Skip to main content.
11/11/2009

Για μια αριστερή Τοπική Αυτοδιοίκηση - Εισηγητής: Στέλιος Μπαμπάς

Ι. Η κρίση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η ανάγκη να την υπερβούμε

Αποτελεί ευρύτερα αποδεκτή διαπίστωση, πως η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη χώρα μας διέρχεται δομική κρίση. Δυο φαινόμενα αναδεικνύουν αυτήν την κρίση στα μάτια του μέσου πολίτη: Οι καταγγελίες για διαφθορά των αυτοδιοικητικών θεσμών και η αίσθηση πως η Αυτοδιοίκηση, όπως σήμερα λειτουργεί, δεν απαντά στα προβλήματα του πολίτη. κινείται ερήμην του.

Η Αριστερά, ούτε μπορεί ούτε θέλει να παραγνωρίσει αυτές τις καταγγελτικές φωνές που ακούγονται σήμερα ευρύτερα. Αντίθετα, και στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, όπως και σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, ο λόγος της Αριστεράς είναι λόγος κριτικός. Η κριτική μας όμως, ακόμα και η καταγγελία μας, όταν χρειάζεται, δεν είναι μια εύκολη αντιπολίτευση, μια συνθηματολογία, ένας λαϊκισμός. Είναι η αφετηρία για να κατανοήσουμε μαζί με το λαό το βάθος των πραγμάτων. Να βρούμε τις αιτίες και να αναζητήσουμε τις συνέπειες αυτής της κρίσης. Να διαμορφώσουμε τις δικές μας προτάσεις, το δικό μας προγραμματικό λόγο. να προσανατολίζουμε έτσι την πράξη και τους αγώνες μας και σε αυτό το επίπεδο. της πόλης και του χωριού, των μεγάλων αστικών κέντρων, της περιφέρειας, στα οποία αναφέρεται η λειτουργία και δράση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ασκώντας αυτόν τον κριτικό λόγο ως αριστεροί πολίτες και ως συγκροτημένη Αριστερά, δεν περιοριζόμαστε σε ηθικοπλαστικές καταγγελίες, αλλά γνωρίζουμε ότι αυτή η κρίση της Αυτοδιοίκησης μπορεί να κατανοηθεί ως διάσταση της πολύ ευρύτερης κρίσης της κοινωνίας μας. ως συνέπεια του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού που έχει κυριαρχήσει. έχει οδηγήσει πλέον στην πλήρη επιβολή των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην πολιτική εξουσία που έχει χάσει την όποια αυτονομία διέθετε. Αυτή η κρίση έχει δυο αλληλένδετες όψεις: Από τη μία πλευρά, οι παλιές προτάσεις του συστήματος αναιρούνται, οι προηγούμενες κοινωνικές δομές ανατρέπονται από τις ίδιες τις κυρίαρχες δυνάμεις, οδηγούν δε ευρύτατα λαϊκά στρώματα, ολόκληρους λαούς, σε εξαθλίωση. Από την άλλη πλευρά, για λόγους αντικειμενικούς και εξ αιτίας των κοινωνικών αυτών εξελίξεων η απάντηση της Αριστεράς είναι φανερό, ότι δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στο παρελθόν, αλλά οι νέες προτάσεις που αντιστοιχούν στις νέες συνθήκες.

Αυτό σημαίνει, για να επανέλθουμε στις αρχικές μας παρατηρήσεις, ότι η κριτική μας στα φαινόμενα διαφθοράς στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα οποία καταδικάζουμε χωρίς να γενικεύουμε άκριτα, αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο της γενικότερης κρίσης της Αυτοδιοίκησης και του όλου κοινωνικού συστήματος. Η κριτική μας αυτή στην αδυναμία των αυτοδιοικητικών θεσμών να ανταποκριθούν στις σύγχρονες συνθήκες, μας οδηγεί σε προτάσεις δομικής ανασυγκρότησης τους, επανατοποθέτησης του ρόλου της Αυτοδιοίκησης στο πολιτικό μας σύστημα, ώστε πράγματι να καταστεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση φορέας ουσιαστικής δημοκρατίας και διαφάνειας. προτάσεις αναθεώρησης της σχέσης των αυτοδιοικητικών θεσμών από τη μια πλευρά με το κράτος και από την άλλη με την κοινωνία. προτάσεις για νέες πολιτικές διεύθυνσης της τοπικής κοινωνίας και της περιφέρειας. νέες πολιτικές και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τους στόχους και ως προς τους τρόπους που οι πολιτικές αυτές προγραμματίζονται και ασκούνται.

Αυτή η πολιτική για την Αυτοδιοίκηση είναι πράγματι αριστερή και ριζοσπαστική, γιατί στοχεύει στην υπέρβαση του παλιού, προς μια νέα συγκρότηση της τοπικής κοινωνίας και της περιφέρειας, προς ένα νέο-εφικτό κόσμο. αλλά και γιατί με αυτούς τους στόχους και πρακτικές δίνει το παρόν στη σύγκρουση κυρίαρχων-κυριαρχούμενων, όπως αυτή η σύγκρουση εκφράζεται στην καθημερινότητα των ανθρώπων, στο χωριό, τη γειτονιά, την πόλη, την περιφέρεια, υποστηρίζοντας με συγκεκριμένους τρόπους τις αντιστάσεις και διεκδικήσεις των φτωχών και καταπιεσμένων, προτείνοντας νέα ριζοσπαστικά αιτήματα, επιχειρώντας τη διαμόρφωση των αναγκαίων προς τούτο συνθηκών, έστω σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αποτολμώντας εγχειρήματα μιας εναλλακτικής λογικής, νέων πολιτικών αξιών.

Είναι αλήθεια, ότι η αναγκαία υπέρβαση του συστήματος και ειδικότερα σήμερα του ακραίου ιδεολογήματος του νέο-φιλελευθερισμού, απαιτεί δράσεις, αγώνες, προτάσεις, ιδέες, που αντιμετωπίζουν την κοινωνική πραγματικότητα ως σύνολο. Πολύ περισσότερο σήμερα που σημαντικά προβλήματα και κρίσεις -το οικολογικό, το δημογραφικό, της γνώσης, των νέων παραγωγικών συνθηκών- μας οδηγούν εκ των πραγμάτων εμπρός σε αντιθέσεις, αντιφάσεις, αγώνες με νόημα πολύ ευρύτερο. Κανείς όμως δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σημασία του συγκεκριμένου χώρου του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας και των αντιθέσεων και ανταγωνισμών σε αυτό το επίπεδο, όχι μόνο για να διαφεντέψουμε κάποτε την καθημερινότητά μας μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό χώρο, αλλά και για την ωρίμανση των γενικότερων αναγκαίων αλλαγών.

ΙΙ. Η νέα Τοπική Αυτοδιοίκηση και το σύγχρονο Κράτος

Βρισκόμαστε εμπρός σε μια νέα πραγματικότητα στις σχέσεις Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Κράτους. Η πολιτική της Αριστεράς στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αντίθεση ανάμεσα στο συγκεντρωτικό κράτος, θεσμό εξουσίας που στηρίζει την κυριαρχία της αστικής τάξης και την παραδοσιακή δομή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το Δήμο και την Κοινότητα, θεσμό αποκέντρωσης και συμμετοχής του πολίτη στη διεύθυνση της πόλης και του χωριού.

Βέβαια, τα πράγματα ποτέ δεν ήσαν τόσο απλά. Το κράτος, ως θεσμός εξουσίας της αστικής τάξης, πέρα από τη στήριξη της κυριαρχίας της, ήταν υποχρεωμένο επίσης από τον ίδιο του το ρόλο να διασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας και να διαμορφώνει τους όρους άσκησης της ηγεμονίας της αστικής τάξης σε αυτήν. Με άλλα λόγια, να σχεδιάζει, και να υλοποιεί το «σχέδιο» ανέλιξης της αστικής κοινωνίας. Το «κοινωνικό κράτος» των μεταπολεμικών χρόνων, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και μέχρι την δεκαετία του 1970, υλοποιούσε ακριβώς αυτόν τον διπλό ρόλο, κυριαρχίας της αστικής τάξης στην κοινωνία, αλλά και διασφάλισης της συνοχής της.

Από την άλλη πλευρά, ο Δήμος και η Κοινότητα, παρότι μέσα από μια μακρά ιστορική διαδρομή ασκούσαν εξ αντικειμένου ένα ρόλο ανταγωνιστικό προς το κράτος, όπως προαναφέρθηκε, ωστόσο, στο βαθμό που το εθνικό κράτος ολοκλήρωνε τη συγκρότηση του ως ο κεντρικός θεσμός εξουσίας, ενσωματώθηκαν σε αυτό, σε βαθμό ώστε να θεωρούνται και να λειτουργούν κατʼ ουσίαν ως αποκεντρωμένος κρατικός θεσμός.

Αυτή, όμως, η ενσωμάτωση και η αντίστοιχη εξάρτηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το Κράτος ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο Δήμος και η Κοινότητα, παρόλα αυτά, διατήρησαν στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, εξ αντικειμένου επαφής με το λαό της πόλης και του χωριού, διαφάνειας και αυτονομίας, που το συγκεντρωτικό κράτος παρά την κυριαρχία του και στην Αυτοδιοίκηση, δεν μπόρεσε ποτέ να εξαφανίσει. Αυτήν την ανταγωνιστική σχέση κράτους - Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τον διαφορετικό χαρακτήρα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είχε πάντα στο νού της η Αριστερά της χώρας μας, όταν έδινε τη μάχη της για την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως θεσμό και σε περιόδους έξαρσης του κινήματος (η Αυτοδιοίκηση στα χρόνια της εθνικής Αντίστασης), αλλά ακόμα και σε σκοτεινές εποχές καταπίεσης, όπως η μετεμφυλιακή περίοδος και  μέχρι τη Δικτατορία, όπου ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα η Αριστερά με ευέλικτες τακτικές και καθαρούς στόχους έδωσε σημαντικούς αγώνες στην Αυτοδιοίκηση.

Σήμερα όμως βρισκόμαστε εμπρός σε μια νέα πραγματικότητα, στις σχέσεις Κράτους - Τοπικής Αυτοδιοίκησης – Κοινωνίας, η οποία κοινωνία είναι ιδιαίτερα ρευστή, γιατί βρίσκεται σε μεταβατική φάση της εξέλιξης της. Αυτή άλλωστε η μετάβαση από την καθιερωμένη παλαιά κατάσταση σε μια νέα είναι καίρια διάσταση της κρίσης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας γενικότερα. κρίσης που δεν επιτρέπει να συνειδητοποιηθούν οι αλλαγές οι οποίες, μέσα από αντιφάσεις, με οπισθοδρομήσεις και παρεκβάσεις, μέσα από έντονους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, χαράζουν ήδη το δρόμο τους.

