Στην παρέμβαση του ο Πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ είπε :
«Είναι 10 χρόνια περίπου από την προσωπική μου παρουσία στην πολιτική ζωή όπου ένα από τα κεντρικά ζητήματα και για μένα και για το χώρο μου, τον Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς, είναι το θέμα των συμβασιούχων. Και δεν θα το βάλουμε κάτω.
Περίμενα από εσάς να είστε πιο γενναίος και να αναγνωρίσετε όλες τις διαστάσεις της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που αλλάζουν τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι την προηγούμενη της έκδοσης της απόφασης. Και να αναγνωρίσετε επίσης και τους εντοπισμούς ευθυνών που γίνονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Πηγαίνοντας η υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μέσα από προ δικαστικό ερώτημα δικαστή ή δικαστίνας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνης – και δίνω δημόσια συγχαρητήρια- εσείς κύριε Υπουργέ βγήκατε και μέσω των υπηρεσιών ζητήσατε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να θεωρηθεί απαράδεκτη η συζήτηση του ερωτήματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λέει όχι. Είναι «παραδεκτή» η συζήτηση του ερωτήματος. Και μπαίνετε στην ίδια διαδικασία του διατάγματος Ρέππα που ήταν πολύ χειρότερο από το δικό σας, το δέχομαι, αλλά το οποίο απορρίφθηκε και κριτικαρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Με τις συντάξεις των γυναικών είπατε: μια αρνητική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου λέτε, θα την εφαρμόσουμε. Εδώ, στους συμβασιούχους, γιατί το λέτε αυτό;
Τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο;
Κάνει «παραδεκτό» πρώτα το θέμα που θέτει το Πρωτοδικείο Ρεθύμνης.
Δεύτερο : το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λέει αφήστε το περί Συντάγματος, διότι όχι μόνο υπήρχε η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1990, αλλά από το 1999 με τη δημοσίευσή της είχε ενσωματωθεί στο Δίκαιο και στηρίζει την ισχύ του υπερεθνικού του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στο Ελληνικό Δίκαιο.
Τρίτο : Τι άλλο λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Λέει έχετε την οδηγία Παυλόπουλου, που λέμε εμείς, την 164 που είπατε εσείς, αλλά δεν μπορείτε εσείς να απαγορεύσετε στον εθνικό δικαστή να κρίνει το θέμα, πράγμα το οποίο δυστυχώς είχε γίνει με μια απαράδεκτη απόφαση 19/2007 του Αρείου Πάγου η οποία ήρε μια προηγούμενη απόφαση του 2006 και το πρώτο δεδομένο που έπρεπε να παραδεχθείτε είναι ότι η απαγόρευση του Αρείου Πάγου στα δικαστήρια να ασχολούνται με τις υποθέσεις των συμβασιούχων με βάση την απόφαση 19/2007, σήμερα δεν ισχύει.
Τέταρτο :Τι άλλο λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Λέει ότι έχετε την οδηγία 164, αλλά ενδεχομένως βάζει περιορισμούς σε βάρος συμβασιούχων. Γι΄αυτό ο εθνικός δικαστής θα κρίνει για την εφαρμογή της οδηγίας και με βάση τον νόμο 2112/1920, ένα νόμο του Βενιζέλου. Είναι ντροπή γιατί μιλάμε για έναν νόμο 2 χρόνια πριν τη Μικρασιατική καταστροφή που πάει να στηρίξει τα συμφέροντα των εργαζομένων, ανταποκρίνεται στις επιταγές, στο γράμμα και στο πνεύμα της οδηγίας.
Πέμπτο : Αυτό που είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι σπάει η απαγόρευση παρέμβασης των ελληνικών δικαστηρίων. Διαβάζω την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, διότι αυτό πιστεύω ότι είναι το πιο κρίσιμο συμπερασματικό στοιχείο- λέει : « …εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να ερμηνεύσει (Ρεθύμνης και το κάθε Ρεθύμνης) και να εφαρμόσει τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού Δικαίου κατά το μέτρο το δυνατού και εφόσον δεν έχει γίνει καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την καταχρηστική χρησιμοποίηση αυτή και να εξελιχθούν οι συνέπειες της παραβίασης του Κοινοτικού Δικαίου. Το εν λόγω Δικαστήριο οφείλει στο πλαίσιο αυτό να κρίνει κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου 2112 του 1920 μπορούν ενδεχομένως να εφαρμοστούν κατόπιν ερμηνείας σύμφωνης προς την οδηγία.»
