Παρά την περίφημη κυβερνητική δήλωση πως ο πολιτισμός αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, στην πραγματικότητα το ζήτημα της προβολής και της ανάδειξης των ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικών θησαυρών της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με προχειρότητα και με σοβαρά προβλήματα όπως έχει επισημανθεί και από εμπεριστατωμένα άρθρα π.χ. της κ. Σταυρούλας Παπασπύρου στην Ελευθεροτυπία της 19-4-2009.
Συγκεκριμένα, κλειστές παραμένουν αίθουσες σημαντικών μουσείων της χώρας λόγω μη αποπεράτωσης των εργασιών αποκατάστασης ή επέκτασης προκειμένου να εκθέτονται καταλλήλως τόσο τα ήδη υπάρχοντα, όσο και τα νέα ευρήματα από πρόσφατες ανασκαφές.
Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί το Μουσείο Ηρακλείου, δεύτερο πιο δημοφιλές, μετά το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Οι επισκέπτες του Μουσείου Ηρακλείου που πολλές φορές φτάνουν τους 4.000 – 5.000 καθημερινά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έχουν πρόσβαση σε μόλις 400 από τα 15.000 αριστουργήματα του κρητικού πολιτισμού!( στις αποθήκες φυλάσσονταν πάνω από 100.000 αντικείμενα.) Η εργολαβία έχει παραδώσει το ανακαινισμένο κτίριο του Μουσείου, αλλά η έγκριση της μουσειολογικής – μουσειογραφικής μελέτης της επανέκθεσης εκκρεμεί από το ΚΑΣ, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η δυνατότητα του Μουσείου να διεκδικήσει την ένταξή του σε έργο του ΕΣΠΑ, ενώ εκκρεμεί επίσης η έγκριση μελέτης για τη διαμόρφωση του εξωτερικού χώρου με την ανάδειξη του Αγ. Φραγκίσκου (από τα σημαντικότερα καθολικά μοναστήρια του Βενετικού Χάνδακα).
Προβλήματα αντιμετωπίζει και το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, οικοδομημένο από το 1876, όπου η αναγκαία επέκτασή του ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, για το οποίο όπως παραδέχεται η προϊσταμένη της Ε' Εφορείας αρχαιοτήτων, κ. Αδαμαντία Βασιλογάμβου: «το μουσείο είναι δυσανάλογο με τη φήμη της αρχαίας Σπάρτης» και η μόνιμη έκθεσή του «δεν είναι αντιπροσωπευτική των συλλογών του».
Στην Αρκαδία 5 από τα έξι υπάρχοντα μουσεία παραμένουν κλειστά. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Τεγέας, επισκευάζεται από το 2006, το οικοδομικό έργο αναμένεται να παραδοθεί σε 2 μήνες και αναμένεται το μουσειολογικό!
Κλειστό παραμένει και το Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας, ενώ στη Λέσβο τα Μουσεία του Νομού είναι κλειστά από τον Ιανουάριο, λόγω έλλειψης φυλακτικού προσωπικού, παρά την πρόσφατα διατυμπανισμένη από το ΥΠΠΟ πρόσληψη «εποχικού» προσωπικού, που φαίνεται πως κατανεμήθηκε επιλεκτικά οδηγώντας περιφερειακά μουσεία σε λουκέτο. Ο κατάλογος είναι μακρύς και ανησυχητικός.
Παράλληλα, ενώ όπως παραδέχεται η κ. Σουζάνα Χούλια, επικεφαλής της γενικής διεύθυνσης αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς του ΥΠΠΟ: «Υπάρχουν παρά πολλά ευρήματα που μένει να προβληθούν ακόμα, γι' αυτό και δεν λείπουν ούτε οι προτάσεις ούτε οι αποφάσεις για την ίδρυση νέων μουσείων», στην πράξη νέα μουσεία δεν αποφασίζονται να ιδρυθούν, με αποτέλεσμα σπάνιοι και ανεκτίμητοι θησαυροί της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού, να παραμένουν εγκλωβισμένοι στη γραφειοκρατία και την αδιαφορία.
Αλλά ακόμη και στα μουσεία που κατορθώνουν να είναι ανοιχτά στο κοινό, απουσιάζουν εκείνες οι συστηματικές -και όχι ευκαιριακές ή επετειακές- επικοινωνιακές δράσεις (θεματικές ξεναγήσεις για επιμέρους ομάδες των κατοίκων της κάθε περιοχής, φιλοξενία παράλληλων εκδηλώσεων, οργανωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολικές ομάδες και νεανικό κοινό, δράσεις για την οικογένεια κλπ), που θα τα καθιστούσαν πόλους έλξης και κύτταρα πολιτισμού και ιστορικής αυτογνωσίας για τις τοπικές κοινωνίες
Ερωτάται ο κ. Υπουργός
1. Γιατί καθυστερούν οι εργασίες στο ιδιαίτερα σημαντικό Μουσείο Ηρακλείου με αποτέλεσμα να μην είναι προσβάσιμα στους επισκέπτες τα μοναδικά ευρήματα του Μινωικού Πολιτισμού;
2. Τι μέτρα πρόκειται να πάρει ώστε να ακολουθηθεί σε κεντρικό επίπεδο, συντονισμένη πολιτική, οργανωτικά αλλά και στην κατεύθυνση της εξασφάλισης των απαιτούμενων κονδυλίων, για τα μουσεία της Ελλάδας, τόσο τα υπάρχοντα, όσο και αυτά που προβλέπεται και επιβάλλεται να δημιουργηθούν;
3. Τι μέτρα πρόκειται να πάρει ώστε γενικά να ενισχυθεί ο ουσιαστικός δημόσιος χαρακτήρας των μουσείων και να πάψει ο σχεδιασμός τους με μόνο κριτήριο την αποσπασματική τουριστική «αξιοποίηση»;
4. Σκέφτεται η πολιτεία να αξιοποιήσει εμπειρίες από τις δραστηριότητες σχεδόν όλων των μεγάλων μουσείων του κόσμου αλλά και από τις δράσεις κάποιων πρωτοπόρων ελληνικών μουσείων προκειμένου να οργανωθούν εκδηλώσεις, σεμινάρια, προγράμματα για παιδιά, νέους και συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, έτσι ώστε όλα τα μουσεία μας, των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και της περιφέρειας, να παύσουν να είναι «νεκροταφείο αρχαιοτήτων» και να γίνουν σύγχρονα πολιτιστικά κέντρα, ζωντανά, που να παρεμβαίνουν στην κοινωνία; Κι αν ναι μέσα από ποια προγράμματα και ποια συγκεκριμένα κονδύλια;
Ο ερωτών Βουλευτής
Περικλής Κοροβέσης