Στις νέες ιστορικές συνθήκες τις αποκαλούμες κατά τρόπο σχηματικό και αμφίσημο «παγκοσμιοποίηση», η εθνική κοινωνία, χωρίς να παύει βέβαια να αποτελεί το πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας, τείνει να ενσωματώνεται σε ευρύτερες συγκροτήσεις και αντίστοιχα το εθνικό κράτος, διατηρώντας επίσης τη θεσμική του υπόσταση, τείνει να αποδυναμώνεται προς δυο κατευθύνσεις: Αφενός προς τις νέες υπερεθνικές θεσμικές πραγματικότητες, αφετέρου προς την κατεύθυνση των νέων αυτοδιοικητικών θεσμών. νέων, διότι ούτε ο Δήμος και η Κοινότητα παραμένουν όπως ιστορικά τους γνωρίσαμε, ούτε το πλέγμα των αυτοδιοικητικών θεσμών περιορίζεται στο Δήμο και την Κοινότητα. Αναφερόμαστε πλέον στην Πολυβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση (ο Δήμος και η Κοινότητα, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, η Περιφέρεια). Μετέχοντας στις νέες μεταλλάξεις του ευρωπαϊκού χώρου η πατρίδα μας ήδη έχει γνωρίσει και την αποδυνάμωση του εθνικού Κράτους προς την κατεύθυνση των υπερεθνικών θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και τη δυναμική προς την κατεύθυνση της Πολυβάθμιας Αυτοδιοίκησης. Το γεγονός ότι στη χώρα μας η Περιφέρεια είναι ακόμα κρατικός θεσμός, για τον οποίο όμως έχει ήδη τεθεί το αίτημα της ανασύστασης του ως αυτοδιοικητικού θεσμού, δεν μεταβάλλει τη γενική κατεύθυνση των πραγμάτων.

Στο βαθμό που αυτή η νέα δυναμική στις σχέσεις κράτους - Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναπτύσσεται, είναι εύλογο ότι έχει τεθεί επιτακτικά το αίτημα ανασυγκρότησης τόσο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και του κράτους, όχι μόνο οργανωτικά, αλλά και ως προς τον χαρακτήρα και τη λειτουργία, το ρόλο, τις πολιτικές, τις σχέσεις, όχι μόνο κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και καθενός από τους δυο θεσμούς προς την κοινωνία. Είναι προφανές, ότι η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να μελετήσει τη νέα αυτή δυναμική, να μετάσχει ενεργά στις εξελίξεις, να διαμορφώσει αντίστοιχα τη δική της νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση στο πεδίο αυτών των κοινωνικών εξελίξεων.

ΙΙΙ. Τοπική Αυτοδιοίκηση - Ο θεσμός και το Κίνημα

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως θεσμικό πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας, του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας, είναι θεσμός πολιτικός και κοινωνικός. Ως πολιτικός θεσμός είναι θεσμός εξουσίας με τον διπλό ρόλο που ήδη σημειώσαμε: της θέσμισης της σχέσης κυριαρχίας στην τοπική κοινωνία, αλλά και της διεύθυνσης και διασφάλισης της συνοχής της. Από την άλλη πλευρά, ως πολιτικός θεσμός η Τοπική Αυτοδιοίκηση διατηρεί πάντα την αντιθετική της σχέση προς το κράτος και υπʼ αυτήν την έννοια υποκρύπτει μια ριζοσπαστικότητα και δυναμική υπέρβασης του κράτους ως θεσμού συγκρότησης των σχέσεων κυριαρχίας. Ως κοινωνικός θεσμός, αντίστοιχα, αποτελεί δίαυλο συμμετοχής και έκφρασης των πολιτών, υποστήριξης των αναγκών, των διεκδικήσεων, των προτάσεών τους. τέλος, μπορεί να καταστεί πεδίο ανάδειξης κοινωνικών πειραματισμών και εγχειρημάτων που η τοπική κοινωνία με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της επιτρέπει, σήμερα δε ιδίως έχει ανάγκη, στις συνθήκες επιβολής του νέο-φιλελευθερισμού (παραδείγματα: ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στους Δήμους, οι ποικίλες συλλογικές πρωτοβουλίες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο – μορφές συλλογικής οικονομικής δραστηριότητας, «δημοτικές επιχειρήσεις» με σκοπούς κοινωνικούς, αναπτυξιακούς, πολιτισμικούς κ.ο.κ.).

Από την άλλη πλευρά, η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί θέσμιση της τοπικής κοινωνίας, του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας, θέσμιση της κοινωνικής συγκρότησης του χώρου. Αλλά ο χώρος δεν είναι ουδέτερος, ούτε κενός. Διατρέχεται από αντιθέσεις και αντιφάσεις που αναφέρονται στην κοινωνική του συγκρότηση και άμεσα ή έμμεσα, είναι βαθύτατα ταξικές: Το χωριό και η πόλη. Η λαϊκή γειτονιά και η πλούσια συνοικία. Το σύγχρονο αδιέξοδο διαβίωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η αδυναμία διαβίωσης στα χωριά που δεν συνδέονται με τον αστικό χώρο. Η αντίθεση ανάμεσα στον αστικό τρόπο ζωής και το φυσικό περιβάλλον. Ίσως πιο έντονα απόλα αυτά, η αντίθεση κέντρου και περιφέρειας, που χαράζει βαθύτατα σήμερα κοινωνίες όπως η δική μας.

Στο πλαίσιο αυτών των αντιθετικών σχέσεων που καθορίζουν την σύγχρονη τοπική κοινωνία και, ειδικότερα, γύρω από τα προβλήματα που γεννώνται σε κάθε χωριό, πόλη, περιφέρεια και τα νοιώθουν οι πολίτες με την εμπειρία τους ως προβλήματα σημαντικά για την καθημερινότητά τους (λ.χ. τα σκουπίδια, οι δρόμοι, το πράσινο, προβλήματα για τα παιδιά, την τρίτη ηλικία, τους μετανάστες, η έλλειψη νοσοκομείου, το εργοστάσιο που «έκλεισε», η έλλειψη νερού, η έλλειψη πνευματικής ζωής κ.ο.κ.) συσπειρώνονται οι ενεργοί πολίτες, όσοι νοιώθουν έντονα το συγκεκριμένο πρόβλημα. αναπτύσσονται πρωτοβουλίες, συγκροτούνται τα κινήματα της πόλης, και με άλλες μορφές στα χωριά και την περιφέρεια.

Τα κινήματα αυτά συγκροτούνται για τα συγκεκριμένα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες. όταν όμως αναζητηθούν οι απαντήσεις στα προβλήματα, τότε αντικειμενικά τα κινήματα βρίσκονται εμπρός στον αυτοδιοικητικό θεσμό, που αντικειμενικά οι αρμοδιότητες, οι λειτουργίες, οι δράσεις του εμπλέκονται με το συγκεκριμένο πρόβλημα. Αναζητώντας απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα αντιλαμβάνονται οι πολίτες μέσα από την εμπειρία τους, ότι αυτό είναι αλληλένδετο με τα άλλα ζητήματα του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας. Ότι, τελικά, είναι καθοριστικό για την καθημερινή τους ζωή τι Δήμο ή Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ή Περιφέρεια έχουμε. πως λειτουργεί. τι πολιτικές εφαρμόζουν. Τότε, από τα επιμέρους κινήματα της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας διαμορφώνεται το κίνημα της Αυτοδιοίκησης.

Όπως όλα τα κοινωνικά κινήματα, το κίνημα της Αυτοδιοίκησης δεν είναι κατασκευή εκ των άνω. του Δήμου, του κόμματος κλπ. Συγκροτείται με την πρωτοβουλία των πολιτών που είναι ή γίνονται από την ανάγκη επίλυσης των προβλημάτων ενεργοί. Το κίνημα της Αυτοδιοίκησης δεν είναι απλώς κίνημα αυτοδιοίκησης του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας. Είναι πάνω απόλα κίνημα αυτοδιοίκησης, δηλαδή αυτονομίας των ανθρώπων. και με αυτήν την έννοια, υπερβαίνοντας τα συγκεκριμένα ζητήματα που στάθηκαν η αφετηρία της συγκρότησης του, αποκτά ιδιαίτερη κοινωνική, αλλά και πολιτική σημασία. Ανοίγει μια χαραμάδα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Το κίνημα της Αυτοδιοίκησης υπάρχει με ποικίλες μορφές και σε διάφορα επίπεδα συγκρότησης. Συχνά, βρίσκεται ακόμα συνδεδεμένο στα συγκεκριμένα προβλήματα που το γέννησαν. Υπάρχει, όμως, με αυτοτέλεια από τη στιγμή που τα επιμέρους κινήματα της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας, ωθούνται από τα συγκεκριμένα προβλήματα σε μια συνολική αντίληψη για την πόλη, το χωριό, την περιφέρειά τους. ωθούνται να ενεργήσουν αυτοδιοικητικά.

IV. Αριστερά και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Γεννάται όμως ένα ερώτημα: Ποιοι είναι οι δεσμοί της Αριστεράς με αυτό το κίνημα της Αυτοδιοίκησης και αυτούς τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς που περιγράψαμε;

Θα ήθελα να υπενθυμίσω όσα προηγούμενα έχουν εκτεθεί:

•    Για τον άμεσα ή έμμεσα ταξικό χαρακτήρα των αντιθέσεων που διατρέχουν την τοπική κοινωνία.

•    Για τον χαρακτήρα του κινήματος Αυτοδιοίκησης ως κοινωνικού κινήματος που συναρθρώνει στους κόλπους του τα επιμέρους κινήματα της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας και διαμορφώνει μια συνολική αντίληψη για την τοπική κοινωνία και τους θεσμούς της.

•    Για την θέση, ότι η Αυτοδιοίκηση ως πολιτικός και κοινωνικός θεσμός και ως κίνημα Αυτοδιοίκησης έχει μια ανταγωνιστική σχέση προς το εθνικό κράτος, μια μήτρα ριζοσπαστικότητας, ένα αίτημα αυτονομίας. Διαμορφώνεται, κατά συνέπεια, μέσα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως κίνημα και ως θεσμό συμμετοχής και έκφρασης των πολιτών ένας δίαυλος –πράγματι πολύ στενός και συχνά αμφισβητούμενος- προς την αυτονομία και την κοινωνική απελευθέρωση.

Δεν πρέπει, βέβαια, να παραβλέπεται ότι αυτές οι τάσεις δεν είναι οι μοναδικές στο θεσμό και το κίνημα Αυτοδιοίκησης. Ο τοπικισμός. ο συντηρητισμός που βλέπει με δυσπιστία την είσοδο στην τοπική κοινωνία των νέων τεχνολογιών, νέων μορφών κοινωνικής ζωής, νέων ιδεών. η εξάρτηση του θεσμού από το κράτος και τα παρεπόμενα αυτής της εξάρτησης (μεταφορά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο των φαινομένων πολιτικής φθοράς της κεντρικής εξουσίας. διείσδυση και επιβολή των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στην τοπική κοινωνία και τον αυτοδιοικητικό θεσμό. κυριαρχία της αγοράς και εμπορευματοποίηση των σχέσεων και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο). όλα αυτά τα φαινόμενα εμφανίζονται ασφαλώς στην τοπική κοινωνία και τους θεσμούς της, πολύ περισσότερο που ενισχύονται από τις γενικότερες τάσεις σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει και εδώ προέχοντα ρόλο και ισχύ.

