναγιώτη και βλέπουμε».
2) Φέρεται ότι κατά τις επαφές Ζαχαρίου με Μανούση και Αλιφέρη χρησιμοποιεί πανομοιότυπες εκφράσεις προκειμένου να απαιτήσει οικονομική βοήθεια. Καταθέτει ο Φ. Μανούσης ότι πρέπει να πληρώσει γιατί «Πρέπει να εξασφαλίσουμε τα γεράματα» ο δε Αλιφέρης ότι «Αυτά τα πράγματα για να τα ρυθμίσουμε, ναι θα τα κάνουμε, θα δούμε πως θα γίνει κλπ, ξέρετε υπάρχουν ανάγκες και εμείς τελειώνουμε το βίο μας και δεν έχουμε …»
3) Από τη 2η προκαταρκτική του εξέταση (27/10/2007) ο Φ. Μανούσης καταθέτει ότι ο Ζαχαρίου του έκανε μνεία σχετικά με οφειλή του κ. Παυλίδη για την αγορά κατοικίας από τη κόρη του, Αγγελική, κάτι το οποίο επαναλαμβάνει και κατά την, ενώπιον της Επιτροπής, κατάθεσή του: «Πόσο νομίζετε ότι θα κρατηθούμε ακόμα στην πολιτική και ο Υπουργός; Ο Υπουργός έχει υποχρεώσεις. Έχει πάρει σπίτι στην θυγατέρα του. Χρωστάει το σπίτι της θυγατέρας του», «Έχει υποχρεώσεις και οφείλει το σπίτι της θυγατέρας του».καταθέτει Η βασιμότητα της αναφοράς πιθανολογείται από το γεγονός ότι κατά το κρίσιμο χρόνο (3/11/2006), που φέρεται η καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ, η κόρη του κ. Παυδίδη, όφειλε πράγματι δάνειο ύψους 130.000 ευρώ, που είχε λάβει τον Ιούλιο του ίδιου έτους από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.
4) Πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω ο λόγος των πλήρως αποδεδειγμένων επισκέψεων του κ. Ζαχαρίου στα γραφεία των εταιρειών Μανούση. Ο ίδιος ο κ. Παυλίδης τις χαρακτήρισε αδικαιολόγητες αποτέλεσαν δε προσχηματική αιτία, όπως αποδείχθηκε για την «απομάκρυνσή» του από τη θέση του υπεύθυνου του πολιτικού του γραφείου.
5) Ακόμα δεν έχουν διαλευκανθεί οι πηγές προέλευσης του ποσού των 40.000 ευρώ, που κατατέθηκαν τμηματικά στους λογαριασμούς του κ. Ζαχαρίου κατά το χρονικό διάστημα από 5 έως και 7 Νοεμβρίου 2006, δηλαδή αμέσως μετά την ημερομηνία (3/11/2006) που φέρεται ότι έλαβε το ποσό των 100.000 ευρώ.
6) Η καταβολή του ποσού των 100.000 ευρώ προς τον κ. Παν Ζαχαρίου, βεβαιώνεται από τους μάρτυρες Μακρή και Αναγνωστοπούλου, με τον πρώτο να διευκρινίζει ότι είδε τον Ζαχαρίου, κατά τη στιγμή της αποχώρησής του από τα γραφείο της εταιρείας, να κρατά τη συσκευασία με τα χρήματα, που λίγο πριν είχε παραδώσει στον κ. Μανούση. Πρέπει να επισημανθεί ότι στη παρούσα φάση της ποινικής διαδικασίας δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αυτών.
