Σε κάθε προεκλογική περίοδο υπάρχουν κεντρικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν σχετικά με το περιεχόμενο της πολιτικής καμπάνιας, το χειρισμό ζητημάτων αντιπαράθεσης με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, τους τόνους και τις αποχρώσεις, τις προτεραιότητες και τις αιχμές της πολιτικής. Είναι προφανές ότι οι απαντήσεις που δίδονται σε αυτά τα θέματα προκύπτουν από το πλαίσιο των πολιτικών αποφάσεων που έχουν προηγουμένως ληφθεί.
Χωρίς να θέλω να θέσω πάλι θέματα πολιτικής γραμμής, πιστεύω ότι ορισμένες σκέψεις που παρατίθενται στη συνέχεια με τη μορφή ερωτημάτων μπορούν να βοηθήσουν στην επιτυχία της προεκλογικής μας δουλειάς.
Τα κεντρικά ζητήματα της ατζέντας των ευρωεκλογών και τα αντίστοιχα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε ορθά ως ΣΥΝ και ως ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά τη γνώμη μου τα εξής:
Με ποιο στόχο θα κινηθούμε στις ευρωεκλογές: με αυτόν της ευκαιρίας για ζύμωση σε πλατύτερες μάζες του σκληρού πυρήνα της στρατηγικής μας ή κυρίως με αυτόν της ευκαιρίας για θετική επικοινωνία με ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν να στείλουν μηνύματα διαμαρτυρίας και διαφοροποίησης από το δικομματισμό, η υποστήριξη των οποίων θα οδηγήσει σε μια ουσιαστική άνοδο της εκλογικής μας καταγραφής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Είναι κατανοητό ότι ο στόχος που επιλέγουμε καθορίζει τις ομάδες στις οποίες απευθυνόμαστε (από την άποψη της κοινωνικής θέσης και της πολιτικής στάσης) αλλά και τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σʼ αυτές (θεματολογία, αιχμές και μορφές). Ισχυρίζομαι ότι αν ο στόχος είναι η ευρύτερη συσπείρωση, τότε πρέπει να επικοινωνήσουμε πολιτικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ταύτιση ή άνευ αρχών προσαρμογή, με τις προσδοκίες των πολιτών που μας ανέβασαν δημοσκοπικά (έστω προσωρινά) στο 18%.
Με ποια προσέγγιση θα πάμε ότι αφορά το έργο που έγινε στην Ευρωβουλή από το ΣΥΝ το προηγούμενο διάστημα; Θα το αναδείξουμε ως υπόδειγμα ενεργού παρέμβασης (που συνέχισε μια παράδοση του χώρου μας) ή θα το υποβαθμίσουμε λόγω εσωτερικών σκοπιμοτήτων; Θα το χρησιμοποιήσουμε ως επιχείρημα για την ανάγκη εκλογικής ενίσχυσης μας ή θα το εξαλείψουμε για να μην ενισχύσουμε το «παραγοντισμό» ;
Πώς θα αναδείξουμε την υψηλή προτεραιότητα που έχουν τα θέματα της νεολαίας στην πολιτική μας πρόταση; Με μια λογική που θεωρεί τη ζωή της νεολαίας ως αλυσίδα εξεγέρσεων ή με αυτήν που επιδιώκει τη μετουσίωση του ριζοσπαστικού πνεύματος σε οράματα για μια νέα γραμματική της ζωής και ταυτόχρονα σε προτάσεις πολιτικής - ειδικό πρόγραμμα θέσεων για τη νεολαία - που να απαντά στα θέματα που την απασχολούν ως μια κοινωνική κατηγορία, η οποία καλείται να οργανώσει την ενήλικη ζωή της σε μια πραγματικά κρίσιμη εποχή και σε συνθήκες επισφάλειας;
Ποια θα είναι «η γλώσσα» που θα προσεγγίσουμε τη νεολαία; Αυτή της παλιάς καθοδηγητικής παντογνωσίας και της πολιτικής σκοπιμότητας (όσο «ιερή» και αν είναι) ή αυτή ενός ΣΥΡΙΖΑ που επιθυμεί να προωθήσει μια νέου τύπου σχέση μεταξύ του πολιτικού υποκειμένου και των νέων, η οποία θα στηρίζεται στην αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, το διάλογο, την αναζήτηση, την ενθάρρυνση καινοτόμων προσεγγίσεων και γενικά αυτό που λέμε «οργάνωση της πολιτικής από τα κάτω προς τα πάνω»;