Αν, κατά συνέπεια, υπενθυμίσαμε προηγουμένως τις δομές και κοινωνικές σχέσεις στην τοπική κοινωνία και τους θεσμούς της που επιτρέπουν να αναφερθούμε σε δεσμούς της Αριστεράς με αυτό το πεδίο της κοινωνικής συγκρότησης, δεν αναζητούσαμε καταφύγιο εφησυχασμού της Αριστεράς, αλλά διακρίνουμε ένα ακόμα πεδίο αντιπαράθεσης της με την κοινωνική και πολιτική συντήρηση. Ένα πεδίο αντιπαράθεσης που υπό όρους μπορεί να γίνει ευνοϊκό για την Αριστερά και την πολιτική της και της επιτρέπει να συμμετέχει τόσο στο κίνημα της Αυτοδιοίκησης, όσο και στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Αλλά πως η Αριστερά πράγματι συμμετέχει σε αυτά;

- Η Αριστερά συμμετέχει τόσο στο κίνημα Αυτοδιοίκησης, όσο και στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς.

-    Συμμετέχει στο κίνημα της Αυτοδιοίκησης, αλλά με όρους κινηματικούς. όχι ως κομματικός μηχανισμός για να «καθοδηγήσει» το κίνημα. Μετέχουν οι αριστεροί ως ενεργοί πολίτες της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας, ισότιμα με τους άλλους ενεργούς πολίτες, προασπίζοντας και προωθώντας τη δημοκρατική λειτουργία, αλλά και τη ριζοσπαστική δυναμική του κινήματος. Μετέχουν με την πράξη τους. με την εμπειρία τους από κοινωνικούς αγώνες και μορφές συλλογικής ζωής. με τη συνείδηση και τη στάση τους ως αριστερών πολιτών. με τις ιδέες, τις προτάσεις, τους οραματισμούς τους, στο βαθμό που αυτά μπορούν να ενταχθούν και αντιστοιχήσουν στη συλλογική ζωή και δράση του κινήματος Αυτοδιοίκησης.

-    Η Αριστερά συμμετέχει στις δράσεις και λειτουργίες που αφορούν τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, έχοντας υπόψη τον αμφίσημο χαρακτήρα τους: α) ως θεσμών εξουσίας, β) ως θεσμών συμμετοχής και έκφρασης των πολιτών. Ως θεσμών εξ αντικειμένου ανταγωνιστικών προς το κεντρικό κράτος. Ως θεσμών ανάδειξης των αντιθέσεων και των αγώνων που αναφέρονται στον χώρο – το χωριό, τη γειτονιά, την πόλη, την περιφέρεια. Ως θεσμών διαχείρισης των ζητημάτων της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας. Ως πεδίου διεκδίκησης δικαιωμάτων, πόρων, λειτουργιών, πολιτικών ρυθμίσεων στην τοπική κοινωνία. Ως πεδίου ανάδειξης νέων ριζοσπαστικών πολιτικών στον χώρο και δράσεων που, ιδιαίτερα σήμερα που ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί, παρέχουν απάντηση, έστω εν μέρει, έστω ατελή και με αντιφάσεις, στις ανάγκες και τους στόχους των ανθρώπων στο χωριό, την πόλη, την περιφέρεια. Τέλος, οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί μπορούν να λειτουργήσουν ως πεδίο ανάδειξης εγχειρημάτων που βρίσκονται σε αντιπαράθεση προς τις λογικές, τις πολιτικές, τις δράσεις του κυρίαρχου κοινωνικού συνασπισμού που υπό το ιδεολογικό ένδυμα του νεοφιλελευθερισμού κυριαρχούν στην κοινωνία μας.

Είναι όμως φανερό, ότι για να μπορέσει η Αριστερά να μετάσχει με αυτόν τον ενεργό τρόπο στο κίνημα της Αυτοδιοίκησης και τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς της τοπικής κοινωνίας, θα πρέπει να διαμορφώσει αντίστοιχη πολιτική, μιαν αριστερή πολιτική για την Αυτοδιοίκηση. Αυτή η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική, διατηρώντας τον χαρακτήρα της ως οργανικού μέρους της πολιτικής της Αριστεράς για την κοινωνία γενικότερα, αντιστοιχεί πάντως στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της τοπικής κοινωνίας και των αυτοδιοικητικών θεσμών και τη σχετική τους αυτονομία.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική θεμελιώνεται στο θεωρητικό και πολιτικό υπόβαθρο της πολιτικής της Αριστεράς και τις αξίες της, συγκροτείται όμως ως ιδιαίτερη πολιτική μέσα από τις εμπειρίες της Αριστεράς από τη συμμετοχή της στο κίνημα και τους θεσμούς της Αυτοδιοίκησης και την αγωνιστική πράξη για τη ριζοσπαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων και αντιθέσεων της τοπικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική μέσα από τα συμμετοχή της Αριστεράς στο Κίνημα της Αυτοδιοίκησης και τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς μπορεί να καταστεί πολιτική και ιδεολογική μήτρα του κινήματος της Αυτοδιοίκησης και να προσδώσει νέο ριζοσπαστικό περιεχόμενο και προοπτική στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς.

V. Όψεις της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική, όπως άλλωστε και η αριστερή πολιτική γενικότερα, δεν είναι ούτε θεωρητική κατασκευή ούτε οικοδόμημα προγραμματικών θέσεων προς εξαγγελία. Είναι το καταστάλλαγμα της αριστερής αυτοδιοικητικής πράξης. Τα συμπεράσματα των αναλύσεων για την τοπική κοινωνία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τη σχέση τους με την κοινωνική συγκρότηση συνολικά και τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Είναι η μεταφορά στον κοινωνικό χώρο των θεωρητικών συλλήψεων, των ιδεών και αξιών της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική αντιμετωπίζει τη σημερινή πραγματικότητα στην τοπική κοινωνία και τους θεσμούς της. τις αντιθέσεις και αντιφάσεις τους, τις ειδικότερες μορφές που σε αυτό το πεδίο προσλαμβάνουν οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. τις συσπειρώσεις και συγκροτήσεις των κυριαρχούμενων στην τοπική κοινωνία και τα προβλήματά τους. τις διεκδικήσεις τους, τα αιτήματα, τις προτάσεις, τα όνειρά τους για τον χώρο τους και τη ζωή τους μέσα σʼ αυτόν. Και επιχειρεί να διαμορφώσει μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα αντιθέσεων, αγώνων, διεκδικήσεων, δράσεων μια εναλλακτική πρόταση, προγραμματικές κατευθύνσεις για την τοπική κοινωνία και τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, που θα υποστηρίξουν αυτούς τους αγώνες, τις διεκδικήσεις, τα αιτήματα και θα αποτελέσουν ταυτόχρονα έμπνευση και πλαίσιο συγκεκριμένης πράξης και συγκεκριμένης πολιτικής για τα ειδικότερα προβλήματα, διεκδικήσεις, αγώνες σε κάθε χωριό, πόλη, περιφέρεια.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική αναφέρεται στη σημερινή πραγματικότητα, αλλά συγκροτείται με τη γνώση ότι τα ίδια τα προβλήματα, οι αντιθέσεις, οι ανταγωνισμοί που τη διατρέχουν, η δομική κρίση της κοινωνίας στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού, ανοίγουν δρόμους για την υπέρβαση των κατεστημένων δομών, σχέσεων, δυνάμεων. για μια νέα κοινωνική συγκρότηση. Μέσα σε αυτήν τη γενικότερη δυναμική υπέρβασης και κοινωνικής αλλαγής που συλλαμβάνει και προωθεί η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική, η τοπική κοινωνία και οι θεσμοί της θα μπορέσουν να χαράξουν τη δική τους ιστορική διαδρομή. να επιχειρήσουν να υπερβούν τις αντιθέσεις που διατρέχουν τον χώρο τους. θα δημιουργήσουν μέσα σε αυτόν νέες κοινωνικές δομές και σχέσεις, νέους θεσμούς, μια νέα κοινωνική πραγματικότητα.

Εκκινώντας από τα κεντρικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τοπική κοινωνία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορούμε να προσανατολίσουμε την αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική σε τρεις μεγάλους τομείς. Πρώτο, την υπέρβαση της δομικής κρίσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δεύτερο, την επανασυγκρότηση των σχέσεων δημοκρατίας και Αυτοδιοίκησης που έχουν βαθύτατα αλλοιωθεί. Τρίτο, τις πολιτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

1.    Η δομική κρίση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η υπέρβασή της

Τα τελευταία χρόνια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιήθηκαν δομικές μεταβολές στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, με πιο σημαντικούς τους «Καποδιστριακούς Δήμους» και τη «Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση» που επέτρεψε να αναφερόμαστε και στην Ελλάδα σε «πολυβάθμια Αυτοδιοίκηση». Θα έπρεπε να σημειώσουμε, επίσης, μια αποσπασματική μεταφορά αρμοδιοτήτων, κυρίως στους Δήμους, καθώς και τη συνταγματική επιταγή στο πλαίσιο της τροποποίησης του Συντάγματος του 2001 για «οικονομική» δίπλα στην από παλιά καθιερωμένη «διοικητική αυτοτέλεια» της Αυτοδιοίκησης.

Είναι όμως φανερό πλέον, ότι αυτές οι μεταβολές που επιχειρήθηκαν επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, τελικά δεν αντιμετώπισαν τη δομική κρίση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Μπορούμε να πούμε, πως στα παλιά δομικά προβλήματα προστέθηκαν νέα. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι οι όποιες δομικές αλλαγές στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν ήταν καρπός μιας βαθύτερης μελέτης των προβλημάτων της τοπικής κοινωνίας και των θεσμών της ούτε μιας γενικότερης στρατηγικής, αλλά περισσότερο συνδυασμός μηχανικής μεταφοράς ξένων μοντέλων διοικητικής δομής, κυρίως από την Ευρώπη, σε συνδυασμό με την επιδίωξη μικροκομματικών συμφερόντων και την προσπάθεια να μη θιγούν κατεστημένα συμφέροντα, κομματικά, οικονομικά, συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που έχουν συνυφανθεί με τις κατεστημένες δομές στο κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Είναι γεγονός, ότι στις σύγχρονες συνθήκες μετάβασης προς την παγκοσμιοποίηση το εθνικό κράτος, τουλάχιστον ως προς τις πολιτικές και κοινωνικές λειτουργίες του, αποδυναμώνεται. Η αποδυνάμωση αυτή του εθνικού κράτους συνδέεται: πρώτο, με τη αναδιάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας, την κυριαρχία των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων επί της πολιτικής εξουσίας και την κυριαρχία της αγοράς, την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. ό,τι αποκαλούμε σήμερα, ιδεολογικοποιώντας την πραγματικότητα, «νεοφιλελευθερισμό». Δεύτερο, με την αναγωγή του δημόσιου χώρου προς τις υπερεθνικές συγκροτήσεις από τη μια πλευρά και από την άλλη προς τη νέου τύπου πολυδιάστατη τοπική κοινωνία και το θεσμικό πλαίσιο που βαθμιαία διαμορφώνεται και αναφέρεται σε αυτήν, την πολυβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Στο πρώτο επίπεδο, της πόλης και του χωριού, οι εξελίξεις οδηγούν στη μετάβαση από το οικιστικό κέντρο (χωριό ή πόλη) στην ενότητα του οικιστικού κέντρου με την περιφέρειά του. Σε αυτή τη νέα δομή οικιστικού κέντρου οι σύγχρονες ανάγκες, κοινωνικές λειτουργίες και δράσεις ωθούν σε διαφορετική δομή και πολιτικές λειτουργίες την πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης.  Η εξέλιξη αυτή οδηγεί στη συνάρθρωση και ενοποίηση των περιφερειών των γειτονικών χωριών και πόλεων και στην ενοποίηση ως ένα βαθμό των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών λειτουργιών τους. Ο «Καποδιστριακός Δήμος» υπήρξε απόπειρα να ανταποκριθεί η Πολιτεία σε αυτές τις εξελίξεις, τουλάχιστον στην περιφέρεια. Μια απόπειρα, όμως, που κατʼ ουσίαν έχει αποτύχει και δημιούργησε νέα προβλήματα για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:

- Ο «Καποδιστριακός Δήμος» υπήρξε μια αποσπασματική πολιτική και όχι μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού ανασυγκρότησης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Κράτους.