7) Άξια περαιτέρω διερεύνησης, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ή μη η γνώση του κ. Παυλίδη για τις πράξεις του συνεργάτη του κ. Ζαχαρίου, συνιστά η τουλάχιστον περίεργη αλληλουχία των γεγονότων κατά το 3ήμερο 25-27/4/2007. Σύμφωνα με τις καταθέσεις Παυλίδη και Ζαχαρίου, οι επίδικες φωτογραφίες (απόπειρα εκβίασης) στάλθηκαν από τον Μανούση στον Ζαχαρίου στις 25/4/2007, η απόφαση κατακύρωσης του εκκρεμούς διαγωνισμού υπογράφηκε από τον κ. Παυλίδη στις 26/4/2007 και το τηλεφώνημα από τον κ. Αγγέλου προς τον κ. Παυλίδη έγινε στις 27/4/2007. Πιθανολογείται σοβαρά (έως αυτονόητα) ότι όταν ο Ζαχαρίου έλαβε τις φωτογραφίες το ανέφερε τηλεφωνικά, ΑΜΕΣΩΣ προς τον κ. Παυλίδη, στη Μυτιλήνη όπου βρισκόταν. Την ίδια ημέρα (25/4) τηλεφώνησε στο νομικό σύμβουλο του υπουργείου κ. Χαραλαμίδη και του ζήτησε επείγουσα ατομική γνωμοδότηση προκειμένου να υπογράψει αυθημερόν την κατακυρωτική απόφαση. Επʼ αυτού ο κ. Χαραλαμίδης κατάθεσε ενώπιον της Επιτροπής μας: « …..μου λέει (ο κ. Παυλίδης): «Θέλω ατομική διότι το βράδυ φεύγω με το αεροπλάνο» και κάθισα από το πρωί μέχρι το απόγευμα με τη νομολογία, με το κομπιούτερ, με την ΝΟΜΟΣ, με ό,τι μπορούσα να βρω και γνωμοδότησα αυτό». Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (26/4/2007) και λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, υπέγραψε την απόφαση κατακύρωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, κάτι το οποίο φαίνεται να επιδίωκε ο κ. Μανούσης με την αποστολή των φωτογραφιών αλλά και με τη διατύπωση παραπόνων προς το ιδιαίτερο γραφείο του κ. Πρωθυπουργού. Όταν δε την επόμενη ημέρα (27/4/2007) επικοινωνεί μαζί του ο κ. Αγγέλου προκειμένου να του μεταφέρει τις αιτιάσεις του κ. Μανούση σχετικά με την αδικία που υφίσταται – προφανώς λόγω της καθυστέρησης κατακύρωσης του διαγωνισμού – ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ – περίεργα – να του αναφέρει ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα είχε ήδη υπογράψει την απόφασή του. Σε σχετικό ερώτημα που του τέθηκε απάντησε ότι δεν το θεώρησε «επιβεβλημένο»!!
8) Ακόμα και μετά την απόφαση κατακύρωσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα την υπογραφή της σύμβασης με την εταιρεία Μανούση, με επιχείρημα τις νέες προσφυγές της εταιρείας Αγούδημου, με περιεχόμενο πανομοιότυπο με εκείνες που είχαν πρόσφατα κριθεί και απορριφθεί από το ΣτΕ. ΣΕ σχετική ερώτηση προς τον νομικό σύμβουλο κ. Χαραλαμπίδη εάν ζητήθηκε νέα γνωμοδότηση για την προσωρινή ανάθεση της γραμμής απάντησε αρνητικά και όταν ζητήθηκε η γνώμη του θεωρώ ότι ήταν εμμέσως σαφής ότι θα έπρεπε να ανατεθεί στην εταιρεία Μανούση.
9) Σοβαρή ένδειξη πιθανής γνώσης του πρώην υπουργού κ. Παυλίδη για τις ελεγχόμενες ενέργειες του κ. Ζαχαρίου συνιστά η, τουλάχιστον ανακόλουθη συμπεριφορά του αμέσως μετά την ενημέρωσή του από τον κ. Αγγέλου. «Γίναμε μαλλιά κουβάρια», «Δεν έγιναν (οι επισκέψεις) με τη συγκατάθεσή μου» κατέθεσε ο κ. Παυλίδης και ουσιαστικά απαίτησε και έλαβε αυθημερόν (27/4/2007) την παραίτησή του κ. Ζαχαρίου την οποία παρέδωσε για ευνόητους λόγους στον κ. Αγγέλου, λησμονώντας όμως να τον ενημερώσει ότι την ίδια ημέρα τον «επαναπροσέλαβε» ως ειδικό του συνεργάτη. Την παράληψή του αυτή την εξήγησε ως εξής σε σχετική ερώτηση: «Πάντως, η αντίδρασή μου καθʼ όσον αφορά στον κ. Αγγέλου ήταν «πάρτε την παραίτηση του Διευθυντού μου». Τα υπόλοιπα δεν τα θεώρησα ότι ήταν ιδιαιτέρας σημασίας.»
