Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Στο τέλος μιας διήμερης κουραστικής και σε ένταση συνεδρίασης, νομίζω ότι πρέπει να βγάλουμε όλοι και όλες τα συμπεράσματά μας. Και νομίζω ότι από ψυχολογικής άποψης κάναμε καλά που είμαστε σήμερα εδώ και συζητάμε. Είπαν πολλοί να μεταφέραμε τη συζήτηση για μια και δύο βδομάδες μετά. Νομίζω ότι όταν κάποιος κρατάει μέσα του και θυμό αλλά και θλίψη είναι χειρότερα. Και δεν πειράζει καμία φορά να συζητάμε και σε υψηλότερους τόνους. Ήταν η ένταση υψηλή, είναι λογικό, υπήρξε, όμως, και πλούσιος και ειλικρινής προβληματισμός.
Ενδεχομένως, συντρόφισσες και σύντροφοι, και αυτό το λέω για ακόμη μια φορά και το εννοώ, να γίνουμε ακόμα σοφότεροι αν ακούσουμε τι έχει να μας πει και η βάση του κόμματος, και οι φίλοι του κόμματος. Και είδα σʼ αυτή τη συνεδρίαση κάτι που δεν το βλέπουμε συχνά σε άλλες συνεδριάσεις: Να βγαίνουν οι Γραμματείς των Νομαρχιακών Επιτροπών να εκφράζουν τη δική τους αγωνία. Και αυτό είναι υγεία. Είναι μια διαδικασία που πιστεύω ότι πρέπει να φτάσει μέχρι τη βάση.
Και να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν όλοι όσοι έδωσαν τη μάχη, ως στρατιώτες στην πρώτη γραμμή και όχι ως επιτελείς, όλοι όσοι δίνουν τη μάχη καθημερινά. Και παρότι κατανοώ τον κίνδυνο εσωστρέφειας και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται από πολλούς, νομίζω ότι αυτή τη φορά πρέπει να ακούσουμε τη βάση. Και να μην περιοριστεί αυτή η συζήτηση σε επίπεδο κορυφής.
Παράλληλα, βεβαίως, δεν πρέπει να σταματήσουμε να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή των μετώπων. Διότι, όπως έχει πει και ο Δ. Σαββόπουλος, η ζωή κυλάει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία. Και υπάρχουν μπροστά μας μεγάλα μέτωπα στα οποία πρέπει να δώσουμε το παρόν, διότι αν δεν δώσουμε το παρόν δεν θα υπάρχει αντίβαρο στο πολιτικό σύστημα. Διότι αυτή τη στιγμή έχει κάνει στροφή το παιχνίδι σε ένα συντηρητικό γήπεδο, στο οποίο έχει επιλέξει να παίξει και το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., το ΚΚΕ αδυνατεί να είναι αντίβαρο σʼ αυτήν την προοπτική και ο δικός μας ο χώρος, ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να είναι το μόνο αντίβαρο και είναι αποδυναμωμένο αντίβαρο τούτη την ώρα.
Άρα λοιπόν, καμία εσωστρέφεια, παρουσία στα μέτωπα, στην πρώτη γραμμή, αλλά ταυτόχρονα, και μία ειλικρινής, ουσιαστική συζήτηση, όχι εσωστρέφειας αλλά μιας διαδικασίας να ακούσουμε τη βάση γιατί έχει πολύ σημαντικά πράγματα να μας πει. Να ακούσουμε τον κόσμο μας.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Είπα και στην εισηγητική μου ομιλία, η διαχείριση του αποτελέσματος είναι κρισιμότερη από το ίδιο το αποτέλεσμα. Και παρακολουθώ από τη συζήτηση ότι δεν είναι δεδομένο ότι υπάρχει από όλους διάθεση για θετική διαχείριση, για επικράτηση της λογικής, θα έλεγα. Και αναφέρομαι στο μείζον ζήτημα, που τέθηκε από πολλούς συντρόφους από το πρώτο βράδυ, κι αν όχι από το πρώτο βράδυ, από τη δεύτερη μέρα, όταν οι δηλώσεις στελεχών ήταν περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Από κάθε άλλη φορά επιτυχούς αποτελέσματος. Όταν οι δηλώσεις στελεχών διαδέχονταν η μια την άλλη. Και ο κόσμος μας, αυτά τα βλέπει, ξέρετε. Δεν τα παραγνωρίζει. Και όταν το μείζον ζήτημα που τέθηκε από πολλούς ήταν αν το αποτέλεσμα ήταν ήττα, πόσο μεγάλη ήττα, πόσο πικρή ήττα και ακούσαμε και πολλούς να λένε τη λέξη ήττα και να γεμίζει το στόμα τους.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, ναι ήταν ήττα και ήταν ήττα των προσδοκιών μας. Υπάρχει κανείς που να το αμφισβητεί αυτό; Ήρθε, όμως, το τέλος; Ήρθε η καταστροφή με το 4,7%; Αυτός ο χώρος δεν έχει καταστραφεί και δεν τελείωσε όταν είχε 1,8%. Δεν τελείωσε και δεν καταστράφηκε όταν ήταν για πάνω από μια δεκαετία στο όριο του μπαίνει-δεν μπαίνει στη βουλή, στο έμπα ψυχή, έβγα ψυχή. Αυτός ο χώρος δεν καταστράφηκε και δεν καταστράφηκε διότι οι πολιτικές δυνάμεις, τα πολιτικά υποκείμενα υπάρχουν όταν τα έχει ανάγκη η κοινωνία. Όχι για να εκφράζουν επιδιώξεις των ηγετικών ομάδων. Και η κοινωνία