Ποιο θα είναι το μίγμα των διεθνών – ευρωπαϊκών θεμάτων και των εσωτερικών ζητημάτων στο περιεχόμενο των πολιτικών μας πρωτοβουλιών; Θα αποδώσουμε τα του «Καίσαρος τω Καίσαρει», δηλαδή θα αποδώσουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις δυνάμεις του δικομματισμού αυτά που αναλογούν στο κάθε μέρος; Θα αναδείξουμε ότι μαζί με το διεθνή νεοφιλευθερισμό στην Ελλάδα έχουμε και τις διαστρεβλώσεις του ελληνικού πελατειακού πολιτικού συστήματος που οδήγησαν τη χώρα στη διπλή κρίση; Θα προβάλλουμε την ανάγκη της αλλαγής των ευρωπαϊκών πολιτικών (για μια νέα κοινωνική, δημοκρατική, οικολογική Ευρώπη) μαζί με την αδήριτη ανάγκη να γίνει πραγματική προσπάθεια στη χώρα μας για να υλοποιηθούν οι κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών και χωρών (αλλά και της Ε.Ε σε ορισμένα θέματα όπως η περιβαλλοντική νομοθεσία), που το ελληνικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα είτε δεν επιχειρεί καθόλου είτε διαστρεβλώνει; Θα αναδείξουμε ότι είναι αναγκαία και δυνατή η προώθηση σε εθνικό επίπεδο σημαντικών αλλαγών που άπτονται κρίσιμων ζητημάτων της καθημερινής ζωής των πολιτών, ταυτόχρονα με την προσπάθεια (και σε αλληλεπιδραστική σχέση) για την αλλαγή συσχετισμών και πολιτικής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι;
Ευρισκόμενοι πολύ κοντά σε εθνικές εκλογές θα στραφούμε αποκλειστικά στην ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος και στην καταδίκη του συστήματος για την ένταση των κοινωνικών προβλημάτων που γεννά ή θα μιλήσουμε και «για του έθνους την τιμή» που καταρρακώνεται λόγω των ασκούμενων πολιτικών από το δικομματισμό, που πρωτίστως κάνουν τη ζωή δυσκολότερη για τον απλό λαό και ευκολότερη για την κοινωνικοπολιτική ελίτ; Θα σταθούμε μόνο στην οικονομική κρίση ή εστιάζοντας σε αυτήν θα αναδείξουμε το συνολικό της χαρακτήρα και την ανάγκη ευρύτερων και πολυτομεακών αλλαγών; Θα επιχειρήσουμε δηλαδή να αρθρώσουμε - στη βάση των προγραμματικών θέσεων που τώρα έχουμε – ένα πολιτικό πλαίσιο ριζοσπαστικών αλλαγών, που θα δείχνει το δρόμο της αντιμετώπισης των υπαρκτών διαρθρωτικών προβλημάτων της χώρας και θα συγκροτεί ένα νέο εθνικό σχέδιο (σε αντιπαράθεση με τα «σχέδια-μη σχέδια» των δυνάμεων του δικομματισμού) ανταποκρινόμενο «στις ανάγκες των πολλών» ή θα ποντάρουμε στο άσχημο σενάριο για την πορεία της χώρας και τις συνθήκες ζωής των πολιτών της ;
Ποιο θα είναι το βάρος που θα έχει η κρίση στη θεματολογία της προεκλογικής μας καμπάνιας; Θα αναγνωριστεί ως ο κύριος άξονας της αντιπαράθεσης; Και πώς θα την προσεγγίσουμε; Απλά σαν μια ακόμη ευκαιρία – της αναγκαίας πάντα - ζύμωσης της επικαιρότητας του σοσιαλισμού ή σε ότι αφορά τουλάχιστον την επικοινωνία μας με το ευρύτερο κοινό, στη βάση της προβολής των αναλυτικών μας προτάσεων για μια θετική διέξοδο σε διαφορετική πολιτική κατεύθυνση;