Aξιολόγηση τραπεζικών λογαριασμών
Για άλλη μια φορά, με καθυστέρηση και με πολλά σκοτεινά σημεία, τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής, οι τραπεζικοί λογαριασμοί της οικογένειας του κ. Αριστ. Παυλίδη. Λόγω της καθυστερημένης αποστολής τους, ήταν σχεδόν αδύνατον μέχρι και το τέλος της λειτουργίας της Επιτροπής να συμπληρωθούν τα κενά και να γίνει σωστή αξιολόγηση της πορείας του χρήματος. Ιδιαίτερη αξιολόγηση έγινε στους λογαριασμούς του αδερφού του τέως Υπουργού κ. Αναστ. Παυλίδη και αυτό γιατί η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει πιθανό συσχετισμό της πολιτικής δραστηριότητας του τέως Υπουργού με την κίνηση των λογαριασμών του αδερφού του. Η εκ μέρους των εμπειρογνωμόνων της Τράπεζας της Ελλάδας, αξιολόγηση των λογαριασμών και το σχετικό πόρισμα που μας παρέδωσε περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση. Εντοπίστηκαν ροές εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ από και προς τους λογαριασμούς του κ. Αναστ. Παυλίδη, με άγνωστη προέλευση ή παραλήπτες, εισροή σημαντικών ποσών σε λογαριασμούς της κόρης και της συζύγου του τέως Υπουργού από τράπεζα της Αμερικής δίχως να είναι γνωστή η αρχική προέλευση των χρημάτων κλπ. Παρόλα αυτά ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν τα πιο κάτω στοιχεία:
1. Τον επίδικο λογαριασμό που ο κ. Αναστ. Παυλίδης διατηρούσε στο υποκατάστημα Βουλής της Εθνικής Τράπεζας και από τον οποίο εκταμιεύτηκε το ποσό των 210.000 ευρώ για την αγορά του σπιτιού της κόρης του κ. Αριστ. Παυλίδη, διαχειριζόταν σχεδόν αποκλειστικά και ουσιαστικά χωρίς λογοδοσία από τον ίδιο τον τ. Υπουργό, βάσει πληρεξουσίου από τον αδερφό του. Το γεγονός αυτό χρήζει περαιτέρω διερεύνησης αφού ο τ. Υπουργός εμφανίζεται ως «οιονεί» δικαιούχος του λογαριασμού και αφετέρου, οι αναλήψεις που φαίνονται σε αυτόν κατά το διάστημα Δεκ. 2005- Φεβ. 2006 και αφορούν - όπως φαίνεται- στην ανακαίνιση του διαμερίσματος, χορηγήθηκαν από τον θείο Αναστ. Παυλίδη και όχι από τον πατέρα, όπως κατηγορηματικά είχε καταθέσει ο τ. Υπουργός. Η τελευταία αυτά επισήμανση έχει σχέση και με την κατηγορηματική δήλωση του κ. Αριστ. Παυλίδη, ότι η δωρεά των 80.000 ευρώ, που έκανε προς την κόρη του στις 22/01/2007 αφορούσε στην επισκευή του διαμερίσματός της. Κάτι το οποίο φαίνεται να ανατρέπεται από τα προηγούμενα στοιχεία.
2. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η στοιχειοθέτηση των οφειλών των κ.κ. Ρούτση και Χρυσοχοϊδη προς τον κ. Αναστ. Παυλίδη, οι οποίες φαίνονται να εξοφλούνται σχεδόν στο σύνολό τους κατά την κρίσιμη περίοδο, 2005-2008. Ένα απίστευτα υψηλό ποσό των 680 εκατ. δρχ. το οποίο φαίνεται να έχει δοθεί ως δάνειο από τον κ. Αναστ. Παυλίδη προς τον πατέρα του κ. Χρυσοχοϊδη, Παράσχο Χρυσοχοϊδη, το 1992, χωρίς οποιοδήποτε παραστατικό(!!), επιστρέφεται από τον υιό του από το 2006-2009. Επίσης προκαταβολή 110 εκατ. δρχ. που με πανομοιότυπο τρόπο δόθηκε τμηματικά προς τον κ. Ρούτση, το 2000 και 2001, επιστρέφεται τμηματικά και σε διάρκεια επτά χρόνων με καταθέσεις μικρών ποσών στον επίδικο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας.
Η πλήρης διασαφήνιση όλων των πιο πάνω νομικά ασυνήθιστων συναλλαγών καθώς επίσης και η πραγματική προέλευση των χρηματοδοτικών ροών προς και από τους λογαριασμούς του κ. Αναστ. Παυλίδη, κυρίως κατά την κρίσιμη περίοδο 2005-2009, αποτελεί μέχρι αυτή τη στιγμή σοβαρό ζητούμενο προς περαιτέρω διερεύνηση και ενισχύει τις επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του τ. Υπουργού.
ΠΡΟΤΑΣΗ
Για τους λόγους αυτούς και αφού έλαβα υπόψη και αξιολόγησα όλο το αποδεικτικό υλικό προτείνω:
Προς την Ολομέλεια της Βουλής την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του πρώην υπουργού κ. Αριστ. Παυλίδη για τα αδικήματα α) της ηθικής αυτουργίας σε εκβίαση, που διαπράχθηκε κατʼ επάγγελμα και κατά συνήθεια από τον συνεργάτη του και ήδη κατηγορούμενο για το ίδιο αδίκημα κ. Παν. Ζαχαρίου (άρθρα 46 παρ.1α και 385 παρ.1β ΠΚ) και β) της παθητικής δωροδοκίας (άρθρο 235 ΠΚ).
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ
Σε μια εποχή κρίσιμη για την οικονομία και τα δικαιώματα των πολιτών, η Βουλή θα έπρεπε να ασχολείται εντατικά με τις ανάγκες των πολλών και η Δικαιοσύνη με τις κομπίνες και τους εκβιασμούς των ελαχίστων πολιτών.
Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, είχε προτείνει έγκαιρα και με ένταση την αναγκαιότητα τροποποίησης αυτού του θεσμικού πλαισίου και συγκεκριμένα του νόμου 3126/2003, του Κανονισμού της Βουλής και του Συντάγματος.
Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο περί ποινικών ευθυνών Υπουργών θεωρούμε ότι πλήττει σοβαρά ένα από τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτό της διάκρισης των εξουσιών. Ανώτατοι δικαστικοί κάνουν πολιτική. Πολιτικά κόμματα καλούνται να παραστήσουν τους ανεπηρέαστους δικαστές, πράγμα το οποία είναι σχεδόν αδύνατο. Παρακολουθούμε φαινόμενα έντονης πολιτικής σήψης. Βουλευτές να εκβιάζονται με το φόβητρο των εκλογών για το πώς θα ψηφίσουν. Κόμματα της αντιπολίτευσης να κάνουν πολιτικά παζάρια, κόλπα, συναλλαγές με την κυβέρνηση για τη στάση που θα κρατήσουν.
Για όλη αυτή την κατάσταση είναι ακέραιες οι ευθύνες της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ για τις συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τα ποινικά αδικήματα υπουργών, που είναι μοναδικές σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα μας είναι παγιδευμένη σε μία διαδικασία, όπου η διαφθορά επιστεγάζεται από την κομματική ιδιοτέλεια και σκοπιμότητα σχετικά με τη δίωξή της.
