Το πρώτο που θέλω να πω είναι ότι ο λαός τους Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν τους εξέλεξε για να είναι δικαστές. Και δεν παίζουμε εμείς, κύριε Βενιζέλο, τον Ποινικό Κώδικα στα χέρια μας. Εγώ είμαι οικονομολόγος. Μας εξέλεξε για να είμαστε Βουλευτές. Και σε μια εποχή κρίσης όπου υπάρχει ανεργία, υπάρχουν τα stages, υπάρχουν οι συμβασιούχοι, υπάρχει στέρηση, υπάρχει πείνα υπάρχει το μικρομάγαζο και η μικροβιοτεχνία που κλείνει κάτω από τις απλήρωτες συναλλαγματικές, θέλει γιʼ αυτά τα θέματα να μιλάμε εδώ. Και μας θέλει δίπλα του. Και είμαστε ένα περίεργο δικαστήριο. Δεν ξέρω αν έχει ξανά υπάρξει δικαστήριο στο οποίο οι συνήγοροι υπεράσπισης και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής –τέτοιες ήταν όλες οι ομιλίες που ακούστηκαν- θα γίνουν δικαστές μετά από λίγη ώρα. Και δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο δικαστήριο –ρώτησα το συνάδελφο Κουβέλη- στο οποίο να επιτρέπεται οι δικαστές κατά την ώρα της διαδικασίας να είναι στα γραφεία τους ή στο καφενείο. Και μου είπε, όχι ότι πρέπει να υπάρχει αναπληρωτής.
Και γιʼ αυτό με ειλικρίνεια θέλω να πω απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό ότι είναι δύσκολο να ασκήσεις αυτό το ρόλο και ότι είναι πραγματικό δύσκολο να συμβιβάσεις γνώμες νομικές, που δεν έχουμε πολλοί εδώ, με τη συνείδησή σου και με τους πολιτικούς στόχους του κόμματός σου. Είναι πολύ δύσκολο. Και το νιώθουμε και εμείς ως αντιπολίτευση και αν θέλετε το πιο εύγλωττο σημείο της εξαιρετικής ομιλίας του συνάδελφου του Νίκου του Τσούκαλη ήταν το τέλος όταν έδειξε την αμηχανία και το βάρος της ευθύνης και δυσκολευόταν να βρει τις λέξεις. Διότι είναι βαριά η ευθύνη μας και είναι βαριά η ευθύνη του καθενός μας και η δική μου. Έχω βρεθεί στο ρόλο του δικαστή και με βάση τα στοιχεία που άκουσα και από τον συνάδελφο Τσούκαλη και από άλλους συναδέλφους άλλων κομμάτων, πιστεύω ότι πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη ενάντια στο Βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Υπουργό τον κ. Παυλίδη.
Το δεύτερο που θέλω να πω. Η ποινική δίωξη, η αθώωση ή η καταδίκη του κ. Παυλίδη είναι μια πλευρά και δεν είναι η μόνη, δεν είναι καν η κύρια. Εδώ αναδείχνονται τεράστια ζητήματα της ζωής, της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι το θέμα της ακτοπλοΐας, τα οποία δεν μπορούν να συνεχίσουν να είναι έτσι.
Κύριε Παυλόπουλε, θα μιλήσετε μετά από μένα, σας ρωτώ: Θα συνεχίσετε το ίδιο καθεστώς με τις άγονες γραμμές, με τα άγονα, δηλαδή τα παρατημένα νησιά, με τις μίζες, με τους εφοπλιστές τύπου Μανούση που έχουν βγει μέσα από τα πολιτικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, με τα λαδώματα; Ή θα προχωρήσουμε εδώ με πρωτοβουλία όλου του Κοινοβουλίου, αν θέλετε, σε ένα νέο καθεστώς για την ακτοπλοΐα όπου οι ενισχύσεις θα πηγαίνουν για να έχουμε στόλο; Πηγαίνετε στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Κάθονται και δεν έχουν τι να κάνουν, τη στιγμή που έχουμε τα σαπιοκάραβα στο Αιγαίο, ενώ θα υπάρχει ένας δημόσιος, ένας κοινωνικός, ένας αυτοδιοικητικός φορέας, πράγμα το οποίο θεωρούμε απαραίτητη ανάγκη εμείς.
