Skip to main content.
26/07/2009

Ο ιός της αριστεράς και τα συμπτώματα δυσανεξίας || άρθρο του Νίκου Βούτση

Ως εδώ και μη παρέκει. Οι απλοί πολίτες, όχι μόνο ο παραδοσιακός κόσμος της αριστεράς, αν και κυρίως όσα συμβαίνουν αφορούν τον χώρο της δικιάς μας ριζοσπαστικής αριστεράς, έχουν μείνει άναυδοι από την προφανή δοκιμασία που υφιστάμεθα πρόσωπα, σχήματα, πολιτικές, επειδή τα αυτονόητα, κατά την κοινή λογική, δοκιμάζονται  και αποδομούνται συστηματικά και από πολλές πλευρές.

Αυτονόητη ήταν η ανάγκη για κοινή δράση, για ενωτικές συγκλίσεις, για μετωπικές συνθέσεις των ευρύτατων δυνάμεων της αριστεράς και της οικολογίας σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο μέσα στις συνθήκες, σε αναφορά και σε αντιπαλότητα, της βαθιάς καθολικής κρίσης με επίκεντρο την οικονομία και το νεοφιλελεύθερο μοντέλο.

Αυτονόητη επίσης ήταν και είναι η ανάγκη για την ανάκτηση μιας διευρυμένης ηθικής ηγεμονίας σε αντιπαράθεση με τη διαπλοκή και τη σήψη των δυνάμεων του δικομματικού μοντέλου, όπως επίσης και η προτεραιότητα για την αφύπνιση και την ενεργό κινηματική συμμετοχή λαϊκών δυνάμεων και της νεολαίας που πλήττονται από την κρίση, ενώ συμπιέζονται στο κοινωνικό περιθώριο και ενώ αναδιατάσσονται σε συντηρητική κατεύθυνση οι αξίες και οι ιδέες μέσα στην κοινωνία μας.

Αυτονόητη ακόμα είναι η ανάγκη για τη μεγαλύτερη δυνατή ευρύτητα των οριζόντων της αριστεράς για μια οπτική και μια δράση που θα κατανοεί την πλανητική διάσταση και θα εργάζεται για την πανευρωπαϊκή συνεργασία στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων που έφερε η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και που επιδεινώνονται μέσα στις συνθήκες της σημερινής κρίσης.

Αντιστοιχούν καθόλου σ' αυτές τις ανάγκες και τις προφανείς προτεραιότητες για τη δικιά μας πολιτική αριστερά, επιλογές και ενέργειες που αποσταθεροποιούν τα πάντα, αντί να συμβάλλουν στην ενωτική ανασύνθεση και την παραπέρα ανάπτυξη της αριστεράς, την υπέρβαση της εκλογικής αποτυχίας της και την ανάδειξή της σε κεντρική δύναμη μιας εναλλακτικής πρότασης προς το σύστημα εν γένει και προς τον δικομματισμό ειδικότερα, ενόψει μάλιστα των επικείμενων κρίσιμων, μίας ή δύο, εκλογικών αναμετρήσεων;

Η Α. Παπαρήγα επιχαίρει γιατί, αναφερόμενη στο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρεί ότι υποχωρεί ένα ακόμη ανάχωμα που είχε μπει από την αστική τάξη στο δρόμο του ΚΚΕ! Είναι προφανές ότι, για μια ακόμα φορά, η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο καταργεί τα κεντρικά «αυτονόητα» που προαναφέραμε αλλά τα υποτάσσει ανενδοίαστα και απροκάλυπτα σε μια λογική εσωτερικών χαρακωμάτων και σκυλοκαβγά, χωρίς να την ενδιαφέρει καν η μείωση και των δυνάμεων του δικού της κόμματος στις πρόσφατες εκλογές.

Τι να πρωτοσημειώσει όμως κανείς για αντίστοιχα συμπτώματα της παθολογίας της δικιάς μας αριστεράς. Ακούσαμε για "ταπεινωτική ήττα", για την ανάγκη να διαλυθεί το ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Μας έθεσαν το ρητορικό (;) ερώτημα για τη δυνατότητα να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον ΣΥΝ εν ονόματι μιας ιδεολογικής καθαρότητας και με προφανή στόχο τη ρευστοποίηση του κόμματός μας. Βιώνουμε, επίσης, μια παρατεταμένη άσκηση ηγετικής προσωπικής στρατηγικής. Αγνοήθηκε η συζήτηση επί της πολιτικής και αντ' αυτής προκρίθηκε η προσωπική αντιπαράθεση, η αποδόμηση της ηγεσίας του ΣΥΝ, μια εσωκομματική οπτική που καταργεί τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και τη συνευθύνη. Συνιστώσες, τάσεις και παράγοντες αναλώθηκαν σε κινήσεις τακτικισμού και εσωστρέφειας. Στο όνομα της ευγενούς πρόθεσης για σωτηρία του χώρου, όλα τα παραπάνω συμπτώματα τον αποδιαρθρώνουν και κυρίως τον απαξιώνουν.

Παραμένουν αναπάντητα συνεχή ρεπορτάζ έγκυρων εφημερίδων που προδιαγράφουν ως ενδεχόμενη την επιλογή για αποχώρηση και δημιουργία άλλου κόμματος με πρωτοβουλία κορυφαίων στελεχών του κόμματός μας. Προκαλεί δε περισσότερα ερωτηματικά το γεγονός αυτό, όταν από δημόσιες δηλώσεις στελεχών αφήνεται «ανοιχτό» αυτό το ενδεχόμενο, όταν επίσης σημειώνεται η απουσία από την πανελλαδική σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ όπου ακούστηκαν άδικες αλλά και δίκαιες αιτιάσεις για την πολιτική στάση στελεχών του ΣΥΝ, ή όταν ακόμη επί μήνες προπαγανδίζεται δημόσια η πρόταση για συνεργασία μιας «πτέρυγας» με άλλο κόμμα, τους Οικολόγους Πράσινους. Δυστυχώς, και οι παραπάνω πολιτικές συμπεριφορές γίνονται στο όνομα πάλι μιας ιδιότυπης ιδεολογικής καθαρότητας με την επίκληση μιας «πατέντας» της ανανεωτικής αριστεράς που έχει, σύμφωνα με τους συντρόφους, αναλλοίωτα, διαχρονικά, αλλά και προφανώς επιλεκτικά χαρακτηριστικά επί παντός του επιστητού.

Κι όμως η πρόσφατη απόφαση της ΚΠΕ του ΣΥΝ και το πλαίσιο των αποφάσεων που έχουμε από κοινού συνομολογήσει στα πανελλαδικά σώματα του ΣΥΡΙΖΑ, δίνουν την ευκαιρία, παρέχουν τη δυνατότητα και το εύρος για δημιουργικές και προωθητικές συνθέσεις, που θα σηματοδοτήσουν τη θετική υπέρβαση στην κρίση του χώρου μας.

Όλα τα παραπάνω, όμως, εκφράζουν, αλλά και δημιουργούν ένας πρωτοφανές περιβάλλον πολιτικής δυσανεξίας. Η διαχρονική παθογένεια της αριστεράς να χωρίζεται, να εφευρίσκει εχθρούς και συνωμοσίες, να γίνεται όμηρος και έρμαιο προσωπικών στρατηγικών ή της ιδεοληψίας στενών μηχανισμών, όλα αυτά δηλαδή που υπονομεύουν την ενωτική συμπόρευση, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τη συλλογική κινητοποίηση και την ευρυχωρία στη σκέψη και τη δράση, έχουν έλθει στην επιφάνεια και αποτελούν προφανείς κινδύνους για την πολιτική αξιοπιστία και του Συνασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού συμμαχικού σχήματος μακράς πνοής.

Επειδή όλα αυτά συσκοτίζουν την πολιτική συζήτηση και τελικά μας εμφανίζουν να βρισκόμαστε λιγάκι «στον κόσμο μας», επισημαίνω ότι διεργασίες έντονες διεξάγονται σε όλο το πολιτικό σκηνικό και μέσα σε όλα τα κόμματα με επίκεντρο τα σενάρια για τις προσεχείς εκλογές και τις επιλογές διακυβέρνησης. Διεργασίες που προκαλούν ισχυρές διακομματικές και ενδοκομματικές κόντρες, π.χ. για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά που παραμένουν, με μέριμνα της ηγεσίας της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, μακριά και σε καθεστώς «άσφαιρων πυρών» ως προς τα σκληρά διακυβεύματα της περιόδου που αφορούν την εργασία, την ασφάλιση, την εφαρμοζόμενη ατζέντα Καρατζαφέρη για τους μετανάστες, την αντιμετώπιση «τουρκικής απειλής», τις πραγματικές αντιπαραθέσεις για ζητήματα περιβάλλοντος ή δικαιωμάτων, κ.ά.

Σ' αυτό το πλαίσιο, ακριβώς γιατί δεν το αμφισβητεί, αποδυναμώνεται και η συνολική πρόταση που ο Νίκος Μπίστης εξέπεμψε την προηγούμενη Κυριακή από τις στήλες αυτής της εφημερίδας προς τον χώρο μας, πρόταση χωρίς επιλεκτικούς αποδέκτες μέσα στο χώρο, για την αναζήτηση σημείων κοινής δράσης με το ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές πως δεν είναι δικό μας ζήτημα το να διακρίνουμε καθημερινά αν ο Σπ. Κουβέλης για τον Βοτανικό, η Μ. Ζορμπά για τα παιδιά των φαναριών, οι εισηγητές για το «Σύμφωνο Συμβίωσης» και οι υποστηριχτές των ανεξάρτητων αρχών μέσα στο κόμμα έχουν πιο δυνατή φωνή από τον Θ. Πάγκαλο, από τον Α. Παπαδόπουλο, ή από τον Α. Λοβέρδο που τελικά απηχούν και την κεντρική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στα πιο κρίσιμα ζητήματα, αυτά της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων, της μεταναστευτικής πολιτικής.

Θα ήταν αδιανόητο για τη ριζοσπαστική αριστερά, με την ανανεωτική και όλες τις άλλες εκφάνσεις της και διαδρομές, να προσχωρήσουμε σε μια στρατηγική βήμα προς βήμα προσέγγισης με το ΠΑΣΟΚ με προφανή μάλιστα τη γενικότερη σύγκλιση. Αυτή η εξέλιξη δεν θα ήταν μια απλή άρνηση των αυτονόητων για τις ανάγκες της σύγχρονης αριστεράς, τα οποία εκτίθενται στην αρχή αυτού του άρθρου, αλλά ιδιαίτερα στις συνθήκες της σημερινής κρίσης θα αποτελούσε μια αρνητικά ιστορική επιλογή για το χώρο, θα σηματοδοτούσε την άρνηση της ταυτότητάς μας.