Τα φαινόμενα αυτά θα αποφεύγονταν αν η Βουλή και ατομικά οι βουλευτές, καταλόγιζαν αποκλειστικά και μόνο πολιτικές ευθύνες, εντοπίζοντας τα αίτια που γεννούν αυτήν τη νοσηρή κατάσταση και προτείνοντας μέτρα αποτροπής τους, ενώ οι ποινικές διαστάσεις να αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη δικαιοσύνη. Αντίθετα οι βουλευτές καλούνται να επιτελέσουν καθήκοντα προανακριτικών υπαλλήλων, να εμπλακούν σε μία στείρα διαδικασία ερμηνείας, εφαρμογής διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι βουλευτές μετατρέπονται σε εισαγγελείς, ανακριτές, προανακριτικοί υπάλληλοι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κύρος και την αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου και για τη λειτουργική ανεξαρτησία των πολιτειακών οργάνων και θεσμών.
Προτείνουμε συγκεκριμένα να τροποποιηθεί ο Ν. 3126/2003 προς την κατεύθυνση της άρσης των σύντομων περιόδων παραγραφής και της ευνοϊκής νομικής μεταχείρισης κατηγορουμένων ή ενόχων. Και βεβαίως προς την κατεύθυνση της απεμπλοκής της Βουλής από τη διαδικασία διερεύνησης ποινικών ευθυνών για πολιτικά πρόσωπα και για Υπουργούς. θεωρούμε ότι η σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, προσφέρει μία σημαντική δυνατότητα, εν προκειμένω αξιοποίησης, με συνταγματικά παραδεκτό τρόπο.
Η εμπέδωση και θωράκιση της διαφάνειας είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα και πρωταρχικό αίτημα των Ελλήνων πολιτών. Το μείζον πρόβλημα εν προκειμένω είναι ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ψηφίζονται σχετικοί νόμοι και πολυποίκιλες διατάξεις τις οποίες τα δύο κόμματα του δικομματισμού, που τις εισηγήθηκαν, παραβιάζουν ποικιλοτρόπως και συνεχώς. Ανεξάρτητα από ελλείψεις, ασάφειες, ή αοριστίες της κείμενης σχετικής νομοθεσίας οι υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται επί της ουσίας και πολλές φορές λειτουργούν ως επίφαση και πρόσχημα. Για το λόγο αυτό ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, σκοπεύει να προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με συνταγματολόγους, με τελικό στόχο την κατάθεση πρότασης νόμου προκειμένου να αξιοποιηθούν τα ευρύτερα όρια του Συντάγματος, αλλά και ενδεχομένως διεθνείς συνθήκες όπως του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, ώστε να προχωρήσουμε στην άμεση αλλαγή του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών.
Η διεθνής πρακτική τείνει προς την εξίσωση των ρυθμίσεων και αυτή τη φιλοσοφία περικλείουν πλέον οι διεθνείς συμβάσεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Ο νόμος 3126/2003 έχει πλέον καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών ως νόμος περί απόκρυψης πολιτικών ευθυνών. Το πολιτικό σύστημα έχει οδηγηθεί πλέον σε πλήρης αδιέξοδο. Η εξίσωση έναντι του νόμου πολιτών και πολιτικών αποτελεί υποχρέωση του πολιτικού κόσμου
Στο πλαίσιο αυτό, ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να υπάρξουν και νέες ρυθμίσεις που θα υπηρετούν την πολιτική διαφάνεια, τη χρηματοδότηση των κομμάτων, τον ουσιαστικό έλεγχο των οικονομικών τους, τη σύννομη και χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αλλά και την αυστηροποίηση των κυρώσεων.