-    Του ανατέθηκαν στα λόγια νέοι φιλόδοξοι στόχοι, κυρίως ως προς την διοικητική και τεχνοκρατική του οργάνωση, αλλά και νέες αρμοδιότητες, που σκόνταψαν όμως στην ποσοτική, αλλά κυρίως ποιοτική ανεπάρκεια του πολιτικού, καθώς και του διοικητικού, τεχνικού κλπ προσωπικού του. Έλειψαν οι πόροι, οι υποδομές, τα μέσα, η γνώση, για ένα θεσμικό εγχείρημα τόσο σημαντικό.

-    Επιχειρήθηκε μια σημαντική πράγματι μεταβολή με τρόπο πολιτικά απαράδεκτο. Δεν μπορείς να δημιουργείς νέες διοικητικές ενότητες πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης, καταργώντας τις παραδοσιακές δομές, χωρίς την αναγκαία χωροταξική μελέτη, την αναγκαία προπαρασκευή από τεχνική, οργανωτική αλλά και πολιτική άποψη, αλλά και χωρίς τις αντίστοιχες κοινωνικές διεργασίες που να διασφαλίζουν, ότι ο σχεδιασμός του νέου θεσμικού βήματος είναι πράγματι ορθολογικός και ότι διαμορφώθηκαν ο όροι συναίνεσης των τοπικών κοινωνιών που καλούνται να συνενωθούν.

- Εγκαθίδρυσαν τον Καποδιστριακό Δήμο χωρίς τη διασφάλιση των δομών και διαδικασιών εσωτερικής του αποκέντρωσης. Τα προβλεπόμενα στο Νόμο «Τοπικά Συμβούλια» παρέμειναν αδρανή σώματα, χωρίς αρμοδιότητες και πόρους, χωρίς τοπικό πρόγραμμα δράσης, χωρίς ουσιαστική θεσμική λειτουργία, ώστε, έστω σε αυτό το επίπεδο, να διασφαλίζεται η συμμετοχή και έκφραση των πολιτών.

-    Σε αυτά να προστεθούν και η ανωριμότητα, το πνεύμα τοπικισμού και μικροπολιτικής σημαντικού μέρους των αιρετών των Καποδιστριακών Δήμων, κατʼ εξοχήν δε των Δημάρχων τους, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να υπερβούν τη λογική της υπεροχής της έδρας του Δήμου, συνήθως ισχυρότερου –και σε ψήφους- οικιστικού κέντρου και της περιθωριοποίησης ως και εγκατάλειψης των μικρότερων χωριών και μικρών πόλεων του «Καποδιστριακού Δήμου», τόσο στο πεδίο των αυτοδιοικητικών λειτουργιών, όσο και στο πεδίο των δράσεων του Δήμου. Οι λαμπρές εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν και δεν αναιρούν τον κανόνα.

Έτσι το εγχείρημα των «Καποδιστριακών Δήμων», χωρίς να επιτύχει πράγματι έστω ένα εκσυγχρονισμό των αυτοδιοικητικών θεσμών της περιφέρειας, οδήγησε σε μαζική αντίδραση των πολιτών των παλαιών Δήμων και Κοινοτήτων, που ένοιωσαν ξαφνικά, ότι αποκόπηκε ο ομφάλιος λώρος που τους ένωνε, έστω στοιχειωδώς, με την Πολιτεία. ότι παρέμειναν χωρίς δυνατότητα συλλογικής έκφρασης και συμμετοχής, χωρίς εκπροσώπηση του χωριού ή της πόλης τους. Αν στην περιφέρεια επιχειρήθηκε -μάλλον με αποτυχία- μια αλλαγή, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αδράνησαν σε ό,τι αφορά τα μεγάλα αστικά και ακόμα περισσότερο τα μητροπολιτικά κέντρα.

Είναι ακατανόητο γιατί στα μεγάλα αστικά κέντρα (λ.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη) συνυπάρχει μια πληθώρα μικρών σχετικά Δήμων που συνεχίζουν την από παλιά παράδοση ύπαρξη τους, ενώ συχνά αποτελούν διοικητικά κύτταρα ενός αδιαίρετου αστικού κέντρου και της περιφέρειας του.

Είναι φανερό, ότι η επανασυγκρότηση της αυτοδιοικητικής δομής των μεγάλων αστικών κέντρων είναι πλέον αναγκαία, αλλά ως καρπός χωροταξικών μελετών των λειτουργιών, των πολεοδομικών διαφοροποιήσεων, των δικτύων της πόλης. Είναι προφανές, ότι αυτό θα οδηγούσε σε μια συγκέντρωση στους χωροταξικά πράγματι αναγκαίους δήμους. Ότι ανάμεσα στους Δήμους αυτούς του ενιαίου μεγάλου αστικού κέντρου απαιτούνται θεσμοποιημένες δομές συντονισμού, χάραξης κοινής πολιτικής στα γενικότερα ζητήματα, πολιτικών συνεργασίας και συνάρθρωσης. Όπως επίσης, από την άλλη πλευρά, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η μέγιστη δυνατή εσωτερική σε κάθε Δήμο αποκέντρωση. Τα προβλεπόμενα σήμερα από τον Κώδικα «Δημοτικά Διαμερίσματα» είναι εντελώς ανεπαρκή για μια τόσο σημαντική λειτουργία όσο η εσωτερική αποκέντρωση.

Έχει από χρόνια γίνει φανερή η ανάγκη της θεσμοθέτησης των μητροπολιτικών κέντρων, δηλαδή των ευρύτερων αστικών περιφερειών που οι λειτουργίες τους υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της περιφέρειας τους και εξαπλώνονται σε σημαντικά ευρύτερους χώρους, συχνά και πέρα από τα εθνικά όρια, επιτυγχάνοντας να γίνουν κέντρα οικονομικής πολιτικής και πολιτισμικής δραστηριότητας ευρύτερων υπερεθνικών περιοχών. Η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας από χρόνια λειτουργεί ως μητροπολιτικό κέντρο, σήμερα δε η περιοχή της Θεσσαλονίκης ταχύτατα προσανατολίζεται προς τη λειτουργία της ως μητροπολιτικού κέντρου υπερεθνικής εμβέλειας. Ωστόσο, παρά τις πολύχρονες συζητήσεις, καμμιά κυβέρνηση δεν αποτόλμησε να θεσμοθετήσει τα υπαρκτά και λειτουργούντα ήδη μητροπολιτικά μας κέντρα.

- Η ίδρυση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης θα μπορούσε να είναι μια πολύ σημαντική τομή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σημαίνει την αποδοχή της περιφέρειας, έστω της περιφέρειας του Νομού, ως ενός νέου επιπέδου της τοπικής κοινωνίας. Θα μπορούσε πράγματι να είναι, αν η περιφέρεια του Νομού αντιστοιχούσε πράγματι σε μια ενότητα οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική. Δυστυχώς η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση τελικά συγκροτήθηκε ως το αυτοδιοικητικό αντίτυπο της διοικητικής διαίρεσης του Νομού. Με την ίδια δομή, τις ίδιες αρμοδιότητες, το ίδιο προσωπικό, τις ίδιες Υπηρεσίες που ακολουθούν ουσιαστικά τη δομή των κρατικών υπηρεσιών.

Η εκλογή Νομαρχιακού Συμβουλίου και του Νομάρχη υπήρξε πράγματι μια ουσιαστική διαφοροποίηση που επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο της Αυτοδιοίκησης, προκειμένου για την μεταλλαγμένη Νομαρχία. Ένδειξη της προχειρότητας και των σκοπιμοτήτων με την οποία αντιμετωπίσθηκε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, είναι οι περίφημες «Διευρυμένες Νομαρχίες», οι συνήθως αποκαλούμενες «Υπερνομαρχίες». Η ίδρυση όχι σε όλη την Ελλάδα, αλλά σε ορισμένες περιοχές θεσμού που διαλαμβάνει στην περιφέρεια του περισσότερους από ένα Νομούς και αντίστοιχες Νομαρχίες, πλην στερείται ουσιαστικά οιασδήποτε αρμοδιότητας. Παραμένει ένας θεσμός άνευ περιεχομένου. Με μια και μόνη διαφαινόμενη «κουτοπόνηρη» προοπτική. Αν εκεί στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη σε κάποιο Νομό αυξηθεί η αριθμητική ισχύς της μειονότητας και διεκδικηθεί ρόλος στο Νομαρχιακό Συμβούλιο από αυτήν, να υπάρχει από τώρα η θεσμική «λύση». Μεταφέρουμε τις αρμοδιότητες στην Υπερνομαρχία, περιθωριοποιούμε πρακτικά τις αντίστοιχες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, και έτσι, με νομοθετικά τερτίπια και παίγνια, η «εθνική ομοφωνία» διατηρείται «αρραγής».

Υπήρξε και μια ακόμα διαφοροποίηση. Ο κρατικός έλεγχος σε επίπεδο Νομού, που ασκούσε ο κρατικός Νομάρχης, μεταφέρθηκε πλέον στο τρίτο επίπεδο, αυτό της διοικητικής Περιφέρειας, που αυτή όμως, σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παραμένει θεσμός κρατικός. Και αυτός ο θεσμός πλέον ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων της Αυτοδιοίκησης και της ευθύνης των αιρετών. Αυτός διαχειρίζεται προγράμματα και κατανομή πόρων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτός εκπροσωπεί την πολιτική εξουσία στην περιφέρεια και κατ΄ ουσία διασφαλίζει την εξάρτηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από το κράτος.

Ακριβώς για τη διασφάλιση αυτού του ρόλου της Περιφέρειας, του κρατικού ελέγχου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η τροποποίηση του Συντάγματος του 2001 περιόρισε σε δυο βαθμούς την Τοπική Αυτοδιοίκηση. ώστε, πρακτικά και δεδομένου ότι ήδη λειτουργούν ο πρώτος και δεύτερος βαθμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης, να συναντά και συνταγματικό κώλυμα το αίτημα της αναγωγής της Περιφέρειας σε αυτοδιοικητικό θεσμό τρίτου βαθμού.