έχει ανάγκη μια σύγχρονη, ανανεωτική, ριζοσπαστική Αριστερά. Και θα υπάρχει αυτός ο χώρος. Δεν θα τελειώσει. Ο κίνδυνος της πραγματικής ήττας, όμως, δεν είναι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Σε λίγους μήνες, άλλοι λένε από Σεπτέμβρη, αν όχι τον Σεπτέμβρη, τον Φλεβάρη, σε λίγους μήνες, πάντως, θα κληθούμε πάλι, όλοι μαζί, από το ίδιο μετερίζι να δώσουμε τη μάχη των εθνικών εκλογών. Αν, λοιπόν, το μείζον ζήτημα σήμερα και η κύρια επιδίωξη σήμερα είναι να πείσουμε τον κόσμο μας ότι πρέπει να νιώθει ταπεινωμένος και ηττημένος και ότι πρέπει να μπει σε μια βαριά και βαθιά κατάθλιψη, τότε είναι που θα έρθει ήττα και θα είναι πραγματική και δεν θα αφορά μόνο την ηγεσία, θα μας αφορά όλους.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Προσπάθησα εχθές με την εισήγησή μου να θίξω έναν πρώτο προβληματισμό για τις αιτίες του δυσμενούς για εμάς, για τις προσδοκίες μας αποτελέσματος. Μπορεί να ήταν ελλιπής αυτός ο πρώτος προβληματισμός. Μπορεί να χρειάζεται διορθώσεις και προσθήκες, ήταν, όμως, μια πρώτη και ειλικρινής προσπάθεια. Άκουσα, βεβαίως, όλο αυτό το διάστημα και μια σειρά από τοποθετήσεις, από όλες τις πλευρές και νομίζω ότι εμπλουτίζουν αυτήν την πρώτη εισηγητική προσπάθεια έναρξης ενός προβληματισμού. Έναρξης της συζήτησης. Ακούστηκαν παρατηρήσεις ότι έλειπαν πολλά στοιχεία από τα αίτια για το αποτέλεσμα στην εισήγηση. Βεβαίως. Υπήρχαν ελλείψεις. Κάποιοι είπαν για τον Δεκέμβρη. Βεβαίως. Να μιλήσουμε για τον Δεκέμβρη. Πριν μιλήσουμε, όμως, για τον Δεκέμβρη, θυμηθείτε. Ο Δεκέμβρης δεν ήταν μόνο η εξέγερση της νεολαίας. Τον Δεκέμβρη, αν θυμάστε καλά, είχαμε και μια άλλη σύγκρουση. Ένα άλλο μέτωπο που κανείς δεν το θυμάται ως αίτιο μιας πιθανής υποχώρησης. Ο Δεκέμβρης ήταν και ο μήνας του Βοτανικού. Το ξεχνάτε αυτό επειδή εκεί δεν διαφωνήσαμε και άρα πιθανόν δεν κάναμε λάθη; Ήταν η σφοδρή σύγκρουση που δώσαμε με τα συγκροτημένα και ενορχηστρωμένα επιχειρηματικά, μιντιακά και πολιτικά συμφέροντα αυτού του τόπου. Όταν να οικονομικά συμφέροντα στη χώρα μας συμφωνούν με τα δύο κόμματα εξουσίας, τότε πρέπει η Αριστερά να κάθεται στη γωνιά της. Και η κοινωνία να κάθεται στη γωνιά της. Και να χάνεται δημόσιος χώρος, δημόσιο συμφέρον προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Εκεί δεχθήκαμε έναν πόλεμο που αντίστοιχο πόλεμο δεν έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια, από τη μεταπολίτευση και μετά, κανένας πολιτικός χώρος. Διότι βασίζεται στον κυρίαρχο λαϊκισμό των γηπέδων, της πολιτικής, των ΜΜΕ. Ήταν, λοιπόν, ένα πιθανό αίτιο της υποχώρησης; Βεβαίως, εκεί συμφωνήσαμε. Θα μου πείτε, όμως, μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς; Έπρεπε να κάνουμε αλλιώς; Συντρόφισσες και σύντροφοι, συνειδητά δεν κάνουμε αλλιώς. Και μπορεί να έχεις και κόστος και υποχώρηση όταν ανοίγεις τέτοια μέτωπα, αλλά πιστεύω σε μια τέτοια Αριστερά, μια Αριστερά που να είναι ανυποχώρητη και να μην φοβάται αυτό το πολιτικό κόστος.
Και έρχομαι και στο άλλο θέμα του Δεκέμβρη γιατί πρέπει να σας πω ότι εγώ θέλω να είναι η συζήτηση ουσιαστική και εφ όλης της ύλης.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, η στάση μας να υπερασπιστούμε το κίνημα των νέων ανθρώπων, την εξέγερσή του απέναντι σε όλα αυτά που ένιωσαν να τους πνίγουν τον Δεκέμβρη, με αφορμή ένα αποτρόπαιο γεγονός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λάθος. Και κανείς δεν πιστεύω ότι το λέει αυτό. Και γιʼ αυτή μας τη στάση πρέπει να αισθανόμαστε περήφανοι. Κάναμε λάθη και παραλήψεις; Προφανώς. Υπήρξε αδυναμία να ξεχωρίσουμε τις πρώτες στιγμές - όχι στη γραμμή μας, στην αντίληψή μας - σε ορισμένες τοποθετήσεις, υπήρξε αδυναμία να ξεχωρίσουμε το αυθόρμητο από τον φετιχισμό της βίας; Υπήρξε η αδυναμία.
Αλήθεια, όμως, ήταν αυτός ο λόγος της λυσσαλέας επίθεσης που δεχθήκαμε από το μιντιακό και πολιτικό σύστημα; Τους έπιασε το παράπονο μην τυχόν και ξεστράτισε η ανανεωτική Αριστερά από τις αξίες της και τις αρχές της για τη μη βία; Όχι, συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν ήταν αυτή η αιτία.