ΠΕΡΙ ΑΚΤΟΠΛΟΪΑΣ
Στο πλαίσιο των εργασιών της η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή είχε την οδυνηρή εμπειρία να ασχοληθεί και με το καθεστώς της ακτοπλοΐας. Καθεστώς το οποίο αναδείχθηκε φαύλο, αδιαφανές και προκλητικά αναποτελεσματικό σε βάρος των κατοίκων και των τοπικών οικονομιών των νησιών… «χαμηλού εμπορικού ενδιαφέροντος». Κατέστη προφανές ότι πέρα της όποιας κρίσης για την περαιτέρω ποινική διερεύνηση της υπόθεσης του κ. Παυλίδη, η ελληνική ακτοπλοΐα πρέπει να αναδιοργανωθεί ώστε να αποκατασταθεί η διαφάνεια προς όφελος του Δημοσίου και των κατοίκων της νησιωτικής Ελλάδας.
Μια από τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας είναι ο νησιωτικός χαρακτήρας της. Καμιά άλλη χώρα της Ευρώπης δεν έχει τόσα νησιά, πάνω από 2000 (κοντά 3000 αν συνυπολογιστούν και οι βραχονησίδες), και κυρίως σε καμιά άλλη χώρα, τα νησιά δεν παίζουν το ρόλο που παίζουν στη δική μας ιστορία και εθνική μας υπόσταση.
Τα νησιά, στο σύνολό τους, είναι συστατικό της εθνικής και της πολιτισμικής μας ταυτότητας, είναι τα γεωγραφικά σύνορά μας σε Ανατολή, Δύση και Νότο. Η κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, αυτή την ιδιαιτερότητα τη χρησιμοποιεί ως ένα άλλοθι για να δικαιολογήσει τις ανεπάρκειες της ακτοπλοΐας μας. Αυτή όμως η ιδιαιτερότητα είναι εθνικό, πολιτιστικό και οικονομικό πλεονέκτημα και όχι αδυναμία. Προϋπόθεση για να λειτουργήσει ως πλεονέκτημα είναι μια ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική και μια αποτελεσματική, αξιόπιστη, ασφαλής και οικονομικά βιώσιμη ακτοπλοΐα. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος, που την ακτοπλοΐα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τη δούμε απλά ως ένα κλάδο της οικονομικής δραστηριότητας, ως ένα τομέα συσσώρευσης και κερδοφορίας του κεφαλαίου αλλά ως μια υποδομή για τη συνολική ανάπτυξη των νησιών και της χώρας. Όπως οι αστικές συγκοινωνίες, έτσι και οι ακτοπλοϊκές, από τη φύση των αναγκών που υπηρετούν, αποτελούν ένα κοινωνικό αγαθό και όχι ένα εμπόρευμα.
Η «απελευθέρωση» της ακτοπλοΐας θεσμοθετήθηκε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με το Νόμο 2932/2001, στον οποίο ενσωματώθηκαν οι περισσότερες διατάξεις του Κανονισμού 3577/92 της Ε.Ε.. Έκτοτε η κυβέρνηση της Ν.Δ. επέφερε μικρές μόνο τροποποιήσεις στο νόμο [π.χ. κατάργησε τη Ρυθμιστική Αρχή Θαλάσσιων Ενδομεταφορών (Ρ.Α.Θ.Ε.)], εξέδωσε όμως σειρά Υπουργικών αποφάσεων απελευθέρωσης γραμμών και ναύλων.
Αύξησε επίσης χρόνο με το χρόνο το ύψος των επιδοτήσεων για τις «άγονες γραμμές», κάνοντας το σύστημα ακόμα πιο φαύλο, αδιαφανές και προκλητικά αναποτελεσματικό σε βάρος των κατοίκων και των τοπικών οικονομιών των νησιών… «χαμηλού εμπορικού ενδιαφέροντος». Πρόκειται για σύστημα επιδότησης εταιριών και γερασμένων πλοίων και όχι για σύστημα προγραμματισμένης ενίσχυσης των νησιών και των κατοίκων τους.