Από τα προηγούμενα συνάγεται η αναγκαιότητα της δομικής ανασυγκρότησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. ειδικότερα:

Στο πρώτο βαθμό:

- Ο θεσμός των «Καποδιστριακών Δήμων» πρέπει να μελετηθεί από την αρχή με κριτήρια χωροταξικά, αναπτυξιακά και πολιτικά, ώστε αφενός ο «Καποδιστριακός Δήμος» να αντιστοιχεί πράγματι στη νέα τοπική κοινωνία που διαλαμβάνει εξ αντικειμένου και όχι με κυβερνητική επιταγή τα οικιστικά κέντρα και τις περιφέρειές τους σε μια ενότητα.

- Πρέπει να επανασυγκροτήσουμε τους αστικούς Δήμους των μεγάλων αστικών κέντρων, με κριτήρια χωροταξικά και λειτουργικά, συγκροτώντας και θεσμικά όργανα συντονισμού των λειτουργιών και δράσεων όλων των Δήμων του μεγάλου αστικού κέντρου, όπως θα επαναπροσδιορισθούν.

- Τα μητροπολιτικά κέντρα της χώρας πρέπει να αποκτήσουν μητροπολιτικούς θεσμούς, γιατί διαφορετικά είτε αδρανοποιούνται είτε οι μητροπολιτικού επιπέδου λειτουργίες ασκούνται απʼ ευθείας από το Κράτος.

- Οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις πρέπει να απομακρυνθούν ως προς τη δομή και λειτουργία τους και ως προς τον χαρακτήρα του έργου τους από το μοντέλο της κρατικής Νομαρχίας. Πρέπει να αποκτήσουν το δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη δική του σχετική αυτονομία.

- Προφανώς οι Υπερνομαρχίες στερούνται ρόλου και προοπτικής και πρέπει να καταργηθούν.

- Αντίθετα είναι πράγματι αναγκαίο να συγκροτηθούν ως τρίτος βαθμός Αυτοδιοίκησης οι αυτοδιοικητικές Περιφέρειες. Η συγκρότηση των περιφερειών είναι εξαιρετικά κρίσιμο βήμα για την υπέρβαση της δομικής κρίσης του διοικητικού μας συστήματος, αλλά και την υπέρβαση της εξάρτησης της Αυτοδιοίκησης από το Κράτος.

Από τα προηγούμενα είναι φανερό, ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της χώρας ως πολυβάθμιας Αυτοδιοίκησης τριών βαθμών χωρίς την ανασυγκρότηση και του κεντρικού κράτους.

Ο ρόλος του κεντρικού κράτους είναι εξαιρετικά σημαντικός, όχι μόνο διότι διαμέσου αυτού ασκούνται οι πολιτικές λειτουργίες της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αλλά και διότι στο πλαίσιο του σχεδιάζεται και πραγματώνεται στις γενικές της κατευθύνσεις η πολιτική της χώρας. Συντονίζεται η δημόσια σφαίρα. Καθορίζεται το ενιαίο νομοθετικό πλαίσιο. διασφαλίζεται η νομιμότητα κατά τρόπο ενιαίο σε όλη την επικράτεια.

Πέρα όμως από τις οριοθετήσεις αυτές της κεντρικής πολιτικής, η πολυβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει τον δικό της ρόλο στο επίπεδο των περιφερειών και των αστικών και περιφερειακών Δήμων, κατανέμοντας ρόλους, αρμοδιότητες, πόρους, μέσα, με βάση την αρχή της επικουρικότητας.  κατά τον κανόνα, δηλαδή, ότι τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο εγγύτερο δυνατόν προς τον πολίτη επίπεδο.

Είναι κατανοητή η ανάγκη διασφάλισης της θεσμικής ενότητας των δυο πόλων της δημόσιας σφαίρας, του Κράτους και της Πολυβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτή όμως η ενότητα δεν διασφαλίζεται με την εξάρτηση της Πολυβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Διασφαλίζεται με την δημιουργική εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. το συστηματικό, νομοθετικό και πολιτικό, κατοχυρωμένο θεσμικό διάλογο ανάμεσα στον κράτος και την Αυτοδιοίκηση, καθώς και ανάμεσα στους βαθμούς και επίπεδα Αυτοδιοίκησης και, τελικά, με την ενεργοποίηση του δημοκρατικού προγραμματισμού από τη μικρότερη κοινότητα ως την κορυφή της κρατικής πυραμίδας, που ο Νομοθέτης καθιέρωσε μεν από τη δεκαετία του ʼ80 και διατηρεί τύποις, ουδέποτε όμως ολοκλήρωσε, ήδη δε έχει πλήρως αδρανοποιηθεί.

Τέλος, αυτή η ανασυγκρότηση κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης προϋποθέτει ανακατανομή των δημοσίων πόρων και δαπανών σε πλήρη αντιστοιχία προς την ανακατανομή ρόλων, έργων, αρμοδιοτήτων μεταξύ του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ανακατανομή μέσα από το θεσμικό διάλογο κράτους – Αυτοδιοίκησης, κατά τρόπο ώστε κανείς να μη ενεργεί αυθαίρετα στη διαχείριση των οικονομικών. κανείς να μην επιβάλλει αυθαίρετα φορολογικά βάρη χωρίς προηγούμενο διάλογο με τους πολίτες. η όλη διαδικασία, τέλος, διαχείρισης των οικονομικών του κράτους και πολυβάθμιας Αυτοδιοίκησης να μη καταλήγει σε βάρος των κατώτερων εισοδηματικά κοινωνικών ομάδων, αλλά να διέπεται από τις αρχές της ίσης κατανομής των βαρών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Μια τέτοια ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του κράτους θα απαντήσει στην ανάγκη υπέρβασης της σημερινής δομικής κρίσης της δημόσιας σφαίρας στο σύνολό της και θα αναδείξει την κενότητα των ιδεολογημάτων για «λιγότερο» ή «περισσότερο» κράτος και το ψεύδος του διλήμματος «το κράτος ή η αγορά».

Μια τέτοια ανασυγκρότηση της δημόσιας σφαίρας προφανώς δεν μπορεί να παραμείνει μόνον οργανωτική. Εξ αντικειμένου θέτει σε προτεραιότητα τα ζητήματα της ποιότητας του έργου Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κράτους, των νέων προσανατολισμών τους στις σύγχρονες συνθήκες. τέλος, των αντίστοιχων στρατηγικών κατευθύνσεων των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Και σε αυτό το πεδίο η Αριστερά οφείλει να είναι έτοιμη να προτείνει, να διεκδικήσει, να αναδείξει νέες εναλλακτικές προτάσεις. Ένα νέο «σχέδιο για την κοινωνία».

2.    Δημοκρατία και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Καίρια πτυχή της γενικότερης κρίσης του συστήματος είναι η κρίση του κοινοβουλευτισμού. Ζούμε μια περίοδο μεθοδευμένης χειραγώγησης, αλλά και ευτελισμού της πολιτικής συνείδησης των πολιτών με την αξιοποίηση των αποκαλούμενων «μέσων μαζικής ενημέρωσης». Εποχή επανόδου της αστυνόμευσης της προσωπικής ζωής, ιδίως των ενεργών πολιτών, με σύγχρονες μεθόδους, από τον έλεγχο των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας μέχρι τις κάμερες στους δρόμους. Μεθοδευμένης διαμόρφωσης μιας έμφοβης ψυχολογίας στο μέσο πολίτη με την υπερεκμετάλλευση των όρων – φοβήτρων της «τρομοκρατίας» και της «ασφάλειας». Επιβολή μη δημοκρατικού εκλογικού συστήματος, ο αποκλεισμός της απλής αναλογικής στο εκλογικό σύστημα δεν είναι υπόθεση των «μικρών» κομμάτων. Αφορά τη «Δημοκρατία» που έχουμε. το ίδιο η μεθοδευμένη υποστήριξη και διασφάλιση του «δικομματισμού» δεν αφορά κατά κύριο λόγο τις έδρες των μικρών κομμάτων. Αφορά τη διασφάλιση του κυρίαρχου συστήματος, ότι παρά την βαθύτατη κρίση του θα συνεχίζεται απρόσκοπτα δια της εναλλαγής στην διακυβέρνηση του τόπου, η ενιαία στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού και οι σχέσεις εξάρτησης που αυτή συνεπάγεται. Η κατʼ ουσίαν αδρανοποίηση του κοινοβουλευτικού διαλόγου με μεθοδεύσεις όπως η τελευταία «συζήτηση» στη Βουλή. Όλα αυτά πείθουν, ότι «ανεπαισθήτως» έχουμε διολισθήσει μάλλον σε φάση κοινοβουλευτικού αυταρχισμού αντί της αποκαλούμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Γιʼ αυτό ακριβώς είναι καίριας σημασίας η ύπαρξη της πολυβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η δημοκρατική λειτουργία της. Δημοκρατική λειτουργία της πολυβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης σημαίνει συγκρότηση και λειτουργία αιρετών οργάνων με την ψήφο του λαού. Ψήφο λιγότερο χειραγωγούμενη, γιατί στο χωριό, την πόλη, την περιφέρεια, τα προβλήματα είναι συγκεκριμένα. ο πολίτης μπορεί να έχει άποψη γιʼ αυτά, αφού έχει άμεση εμπειρία για την γένεσή τους, τη λειτουργία τους μέσα στην τοπική κοινωνία, τις συνέπειές τους. Η δημοκρατική λειτουργία της πολυβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης σημαίνει ταυτόχρονα δυνατότητα συμμετοχής και έκφρασης του πολίτη στο θεσμικό αυτοδιοικητικό πλαίσιο. Η δυνατότητα και προοπτική συνδυασμού αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας που σήμερα εμφανίζεται –έστω περιορισμένα και όχι κατʼ ουσίαν- στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ανοίγει μια δύσκολη έστω δίοδο αποκατάστασης και ανασύνταξης της Δημοκρατίας στις σύγχρονες συνθήκες.

Τέλος η Δημοκρατία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπου ο ρόλος του πολίτη μπορεί να είναι πιο άμεσος, η συμμετοχή του ως άσκηση δικαιώματος και ως εκπλήρωση κοινωνικού χρέους είναι εφικτή, μπορεί να καταστήσει την πολυβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση «σχολείο» δημοκρατικής διαμόρφωσης της πολιτικής συνείδησης των πολιτών.

