«Ουδέν κακό, αμιγές καλού», λένε. Ετσι λοιπόν, η παραίτηση του σ. Αλέκου Αλαβάνου έφερε στην επιφάνεια με εκρηκτικό, θα λέγαμε, τρόπο σοβαρά προβλήματα πολιτικής και οργανωτικής λειτουργίας του ΣΥΝ, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια λειτουργία εν πολλοίς αφυδατωμένη, αφού ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται δεν συγκινεί, ούτε συνεγείρει μεγάλο τμήμα των μελών και των φίλων της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, και ακόμη λιγότερο την κοινωνία.
Εκ των υστέρων, σοφός/ή; Το εκλογικό αποτέλεσμα δυστυχώς επιβεβαίωσε ανησυχίες πολλών μελών και φίλων του χώρου για την πορεία του. Αν αναλογιστούμε όμως ορισμένα ενδεικτικά έστω στοιχεία από τον τρόπο λειτουργίας του, θα αντιληφθούμε ότι δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία. Στο παρόν κείμενο θα αναφερθώ κατά κύριο λόγο στο ΣΥΝ, ξεκινώντας από τα οργανωτικά.
Αποτελεί παλιά διαπίστωση ότι οι κινήσεις και τα τμήματα του ΣΥΝ υπολειτουργούν. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται μετά το τελευταίο συνέδριο, με τη σύσταση πολυμελούς Εκτελεστικής Γραμματείας και την ηλεκτρονική αποστολή «εγκυκλίων» σε τακτικά διαστήματα, ακόμα και τη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του Γραφείου Τύπου, με την επίσης κατά καιρούς ηλεκτρονική αποστολή υλικού, η λειτουργία μας παραμένει γραφειοκρατική, συχνά χωρίς «ψυχή». Η έννοια της συλλογικότητας και της συντροφικότητας έχει ατονήσει. Πρόκειται για μια κατάσταση, η συνέχιση της οποίας υποσκάπτει τα θεμέλια του ΣΥΝ, ενός ελπιδοφόρου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 νέου σχηματισμού. Κι επειδή τα οργανωτικά ζητήματα συνδέονται με τα πολιτικά, οφείλουμε να αναζητήσουμε τα αίτια της ελλειμματικότητας αυτής στο πολιτικό πεδίο.
Βασική παραδοχή της γράφουσας είναι ότι η θεμελιακή αρχή της «ενότητας στη διαφορετικότητα» και του «σεβασμού της διαφορετικότητας», από τα βασικά στοιχεία σύστασης του ΣΥΝ, εξακολουθεί να συνοδεύει όλους και όλες που παλεύουμε μέσα από τις γραμμές του. Το Τακτικό Συνέδριο 2004 ενέκρινε την λεγόμενη «αριστερή στροφή» και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Και οι δύο βασικές αυτές επιλογές ψηφίστηκαν από μια ευρύτατη πλειοψηφία, την οποία διαμόρφωσαν σύντροφοι και συντρόφισσες (μεταξύ των οποίων και η γράφουσα) από πολλές και διαφορετικές τάσεις. Δυστυχώς, η ευκαιρία για μια ενωτική λειτουργία στην κατεύθυνση που σήμαναν οι δύο αυτές επιλογές στη συνέχεια σπαταλήθηκε από την πλειοψηφούσα στο Κόμμα τάση, η οποία φέρει και την ευθύνη της διακυβέρνησής του. Πώς έγινε αυτό; Μα, με τη μέθοδο του αποκλεισμού.
Αντί δηλαδή να επιδιωχθεί η υλοποίηση των πιο πάνω στόχων με ευρείες διαδικασίες σύνθεσης των επί μέρους διαφορετικών αντιλήψεων – πράγμα απολύτως φυσιολογικό για μια μη μονολιθική αριστερά – αποκλείσθηκαν οι σύντροφοι εκείνοι που δεν ανήκαν στην πλειοψηφούσα τάση και σε όσες συντάσσονται με αυτήν! Η τακτική αυτή επικυρώθηκε με το Τακτικό Συνέδριο 2008.
