Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
15/11/2009

Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΝ Αλ. Τσίπρα στη συνεδρίαση της ΚΠΕ

Συντρόφισσες και Σύντροφοι.

Κανονικά, η εισηγητική μου θα έπρεπε να σταθεί πιο αναλυτικά στις πολιτικές εξελίξεις και στα πεδία πολιτικής και κοινωνικής δράσης που είναι ανοιχτά για το κόμμα και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Εντούτοις η σημερινή ΚΠΕ θα ασχοληθεί για μια ακόμη φορά με ζητήματα που κοιτούν προς τα μέσα και ιδιαίτερα σε μια περίοδο που όλο μας το ενδιαφέρον θα έπρεπε να είναι προς τα έξω, καθώς εκεί έξω έχουμε ιδιαίτερα σημαντικές διεργασίες και η κοινωνία έχει ανάγκη από την οργανωμένη παρέμβασή μας στις εξελίξεις.

Ας ελπίσουμε έστω αυτή η απαραίτητη μεν συζήτηση για τα εσωτερικά μας να μην μας αποκόψει εντελώς από όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατί η πραγματικότητα δεν θα περιμένει να λύσουμε τα οργανωτικά και τα πολιτικά μας θέματα. 

Ήδη, μετά τις γνωστές διεργασίες στο Ευρωπαϊκό Επίπεδο, η πολιτική ατζέντα διαμορφώνεται εκ νέου. Και διαμορφώνεται σε κατεύθυνση εντελώς αντίθετη με τις προεκλογικές δεσμεύσεις, οι οποίες παρασχέθηκαν αφειδώς στον ελληνικό λαό μέχρι και πριν πέντε εβδομάδες.

Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε επικείμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό, στον δημόσιο τομέα και στα εργασιακά, καθώς και μπροστά σε μια σκληρή περιοριστική πολιτική, με πρώτα θύματα τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.

Προχθές στη Βουλή ζητήσαμε από το πρωθυπουργό να ανοίξει τα χαρτιά του σχετικά με τις πιέσεις που δέχεται από τις Βρυξέλες για διάλυση του ασφαλιστικού και αντί να μιλήσει συγκεκριμένα και επί της ουσίας μας ζήτησε να μην ισοπεδώνουμε και να συμβάλουμε στο διάλογο.

Στα τέσσερα λεπτά ομιλίας αντιτείναμε με συγκεκριμένες προτάσεις και περιμέναμε από αυτόν που ζητά το διάλογο, έστω στη δευτερομιλία του να τοποθετηθεί επί της ουσίας. Δεν το έκανε.

   Διαβάζουμε χθες και σήμερα στον τύπο, ότι η κυβέρνηση επιθυμεί διάλογο και διαβούλευση. Μα ο διάλογος έχει ήδη ξεκινήσει και οι θέσεις όσων επιθυμούν αναζήτηση λύσεων για τη διασφάλιση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος είναι γνωστές καιρό τώρα.

Η κυβέρνηση είναι αυτή που δεν έχει τοποθετηθεί. Ούτε τώρα, ούτε και προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ. Εμείς τοποθετηθήκαμε και οι θέσεις μας είναι γνωστές.

Και τις επόμενες μέρες θα μιλήσουμε με φορείς και οργανώσεις, με τον κόσμο της εργασίας και θα καταθέσουμε συγκροτημένα τις προτάσεις μας, θα ακούσουμε τον προβληματισμό τους, θα εμπλουτίσουμε και εμείς τις θέσεις μας.

Στα πλαίσια λοιπόν του δημόσιου διαλόγου ρωτάμε για άλλη μια φορά. Όπως ρωτήσαμε και στη βουλή και απάντηση δεν πήραμε;

Τι θα γίνει με τους αντιασφαλιστικούς νόμους Σιούφα, Ρέππα, Πετραλια; Ότι έγινε, έγινε;

Τι μέτρα θα λάβουν για τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού;

Θα υιοθετήσουν τη λογική του κου Αλμούνια που ζητά αλλαγές στο ασφαλιστικό με περικοπές συντάξεων και αυξήσεις των ορίων ηλικίας, ως αντάλλαγμα στην προθεσμία του προγράμματος προσαρμογής ή θα ενισχύσουν τα ταμεία, χτυπώντας παράλληλα την εισφοροδιαφυγή και την ανασφάλιστη εργασία;

Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία ο κος Παπανδρέου δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση.