Αυτός όμως ο ρόλος εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος που θα μπορούσε να ασκήσει η πολυβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση υπονομεύεται συστηματικά από το εγκαθιδρυμένο εκλογικό σύστημα σε αυτήν. από τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των οργάνων της Αυτοδιοίκησης. Τέλος, από τις πρακτικές άμεσου ελέγχου των κομματικών μηχανισμών στις διαδικασίες εκλογής, συγκρότησης και λειτουργίας των οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η αντιδημοκρατική παρέμβαση των κεντρικών μηχανισμών του πολιτικού συστήματος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να κωδικοποιηθεί στα ακόλουθα:

α) Το εκλογικό σύστημα κατά το οποίο ο συνδυασμός που συγκεντρώνει έστω και σχετική πλειοψηφία (δηλαδή κατά του 50% των ψήφων εξασφαλίζει τα 3/5 των εδρών των δημοτικών και νομαρχιακών συμβουλίων. Τα υπόλοιπα 2/5 των εδρών κατανέμονται αναλογικά στους επιλαχόντες συνδυασμούς). Είναι προφανές, ότι το εκλογικό σύστημα είναι πολύ πιο πολιτικά άδικο ακόμα και από το εκλογικό σύστημα των εθνικών εκλογών και στοχεύει ασφαλώς στον έλεγχο των δημοτικών και νομαρχιακών συμβουλίων από πλειοψηφίες που πολύ δύσκολα θα διαφεύγουν από τον έλεγχο των κομματικών σχηματισμών των κυβερνητικών κομμάτων.

Χαρακτηριστικό της νοοτροπίας ελέγχου του εκλογικού συστήματος από τους κομματικούς μηχανισμούς είναι η απαγόρευση ανεξάρτητης –εκτός συνδυασμών- υποψηφιότητας.

β) Το φαινόμενο του «Δημαρχοκεντρισμού» που ισχύει για τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις.

Όπως είναι διαμορφωμένο το εκλογικό σύστημα, αλλά και οι από το Νόμο αρμοδιότητες Δημάρχου και Νομάρχη αντίστοιχα και τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία λειτουργούν, ώστε αυτοί να επιβάλλουν την εξουσία και πολιτική τους. Τυπικά μεν, λόγω των αρμοδιοτήτων τους και του τρόπου που λειτουργεί το Δημοτικό και το Νομαρχιακό Συμβούλιο, ουσιαστικά δε, λόγω της ισχυρής πλειοψηφίας που διαθέτει από το Νόμο ο συνδυασμός του Δημάρχου και του Νομάρχη.

Κατά συνέπεια, σε ένα θεσμό αυτοδιοικητικό, κατά τεκμήριο δημοκρατικό και αποκεντρωτικό, διασφαλίζεται ένα αυστηρά συγκεντρωτικό και προσωπαγές σύστημα διοίκησης του, που επιπλέον στηρίζεται από τον κομματικό μηχανισμό που διασφάλισε την εκλογή του συνδυασμού του Δημάρχου ή του Νομάρχη και ελέγχεται από αυτόν.

γ) Παρότι ο χαρακτήρας του αυτοδιοικητικού θεσμού είναι συνυφασμένος με τη συμμετοχή και έκφραση των πολιτών στο πλαίσιο των διαδικασιών του, υπάρχουν δε και κάποιες αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις προς αυτήν την κατεύθυνση, στην πράξη όλες αυτές οι νομοθετικές ρήτρες έχουν σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιηθεί (λ.χ. τα συνοικιακά συμβούλια, οι επιτροπές γειτονιάς) ή έχουν προσλάβει ένα τυπικό και τελετουργικό χαρακτήρα διαμέσου του οποίου προωθούνται οι δημόσιες σχέσεις των Δημάρχων (λ.χ. οι λαϊκές συνελεύσεις). Άλλωστε, ήδη αναφερθήκαμε στην ουσιαστική αδυναμία των θεσμών εσωτερικής αποκέντρωσης των Δήμων και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων (Τοπικά Συμβούλια – Δημοτικά Διαμερίσματα στους Δήμους – Επαρχεία στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις) να ασκήσουν με μια σχετική αυτονομία διοικητική, οικονομική, πολιτική τον ρόλο τους.

Η δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης απαιτεί βαθιά τομή στο κατεστημένο σύστημα εκλογής, οργάνωσης και λειτουργίας των οργάνων τους προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις:

α) Όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι –και μόνον αυτοί- στην περιφέρεια των Δήμων και Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, ανεξάρτητα αν είναι εγγεγραμμένοι ή μη στα δημοτολόγια ή όχι, αν είναι έλληνες πολίτες ή αλλοδαποί, πρέπει να έχουν δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι.

Μια τέτοια πρόταση απαντά τόσο στην ανάγκη να ενστερνισθεί η τοπική κοινωνία στοιχεία πολυπολιτισμικότητας, όσο και στην υπέρβαση της παλαιάς παράδοσης εκλογικού σώματος στις αυτοδιοικητικές εκλογές, στις οποίες μετέχουν και λόγω καταγωγής κάτοικοι άλλων περιοχών από αυτήν του Δήμου ή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, αλλοιώνοντας έτσι κατʼ ουσία την εκλογική διαδικασία, αφού δεν μετέχουν κατʼ ουσίαν στις συνθήκες, τα προβλήματα, τις προσδοκίες των πράγματι μόνιμων κατοίκων τους.

β) Το εκλογικό σύστημα κατʼ εξοχήν στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς πρέπει να είναι αυτό της απλής αναλογικής, με δυνατότητα συμμετοχής και ανεξάρτητων υποψηφιοτήτων, όχι μόνον για λόγους δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά και για να υποκινηθούν οι πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά της Αυτοδιοίκησης, όχι υποχρεωτικά μέσα από τους διαύλους των ισχυρών κομματικών μηχανισμών, αλλά και μέσα από τις διεργασίες της ίδιας της τοπικής κοινωνίας.

γ) Η σύνθεση στο Δημοτικό ή Νομαρχιακό Συμβούλιο να είναι πράγματι αντιπροσωπευτική των απόψεων που διατρέχουν την τοπική κοινωνία, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται με την εκλογή των οργάνων με απλή αναλογική.

δ) Τουλάχιστον οι «Καποδιστριακοί» και οι πληθυσμιακά μεγάλοι αστικοί Δήμοι και οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις να διαθέτουν το Νομαρχιακό Συμβούλιο ως βουλευόμενο συλλογικά όργανο και ολιγομελές εκτελεστικό όργανο που εκλέγει το Δημοτικό ή Νομαρχιακό Συμβούλιο από τα μέλη του για την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας που σήμερα ασκεί ο Δήμαρχος με τη συνδρομή των οριζομένων από αυτόν Αντιδημάρχων.

Ο Δήμαρχος και ο Νομάρχης αντίστοιχα θα εκπροσωπεί το Δήμο και θα προΐσταται του εκτελεστικού οργάνου στο πλαίσιο καθορισμένων κανόνων, συλλογικών διαδικασιών και συλλογικών αποφάσεων.

ε)  Τόσο ο Δήμαρχος και ο Νομάρχης όσο και το εκτελεστικό όργανο πρέπει να διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη του Δημοτικού ή Νομαρχιακού Συμβουλίου, κατά το πρότυπο του κοινοβουλευτικού κανόνα της «δεδηλωμένης».

στ) Στα όργανα των αυτοδιοικητικών θεσμών όλων των βαθμών πρέπει με συγκεκριμένες διαδικασίες να διασφαλίζεται η συμμετοχή και έκφραση των πολιτών είτε ατομικά, είτε δια μέσου των συλλογικών φορέων της τοπικής κοινωνίας.

ζ) Με συγκεκριμένους κανόνες και διαδικασίες πρέπει να διασφαλίζεται τόσο ανάμεσα στους βαθμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και ανάμεσα στο κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση ο θεσμικός διάλογος ως διαδικασία από κοινού αντιμετώπισης θεμάτων συνεργασίας, επίλυσης διαφορών, διαμόρφωσης κοινής πολιτικής, όταν τούτο είναι αναγκαίο και εφικτό.

Διαμέσου του θεσμικού διαλόγου θα ήταν δυνατόν να ωριμάζουν οι συνθήκες μετάβασης από την κατʼ ουσία εξάρτηση από το κράτος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τις αντίστοιχες ανταγωνιστικές σχέσεις σε μορφές συλλογικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας. Πολιτική πρακτική που αντιστοιχεί στη συνθετότητα της σύγχρονης κοινωνίας και θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατʼ ουσία εκδημοκρατισμό του πολιτικού μας συστήματος.

IV. Πολιτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

1.    Η διεύθυνση της τοπικής κοινωνίας

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν είναι μηχανισμός διοίκησης και διαχείρισης των αυτοδιοικητικών υποθέσεων. Είναι θεσμός πολιτικός και κοινωνικός που ασκεί πολιτικές για τη διεύθυνση της τοπικής κοινωνίας, διασφάλισης των λειτουργιών της, υλοποίησης των υποδομών της. Όλα αυτά στοχεύουν, βέβαια, στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών. ιδιαίτερα εκείνων των ομάδων πολιτών που υφίστανται στην προσωπική τους ζωή τις συνέπειες επιβολής του νεοφιλελευθερισμού και στις πιο καθημερινές σχέσεις, των λαϊκών στρωμάτων που αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου και απαξίωση των όρων της ζωής τους.

Οι πολιτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όταν αυτή λειτουργεί πράγματι με αυτοδιοικητικούς όρους, δεν αναφέρονται, όπως οι κρατικές πολιτικές, σε κοινωνικές κατηγορίες, αποπροσωποποιώντας τη σχέση του κράτους με τον πολίτη. Η άσκηση των πολιτικών αυτών από την Αυτοδιοίκηση οφείλει να αναφέρεται στον πολίτη ως πρόσωπο, αλλά και ως οργανικό μέρος της τοπικής κοινωνίας και να αντιμετωπίζει αντίστοιχα τις ανάγκες του.

Ωστόσο, η πολιτική διεύθυνση της τοπικής κοινωνίας από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, συχνά επηρεαζόμενη, αφενός από τις πρακτικές του ευρισκόμενου σε κρίση κράτους και των κυβερνητικών ιδιαίτερα κομμάτων, αφετέρου από τις λογικές της αγοράς, απογυμνώνεται από την ουσία της, να θέτει σήμερα στο επίκεντρό της τον άνθρωπο και υφίσταται στρεβλώσεις: πρώτο, όταν ασκείται ως «διαχείριση» των τοπικών υποθέσεων. Η τεχνοκρατική διαχείριση των υποθέσεων, που προσβλέπει σε αριθμούς και στην εκπλήρωση «προγραμμάτων» και έργων, χάνει την κοινωνική ουσία του περιεχομένου της. Δεύτερο, όταν αφήνεται να ενσωματωθεί στις κυρίαρχες πολιτικές του συστήματος, είτε τούτο σημαίνει αποδοχή από την Τοπική Αυτοδιοίκηση της λογικής και των όρων του «κρατισμού» με άλλα λόγια παθητική εκτέλεση των κρατικών εντολών, αλλά και εφαρμογή της αυτοδιοικητικής πολιτικής με όρους κρατικής πολιτικής, είτε σημαίνει αποδοχή της λογικής της αγοράς, που οδηγεί σε διεύθυνση του αυτοδιοικητικού θεσμού με μεθόδους του επιχειρηματικού management. Τρίτο, όταν η αυτοδιοικητική πολιτική αντιμετωπίζεται ως «εργαλείο» άσκησης κομματικής επιρροής στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική εκκινεί από τα συγκεκριμένα προβλήματα και αντιθέσεις της τοπικής κοινωνίας, τις συγκεκριμένες ανάγκες των πολιτών της, τη θεμελίωση και συγκρότηση της συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας και των θεσμών της, για να αναχθεί, με βάση το αυτοδιοικητικό αίτημα της ολοκληρωμένης δημοκρατίας και τις γενικότερες πολιτικές, τις αξίες, τα κοινωνικά αιτήματα της πολιτικής της Αριστεράς της οποίας είναι οργανικό μέρος, σε μορφές συλλογικότητας και αλληλεγγύης, κοινωνικών δράσεων και πειραματισμών με νέους, ριζοσπαστικούς τρόπους που απαντούν στα προβλήματα και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.