Καταλήγοντας, κύριε Υπουργέ, πρώτο συμφωνείτε ότι πλέον τα Εθνικά Δικαστήρια, με βάση την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα αποφασίζουν συγκεκριμένα για κάθε υπόθεση; Δεύτερον, συμφωνείτε ότι όσοι εργαζόμενοι συνεχίζουν να δουλεύουν με αποφάσεις των Εθνικών Δικαστηρίων, αλλά λόγω Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν πληρώνονται, πρέπει να πληρωθούν και μάλιστα αναδρομικά;
Τρίτον, συμφωνείτε ότι μαζί με την οδηγία 164 πια θα ισχύει και ο Ν.2120;
Και τέταρτο, γιατί να μην γίνει μια νομοθετική προσαρμογή σ΄αυτή την απόφαση του Δικαστηρίου ώστε να μην έχουμε χιλιάδες προσφυγές συμβασιούχων, τις οποίες τώρα θα κερδίσουν. Γιατί δεν διευκολύνετε τα πράγματα;
Θα ήθελα απαντήσεις σ΄αυτά τα ερωτήματα.
Εγώ θέλω να διαβεβαιώσω των συμβασιούχους ότι ανοίγει ένας καινούργιος δρόμος για τα δικαιώματά τους. Αν δεν προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση η κυβέρνηση, θα αποφασίσουν τα Δικαστήρια.
Να καταθέσω στα πρακτικά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την οποία θεωρώ εξαιρετικά σημαντική, αλλά και το «non paper» που δώσατε κύριε Υπουργέ. Ένα non paper που πήγε στις εφημερίδες, αναφέρθηκε σχεδόν αυτολεξεί από την κρατική τηλεόραση και το οποίο δεν αναφέρεται σε κανένα ουσιαστικό ζήτημα, απλώς εμφανίζει το θέμα ως δήθεν επιτυχία της κυβέρνησης του κ. Καραμανλή.
«Ο Υπουργός Εσωτερικών επιχείρησε ως τελευταίο καταφύγιο, στην άρνησή του να προχωρήσει στο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για άμεση νομοθετική ρύθμιση για τους συμβασιούχους που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, να χρησιμοποιήσει τον ισχυρισμό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνωρίζει την σχετική απαγόρευση του άρθρου 109, παρ. 8 του Συντάγματος.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όντως αναφέρεται στο άρθρο αυτό, αλλά σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Παραθέτουμε το σχετικό τμήμα της απόφασης:
204 «Όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος ότι το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας τροποποιήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας 1999/70 και πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, με σκοπό να απαγορευθεί απόλυτα, στον δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αρκεί η υπενθύμιση ότι μια οδηγία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του κράτους μέλους αποδέκτη −και, συνεπώς, έναντι όλων των εθνικών αρχών− είτε κατόπιν της δημοσίευσής της είτε, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία της κοινοποίησής της (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 119, και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 67).
205 Εν προκειμένω η οδηγία 1999/70 προβλέπει ρητά, στο άρθρο 3, ότι αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δηλαδή στις 10 Ιουλίου 1999.
206 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 10, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και 249, τρίτο εδάφιο, ΕΚ και της σχετικής οδηγίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας μεταφοράς μιας οδηγίας, τα κράτη μέλη αποδέκτες της οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση διατάξεων ικανών να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία αυτή (προαναφερθείσα απόφαση Inter-Environnement Wallonie, σκέψη 45, απόφαση της 8ης Μαΐου 2003, C 14/02, ATRAL, Συλλογή 2003, σ. Ι 4431, σκέψη 58, και προαναφερθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 67). Δεν έχει σημασία από την άποψη αυτή αν η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου, η οποία θεσπίστηκε μετά την έναρξη της ισχύος της σχετικής οδηγίας, έχει ως σκοπό τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο (προαναφερθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ., σκέψη 121, και προαναφερθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 69).
207 Κατά συνέπεια, όλες οι αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Francovich κ.λπ., σκέψη 32, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C 453/00, Kühne & Heitz, Συλλογή 2004, σ. Ι 837, σκέψη 20, και προαναφερθείσα απόφαση Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 111), ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος.»