Καλός είναι ο διάλογος και η διαβούλευση αλλά η διαβούλευση δεν είναι πολιτική. Η διαβούλευση είναι διαβούλευση.

 Ας μας πει, λοιπόν, ο πρωθυπουργός τι σκοπεύει να κάνει. Και αν θέλει συζήτηση και διάλογο, ας τον οργανώσει και μάλιστα δημόσια.

Ας διοργανωθεί, λοιπόν, μια προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη βουλή ή ακόμα καλύτερα μια δημόσια τηλεοπτική συζήτηση, σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, με θέμα το ασφαλιστικό για να καταθέσουν όλοι τις προτάσεις τους.

Το επιθυμούμε διακαώς, το προτείνουμε και θα είμαστε οι πρώτοι που θα σπεύσουμε να συμμετέχουμε.

     Επειδή, όμως, δικαίωμα λόγου δεν έχουν μόνο τα κόμματα, το λόγο το επόμενο διάστημα για το ασφαλιστικό, να είναι βέβαιος ο κος πρωθυπουργός, θα τον λάβουν και οι εργαζόμενοι μέσα από μαζικούς αγώνες.

Ας μην περιμένουν ότι η κοινωνία θα παρακολουθήσει απαθώς αυτόν το  διάλογο ως τηλεθεατής. Θα πει τη γνώμη της.

Και οποιαδήποτε προσπάθεια να γίνει το ασφαλιστικό μας σύστημα Ιφιγένεια στον Τρωικό πόλεμο της τακτοποίησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα ατυχήσει, όπως ατύχησε και η απόπειρα της κυβέρνησης Σημίτη να παίξει με αυτά τα πράγματα.

Δεν είναι όμως μόνο το ασφαλιστικό που μας κάνει να ανησυχούμε. Πολύ πριν εκπνεύσει η περίοδος χάριτος των πρώτων ημερών της νέας κυβέρνησης, φαίνεται ότι οι προεκλογικές προσδοκίες για ανατροπή των νεοφιλελεύθερων επιλογών της κυβέρνησης Καραμανλή εξανεμίζονται μέρα με τη μέρα.

Άλλωστε η περιβόητη και πολυαναμενόμενη αναδιανομή του πλούτου, που προεκλογικά είχε κάνει σημαία ο κος Παπανδρέου, εξαντλήθηκε σε μια εφ άπαξ εισφορά στις μεγάλες επιχειρήσεις.

Ένα μέτρο που συνάντησε την αποδοχή του ΣΕΒ, προφανώς με την κυβερνητική διαβεβαίωση προς τους εργοδότες ότι το ζήτημα της αναδιανομής τελειώνει εδώ.

Και από κει και πέρα τα κοινωνικά μέτωπα ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Και ειδικά το θέμα των stage και των συμβασιούχων.

Αφού νομιμοποίησαν αυτές τις αισχρές μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης και αφού τις χρησιμοποίησαν για να διαλύσουν τις εργασιακές σχέσεις στο δημόσιο, τώρα πετάνε δεκάδες χιλιάδες νέους εργαζόμενους στο δρόμο.

Με πρόσχημα την καταπολέμηση της εργασιακής ομηρίας, πετάνε τον κόσμο στην ανεργία. Ενώ πραγματική τους πρόθεση είναι απλώς να περιορίσουν τις δαπάνες και να φέρουν τις οικονομικές στατιστικές στα μέτρα των Βρυξελών.

Αυτό, λοιπόν, που έχει να αντιμετωπίσει η κοινωνία στο άμεσο μέλλον, είναι ακόμα περισσότερη φτώχεια και ακόμα περισσότερη ανεργία.

Έχουμε πει από την πρώτη στιγμή ότι στις σημερινές συνθήκες, το ζητούμενο είναι μια εντελώς διαφορετική πολιτική.

Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί η βαθειά οικονομική κρίση, είναι με μέτρα που θα ενισχύουν τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και με στρατηγική που θα ενισχύει την απασχόληση.

Αυτή την πολιτική, όμως, δεν θα την χαρίσει κανείς. Πρέπει να κατακτηθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες και παρέμβαση σε όλα τα πεδία.