1.    Οι αναπτυξιακές πολιτικές

Η αναπτυξιακή πολιτική της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής απαντά στο αίτημα ανέλιξης της τοπικής κοινωνίας και ταυτόχρονα υπέρβασης των αντιθέσεων που τη διατρέχουν.

Για την αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική ανάπτυξη δεν είναι η ανάπτυξη των αριθμών και η συσσώρευση πλούτου. Ανάπτυξη είναι η ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Η επέκταση της παραγωγικής δομής και η αύξηση των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να είναι εργαλείο ανάπτυξης, αλλά όχι αυτή η ίδια η ανάπτυξη. Αντίθετα, στο βαθμό που χάνει από το επίκεντρό της τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, οδηγείται σε στρεβλώσεις και επιφέρει αρνητικές παρενέργειες (λ.χ. διεύρυνση του χάσματος πλούσιων και φτωχών και ένταση των όρων εκμετάλλευσης – αποσυνθετικές επενέργειες στην ποιότητα ζωής της πόλης, του χωριού, της περιφέρειας -οικολογικές καταστροφές- κατάπτωση της κοινωνικής συνείδησης κ.ο.κ.).

Η ανάπτυξη δεν είναι μόνον οικονομική. είναι και κοινωνική και θεσμική και πολιτισμική/πνευματική. Είναι ολοκληρωμένη ανάπτυξη, αλλιώς δεν υπάρχει.

Για την αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική η ανάπτυξη ήδη από σήμερα διασφαλίζει το αύριο. Είναι ισόρροπη στον χώρο και το χρόνο. Δεν οδηγείται σε αδιέξοδα εξαντλώντας τους μη ανανεώσιμους πόρους, οδηγώντας σε υπερπαραγωγή και υπερκατανάλωση. Προσβλέπει στον άνθρωπο και όχι στα μεγέθη και το κέρδος. Είναι η βιώσιμη ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναπτυξιακής πολιτικής η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική δίνει ιδιαίτερα βάρος στην τοπική και την περιφερειακή ανάπτυξη και αγωνίζεται να τους προσδώσει τα κοινωνικά και ριζοσπαστικά εκείνα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από την τεχνοκρατική και την αγοραία αντίληψη της ανάπτυξης.

Τόσο η τοπική ανάπτυξη όσο και η περιφερειακή στοχεύουν στην υπέρβαση των αντιθέσεων ανάμεσα στο χωριό και την πόλη, τη γειτονιά των φτωχών ή το γκέτο του περιθωρίου και την «πλούσια συνοικία», την υπέρβαση της αντίθεσης στη σχέση περιφέρειας – κέντρου. Αλλά η προσπάθεια υπέρβασης των αντιθέσεων αυτών με κριτήρια τις αξίες της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής, εμπεριέχει μια αντίληψη ανατροπής της κατεστημένης λογικής των καπιταλιστικών σχέσεων που γεννούν αυτές τις αντιθέσεις χωριού – πόλης, φτωχής γειτονιάς – πλούσια συνοικίας, περιφέρειας – κέντρου. Σημαίνει την ανίχνευση μιας νέας συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας και της περιφέρειας.

Βέβαια μια αυτοδιοικητική πολιτική, όσο κι αν είναι ριζοσπαστική, δεν μπορεί να θέσει το κοινωνικό πρόβλημα στο σύνολό του. μπορεί όμως να υποστηρίξει άλλες ριζοσπαστικές λογικές και πρακτικές, να απαξιώσει στην πράξη και στον χώρο της τις κυρίαρχες λογικές. να ανοίξει έστω μονοπάτια κοινωνικής αλλαγής, απαντώντας με ριζοσπαστικό τρόπο στα συγκεκριμένα προβλήματα.

2.    Η οικολογική αντίληψη της αυτοδιοικητικής πολιτικής

Η οικολογική πολιτική για την Αριστερά δεν είναι ένα ιδιαίτερο πεδίο άσκησης πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Είναι διάσταση της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής που διαποτίζει το σύνολο των πλευρών της και της πρακτικής της. Η πόλη και ο φυσικός κόσμος, ο άνθρωπος και ο φυσικός κόσμος ήσαν ανέκαθεν θεμελιώδεις σχέσεις. Σήμερα αποκτούν βάρος καθοριστικό για την ανθρώπινη ζωή και τις αναγκαίες αλλαγές, για να υπάρξει αύριο για τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του χώρο.

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική χαρακτηρίζει πλέον την οικολογική διάσταση ως θεμελιώδες στοιχείο της, δίπλα στις ιστορικές γιʼ αυτή αξίες: τη συλλογικότητα και αλληλεγγύη. την ισότητα στην οποία θεμελιώνεται η πραγματική δημοκρατία. την ελευθερία.

Δεν τίθεται ζήτημα ιεράρχησης των οικολογικών ιδεών και αξιών και των ιστορικών αξιών της Αριστεράς. Ο στόχος μας είναι να κατανοήσουμε πως στις νέες συνθήκες διαπλέκονται τα ιστορικά κοινωνικά αιτήματα και τα οικολογικού χαρακτήρα αιτήματα. Πως οι σύνθετες ανάγκες της εποχής μας απαιτούν αντίστοιχες συνθέσεις στην αυτοδιοικητική πολιτική. και αντίστοιχα να δρούμε.

Η οικολογική διάσταση της αυτοδιοικητικής πολιτικής καθιστά επίκαιρη και αναγκαία μια συνολική αναθεώρηση των πολιτικών, των δράσεων, των αντιλήψεων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα ζητήματα που θέτει η οικολογική αντίληψη δεν απαιτούν μόνον αντίστοιχες υποδομές, πολιτικές, πρακτικές των αυτοδιοικητικών θεσμών. απαιτούν αντίστοιχες αναθεωρήσεις δομών, πολιτικών, πρακτικών, αντιλήψεων για το σύνολο της κοινωνίας, ορθότερα για το σύνολο της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η οικολογική αντίληψη στην τοπική κοινωνία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση γίνεται ιδιαίτερα σημαντική, ακριβώς γιατί η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναφέρεται άμεσα στον πολίτη, τον άνθρωπο, στην καθημερινότητά του, στον τρόπο της ζωής του. Και αν κάτι είναι πράγματι δύσκολο αλλά εξαιρετικά επείγον να αλλάξει, είναι η διείσδυση της οικολογικής αντίληψης στη στάση ζωής, τις συμπεριφορές, την καθημερινότητά μας.

Όταν, κατά συνέπεια, αναφερόμαστε στην οικολογική αντίληψη της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής, πρόκειται για μια θεώρηση έντονα ριζοσπαστική της οποίας η συνάρθρωση με τις ιστορικές αξίες και ιδέες της Αριστεράς προσδιορίζει μια τομή στη θεώρηση του σύγχρονου κόσμου της Αριστεράς.

3.    Η κοινωνική αυτοδιοικητική πολιτική

Θα έπρεπε να πούμε πως ολόκληρη η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική είναι κοινωνική πολιτική, γιατί προσβλέπει στις ανάγκες του ανθρώπου μέσα στον κοινωνικό του χώρο. το χωριό, την πόλη, την περιφέρεια.

Ωστόσο, στις μέρες μας η υπονόμευση του «κράτους πρόνοιας» από τις πολιτικές του νέο-φιλελευθερισμού οδηγεί τα κράτη σε συνεχή υποβάθμιση της κοινωνικής τους πολιτικής που, τουλάχιστον στην Ευρώπη, είχε σημαντικά επιτεύγματα. Και μάλιστα η υπονόμευση της κρατικής κοινωνικής πολιτικής οξύνεται, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές οξύνουν τα κοινωνικά προβλήματα. Αναφέρω χαρακτηριστικά το πρόβλημα των ανέργων και των εκτός εργασίας – των μελών της οικογένειας, παιδιά, γέροντες, άρρωστοι, που έχουν ανάγκη της οικογενειακής φροντίδας και συμπαράστασης, όταν οι ώρες απασχόλησης των ενεργών μελών της οικογένειας αυξάνουν με απάνθρωπους ρυθμούς – την κάλυψη των αναγκών ιατρικής περίθαλψης από ένα δημόσιο νοσηλευτικό σύστημα που είτε εγκαταλείπεται χωρίς μέσα, προσωπικό, πόρους, είτε ρητά εμπορευματοποιείται. κατά συνέπεια, δεν καλύπτει αυτούς που κατʼ εξοχήν το έχουν ανάγκη: τους φτωχούς, τους ανήμπορους, όσους γενικότερα η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και ο οξύτατος ανταγωνισμός οδηγούν στο περιθώριο.

Καλείται, κατά συνέπεια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση να απαντήσει σε αυτές τις ανοιχτές κοινωνικές ανάγκες που το κυρίαρχο σύστημα απωθεί και απαξιώνει. Να απαντήσει επιχειρώντας να προωθήσει τις αυτοδιοικητικές κοινωνικές πολιτικές. Αλλά να απαντήσει επίσης πρωταγωνιστώντας στη διεκδίκηση της επανασυγκρότησης με νέους όρους του δημοσίου χώρου που κάλυπτε το «Κράτος Πρόνοιας».

Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική μπορεί να υποστηρίξει και τις δυο διαστάσεις του αυτοδιοικητικού χώρου στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής: και τη συγκρότηση αυτοδιοικητικής κοινωνικής πολιτικής και την διεκδίκηση της επανασυγκρότησης του δημοσίου χώρου στην κοινωνική πολιτική.

Είναι, πάντως γεγονός, ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί και οφείλει να ασκήσει με νέους όρους τις κοινωνικές της πολιτικές. Όχι ως διαχείριση ενός τομέα δραστηριότητας, αλλά ως κοινωνική αυτοδιοικητική δράση που ασφαλώς απαιτεί πόρους, υποδομές, ειδικευμένο προσωπικό, πάνω από όλα όμως είναι η εκπλήρωση ενός χρέους στους πολίτες που δικαιούνται να αξιώνουν από την κοινωνία ανθρώπινη ζωή.