Θα προσεγγίσουμε την αντιμετώπιση της κρίσης μόνο με προτάσεις ζύμωσης ή και με ρεαλιστικές προτάσεις άμεσης εφαρμογής; Τι στάση θα κρατήσουμε έναντι της λήψης μέτρων άμεσου χαρακτήρα για την ανακούφιση των εργαζομένων ή και την ανάσχεση των επιβαρυντικών αλλαγών που προκαλούν οι δυνάμεις της αγοράς; Θα πρωταγωνιστήσουμε στην προβολή και ικανοποίηση αιτημάτων που θα μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα ή θα θεωρήσουμε ότι αυτό είναι δουλεία του συστήματος; Θα λειτουργήσουμε ως δύναμη αγώνων αλλά και επιβολής άμεσων λύσεων ή θα θέσουμε μόνο αιτήματα που θα έχουν τέτοιο βάθος, ώστε να μην μπορεί να τα ικανοποιήσει το σύστημα;
Επιπροσθέτως, οι προτάσεις μας, που αφορούν βαθύτερες αλλαγές, θα δείχνουν ότι είναι ρεαλιστικές και δεν αδιαφορούν για την πραγματικότητα και τις συνθήκες της χώρας; Ενδεικτικά αναφέρω ότι η ορθή θέση μας για την αντικατάσταση του συμφώνου σταθερότητας και την αποδέσμευση από τον κορσέ του 3% πρέπει να παρουσιάζεται με τρόπο που να δείχνει ότι δεν αδιαφορούμε για το δημόσιο χρέος, το οποίο επιβαρύνει τις επόμενες γενιές. Δηλαδή, πρέπει πάντα να αναδεικνύεται ό,τι εντάσσεται σε μια λογική συνδυασμένης λύσης αυτών των προβλημάτων με μια νέου τύπου ανάπτυξη (που συσσωματώνει ποιοτική αλλαγή της προκαλούμενης από τις παρεμβάσεις του δημοσίου εσωτερικής ζήτησης και συμβάλλει στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της χώρας).
Θα μείνουμε αδιάφοροι έναντι των έντονων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων για τον ανακαθορισμό των εθνικών μοντέλων ανάπτυξης, των υπερεθνικών ρυθμίσεων, του περιεχόμενου και των διαδικασιών διακυβέρνησης του κόσμου;
Θα προβάλλουμε την άποψη ότι ταυτίζονται όλες οι πιθανές μέθοδοι και μέτρα επαναθεμελίωσης του συστήματος, (από την πράσινη ανάπτυξη έως το μιλιταρισμό) ή θα πρωταγωνιστήσουμε στην αντίκρουση αντιδραστικών ρυθμίσεων; Θα αναπτύξουμε τεκμηριωμένες προσεγγίσεις στις προβαλλόμενες ως σωτήριες παρεμβάσεις (όπως η πράσινη ανάπτυξη ή η ενίσχυση της εποπτείας των χρηματαγορών), ώστε να είμαστε πειστικοί στην αντιπαράθεσή μας και να μην εμφανιζόμαστε ως μάντεις κακών;
Θα προβάλλουμε τις δικές μας προτάσεις για την παγκόσμια ανάπτυξη, σε συνδυασμό με το ρόλο που θέλουμε να έχει η χώρα μας στο διεθνές περιβάλλον, που αμφισβητούν τον πυρήνα των λειτουργιών του συστήματος, από την οπτική όμως σύγχρονων, αποδοτικότερων και δικαιότερων κοινωνικών ρυθμίσεων;
Τι στάση θα κρατήσουμε στα θέματα που θέτουν οι δυνάμεις του δικομματισμού; Θα τα αποφύγουμε ή θα θέσουμε τις δικές μας θέσεις σε αντιπαράθεση;
Ενδεικτικά, πως θα αντιμετωπίσουμε την είσοδο των σκανδάλων στην πολιτική ατμόσφαιρα; Θα προβάλουμε κυρίως το ότι είναι ένας αποπροσανατολισμός από τα κύρια κοινωνικά προβλήματα ή θα θεωρήσουμε το ζήτημα συστατικό στοιχείο της αντιπαράθεσής μας για μια νέα νέου τύπου διακυβέρνηση με νέο πολιτικό-ηθικό περιεχόμενο και μεθοδολογία;
Τι στάση θα κρατήσουμε στο ενισχυμένο πλέγμα «αυξανόμενη εγκληματικότητα και μείωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών»; Θα αναγνωρίσουμε το πρόβλημα ή θα το υποβαθμίσουμε; Θα το έχουμε χαμηλά στην ατζέντα ή θα το αναδείξουμε με διαφορετική βεβαίως προσέγγιση από τους άλλους; Θα σταθούμε μόνο στις κοινωνικές αιτίες ή θα προβάλουμε ένα νέο πλαίσιο σημερινής αντιμετώπισης ενταγμένο σε μια συνολική λογική ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης με την ενεργό συμμετοχή των προοδευτικών πολιτών;