Και η οργάνωση αυτών των αγώνων είναι σήμερα το άμεσο καθήκον της Αριστεράς.

Συντρόφισσες και σύντροφοι, έρχομαι τώρα στο θέμα της Κεντρικής Επιτροπής.

Η συζήτηση για τα οργανωτικά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανοιχτή εδώ και αρκετό καιρό. Ιδιαίτερα, όμως, από τις ευρωεκλογές και μετά διεξάγεται με αρκετή φόρτιση.

Αυτό είναι ένα ζήτημα που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας στην όλη διαδικασία, γιατί υπάρχουν διάφοροι τρόποι να συζητά κανείς τα οργανωτικά θέματα.

Μπορεί να τα συζητάει για να ανταποκριθεί στην ανάγκη μιας μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας στην πολιτική δουλειά.

Μπορεί να τα συζητάει προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματα της ομοσπονδιακής συγκρότησης και να δώσει αυξημένο πολιτικό ρόλο σε ανένταχτους συντρόφους.

Μπορεί να τα συζητάει για να βαθύνει την δημοκρατική λειτουργία του εγχειρήματος.

Οι ανάγκες αυτές είναι υπαρκτές.

Μπορεί να τα συζητάει και για να επιλύσει δια των οργανωτικών πολιτικά ζητήματα.

Και αυτό είναι νόμιμο. Αλλά θεωρώ ότι όταν υπάρχουν πολιτικά ζητήματα, ο καλύτερος τρόπος να τα λύσουμε είναι να τα βάζουμε ανοιχτά.

Συντάσσομαι με την άποψη ότι το οργανωτικό είναι βαθύτατα πολιτικό. Αλλά νομίζω ότι όταν πάμε να λύσουμε πολιτικά προβλήματα δια του οργανωτικού, δεν βρίσκουμε ικανοποιητικές λύσεις ούτε στο οργανωτικό, ούτε στο πολιτικό.

Και όταν υπάρχουν ανοιχτά πολιτικά διακυβεύματα καλό είναι να τα θέτουμε ανοιχτά και να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.    

Γιατί το πραγματικό δίλημμα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε, 20 χρόνια μετά τη δημιουργία του ΣΥΝ, είναι τι συλλογικό υποκείμενο επιθυμούμε.

Κόμμα των μελών του ή κόμμα δημόσιο χώρο τάσεων συνιστωσών και παραγόντων;

Και αυτό το δίλημμα αφορά πρωτίστως τον ΣΥΝ, και κατ΄ επέκταση τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αφορά όμως και ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού μας συστήματος. Εκεί όπου φαίνεται να κερδίζουν έδαφος τα κόμματα – δημόσιοι χώροι, που στο όνομα της συμμετοχικής δημοκρατίας, επικρατούν μόνο δύο επίπεδα.

Αυτό του ψηφοφόρου που εκλέγει και του αρχηγού που μετά την εκλογή του αποφασίζει για όλα ελέω λαού, μελών και ψηφοφόρων.

       Υπό αυτή την έννοια το ζήτημα της πολιτικής και κομματικής επανίδρυσης του χώρου της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς είναι ούτως ή άλλως ένα ανοιχτό θέμα, πρωτίστως για το κόμμα μας και συνακολούθως και για τον ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που υφέρπει εδώ και καιρό το αίτημα για τη μετεξέλιξή του σε ενιαίο φορέα με διαδικασίες μελών και αντιπροσωπευτικών εκτελεστικών σωμάτων.

Για να προχωρήσουμε, όμως, την κουβέντα, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ανοίγουμε αυτή τη συζήτηση όχι γιατί κάποιοι μας πιέζουν ούτε γιατί έχουμε καμιά τάση αυτοκτονικού ιδεασμού, να βάζουμε διλήμματα στους εαυτούς μας στα καλά καθούμενα, αλλά γιατί  το συμμαχικό μας σχήμα βρίσκεται εδώ και καιρό σε διαρκή και παρατεταμένη κρίση.

Είναι ένα συμμαχικό σχήμα που ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας του έχει πια φτάσει στα όριά του.

Που συζητά εδώ και καιρό περισσότερο τα εσωτερικά του παρά οργανώνει την εξωστρεφή του δράση.