Το τρίτο σημείο που θέλω να αναφέρω είναι ότι όλο το πρόβλημα ξεκινάει απʼ αυτή την απαράδεκτη διάταξη του Συντάγματος μέσα από το άρθρο 86 που καθιστά τη Βουλή δικαστήριο, για την οποία η ευθύνη είναι απόλυτη στα δύο κόμματα. Εμείς –και σας διαβάζω από τα Πρακτικά της Βουλής- στην Επιτροπή του Συντάγματος, στην ομιλία του τότε Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του πολιτικού μου χώρου, λέμε: «Από την πλευρά του Συνασπισμού η λύση είναι υπέρ της διεύρυνσης των ελέγχων, η λύση είναι υπέρ της ελαχιστοποίησης της εφαρμογής της ασυλίας για πολιτικά θέματα, η λύση είναι η Βουλή να έχει μόνο ρόλο να δίνει άδεια για τη δίωξη και να μην εμπλέκεται σε διαδικασίες κατηγορίας ή δίωξης, όχι κατηγορούσα Βουλή». Και εδώ έχουμε φτάσει. Γιατί; Διότι έχουμε αυτό το μοναδικό φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη, δηλαδή τη δίωξη ενός πρώην Υπουργού να την αποφασίζει η Βουλή και όχι τα δικαστήρια. Στη Γαλλία σε σχέση με την παραπομπή των Υπουργών υπάρχει εξεταστική επιτροπή από δικαστές που δίνει το πόρισμά της στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και από εκεί σε ανακριτικό συμβούλιο από αεροπαγίτες. Στη Γερμανία οι ποινικές υποθέσεις των Υπουργών είναι από τα τακτικά δικαστήρια. Απλώς η άσκηση ποινικής δίωξης τελικά θέλει μία άδεια, όπως το θέμα της ασυλίας από τη Βουλή. Έχουμε την Ιταλία του Μπερλουσκόνι, η οποία μέχρι το 1989 είχε τις δικές μας ρυθμίσεις και πέρασε στο γερμανικό σύστημα. Και εδώ αναρωτιέται κανείς: Γιατί μας δίνετε τέτοιες εξουσίες; Γιατί δεν δίνετε εξουσίες άλλες στη Βουλή; Γιατί δεν δίνετε εξουσίες στη Βουλή να μπορεί η Αντιπολίτευση να προτείνει νόμο και να έρθει για ψήφιση ο νόμος; Γιατί δεν δίνετε εξουσίες στη Βουλή και στον κάθε Βουλευτή και στους Βουλευτές της Συμπολίτευσης να έχουν αυτό το δικαίωμα που είχαμε -και το γνώρισα επί χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- να μπορούν να προτείνουν τροπολογίες στον προϋπολογισμό και αλλαγές στα κονδύλια, αυξήσεις και μειώσεις;
Το τέταρτο σημείο που θέλω να πω είναι ότι αυτή η ιδιοτέλεια και αυτή η προσπάθεια των μέχρι τώρα κυβερνητικών κομμάτων να υπερασπιστούν πολιτικά πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως έχουν εμπλοκή, έχουν ποινικές ευθύνες, φαίνεται από το εξής πολύ απλό στοιχείο: Στο Σύνταγμα για τη λαϊκή κυριαρχία, που είναι η βάση της λειτουργίας του Πολιτεύματος, υπάρχει άρθρο έξι σειρών. Για το άσυλο της κατοικίας, ένα βασικό δικαίωμα, υπάρχει άρθρο εννέα σειρών, για το δικαίωμα συγκέντρωσης υπάρχει άρθρο εννέα σειρών επίσης, για το απόρρητο των επιστολών και της επικοινωνίας υπάρχει άρθρο δώδεκα σειρών, για το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας του πολίτη υπάρχει άρθρο οκτώ σειρών. Πόσο είναι το άρθρο το οποίο συμφώνησε η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να υπάρχει στο Σύνταγμα σε σχέση με τα θέματα ποινικής ευθύνης και δίωξης Υπουργών και πρώην Υπουργών; Εβδομήντα επτά σειρές. Λες και το μεγαλύτερο δικαίωμα, η μεγαλύτερη ελευθερία που ήθελε να εξασφαλίσει ο ελληνικός λαός μέσω ενός τρισέλιδου άρθρου στο Σύνταγμα, ήταν πώς θα προστατευθούν οι Υπουργοί και οι πρώην Υπουργοί που έχουν ενδεχομένως ποινικές ευθύνες.
