Πηγαίνοντας σε εκλογές βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιδιόμορφη κατάσταση. Ιδιόμορφη λόγω της κρισιμότητας της περιόδου που διανύουμε, αλλά όχι καινούργια. Για τον δικομματισμό και το ευρύτερο σύστημα εξουσίας τα ζητήματα της πολιτικής και ιδιαίτερα της οικονομικής πορείας της χώρας θεωρούνται «ληγμένα» και εκτός εμβέλειας των εκλογικών επιλογών των πολιτών. Και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τάσσονται υπέρ της συνέχειας της πολιτικής που έφερε την κρίση και τώρα επιδιώκει την έξοδο από αυτή, μεταφέροντας τις ζημιές στους εργαζόμενους και στα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα. Είναι η πολιτική που έχει ως θεματοφύλακα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συμβολοποιείται στο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Η παράταση που ζητάνε πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, σχετικά με τον περιορισμό του ελλείμματος -και το γεγονός ότι θα την πάρουν τελικά- αποδεικνύει πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Επίσης το γεγονός ότι τα μέτρα που προτείνονται για την «αντιμετώπιση της κρίσης» είναι τα ίδια ακριβώς με τα μέτρα που προτείνονταν και την περίοδο της «ανάπτυξης» αποδεικνύει ότι και τότε και τώρα ο μοναδικός στόχος είναι η ριζική αναδιάρθρωση του κράτους και της εργασίας προς όφελος των λίγων.
Ακριβώς επειδή η ψήφος των πολιτών δεν πρέπει να σχετίζεται με αυτά τα ζητήματα, το τελευταίο διάστημα που η κυβέρνηση συνεχίζει τις ιδιωτικοποιήσεις και τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η αντιπαράθεση στο πλαίσιο του δικομματισμού δεν αφορά την εφαρμοζόμενη πολιτική αλλά τον χρόνο των εκλογών και τον τρόπο που θα προκληθούν. Για τον ίδιο λόγο το ΠΑΣΟΚ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προβαίνει σε προεκλογικές παροχές όταν ανακοινώνει θέσεις μερικής απασχόλησης και άλλες κουτσουρεμένες θέσεις εργασίας στους ΟΤΑ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ενώ δεν λέει κουβέντα για το είδος της εργασίας και τη γενίκευση του εργασιακού μεσαίωνα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, από τη στιγμή που οι νόμοι που ξεκίνησαν αυτή την πορεία φέρουν την υπογραφή του.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση προβαίνει σε αυτές τις κινήσεις με προφανή πελατειακή λογική ενόψει εκλογών. Όμως, αυτό ακριβώς είναι το εξευτελιστικό: η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση τσακώνονται με φόντο τη δεδομένη μιζέρια μας, δηλαδή την καταδίκη σε εργασιακές θέσεις χωρίς δικαιώματα και αξιοπρεπή μισθό.
Υπό κανονικές συνθήκες κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για να πείσει τον οποιονδήποτε ότι η επιλογή στο πλαίσιο του δικομματισμού συνιστά κατάφαση στη διαιώνιση και διεύρυνση μιας πολιτικής που εντείνει τη φτώχεια, τα αδιέξοδα και συνακόλουθα την απόγνωση.
Γι αυτό τον λόγο γίνεται μια γιγαντιαία προσπάθεια να πεισθούν οι πολίτες ότι όλα αυτά δεν αφορούν την εκλογική τους επιλογή, δεν πρόκειται να αλλάξουν ή να ανατραπούν από το αποτέλεσμα των εκλογών. Επομένως, συνεχίζει αυτή η λογική, αφού δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό, το μόνο που μένει είναι μια επιλογή για τα πρόσωπα που θα βρεθούν στην κυβέρνηση, σε επίπεδο προτίμησης (αυτός τα λέει ωραία), ψυχολογικής διάθεσης (αυτός με θυμώνει αυτή την περίοδο άρα θα ψηφίσω τον άλλο) ή συνήθειας (εγώ ψηφίζω αυτούς αφού έτσι κάνει η οικογένειά μου τόσα χρόνια).
Είναι όμως τα πράγματα τόσο δεδομένα; Ή πάντα υπάρχει η πιθανότητα να μη γίνει έτσι; Αυτός ο φόβος ξεπροβάλλει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και η ριζοσπαστική Αριστερά θα κάνει ό,τι μπορεί για να τον καταστήσει δικαιολογημένο.