Η αντιπαράθεση προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές θα οικοδομείται στους άξονες πολιτικής σε σχέση με θέματα ζωής των πολιτών και θα προκύπτει ως αποτέλεσμα της επιχειρηματολογίας ή θα αποτελεί αφετηριακό αξιολογικό συμπέρασμα αποφθεγματικού τύπου;
Το μέτωπο προς τις δυνάμεις του δικομματισμού θα ταυτίζει το ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ ή θα τεκμηριώνει το σημερινό κοινό τόπο των πολιτικών τους και θα αναδεικνύει ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος, πόροι και δυνατότητα για μια απλή ανακύκλωση διαδρομών ή εφαρμογή επιδιορθώσεων, αφού η χώρα βρίσκεται σε οριακή κατάσταση και απαιτούνται μεταρρυθμιστικές ανατροπές των κακώς κειμένων; Θα αντιμετωπιστεί η λογική του μικρότερου κακού με την ταύτιση του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ ή θα αναδειχτεί η «κινδυνολογική» ιδέα ότι δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια του «μικρότερου κακού», αφού η εξέλιξη της κρίσης θα μετατρέψει αντικειμενικά σε περισσότερο κακό οποιοδήποτε από τα 2 κόμματα κυβερνά όσο αυτά παραμένουν στους ίδιους με τους σημερινούς άξονες πολιτικής;
Τι στάση θα κρατήσουμε έναντι των άλλων μικρών πολιτικών δυνάμεων με τις οποίες διεκδικούμε το ρόλο του εκφραστή των διαφοροποιήσεων προς το δικομματισμό; Θα κρατήσουμε χαμηλά την αντιπαράθεση ή θα αναδείξουμε, τις διαφορές μας επιδιώκοντας να ισχυροποιήσουμε την εκτίμηση ότι είναι περισσότερο χρήσιμη η υποστήριξη προς το ΣΥΡΙΖΑ;
Θα ανοίξουμε μέτωπο ενάντια στο ΛΑΟΣ με τρόπο που θα εμφανίζει την αντιπαράθεση ως αντιπαράθεση (εξ αντιδιαστολής) των άκρων ή θα αναδεικνύουμε το μη ορθολογικό, ανεδαφικό, επικίνδυνου για την ευημερία και τη ζωή χαρακτήρα των θέσεών του.
Θα αντιμετωπίσουμε το ΚΚΕ με κύριο επιχείρημα ότι αρνείται τη συνεργασία ή αναδεικνύοντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα (κινηματικές παρεμβάσεις με σύγχρονη ατζέντα, υποστήριξη των αγώνων χωρίς νοοτροπία κομματικής καθοδήγησης, προγραμματικές επεξεργασίες για ριζοσπαστικές αλλαγές , προσήλωση στη δημοκρατία και την ελευθερία, κ.λ.π) ;
Θα αντιπαρατεθούμε στους Οικολόγους Πράσινους υποβαθμίζοντας τη συμμετοχή τους στα περιβαλλοντικά κινήματα ή αναδεικνύοντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα (σύνδεση του περιβαλλοντικού με το κοινωνικό, σαφές μέτωπο με τις δυνάμεις του δικομματισμού, μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στο σύνολο των ζητημάτων που απασχολούν τη χώρα και τους πολίτες κ.λ.π);
Στην πορεία για τις ευρωεκλογές, ιδιαίτερα τον τελευταίο μήνα, έχουν σημασία και οι «λεπτομέρειες». Πιστεύω πως αρκετά θα κριθούν από αυτές. Θεωρώ ότι οι πετυχημένες απαντήσεις στα προαναφερόμενα ερωτήματα θα συμβάλουν στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Παπαθανασίου Σάκης
Μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ
(εκλεγμένος με την Ανανεωτική Πτέρυγα)