Και ο τρόπος - αν θέλετε, για να δούμε και τις δικές μας αδυναμίες - που εσωτερικά δεν τις συζητήσαμε, που ιδεολογικοποιήσαμε χωρίς ουσιαστική θεωρητική εμβάθυνση τις διαφωνίες μας, αλλά κυρίως η δημόσια κριτική που ασκήθηκε από στελέχη μας, όταν έχεις απέναντί σου όλο το μιντιακό και πολιτικό σύστημα, νομίζω ότι ήταν πιο καταστροφικά λάθη και αδυναμίες από ορισμένες πράγματι αμήχανες παρουσίες στους τηλεοπτικούς δέκτες την πρώτη εβδομάδα των γεγονότων.
Όμως, αυτά θα τα συζητήσουμε γόνιμα για να πάμε μπροστά ή για να τροφοδοτούμε μια θεωρητικοποίηση και μια ιδεολογικοποίηση, η οποία γίνεται χωρίς περιεχόμενο και χωρίς ουσία; Εγώ λέω ότι δεν έχει νόημα. Έχει νόημα να ανοίξουμε μια θεωρητική κουβέντα σε βάθος για το ζήτημα της βίας, έχει νόημα να ανοίξουμε μια ιδεολογική συζήτηση σε βάθος για το πώς η Αριστερά, σε αυτές τις συνθήκες, πρέπει να παρεμβαίνει και να δίνει μάχες, όχι, όμως, για να ιδεολογικοποιούμε διαφορετικές στάσεις και διαφορετικές εκτιμήσεις.
Δεύτερο ζήτημα: Η οικονομική κρίση. Μας διαφεύγει τελείως το γεγονός ότι αυτές οι εκλογές, αυτή η εκλογική αναμέτρηση ήταν η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που έγινε μεσούσης μιας κρίσης που δεν έχει δει η Ευρώπη και η χώρα μας - ας πούμε για τη χώρα μας από τη μεταπολίτευση και μετά για να μην πάμε πιο πίσω, και η Ευρώπη από τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν θα πω κοινοτοπίες, ότι η κρίση συντηρητικοποιεί. Θα πω, όμως, το προφανές. Θα πω ότι η κρίση αλλάζει το πολιτικό πλαίσιο, το πλαίσιο με το οποίο σκέφτεται και λειτουργεί ο κόσμος, τα κοινωνικά υποκείμενα. Το πλαίσιο με το οποίο λειτουργούν τα πολιτικά κόμματα.
Ήμασταν, άραγε, έτοιμοι και προετοιμασμένοι επαρκώς να αντιμετωπίσουμε την αλλαγή του πολιτικού πλαισίου; Είναι ένα ερώτημα. Κάνουμε προσπάθειες κυρίως με το πρόγραμμά μας. Δεν ξέρω πόσο αποτελεσματικές είναι αυτές οι προσπάθειες, όμως. Και πόσο καταφέραμε στην ελληνική κοινωνία να προβάλουμε μια αξιόπιστη εναλλακτική αντιπρόταση απέναντι σʼ αυτήν την κρίση
Και έρχομαι σε ένα τρίτο σημείο. Στο θέμα του προγράμματος. Θυμάστε πέρσι: «Καλοί είναι αυτοί, έχουν και έναν νέο Πρόεδρο, εν πάσει περιπτώσει της μόδας τώρα, αλλά δεν έχουν πρόγραμμα». Και ας ήμασταν εκείνος ο χώρος, ο οποίος παραδοσιακά, από τη μεταπολίτευση και μετά, ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς ήταν ο πιο βαθύς σε προγραμματικές και τεχνοκρατικές ακόμα αναλύσεις. «Δεν έχουν πρόγραμμα αυτοί, δεν έχουν απάντηση». Πρόγραμμα και απάντηση είχαν μόνο τα κόμματα εξουσίας.
Αποφασίσαμε - και σωστά κατά τη γνώμη μου - να κάνουμε ένα προγραμματικό Συνέδριο για να επεξεργαστούμε ένα πρόγραμμα απάντησης και στην κρίση και στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος. Πόσο επαρκώς αξιολογήσαμε το πρόγραμμα το οποίο καταρτίσαμε; Και νομίζω ότι εδώ υπάρχουν και υποκειμενικές και αντικειμενικές ευθύνες. Υποκειμενικές γιατί, την ίδια στιγμή που εμείς συζητούσαμε για πρόγραμμα και με μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία το εγκρίναμε, η κοινωνία ξέρετε τι συζητούσε; Αν είναι ώριμες οι συνθήκες η Αριστερά να στηρίξει δίχως να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση κεντροαριστεράς με το ΠΑΣΟΚ. Λες και αυτό ήταν το ζήτημα του Διαρκούς Συνεδρίου.
Και υπάρχουν και αντικειμενικές συνθήκες. Ότι ίσως καθυστερήσαμε να το παράξουμε. Υπάρχουν αντικειμενικές συνθήκες ότι ίσως να χάσαμε το timing. Όμως αυτές και τις υποκειμενικές και τις αντικειμενικές δυσκολίες πρέπει να τις δούμε κατάματα. Και το συμπέρασμα; Ότι δεν αξιοποιήσαμε ακόμα - δεν χάθηκε ο χρόνος - ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία μας για να παράγουμε πολιτική
Τέταρτο σημείο: Η εικόνα Βαβυλωνίας που εκπέμπαμε προς τα έξω. Δεν θέλω να αναφερθώ ούτε στο πώς καταφέραμε να μετατρέψουμε ένα πρωτοπόρο εγχείρημα εσωκομματικής δημοκρατίας σε μια εικόνα εσωκομματικής διαπάλης και διαμάχης, ούτε για το πώς καταφέραμε να ανοίξουμε από το πουθενά μια συζήτηση που αφορούμε τις καταστατικές μας δεσμεύσεις, που έδινε την εικόνα αντιμαχόμενων παρατάξεων για θέσεις και οφίτσια. Θυμηθείτε, όμως κάτι. Όταν μπαίνεις σε τέτοιο καιρό, είσαι στις εκλογές του 2007. Από τότε και μετά είχαμε μια διαρκώς ανοδική πορεία. Ήμασταν περισσότερο ευρωπαϊστές; Ήμασταν λιγότερο προσηλωμένοι στην αριστερή πλεύση, στην αριστερή γραμμή; Είχαμε κλείσει το μάτι σε κυβέρνηση συνεργασίας με τα δύο μεγάλα κόμματα και είχαμε αυτήν την άνοδο; Όχι.
Είχαμε άλλο πλαίσιο εκτός κρίσης, κυρίως, όμως, ήταν άλλο το μήνυμα που εκπέμπαμε στην κοινωνία. Δεν είχαμε άλλη γραμμή πλεύσης. Είχαμε ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στην κοινωνία. Και το είχαμε διότι δείχναμε προς τα έξω ότι είμαστε ένας πολιτικός χώρος που δεν μοιάζει με τους άλλους. Που με επιμονή προσπάθησε να υπερασπιστεί τη νέα γενιά και το κίνημα του άρθρου 16, που με επιμονή προσπάθησε να αναδείξει το καινούργιο στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας και που αυτό το οποίο σηματοδοτούσε τόσο η επιλογή του Αλ. Αλαβάνου να μην είναι υποψήφιος στην Αʼ ή Βʼ Αθήνας με σίγουρη εκλογή όσο και το γεγονός - δεν θα το έλεγα αλλά άκουσα μια τοποθέτηση η οποία, επιτρέψτε μου να σας πω, αισθάνθηκα ότι ήταν υποτιμητική - ότι ήμουν υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας και πήραμε ένα ποσοστό που δεν έχουμε ξαναπάρει ποτέ, 11%. Και το ίδιο βράδυ βγήκα και είπα ότι δεν θα είμαι υποψήφιος στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που έρχονται σε λίγο καιρό, γιατί δεν με ενδιαφέρει να κάνω πολιτική καριέρα, αλλά θα μείνω στο Δήμο της Αθήνας για να υπερασπιστώ το λόγο που έδωσα απέναντι στους αθηναίους πολίτες και όταν ήρθαν οι εκλογές, έκανα πράξη αυτή μου τη δήλωση. Όταν όλοι έλεγαν «μα είναι δυνατόν;». Θα μπορούσα να είμαι βουλευτής. Επέλεξα να μην είμαι. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω πολιτική καριέρα. Αυτό, συντρόφισσες και σύντροφοι, είναι μια ειδοποιός διαφορά που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από άλλες πολιτικές δυνάμεις. Και εν πάσει, περιπτώσει, λίγος σεβασμός δεν βλάπτει όταν τοποθετούμαστε με τέτοιο τρόπο για μάχες εξουσίας και βυζαντινισμούς. Η μόνη εξουσία που αισθάνομαι ότι έχω, ξέρετε ποια είναι; Το ότι παίρνω e-mail και συναντώ κόσμο και αισθάνομαι την αγάπη του. Αυτή είναι η μόνη εξουσία που έχω. Δεν ανταλλάσσεται ούτε με θητείες στην ευρωβουλή ούτε στο ελληνικό κοινοβούλιο. Δεν ανταλλάσσεται με τίποτα.
Ηθικό πλεονέκτημα, λοιπόν, συντρόφισσες και σύντροφοι, για τον χώρο μας. Πού πήγε αυτό το ηθικό πλεονέκτημα; Πιστεύω ότι δεν το σπαταλήσαμε. Θολώσαμε την εικόνα, όμως. Και έχουμε ευθύνη που θολώσαμε την εικόνα, έχουμε ευθύνη να πάρουμε εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα αναδεικνύουν τον χώρο μας ως μια δύναμη που δεν είναι μια από τα ίδια.
Προσπάθησα να ανοίξω τη συζήτηση και ζήτησα χθες να υπάρξουν καθαρές τοποθετήσεις και απαντήσεις. Μετά, όμως, στο τι κάνουμε, δηλαδή, από δω και στο εξής, απαντήσεις δεν δόθηκαν ή μάλλον δόθηκαν μισές.
Θέμα ηγεσίας υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει.
Να πάμε σε ένα Συνέδριο, να αλλάξουμε στρατηγική; Όχι, να μην πάμε, διότι είναι δεδομένοι οι συσχετισμοί.
Να αντιμετωπίσουμε δομικά και λειτουργικά προβλήματα που έχει ο χώρος μας εδώ και χρόνια, να κάνουμε ένα βήμα με τη συζήτηση στη βάση του κόμματος ή με την επανεκλογή Πολιτικής Γραμματείας; Όχι, ούτε αυτό.
Τι ακριβώς προτείνετε να κάνουμε; Πείτε μου.
Συνεννόηση είπε χθες ο σύντροφος Φώτης.
Μάλιστα, συνεννόηση.
Εγώ ήμουν και το ξέρετε και θα είμαι ο πρώτος που θα το επιδιώξει. Η συνεννόηση, όμως, προϋποθέτει δύο πράγματα.
Πρώτον, να είμαστε συγκεκριμένοι ως προς το τι ακριβώς προτείνουμε και τι θέλουμε να αλλάξει. Όχι γενικόλογα.
Και δεύτερον, να σταματήσουμε να πριονίζουμε το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι και όλες μας.
Αν επιδιώκουμε διορθωτικές κινήσεις στο επίπεδο της πολιτικής τακτικής μας, στο επίπεδο της επικοινωνίας, στο επίπεδο της λειτουργίας, είμαστε ανοιχτοί, είμαι ανοιχτός απολύτως να συνεννοηθούμε και για αλλαγές και για διορθωτικές κινήσεις και για τροποποιήσεις.
Αν, όμως, επιδιώξουμε δια της διολισθήσεως και δια της πρωτοφανέρωτης διαπίστωσης ότι οι συσχετισμοί στον κομματικό Συνασπισμό είναι διαφορετικοί και διαφορετικοί οι συσχετισμοί στον κοινωνικό Συνασπισμό, ώστε να ανατρέψουμε τη στρατηγική γραμμής πλεύσης, τότε με συγχωρείτε, αλλά αυτό δεν είναι συνεννόηση.
Διότι κανείς από εμάς, ούτε εγώ ούτε κανένας μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει υπέρ του τους συσχετισμούς στον κοινωνικό Συνασπισμό.
Και διότι η παράδοση και η δημιουργία των κομμάτων της ανανεωτικής Αριστεράς δεν είχε ποτέ αυτό το χαρακτηριστικό.
Αυτό μου θύμισε μια κουβέντα που μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση και με είχε στενοχωρήσει βαθιά, πριν από χρόνια όταν η τότε συντρόφισσά μας, η Μαρία Δαμανάκη είπε δημόσια ότι δεν δίνει αναφορά στο κόμμα αλλά στους ψηφοφόρους της.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πρέπει να συνεννοηθούμε. Και κατανοώ ότι είναι κρίσιμες οι συνθήκες. Αλλά πρέπει να συνεννοηθούμε. Και εγώ θα πάρω πρωτοβουλίες για να συνεννοηθούμε. Και αυτό που λέει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης μορατόριουμ, εγώ δεν θα το έλεγα μορατόριουμ. Μορατόριουμ κάνουν οι εμπόλεμες παρατάξεις.
Εγώ θα έλεγα την ανάγκη να ξεκινήσει ένας ειλικρινής διάλογος. Όχι μόνο σε επίπεδο βάσης, αλλά και σε επίπεδο κορυφής. Διότι έχουμε μπροστά μας κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις. Διότι έχουμε μπροστά μας κρίσιμες μάχες και αυτές τις μάχες δεν έχουμε την επιλογή ούτε οι μεν ούτε οι δε να μην τις δώσουμε μαζί.
Και, αν θέλετε, και το εκλογικό αποτέλεσμα αυτό και αυτό των προηγούμενων εκλογών αυτό αποδεικνύει. Μαζί μπορούμε να καταφέρουμε πολλά, χώρια δεν μπορούμε να καταφέρουμε πολλά.
Άρα, ανοιχτοί στη συνεννόηση, στο διάλογο, στη συζήτηση, αρκεί να είναι προωθητική και εποικοδομητική και χωρίς να υπάρχουν όροι εκ των προτέρων, οι οποίοι είναι ασαφείς.
Άκουσα να λέγεται, επίσης, ότι η πρόταση για τον τρίτο πόλο, ήταν ένα πυροτέχνημα, το οποίο το μάθαμε, λέει, από το μπαλκόνι της προεκλογικής συγκέντρωσης της Πλ. Εθνικής Αντίστασης, του Δημαρχείου.
Επιτρέψτε μου να σας πω ότι δεν είναι έτσι. Και νομίζω ότι θα έπρεπε όλοι να αναγνωρίζουμε και να θυμόμαστε, παρότι στις μέρες μας δεν δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στα κείμενα και στις πολιτικές αποφάσεις, θα έπρεπε, όμως, να θυμόμαστε ότι το 5ο Συνέδριο, το οποίο κάναμε πριν ενάμισι χρόνο, το Φλεβάρη του 2008, λέγαμε ότι «στρατηγική επιλογή του ΣΥΝ είναι και παραμένει η κοινή δράση και η συνεργασία, πέρα από διαφορές, όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Οικολογίας στη χώρα μας, στη βάση όλων των ώριμων μεγάλων κοινωνικών αιτημάτων και ενός υγιούς, σύγχρονου προοδευτικού προγράμματος, με σοσιαλιστική κατεύθυνση». Ακούγεται, βέβαια, να λένε πολλοί ότι εμπόδιο σε αυτήν την προοπτική είναι η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Βεβαίως, είναι εμπόδιο. Σε σχέση, όμως, με αυτό που είπαμε προχθές και που λέγαμε πάλι πριν από ενάμισι χρόνο - απόφαση Συνεδρίου και ξαναδιαβάζω: «Ο ΣΥΝ στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, δεν θα παρακολουθήσει μια τακτική άγονων και αποπροσανατολιστικών αντιπαραθέσεων στο χώρο της Αριστεράς. Θα συνεχίσει να έχει ως κύριο αντίπαλο την κυβερνητική πολιτική και συνολικά τον δικομματισμό, όπως θα συνεχίσει να εμμένει στην ιδέα της μεγάλης συμπαράταξης της Αριστεράς και της οικολογίας για την ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού σκηνικού, την ήττα του δικομματισμού», κ.λ.π
Πόσο μας ξάφνιασε πια που επαναλάβαμε ουσιαστικά τις στρατηγικές αποφάσεις του Συνεδρίου; Βεβαίως, ενδεχομένως να τις είχαμε εγκαταλείψει στην πορεία. Αυτό είναι άλλο καπέλο. Και αυτό ίσως να είναι και ένα έλλειμμα συνεννόησης μεταξύ μας. Αλλά δεν μπορεί να λέμε ότι μάθαμε για τον τρίτο πόλο, που είναι στρατηγική μας επιλογή, από το μπαλκόνι της προεκλογικής συγκέντρωσης.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, να μιλήσουμε επί της ουσίας Και η ουσία είναι ότι σʼ αυτήν την κατεύθυνση την προγραμματική μπορούμε να δώσουμε βάθος.
Δεν υπάρχει άλλο σχέδιο. Δύο είναι τα σχέδια που μπορεί να έχει η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά: Το ένα είναι της κεντροαριστεράς - θυμάστε πόσο μας ταλάνισε, από το 1996 ως το 2003 που στο προγραμματικό Συνέδριο πήραμε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία την απόφαση να χαράξουμε την κόκκινη γραμμή. Είναι, βεβαίως, μια επιλογή. Να το πούμε καθαρά. Από το 2003, με μεγάλη πλειοψηφία, έχουμε πάρει απόσταση από αυτό το σενάριο. Δεν ήμαστε στην εποχή που κάναμε Συνέδριο και ερχόταν ο κ. Σημίτης και χειροκροτούνταν περισσότερο από τον τότε Προεδρό μας, τον Ν. Κωνσταντόπουλο. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
Το ένα, λοιπόν, είναι αυτό και το άλλο σενάριο, που μπορούμε να υπηρετήσουμε και να του δώσουμε βάθος, είναι το σενάριο του τρίτου πόλου.
Πώς θα διεμβολίσουμε τον διπολισμό, τον δικομματισμό; Ενισχύοντας τη λογική της ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Ενός τρίτου πόλου στα αριστερά του πολιτικού συστήματος.
Και να δώσουμε και συγκεκριμένο προγραμματικό περιεχόμενο σʼ αυτήν την πρόταση. Να προτείνουμε ανοιχτά στην κοινωνία και στα πολιτικά κόμματα πέραν του δικομματισμού ένα μίνιμουμ προγραμματικό πλαίσιο.
Πρόγραμμα έχουμε. Και όχι για να το έχουμε στις προθήκες της βιβλιοθήκης μας. Και, βεβαίως, έχουμε ένα πρόγραμμα με μεγάλη πλειοψηφία. Ένα πρόγραμμα το οποίο μίλαγε για την ανάγκη λειτουργίας μιας ασπίδας κοινωνικής προστασίας για τα αδικούμενα τμήματα του πληθυσμού, για την ανάγκη αναζήτησης και υπόδειξης μιας θετικής διεξόδου από την κρίση, κυρίως μέσα από δημόσια επενδυτικά προγράμματα, από τη δημιουργία τραπεζικού πυλώνα υπό δημόσιο κοινωνικό έλεγχο, από την ανάγκη επανάκτησης από το δημόσιο φορέων και οργανισμών που αφορούν κύρια κοινωνικές ανάγκες.
Έχουμε, λοιπόν, τη δυνατότητα να διαμορφώσουμε μια προγραμματική πρόταση, ένα μίνιμουμ πλαίσιο πρότασης και να συνεννοηθούμε.
Και αυτή είναι η μόνη στρατηγική πλεύσης που στην ουσία μπορεί να βρίσκεται σε μια διαρκή επικοινωνία με τον σοσιαλιστικό χώρο. Δεν είναι αντιπαραθετική πλεύση ως προς τον λεγόμενο σοσιαλιστικό χώρο. Δεν είναι αντιπαραθετική πλεύση ως προς τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, που παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις στο πολιτικό γίγνεσθαι και στο ΠΑΣΟΚ και σε εμάς.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Θέλω να πω και δυο κουβέντες για τα δομικά προβλήματα λειτουργίας του κόμματος. Στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, που έγινε την Τετάρτη, προσπάθησα να θέσω ερωτήματα, κυρίως. Ερωτήματα όχι όσον αφορά τα αίτια της ήττας αλλά ως προς τα δομικά προβλήματα λειτουργίας στον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί πιστεύω βαθιά ότι μπορεί αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα να μην το δούμε ως αφετηρία εσωκομματικής γκρίνιας, αλλά ως μια ευκαιρία να ακουμπήσουμε προβλήματα που δεν ακουμπήσαμε γιατί θεωρήσαμε προτεραιότητα να τα αντιμετωπίσουμε την περίοδο της ευφορίας. Και έθεσα κάποιους προβληματισμούς. Να σας τους επαναλάβω.
Ένας προβληματισμός είναι αν μας ικανοποιεί ο τρόπος λειτουργίας της ηγεσίας του κόμματος, της Πολιτικής Γραμματείας. Ήμαστε αποδοτικοί; Θεωρούμε ότι είναι παραγωγικό το πρόγραμμα; Θεωρούμε ότι γίνεται και ότι μπορεί να γίνει ουσιαστική συζήτηση σε βάθος για τη στρατηγική μας και τις κινήσεις τακτικής ή έχουμε πολλές φορές την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε προκάτ αναλύσεις και προκάτ απαντήσεις, σε δύο αντίπαλες παρατάξεις, όπως γίνεται στα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων που ό,τι και να γίνει ξέρουμε την απάντησή τους; Πιστεύετε αλήθεια ότι μπορεί να προχωρήσει έτσι ένα κόμμα, χωρίς αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη στην ηγετική ομάδα του; Δεν μπορεί να προχωρήσει.
Να βάλω έναν δεύτερο προβληματισμό, για να ανοίξει η συζήτηση. Η λειτουργία των τάσεων. Όχι η ύπαρξή τους, προσέξτε. Δεν θα μιλήσω εγώ για την ανάγκη να είμαστε ένα μονολιθικό κόμμα και όχι πολυτασικό. Δεν θέλω να επαναφέρω μια ανούσια συζήτηση για την ύπαρξη ρευμάτων και ιδεών. Όταν υπάρχουν ρεύματα, πρέπει να έχουν την αποτύπωσή τους στον κομματικό ιστό. Θέλω να μιλήσω για τη λειτουργία τους. Είμαστε, όμως, σύμφωνοι με τον τρόπο που λειτουργούν; Λειτουργούν ως ρεύματα ιδεών, όσμωσης και ανταλλαγής απόψεων ή μήπως ως μηχανισμοί που θυμούνται τη λειτουργία τους όταν έρθει η ώρα να εκλέξουν μέλη της ΚΠΕ, λογικό αυτό, αφήστε το, αλλά και μέλη της Π.Γ.. Γιατί λογικό αυτό; Πείτε μου εσείς ένα σοσιαλδημοκρατικό ή αριστερό κόμμα στην Ευρώπη που λειτουργεί με τάσεις, που τα εκτελεστικά του όργανα - όχι τα βουλευόμενα - εκλέγονται με βάση τις λίστες και με βάση την αποτύπωση των συσχετισμών των τάσεων στο κόμμα; Κανένα.
Υπάρχει μια καταστατική δέσμευση στον ΣΥΝ που λέει ότι τα μέλη της Π.Γ. πρέπει να εκλέγονται με λίστες. Μάλιστα. Κατά τη γνώμη μου λάθος, αλλά υπάρχει και δεν μπορούμε να μην την τηρήσουμε. Καταστατικές δεσμεύσεις, Θα είμαι ο τελευταίος που θα πει να μην τις τηρήσουμε.
Αλλά ακόμα και σε αυτό παρακάμπτουμε το καταστατικό. Γιατί το καταστατικό λέει πως η εκλογή σε όλα τα όργανα, δηλαδή από το Συνέδριο στην Κεντρική Επιτροπή, έτσι και από την Κεντρική Επιτροπή στην Πολιτική Γραμματεία. Δηλαδή, λίστες, με λίστες - λάθος κατά τη γνώμη μου - αλλά με δυνατότητα διαπήδησης ψήφων, από τη μία λίστα στην άλλη. Ποτέ δεν το κάναμε αυτό. Οι τάσεις αποφασίζουν από πριν ποιον θα εκλέξουν. Να το συζητήσουμε αυτό ανοιχτά, δημόσια; Να αναρωτηθούμε. Είναι σωστό;
Τρίτο ζήτημα. Οι χρεώσεις ευθύνης των μελών της Π.Γ. και των Τμημάτων της ΚΠΕ. Αν υπάρχει κάποιος ουσιαστικός έλεγχος. Αν σας ικανοποιεί. Θα μου πείτε ότι είναι δευτερεύοντα ζητήματα αυτά τώρα. Τώρα έχουμε θέμα γραμμής. Σύμφωνοι. Έχουμε διαφορετική εκτίμηση της ιεράρχησης των δομικών προβλημάτων του κόμματος.
Θεωρώ ότι και με αυτή και με την άλλη γραμμή θα μπορούσαμε να πάμε καλύτερα, αν το κόμμα λειτουργούσε. Και θεωρώ ότι δεν είναι μόνο σε επίπεδο ηγεσίας, αλλά και ο μηχανισμός του κόμματος συνολικά.
Εγώ έβλεπα ότι οι οργανώσεις έδιναν μια μάχη ζωτικής σημασίας και στην πρώτη γραμμή και στα κεντρικά γραφεία της Κουμουνδούρου επικρατούσε σιωπή. Από πότε έχει να γίνει μια αντικειμενική αξιολόγηση της αποδοτικότητας αυτού του μηχανισμού; Να σχεδιάσουμε, λοιπόν, ένα οργανόγραμμα για την μεγαλύτερη παραγωγικότητα, στοιχειώδη έλεγχο της δουλειάς και να γίνουμε εμείς οι ίδιοι πιο αποτελεσματικοί.
Και αυτό, βεβαίως, δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Υπάρχουν και άλλα προβλήματα, όπως η οργάνωση της δουλειάς μας και στο κόμμα, και στην κοινοβουλευτική ομάδα, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα. Για τον τρόπο, για τη δομή, για τη λειτουργία μιλάω.
Σύντροφοι, εγώ λέω ότι αυτά είναι σημαντικά προβλήματα. Μπορεί να μου πείτε ότι ψάχνω να βρω δικαιολογίες. Δεν ψάχνω να βρω δικαιολογίες. Έχω βαριά την ευθύνη. Είμαι Πρόεδρος του κόμματος και είμαι υποχρεωμένος αφού τα βλέπω ενάμισι χρόνο σχεδόν, τουλάχιστον να τα πω με ειλικρίνεια στον κόσμο του κόμματος και στα μέλη της ΚΠΕ. Εφόσον τα διαπιστώνω, πρέπει να τα πω. Άλλο αν θα καταφέρουμε να τα αλλάξουμε.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Θέλω πριν κλείσω, να μιλήσω για τον ΣΥΡΙΖΑ. Είμαι της άποψης ότι αν λύνονται σοβαρά προβλήματα λειτουργίας, συνεννόησης στο κόμμα μας, σε μεγάλο βαθμό, 90% θα λύνονται και προβλήματα λειτουργίας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, τίθεται ξανά και ξανά το ερώτημα σε σχέση με τη γραμμή μας, την πολιτική μας για τις συμμαχίες. Και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει στο στόχαστρο εδώ και πολύ καιρό, από την περίοδο της δημοσκοπικής έκρηξης, όλων όσων ήθελαν να μην υπάρχει, όλων όσων ήθελαν να μην έχει δημιουργηθεί αυτή η δυναμική, εγώ έχω υποχρέωση από το βήμα της ΚΠΕ να απαντήσω σε όλους όσους πολεμάνε τον ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο υπάρχει, αλλά θα υπάρχει γιατί έχει μέλλον, γιατί τον έχει ανάγκη η κοινωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το άθροισμα των συνιστωσών του, δεν είναι άθροισμα τυχαίων δυνάμεων. Δεν είναι, αν θέλετε, η πολλές φορές γραφειοκρατική λειτουργία και στον ΣΥΡΙΖΑ των επικεφαλής των συνιστωσών του. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι άνθρωποι και οι οργανώσεις με τις οποίες βρισκόμαστε δίπλα-δίπλα εδώ και 10-15 χρόνια, πριν γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, από το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ που περπατήσαμε μαζί σε μεγάλες διαδηλώσεις, σε αγώνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που κατάφερε να επαναφέρει και να κρατήσει κοντά μας ανένταχτους αριστερούς στην ενεργό πολιτική και, σε τελευταία ανάλυση, να έχουμε στο μυαλό μας ότι τον ΣΥΡΙΖΑ ως όχημα, ως εργαλείο χρησιμοποιήσαμε για να μπούμε στη βουλή το 2004, σε μια εποχή που η αντίληψη για την κεντροαριστερή διαχείριση επιχειρούσε να μας διαλύσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μας έβγαλε τότε από το αδιέξοδο, εδραίωσε τη θέση μας στα αριστερά του πολιτικού συστήματος, όπου τότε στεκόταν μόνο του το ΚΚΕ και η στράτευση του κόσμου μαζί μας σʼ αυτήν την προσπάθεια μας προώθησε σε καλύτερες θέσεις. Είμαστε πια ένα μαζικό αριστερό σχήμα, με παρουσία στους δρόμους, με παρουσία στα κοινωνικά μέτωπα και με πολύ μεγάλες αδυναμίες στον τρόπο λειτουργίας, τις οποίες οφείλουμε αυτοκριτικά να δούμε κατάματα και να δούμε πώς θα τις ξεπεράσουμε. Υπάρχουν αδυναμίες που πρέπει να τις δούμε, υπάρχουν αδυναμίες που πρέπει να τις συζητήσουμε και με τους συμμάχους μας, με τα μέλη μας, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πίσω στην επιλογή μας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι, συντρόφισσες και σύντροφοι, αν κάνουμε πίσω στην επιλογή μας για τον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει επιστροφή σε άλλο πολιτικό σχέδιο, σε άλλο στρατηγικό σχέδιο, σημαίνει επιστροφή στην κεντροαριστερά. Δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος. Ειδικά τώρα, που πανευρωπαϊκά η κεντροαριστερά καταγράφει πτώση και βρίσκεται σε ένα μεγάλο αδιέξοδο εξαιτίας της προσχώρησής της στον νεοφιλελευθερισμό. Άρα, λοιπόν, και σε αυτό πρέπει να συνεννοηθούμε.
Και λέω, κλείνοντας: Η συζήτηση να ανοίξει σε βάθος στις οργανώσεις. Η συζήτηση, παράλληλα, να προχωρήσει και με τους συμμάχους μας και με τους φίλους μας και με τους φίλους της παράταξης. Να μην είναι, όμως, μια συζήτηση εσωστρέφειας. Εγώ ζήτησα να πάω στις Νομαρχιακές Επιτροπές που θα συνεδριάσουν αλλά βάζω έναν όρο: Όπου πάω θα υπάρχει και εξωστρεφής παρέμβαση και περιοδεία και κινητοποίηση.
Μακάρι η συζήτηση να μην μας πάρει αιώνες. Άκουσα κάτι κριτικές εδώ, ότι είναι λάθος να συζητάμε έναν μήνα. Θα συμφωνήσω. Να συζητήσουμε 20 ημέρες, τρεις εβδομάδες και σε τρείς εβδομάδες να έρθουμε σοφότεροι και με μια προσπάθεια να έχουμε συνεννοηθεί όλοι μας, να έχουμε ανταλλάξει σκέψεις ειλικρινείς και απόψεις, να έχουμε πάρει την εμπειρία από τη βάση του κόμματος. Και στην ΚΠΕ να προσπαθήσουμε με ειλικρίνεια να λύσουμε και προβλήματα συνεννόησης μεταξύ μας για το τι ακριβώς κάνουμε και πώς προχωράμε και κυρίως, όμως, να αγγίξουμε και τα δομικά προβλήματα λειτουργίας του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Και για να διευκρινίσω αυτό που είπα χθες σχετικά με την ενιαία ηγετική λειτουργία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, πιστεύω ότι η Πολιτική Γραμματεία, η ηγεσία του ΣΥΝ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η κοινοβουλευτική ομάδα μπορούν να βρουν τον τρόπο να συντονιστούν. Να συνεννοηθούμε, γιατί αυτά που μας χωρίζουν είναι πολύ λιγότερα από αυτά που μας ενώνουν. Και προπάντων μας ενώνει η προοπτική της μάχης που θα δώσουμε το επόμενο διάστημα, και της κοινωνικής και της εκλογικής που έχουμε μπροστά μας. Ας σοβαρευτούμε, λοιπόν, ας ανασκουμπωθούμε και ας έρθουμε σοφότεροι σε 20 ημέρες για να λύσουμε δομικά προβλήματα λειτουργίας και να πάμε όλοι μαζί μπροστά.