Γραμμές που, από κερδοσκοπική άποψη, θεωρούνται "φιλέτα", έχουν πράγματι συχνές συνδέσεις, με σύγχρονα πλοία. Όμως αυτή η συχνότητα των συνδέσεων επίσης συχνά καθόλου δεν υπακούει στις ειδικές ανάγκες κάθε νησιού και φυσικά τα εισιτήρια και το κόστος μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων εκτινάσσεται στα ύψη.
Οι γραμμές όμως που δεν ικανοποιούν το κερδοσκοπικό κριτήριο, υποβαθμίστηκαν ακόμα περισσότερο. Όμως οι ανάγκες των ανθρώπων είναι παντού οι ίδιες.
Παρόλο που ο ρόλος και ο σκοπός της Επιτροπής είναι η διερεύνηση συγκεκριμένης καταγγελίας, μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων δόθηκε φως, όπως ήταν άλλωστε και αναμενόμενο, στην κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ελληνική ακτοπλοΐα και συγκεκριμένα τις επιδοτούμενες γραμμές. Οι μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι το κράτος αδυνατεί να διασφαλίσει διαδικασίες διαφάνειας και αξιοκρατίας μέσα από τις προκηρύξεις διαγωνισμών, ενώ ο ίδιος ο Υπουργός ναυτιλίας εμφανίζεται ως απόλυτος άρχων των επιδοτούμενων γραμμών. Οι καταγγελίες της ΕΕΑ, όπως είχαν διατυπωθεί το 2008, για το γεγονός ότι ο υπουργός δημιουργεί, καταργεί, αναδομεί και διανέμει ακτοπλοϊκά δρομολόγια ανά τη νησιωτική Ελλάδα φαίνεται ότι είναι υποστατές.
Η εξέλιξη της ελληνικής ναυσιπλοΐας την τελευταία δεκαετία επιβεβαιώνει το καθεστώς αδιαφάνειας και κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος προκειμένου για την εξυπηρέτηση τοπικιστικών παραγόντων. Το 1999 οι επιδοτούμενες γραμμές ήταν ελάχιστες, οι ταχυδρομικές. Παρόλα αυτά τα δρομολόγια ήταν εικοσαπλάσια σε σχέση με τα σημερινά. Μετά το 2001, καθιερώθηκε συγκεκριμένη διαδικασία για τη δρομολόγηση των πλοίων προβλέποντας υποχρεωτικό ακτοπλοϊκό συγκοινωνιακό δίκτυο, το οποίο μετά από παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έγινε ενδεικτικό. Η εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων όμως, κατά τρόπο διασταλτικό, οδήγησε σε τρομακτική αύξηση των επιδοτούμενων γραμμών. Συγκεκριμένα από τις 100 ενδεικτικές γραμμές και ενώ υπήρχαν 95 γραμμές ελεύθερης δρομολόγησης, σταδιακά περιορίστηκαν σε είκοσι οι γραμμές ελεύθερης δρομολόγησης για 15 νησιά και ογδόντα οι επιδοτούμενες. Αυτή η εξέλιξη μεταφράζεται σε αύξηση περίπου από 3 εκατ. ευρώ σε 100 εκατ. ευρώ. Ιδιαίτερα δε την τελευταία πενταετία από 40 περίπου εκατ. ευρώ του 2004, φέτος θα ανέλθουν στα 100 εκατ. Μια εξέλιξη η οποία δεν ανταποκρίνεται στις νησιωτικές ανάγκες, δεν συνοδεύεται με βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών με πιο σύγχρονα ταχύπλοα ποία και φθηνά ναύλα. Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μάλλον ικανοποιεί τοπικιστικά και επιχειρηματικά συμφέροντα γιατί η αύξηση επιδοτούμενων γραμμών δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια με βάση πληθυσμιακές και γεωγραφικές ανάγκες. Παράδειγμα τέτοιας αυθαίρετης ίδρυσης επιδοτούμενης γραμμής είναι η δημιουργία τρίτης ενδοκυκλαδικής γραμμής, ενώ υπήρχαν ήδη δύο που εξυπηρετούνταν από την εταιρεία του κ. Βεντούρη.