Αυτή είναι η αναξιοπιστία της πολιτικής και αυτή είναι η εμπλοκή μας σήμερα, διότι δεν έχουμε απέναντί μας ένα νόμο που θα καλείτο η Βουλή απλώς να τον αλλάξει, έχουμε το ίδιο το Σύνταγμα.
Το πέμπτο σημείο. Τι δικαστήριο είναι αυτό; Έχω μάθει και απʼ αυτά που διαβάζουμε στις ποινικές υποθέσεις στις εφημερίδες και από τα έργα ευρωπαϊκά, αμερικάνικα, για εξαιρέσεις δικαστών. Γιατί; Διότι είναι συγγενείς του κατηγορουμένου ή ήταν εχθρός, αντίπαλος, έχει διαφορές με τον κατηγορούμενο ή ήταν φίλος του κατηγορούμενου. Πώς εσείς κάνατε ένα δικαστήριο, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ., που όλοι είμαστε κομματικοί φίλοι ή κομματικοί αντίπαλοι του κατηγορουμένου και όλοι τον ξέρουμε και όλοι είμαστε σε δυσκολία, αν θέλετε, όταν έχουμε απέναντί μας ένα συνάδελφο με τον οποίο μπορεί να έχουμε πιει καφέ ή να έχουμε πάει ένα ταξίδι;
Αυτή είναι η εικόνα της Βουλής. Και μας περιπαίζουν τα κανάλια. Είναι το μόνο δικαστήριο που οι ανακριτές βγαίνουν στις τηλεοπτικές εκπομπές και γίνεται ανάκριση τηλεοπτική και όταν φύγουν αρχίζουν τα σκωπτικά σχόλια από τους δημοσιογράφους.
Το έκτο σημείο. Να είχε αποτέλεσμα όλο αυτό, εντάξει, τουλάχιστον να είχαμε αποτέλεσμα. Ας ασχολείται συνεχώς η πολιτική ζωή με τα σκάνδαλα, ας μην ασχολείται με τα θέματα της κρίσης της οικονομίας, της κοινωνίας της απασχόλησης. Να είχε τουλάχιστον παραπεμφθεί κάποιος! Να είχε ασκηθεί δίωξη για κάποιον! Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο αποτέλεσμα. Επομένως, είμαστε σε ένα αδιέξοδο.
Έρχομαι στο έβδομο σημείο. Εμείς ως Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς είπαμε «δεν θα μείνουμε στο αδιέξοδο, εάν υπάρχει λύση, θα προσπαθήσουμε να τη βρούμε». Γιʼ αυτό πριν από λίγες ημέρες κάναμε μία ειδική συνεδρίαση με συνταγματολόγους και είπαμε: Υπάρχει αυτό το Σύνταγμα, υπάρχει αυτός ο νόμος. Πως μπορούμε να φύγουμε από αυτόν το νόμο; Υπήρξε η ιδέα να αξιοποιήσουμε την σύμβαση του ΟΗΕ για τη διαφθορά, η οποία προβλέπει διαδικασίες πολύ πιο αυστηρές, αλλά υπάρχει θέμα εθνικού και υπερεθνικού δικαίου.
Ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών είναι αντιγραφή του Συντάγματος, δεν μπορεί να αλλάξει. Κι όμως μέσα από αυτήν τη συζήτηση πιστεύω ότι υπάρχει λύση. Και απευθύνομαι αυτήν τη στιγμή στον κ. Καραμανλή, στον κ. Παπανδρέου, στην κυρία Παπαρήγα, στον κ. Καρατζαφέρη και ζητώ να υπάρξει αυτοδέσμευση όλων των κομμάτων, ότι από τη στιγμή που έλθει ένας φάκελος από τις δικαστικές, από τις ανακριτικές αρχές στη Βουλή, αυτομάτως θα κινείται το Σύνταγμα όπως προβλέπει, δηλαδή η συγκρότηση της Προανακριτικής Επιτροπής κλπ, αλλά δεν θα μπαίνουμε στην ουσία του θέματος, θα παραπέμπουμε το θέμα στη δικαιοσύνη.
Με αυτόν τον τρόπο η Βουλή και η πολιτική ζωή θα απαλλαγεί από αυτό το απαράδεκτο φορτίο και θα αρχίσουμε να μιλάμε για τα θέματα της κρίσης, της οικονομίας. Τα κανάλια ας κάνουν αυτό που θέλουν. Θα είμαστε μία Βουλή πολιτική, θα είμαστε μία Βουλή νομοθετική, θα είμαστε μία Βουλή ελεγκτική και όχι ένα ψευτοδικαστήριο, όπως είμαστε τώρα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία νομίζω στην περίοδο που ζούμε.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα κόμματα θα αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα την πρόταση αυτή. Και θα ακούσουμε και τον σφυγμό της κοινωνίας, που δεν είναι το τι λένε οι δημοσκοπήσεις, ούτε πηγαίνουμε εμείς με τις δημοσκοπήσεις, αλλά είναι η ανάγκη να υπάρξει αποτέλεσμα, να υπάρξουν κάποιοι πολιτικοί, Υπουργοί και πρώην Υπουργοί, οι οποίοι θα βρεθούν μπροστά στο δικαστήριο, για να αντιμετωπιστεί και μέσα από αυτήν τη γωνία το πρόβλημα της διαφθοράς το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.
Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι παλαιά –και έχουμε μία μεγάλη ιστορία πίσω μας- η ιστορία σημαδευόταν από διάφορα γεγονότα. Τον 5ο αιώνα π.Χ είχαν τη Μάχη του Μαραθώνα, τη Μάχη της Σαλαμίνας, τη Μάχη των Πλαταιών, που σημάδευε χρονιά με χρονιά, πενταετία με πενταετία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την παρουσίαση των διαφόρων τραγωδιών στην Αρχαία Αθήνα. Τώρα τι γίνεται; Πώς σημαδεύεται η πορεία του τόπου. Δείτε, είκοσι χρόνια: Σκάνδαλο Κοσκωτά. Σκάνδαλο ΟΤΕ. Σκάνδαλο SIEMENS.
Πρώτο σκάνδαλο Βατοπεδίου επί ΠΑΣΟΚ Σκάνδαλο Χρηματιστηρίου. Σκάνδαλο καρτέλ γάλακτος. Νέο σκάνδαλο SIEMENS. Δεύτερο σκάνδαλο –ακόμη μεγαλύτερο- Βατοπεδίου με τα ανταλλάξιμα. Σκάνδαλο «Γερμανού». Σκάνδαλο ακτοπλοΐας.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που μου είπε ένας φίλος: Τα καλύτερά μας χρόνια –και αυτό συμβαίνει ειδικά για τους νέους ανθρώπους- περνάνε μέσα από αυτή την πορεία.
Δεν απευθύνομαι στους φίλους και συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ., που πιστεύω ότι το καταλαβαίνουν. Απευθύνομαι στους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας, στους φίλους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., για να τους πω ότι δεν αξίζει στη χώρα αυτή η μοίρα. Μπορούμε να την αλλάξουμε. Και μπορούμε να την αλλάξουμε, αν αλλάξουν κάποιες επιλογές και ακολουθηθούν δρόμοι που θα έχουν ριζικές τομές με αυτή την καθήλωση και με αυτή την αιχμαλωσία της πολιτικής ζωής, που έχει επιβάλλει ο δικομματισμός.
4/5/2009