Τέλος, ας επιτραπεί να υπογραμμίσω, ότι οι κοινωνικές πολιτικές, ακριβώς επειδή δεν είναι απλώς μια διαχειριστική πρακτική, αλλά μια κοινωνική δράση, δεν ολοκληρώνονται παρά μόνον όταν, πέρα από όποια τεχνικά, οικονομικά, επιστημονικά δεδομένα, παραμένουν μια κοινωνική σχέση, μια σχέση ανθρώπου με άνθρωπο. Και σε αυτό το επίπεδο, της αναγωγής της κοινωνικής πολιτικής σε σχέση αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους, η δυνατότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να είναι δίαυλος συμμετοχής των πολιτών, βρίσκει το πραγματικό νόημά της. Γιατί η συμμετοχή δεν είναι μόνο πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα. είναι και κοινωνικό χρέος. και ως κοινωνικό χρέος μπορεί και πρέπει να κινητοποιεί επίσης τους ενεργούς πολίτες σε δράσεις αλληλεγγύης, συλλογικότητας και προσφοράς.

4.    Η πολιτισμική αυτοδιοικητική πολιτική

Ίσως υπάρχουν πολλά σημαντικά θέματα αυτοδιοικητικής πολιτικής που δεν έχουν θιγεί ή μόλις έχουν αγγιχτεί σε αυτό το κείμενο. Λ.χ. τα έργα και προγράμματα της Αυτοδιοίκησης. Τα οικονομικά της Αυτοδιοίκησης. η «επιχειρηματική» δραστηριότητα της Αυτοδιοίκησης. το προσωπικό της Αυτοδιοίκησης. το αποκαλούμενο συχνά διοικητικό (σε αντίθεση με το επιχειρηματικό) ή κατʼ άλλους το αυτοδιοικητικό management. τα ζητήματα της ευρωπαϊκής ή και διεθνούς συνεργασίας στο αυτοδιοικητικό επίπεδο. Δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας όλα αυτά, αλλά απαιτούν μια πιο συστηματική διερεύνηση που δεν προσφέρεται σε αυτό το γενικό χαρακτήρα κείμενο.Για αυτό θα επιμείνω σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο για τις πολιτικές της Αυτοδιοίκησης να θίξω το ζήτημα των πολιτισμικών πολιτικών της. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει ήδη εντάξει τις πολιτισμικές λειτουργίες στον κύκλο της πολιτικής της, (Δημοτικά Θέατρα, κινηματογραφικές λέσχες, σχολές, εκδηλώσεις, συζητήσεις κ.ο.κ.). Θα ήθελα να υπενθυμίσω τον σημαίνοντα ρόλο που είχαν παλαιότερα τα αποκαλούμενα «λαϊκά πανεπιστήμια» των Δήμων.

Νομίζω, όμως, ότι σήμερα βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής όπου η πληροφορία και η γνώση, η πνευματική δημιουργία που συνδέεται με αυτές, γίνονται κεντρικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής. Ο πολίτης της νέας εποχής έχει ανάγκη να είναι δημιουργικός, ερευνητικός, με ερωτήματα. Το έχει ανάγκη και στην προσωπική και στην κοινωνική, αλλά και στην επαγγελματική του ζωή. Και, δυστυχώς, οι ρυθμοί της δουλειάς και της ζωής, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, ακόμα και αυτές οι εκπαιδευτικές πρακτικές τον ωθούν συνεχώς στην τυποποίηση, στη μαζική σκέψη, στην αποχή από πνευματικές δραστηριότητες.

Το πρόβλημα αφορά τον ίδιο τον πολιτισμό μιας και την προοπτική του. Ωστόσο, η Αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να μείνει έξω από το πρόβλημα που αφορά άμεσα τους πολίτες, την καθημερινότητά τους, τη ζωή τους. Πολύ περισσότερο η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική οφείλει να προσεγγίσει τα ζητήματα αυτά και να διαμορφώσει με νέους όρους της απαντήσεις και τις πρακτικές της. Το θέμα είναι τεράστιο. Εδώ θα επιχειρήσουμε να θέσουμε κάποιους πρώτους ερεθισμούς:

- Πρώτο, η πολιτισμική ζωή δεν είναι πια υπόθεση του «ελεύθερου χρόνου» μας. είναι κομμάτι της ζωής μας και αφορά τη ζωή μας, τη συμπεριφορά μας, την αντίληψή μας συνολικά.

-Στις νέες συνθήκες ικανός είναι ο άνθρωπος που θέτει ερωτηματικά και επιχειρεί να απαντήσει σε αυτά και όχι αυτός που αποδέχεται παθητικά έτοιμες απαντήσεις.

- Στην εποχή μας δεν διαχωρίζεται η εγκύκλιος μόρφωση που αποκτούμε στο σχολείο ή και το Πανεπιστήμιο από τη συνεχή πνευματική μας προσπάθεια να προσεγγίσουμε την πραγματικότητα, να την κατανοήσουμε, να την εντάξουμε στη δουλειά μας, τη σκέψη μας, τη στάση μας για τη ζωή. Αν έχει ένα νόημα η «δια βίου εκπαίδευση» (αδόκιμος όρος) είναι αυτός και όχι η περιοδική επάνοδος μας στα θρανία για σκοπούς συνήθως επαγγελματικής «επιμόρφωσης».

Κατά συνέπεια, αυτήν την αναγκαία προσπάθεια σύνδεσης της ζωής μας με τη γνώση, αλλά και την πνευματική λειτουργία και δημιουργία γενικότερα, δεν μπορούμε να την περιορίσουμε στη μόρφωση, εξειδίκευση, επιμόρφωση κάποιων κατηγοριών πολιτών, αφήνοντας τους υπόλοιπους στο περιθώριο. Η πνευματική δράση σε όλες τις μορφές της (μόρφωση – πληροφόρηση – επιμόρφωση – πνευματική ενασχόληση και δημιουργία) δεν μπορεί να περιοριστεί πλέον στους τοίχους των σχολείων ή έστω και των Πανεπιστημίων ως «εκπαίδευση» ή «επαγγελματική επιμόρφωση». Είναι σημαντικό τμήμα της ζωής μας, αν θέλουμε να μην οδηγηθούμε στο περιθώριο της σύγχρονης ζωής.

Είναι προφανές, ότι αυτός ο σημαντικός τομέας της ζωής έχει την αφετηρία του στην τοπική κοινωνία, στην καθημερινή ζωή. Και, άρα, είναι ασφαλώς έργο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να δημιουργήσει τους όρους πολιτιστικής και πνευματικής ζωής, με την έννοια που περιγράψαμε, στην τοπική κοινωνία, καλύπτοντας την ανάγκη των πολιτών για δημιουργική πνευματική ζωή και για ενεργό συμμετοχή τους σε αυτήν.

5.    Ο Δημοκρατικός Προγραμματισμός

Έχει ήδη γίνει αναφορά στην ανάγκη δημοκρατικού προγραμματισμού του έργου και της πολιτικής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω, ότι η διαμόρφωση και υλοποίηση των πολιτικών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και γενικότερα η διεύθυνση της τοπικής κοινωνίας, δεν μπορεί να προωθηθεί χωρίς δημοκρατικό προγραμματισμό.

Ο δημοκρατικός προγραμματισμός, όπως έχει αναφερθεί, προβλέπεται νομοθετικά, αλλά κατ΄ ουσία, σε συνθήκες επιβολής του νεοφιλελευθερισμού οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις έχουν αδρανοποιηθεί. Η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική όμως οφείλει να διεκδικήσει και να επαναφέρει το δημοκρατικό προγραμματισμό ως υποδομή και «εργαλείο» διεύθυνσης της τοπικής κοινωνίας.

Ο δημοκρατικός προγραμματισμός υπερβαίνει κατά πολύ το «τεχνικό πρόγραμμα» ή τον οικονομικό προϋπολογισμό του Δήμου ή της Νομαρχίας. Είναι προγραμματισμός που αφορά το σύνολο των λειτουργιών, πολιτικών και δράσεων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και υποστηρίζει μια συγκροτημένη επέμβαση στην τοπική κοινωνία με συγκεκριμένο πρόγραμμα και στόχους, χωρίς να παραγνωρίζει αλλά και χωρίς να αποδέχεται παθητικά την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς ως μέρος αυτής της πραγματικότητας.

Ο δημοκρατικός προγραμματισμός στηρίζεται στις αναγκαίες μελέτες, μεθόδους, δεδομένα, αλλά κατʼ ουσίαν είναι μια κοινωνική και πολιτική λειτουργία που αφετηρία έχει την έκφραση των πολιτών μέσα από διαδικασίες συμμετοχής, για τις ανάγκες και τις επιλογές τους. θα υποστηριχθεί στη συνέχεια από τις αναγκαίες επιστημονικές μελέτες και θα συζητηθεί και επικυρωθεί από τα αυτοδιοικητικά όργανα, αξιοποιώντας τα πολλαπλά επίπεδα της πολυβάθμιας Αυτοδιοίκησης και, εφόσον καταστεί δυνατόν, και τον θεσμικό διάλογο Αυτοδιοίκησης και Κράτους, ώστε να υπάρχει ο αναγκαίος συντονισμός και συνάρθρωση των επιπέδων προγραμματισμού της κοινωνίας.

Ο δημοκρατικός προγραμματισμός με τις πολλαπλές πτυχές και υποστηρίγματα του (όπως λ.χ. το τοπικό αναπτυξιακό πρόγραμμα, ο συμμετοχικός ισολογισμός, το τεχνικό πρόγραμμα κ.ο.κ.) που καθιερώνει ως βασική διάσταση του την συμμετοχή των πολιτών και των συλλογικών φορέων της τοπικής κοινωνίας, είναι σημαντικό πλαίσιο άσκησης της αυτοδιοικητικής πολιτικής, αλλά και εφαλτήριο της αριστερής αυτοδιοικητικής πολιτικής για την επιδίωξη ριζοσπαστικών εγχειρημάτων στην τοπική κοινωνία, για την αντιμετώπιση του ανορθολογισμού της αγοράς, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. ριζοσπαστικών εγχειρημάτων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο που μπορεί να λειτουργήσουν ως βήματα μιας πορείας μετάβασης και υπέρβασης των κατεστημένων δομών και σχέσεων, ανάδειξης μορφών μιας νέας κοινωνικής συγκρότησης. Γιατί, τελικά, έχουμε χρέος και στο πεδίο της τοπικής κοινωνίας και των θεσμών της να αποδεικνύουμε με την πράξη μας, ότι πράγματι «ένας νέος κόσμος είναι εφικτός».

*

Ως επίλογο αυτού του κειμένου θα ήθελα να σημειώσω, ότι η αυτοδιοικητική αριστερή πολιτική δεν ολοκληρώνεται παρά στο βαθμό που υπερβαίνει την τρέχουσα διαχείριση και τις τακτικές κινήσεις και ανάγεται σε στρατηγική. Σε αυτό το επίπεδο η αριστερή αυτοδιοικητική πολιτική συναρθρώνεται με το γενικό πλαίσιο της πολιτικής της Αριστεράς. Αλλά δεν ενσωματώνεται παθητικά σε αυτήν. αντίθετα, την εμπλουτίζει και την γονιμοποιεί αναδεικνύοντας νέες πρακτικές και πολιτικές αντίστασης, διεκδίκησης, αντιπαράθεσης. συνδέοντάς την με τον πολίτη και τις μορφές συμμετοχής και έκφρασης του. Αναδεικνύοντας νέες δυνατότητες.