Επιπροσθέτως της ανεξέλεγκτης αύξησης των επιδοτούμενων γραμμών για την ικανοποίηση τοπικών πολιτικών συμφερόντων, παρουσιάστηκε μια εικόνα αδιαφάνειας που ενισχύεται από φωτογραφικές διατάξεις σε διαγωνισμούς. Το αποτέλεσμα είναι να προκύπτει μια τύποις νομιμότητα όμως επί της ουσίας διαστρεβλώνεται η όλη διαδικασία, πριμοδοτώντας συγκεκριμένες εταιρείες και συχνά αναξιόπιστα πλοία.
Ένα επίσης σημαντικό θέμα που προκύπτει και που επιδεινώνει την εικόνα αδιαφάνειας είναι η σύσταση των επιτροπών είτε των ενστάσεων είτε των αρχικών, με τη συμμετοχή μετακλητών υπάλληλων!!. Γεγονός που κάθε άλλο παρά ενισχύει τη διαφάνεια και τον αντικειμενικό χαρακτήρα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τις Επιτροπές αυτές.
Η ριζική αναδιάρθρωση του καθεστώτος της ακτοπλοΐες πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο της Υπο- Επιτροπής Νησιωτικών Υποθέσεων προκειμένου να υπάρξει όσο το δυνατόν ευρύτερη συναίνεση για αλλαγές που θα προωθούν τη διαφάνεια, τη νομιμότητα, την ίση μεταχείριση όλων των Ελλήνων, την ίση μεταχείριση των συμμετεχόντων σε διαγωνισμούς ακτοπλοϊκών γραμμών, τη βελτίωση της ακτοπλοϊκής σύνδεσης των νησιών, και την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων στα πλοία. Στο μοντέλο της κερδοσκοπικής ακτοπλοΐας, αντιπαραθέτουμε ένα μοντέλο δημοκρατικά σχεδιασμένο για μια κοινωνικά υπεύθυνη και οικονομικά βιώσιμη ακτοπλοΐα.
Συγκεκριμένες προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ που σχετίζονται άμεσα με τα προβλήματα της ακτοπλοΐας έτσι όπως προέκυψαν από την Εξεταστική Επιτροπή:
Ι. Η δημιουργία ενός ενιαίου φορέα διεύθυνσης, προγραμματισμού, εποπτείας και ελέγχου, της παροχής των συγκοινωνιακών υπηρεσιών στα νησιά με έντονη συμμετοχή της ΤΑ.
ΙΙ. Η χρήση των δημοσιονομικών πόρων που σήμερα διατίθενται για την επιδότηση των λεγόμενων άγονων γραμμών, των επιχορηγήσεων του αναπτυξιακού νόμου που φτάνουν το 40% μιας επένδυσης και τις δυνατότητες χαμηλότοκου δανεισμού, για τη στήριξη μια τέτοια στρατηγική αναζωογόνησης της ναυπηγικής μας βιομηχανίας με στόχο τη ναυπήγηση νέων πλοίων απʼ αυτήν.
ΙΙΙ. Η δημιουργία ενός δημόσιου φορέα παροχής ακτοπλοϊκών υπηρεσιών, υπεύθυνου για τη ναυπήγηση ή την αγορά πλοίων. Θα έχει, δηλαδή, στην ιδιοκτησία του ένα στόλο πλοίων διαφόρων μεγεθών, όπως συμβαίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο φορέας αυτός, ως πρώτιστο καθήκον και αποστολή του θα έχει την εξασφάλιση της κάλυψης των λεγόμενων άγονων γραμμών, της σύνδεσης των νησιών μεταξύ τους και της ρυθμιστικής του παρέμβασης συνολικά στο σύστημα των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, με στόχο την εύρυθμη λειτουργία του και την πληρέστερη ικανοποίηση των αναγκών.
29 Απριλίου 2009
Νίκος Τσούκαλης
Βουλευτής Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς