Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνει η στάση των ευρωπαϊκών λαών απέναντι σε δύο κορυφαία γεγονότα που χαρακτηρίζουν τη συγκυρία:
Το πρώτο είναι η δομική κρίση που ζούμε, μια κρίση που δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά και οικολογική, κοινωνική και αξιακή.
Το δεύτερο είναι η νέα συναίνεση που διαμορφώθηκε μέσα από τις διαδοχικές συνόδους του G8 και του G20 με πιο αποφασιστική την τελευταία που έγινε αρχές Απρίλη στο Λονδίνο. Μια συναίνεση που νομιμοποιεί τον προσωρινό κρατικό παρεμβατισμό, αρκεί αυτός να αποσκοπεί στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην κατοχύρωση των κεκτημένων του νεοφιλελευθερισμού υπέρ του κεφαλαίου και στην αποτροπή κοινωνικών εκρήξεων.
Οι εκλογές αυτές, μέσω της μεγάλης αποχής και του αποτελέσματός τους, έδειξαν:
α) την αποστασιοποίηση των ευρωπαϊκών λαών και κυρίως της νεολαίας από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τους θεσμούς της, με τους όρους που αυτή γίνεται,
β) την περαιτέρω απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και της νέας εκδοχής της,
γ) τη σχετική εκλογική ενδυνάμωση της παρεμβατικής δεξιάς τύπου Μέρκελ και Σαρκοζί παρά της σοσιαλδημοκρατίας.
Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν, κατά τη γνώμη μου, τη «μεγάλη εικόνα» που προκύπτει από αυτές τις εκλογές.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας και των δυνάμεων της λεγόμενης κεντροαριστεράς να αναδειχθούν σε φορέα μιας εναλλακτικής στρατηγικής;
Γιατί από αυτή την αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας δε μπόρεσαν να επωφεληθούν, όσο θα έπρεπε και όσο πολλοί περίμεναν, οι δυνάμεις της Αριστεράς;
Γιατί, αντίθετα, μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας εκφράσθηκε, σε πολλές χώρες, μέσω απροκάλυπτα ξενοφοβικών ακροδεξιών κομμάτων;
Τι εκφράζει η άνοδος των οικολόγων, σημαντική σε ορισμένες χώρες;
Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ
Δυο λέξεις κλειδιά – η κρίση και ο φόβος – μας επιτρέπουν, νομίζω, να φωτίσουμε περαιτέρω τα ερωτήματα αυτά.
Η κρίση αυτή, λόγω του δομικού της χαρακτήρα, αναδεικνύει ως επίδικο, την κατανομή του τεράστιου οικονομικού κόστους, αλλά και την κατεύθυνση και το περιεχόμενο των διαρθρωτικών αλλαγών που η κρίση αυτή καθιστά αναπόφευκτες. Ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης με την οικολογική καθιστά τη διάσταση αυτή κρίσιμη. Αναδεικνύεται ένα πεδίο κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού, με επίδικο τα ζητήματα διανομής και αναδιανομής, αλλά και το «μοντέλο ανάπτυξης», δηλαδή τις μορφές οργάνωσης της οικονομίας, της εργασίας και κοινωνικής ζωής.
Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, ενήμερες του γεγονότος αυτού, προσπάθησαν να απαντήσουν στην κρίση αυτή με όρους «νέου μοντέλου». Το ΠΑΣΟΚ μίλησε για «πράσινη ανάπτυξη». Οι εργατικοί στη Βρετανία μίλησαν για νέα «βιομηχανία – νέες θέσεις εργασίας», οι Γερμανοί και οι Γάλλοι σοσιαλδημοκράτες μίλησαν για νέα αναδιανομή. Μίλησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, για νέο μοντέλο, όμως το έκαναν χωρίς να αμφισβητούν το παλιό, το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα και τα αποτελέσματά του. Αυτό, σε συνδυασμό με το κυβερνητικό παρελθόν τους όπου έκαναν όσα σήμερα καταγγέλλουν, τους κατέστησε αναξιόπιστους. Επί πλέον, τα όσα ρηχά είπαν περί ελέγχου και εποπτείας, η παρεμβατική δεξιά όχι μόνο τα υιοθέτησε, αλλά και τα υπερφαλάγγισε. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, επομένως, συνεχίζεται και θα αποδειχθεί - κατά τη γνώμη μου – πολύ πιο βαθιά απʼ όσο ορισμένοι νομίζουν.
Κρίση σημαίνει επίσης ανεργία και περαιτέρω αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Η ανασφάλεια της εργασίας, ο φόβος της απόλυσης συναντούνται με άλλες πηγές ανασφάλειας και φόβου. Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός τώρα αρχίζουν να παίρνουν πραγματικές διαστάσεις, εξαιτίας και της απουσίας μιας συγκροτημένης μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι εκλογές λοιπόν φαίνεται πως κρίθηκαν σε ευρωπαϊκή κλίμακα σε δύο κυρίως επίπεδα: Εκείνο του εναλλακτικού υποδείγματος, των εναλλακτικών τρόπων οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής, της εργασίας, της κατανάλωσης, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής γενικότερα και εκείνο του φόβου και της ανασφάλειας.
ΑΝΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ
Αν και οι αντικειμενικές δυσκολίες δεν πρέπει να υποτιμηθούν, η δική μας αριστερά, κατά τη γνώμη μου, υστέρησε πανευρωπαϊκά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και στα δύο αυτά μέτωπα εξαιτίας και υποκειμενικών αδυναμιών. Ειδικά στη χώρα μας, η ανάγκη απάντησης στην κρίση με όρους ενός συνολικού και συνεκτικού σχεδίου εναλλακτικών τρόπων παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης δεν κατανοήθηκε ούτε έγκαιρα ούτε επαρκώς.
Οι προγραμματικές επεξεργασίες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση, κυρίως στο πλαίσιο της «συμβολής» του ΣΥΝ, δεν κατέστησαν ποτέ κεντρικός πολιτικός λόγος είτε διότι λανθασμένα θεωρήθηκαν «διαχειριστικές» του συστήματος είτε διότι – από άλλους – κακώς θεωρήθηκαν περισσότερο αντισυμβατικές απʼ όσο τις ήθελαν. Έτσι, μια δυνατότητα, όχι μόνο άμυνας, αλλά και προγραμματικής και πολιτικής επίθεσης σε όλα τα μέτωπα απλά δεν αξιοποιήθηκε.
Στο ζήτημα πάλι του φόβου και της ανασφάλειας αναδείχθηκε μια ανεπάρκεια σε ό,τι αφορά την ιδεολογική και πολιτική αντιμετώπιση αντιθέσεων που τυπικά μπορεί να είναι δευτερεύουσες, αλλά συγκυριακά ή τοπικά μπορεί να καταστούν κυρίαρχες αντιθέσεις ανάμεσα σε όμοιους ή ομοιοπαθείς, φτωχούς, ανέργους, μετανάστες, αποκλεισμένους κλπ.
Σε ορισμένες χώρες, κερδισμένοι από την εκμετάλλευση του φόβου και της ανασφάλειας, αναδείχθηκαν ξενοφοβικά ακροδεξιά κόμματα.
Αντίθετα, στο ζήτημα των εναλλακτικών προτύπων και μορφών οργάνωσης της κοινωνίας, εκεί που, όπως στη Γαλλία, οι πράσινοι είχαν ισχυρή ηγετική έκφραση και προγραμματική επάρκεια, πέτυχαν σημαντικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Η δική μας αριστερά, λοιπόν, πιέστηκε. Οι φιλόδοξοι στόχοι που όχι αυθαίρετα έθεσε, προσέκρουσαν σε μια αναντιστοιχία με τα προγραμματικά, πολιτικά και οργανωτικά εφόδιά της. Πιέστηκε, αλλά δεν κατέρρευσε όπως θέλουν ορισμένοι. Αντίθετα, σε πολλές χώρες κατέγραψε μικρή (Γερμανία, Γαλλία) ή μεγαλύτερη (Πορτογαλία) άνοδο.
Αν λάβουμε υπόψη μας μάλιστα ότι μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις, λόγω των άνισων επιπτώσεων που έχουν, αποσταθεροποιούν σε πρώτο στάδιο τη συνοχή πρωτίστως των αριστερών σχηματισμών, τότε μπορούμε να δούμε στα αποτελέσματα αυτά μια αντοχή της αριστεράς σʼ ένα περιβάλλον πιέσεων για τις οποίες δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Και με τα δεδομένα όμως αυτά, το αποτέλεσμα, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να ήταν σαφώς καλύτερο. Και ακριβώς γιʼ αυτό έχει νόημα μια αναλυτική συζήτηση των επιμέρους λαθών ή παραλείψεων.
Προσωπικά, θεωρώ ότι το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αναστρέψιμο. Γνωρίζουμε και από την ιστορία ότι η πρώτη απάντηση των λαών στην κρίση δεν είναι και η τελευταία. Μέσα από την κρίση, που με διάφορες μορφές θα μας συνοδεύει για χρόνια, αναδεικνύονται προκλήσεις στις οποίες η Αριστερά όχι μόνο μπορεί να απαντήσει, αλλά και να τις καταστήσει εφαλτήριο ανόδου της. Από την άλλη πλευρά, ο Συνασπισμός και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνται από δυνάμεις με πολλές εμπειρίες και σκληρές δοκιμασίες. Εκπροσωπούν μια αριστερά ανοιχτή στο καινούριο, μια αριστερά που μαθαίνει. Αντικειμενικές, δηλαδή, προϋποθέσεις για μια προγραμματική και πολιτική αντεπίθεση είναι υπαρκτές.
Για να προχωρήσει όμως στους μεγάλους, μακράς πνοής προγραμματικούς και ιδεολογικούς επανακαθορισμούς που χρειάζεται, για να κάνει πράξη μια αναθεμελίωσή της, μέσα από τη δράση, εν κινήσει, έχει ανάγκη από μια αντιστοίχιση μέσων και στόχων και, πρωτίστως, έχει ανάγκη από ένα κόμμα, στην περίπτωσή μας τον ΣΥΝ, πολυτασικό μεν, αλλά λειτουργικά συμπαγές και έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό στον ανένταχτο κόσμο της Αριστεράς και της οικολογίας, χώρο δημοκρατικού διαλόγου και αποτελεσματικής κοινής δράσης. Αυτό είναι το πρώτο στοίχημα που πρέπει όλοι μαζί να βάλουμε και να κερδίσουμε.