Αποτέλεσμα; Η πλήρης και στείρα παγίωση «πλειοψηφίας» και «μειοψηφίας» στο ΣΥΝ. Ας μου επιτραπεί να φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα. Ασχολούμαι με τα θέματα της Ευρώπης από σειρά ετών, συμμετείχα στο εσωκομματικό δημοψήφισμα του ΣΥΝ για το ευρωπαϊκό ψηφοδέλτιο το 1994 και το 1999, ενώ σήμερα έχω την τιμή να έχω την ευθύνη του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΥΝ από κοινού με το σ. Μπουρνού. Ενόψει των πρόσφατων ευρωεκλογών, θα περίμενε κανείς ότι ως Τμήμα θα είχαμε πολύ δουλειά να κάνουμε, αλλά κι εγώ προσωπικά. Λάθος εντύπωση! Προφανώς κρίθηκε από τα αρμόδια όργανα του Κόμματος ότι δεν χρειαζόταν η συμβολή μας.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η επιλογή της ηγεσίας του Κόμματος να συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία του στο ΣΥΡΙΖΑ μόνο σύντροφοι της πλειοψηφούσας τάσης και όσων συντάσσονται με αυτήν. Πώς να ξεπεραστούν έτσι τα όποια στεγανά, δυσπιστίες και αντιφάσεις τόσο στο ΣΥΝ, όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ;!
Μετά τις τελευταίες εκλογές, ακούστηκε με έμφαση από τα πλέον αρμόδια χείλη, του Προέδρου του ΣΥΝ, ότι «στην αριστερά δεν περισσεύει κανείς». Για να έχει η νόημα η συγκεκριμένη ρήση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σε κάθε περίπτωση εξάντληση της προσπάθειας για τη σύνθεση των απόψεων κατʼ αρχήν στο ΣΥΝ και στη συνέχεια στο ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρώην Πρόεδρος του ΣΥΝ σ. Νίκος Κωνσταντόπουλος έχει συνδέσει το όνομά του με την πολιτική αυτή πρακτική. Σε μεγάλο βαθμό και ο σ. Αλαβάνος. Τώρα καλείται να το πράξει συνειδητά ο σ. Τσίπρας. Εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση, το οργανωτικό έπεται.
Η προσπάθεια για σύνθεση όμως πρέπει να διαπεράσει τον Κομματικό κορμό. Για να γίνει αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αναβάθμιση της πολιτικής λειτουργίας της ΚΠΕ και των εκτελεστικών της οργάνων, καθώς και του Κόμματος συνολικά. Τόσο το ανώτατο κομματικό όργανο, όσο και τα εκτελεστικά όργανα του ΣΥΝ, δεν επιτρέπεται να αποτελούν πεδίο στείρας αντιπαράθεσης τάσεων και ηγετικών ομάδων. Τα Τμήματα της ΚΠΕ πρέπει να υπηρετήσουν επί τέλους τον καταστατικό τους ρόλο, της επεξεργασίας των κομματικών θέσεων, κι ας συγκρούονται οι τασικές γραμμές μέσα σʼ αυτά. Ομοίως, οι Κινήσεις πρέπει να εμβαθύνουν την πολιτική τους λειτουργία, κι ας αντιπαρατίθενται οι τασικές αντιλήψεις μέσα σʼ αυτές. Μόνο τότε οι τάσεις θα ξεφύγουν από το συνδικαλιστικό/γραφειοκρατικό χαρακτήρα που τις διέπει και θα γίνουν αφορμή για δημιουργική, προωθητική αντιπαράθεση και σκέψη στο πλαίσιο του Κόμματος.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα φιλόδοξο πράγματι εγχείρημα, μπορεί να σταθεροποιηθεί κατʼ αρχήν ως πολιτική συνεργασία ουσίας, κι όχι μόνο ή κυρίως ως συνεργασία κορυφής. Οσο για το μέλλον του, αποτελεί την μεγάλη πρόκληση για όλους και όλες, όσοι πιστεύουμε στην ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά.
Οι παραπάνω σκέψεις δεν είναι καινοτόμες. Παραμένουν όμως επίκαιρες. Κι αυτό γιατί πιστεύουμε ότι η ειλικρινής και επίμονη αναζήτηση συνθετικών απαντήσεων στα σύγχρονα ζητήματα είναι όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και μονόδρομος. Το εναλλακτικό είναι ορισμένοι να είναι μονίμως «στη γωνία» και να αναζητούν τρόπους για να βγουν από αυτήν, στριμώχνοντας ίσως κάποιους άλλους! Μη βιώσιμα δηλαδή πράγματα για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά, όπου ανατραφήκαμε κι όπου με χαρά και περηφάνια βλέπουμε τους νέους συντρόφους και συντρόφισσες να συγχρονίζουν το βηματισμό τους! Ας μου επιτραπεί να κλείσω και πάλι με μια προσωπική αναφορά. Παραμένω αθεράπευτα αισιόδοξη για το μέλλον της αριστεράς, αρκεί να μη μας φοβίζει η πολυχρωμία της!
* Η Μ. Φραγκάκη είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