Και το ερώτημα είναι μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι;

Εάν κάποιος από εμάς θεωρεί ότι μπορούμε οφείλει να το πει.

Ο κόσμος μας κλονίστηκε, αλλά έδωσε τη μάχη. Τη μάχη της αριστερής αξιοπρέπειας. Κοντέψαμε να διαλυθούμε δύο φορές.

Με την αποφασιστική συμβολή της ΚΠΕ ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε ενιαίος στις εκλογές.

Θα το δούμε αυτό κατάματα;

Νομίζω ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το κάνουμε.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μη δώσουμε απαντήσεις. Γιατί έγινε αυτό; Γιατί φτάσαμε ως εκεί;

Ο βασικός, ο κεντρικός λόγος, κατά τη γνώμη μου, είναι η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού πλαισίου δημοκρατικής νομιμοποίησης και λήψης των αποφάσεών.

Φτάσαμε σε ένα σημείο που τα πάντα ήταν σε διαρκή αμφισβήτηση και σε διαρκή διαπραγμάτευση συνάμα.

Αμφισβητήθηκαν οι δημοκρατικά ειλημμένες αποφάσεις μας. Αμφισβητήθηκε από ορισμένους ακόμα και η δυνατότητα του κόμματος μας να προχωρήσει ενιαίο. 

Διαβάσαμε μάλιστα ότι ο ΣΥΝ πρέπει να διαλυθεί και να γίνει πολλές συνιστώσες οι οποίες θα μπουν στο ΣΥΡΙΖΑ.

Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο, σε μια συμμαχία που εμείς συγκροτήσαμε για να υπερβούμε τον κατακερματισμό της αριστεράς, να τίθεται ως προαπαιτούμενο ο δικός μας κατακερματισμός. 

 Μια συμμαχία όμως που πριμοδοτεί τις διασπάσεις αντί της ανασύνθεσης, είναι μια συμμαχία που δεν μας αφορά. 

Γιατί τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τον δημιουργήσαμε μόνο για να γίνουμε πιο πολλοί και πιο ισχυροί αλλά για να γίνουμε όλοι διαφορετικοί. Για να πάψουμε να λειτουργούμε ως συνιστώσες αλλά ως κοινές συνισταμένες μιας αριστεράς που διαλέγεται και αλληλεπιδρά και όχι μιας αριστεράς που διαρκώς θα τρώγεται με τον εαυτό της.

Θέλω να πω δηλαδή ότι μιλάμε εδώ και καιρό για μια συμμαχία συνιστωσών αλλά δεν μιλάμε για την ανασύνθεση τους, δεν μιλάμε για την αναγκαία όσμωση μεταξύ τους.

Και το κυριότερο βάζουμε διαρκώς το κάρο μπροστά από το άλογο.

Δεν ανταποκρινόμαστε στην ανάγκη να ανοίξουμε ζητήματα ιδεολογίας και στρατηγικής της αριστεράς και να τα συζητήσουμε ανοιχτά και δημοκρατικά με τους συμμάχους μας.

Έχουμε, λοιπόν, στοιχεία στασιμότητας και σε επίπεδο θέσεων και σε επίπεδο λειτουργίας.

Ισχυρίζομαι ότι αυτά είναι προβλήματα δομικά και όχι συγκυριακά. Και δομικές πρέπει να είναι και οι λύσεις που θα δώσουμε.

Είναι προβλήματα που αν δεν λυθούν ριζικά, θα απειλούν να μας διαλύσουν σε κάθε στροφή.

Προσωπικά δεν είμαι διατεθειμένος να είμαι ο Πρόεδρος που κάθισε στα αυγά του μετά από ένα ανέλπιστα θετικό αποτέλεσμα και απλώς περίμενε να ξανασυμβεί το μοιραίο.

Είμαι βέβαιος ότι κανένα μέλος της ΚΠΕ δεν θα ήθελε για τον εαυτό του αυτό το ρόλο.

Και ισχυρίζομαι ότι τώρα είναι η ώρα να πάρουμε τολμηρές πρωτοβουλίες και αποφάσεις, να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός.

Τώρα που έχουμε το πολιτικό χρόνο για να μη ξαναβρεθούμε στα ίδια διαλυτικά φαινόμενα στη πρώτη τρικυμία.

Η συζήτηση λοιπόν, για το τι θα γίνει με το ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει. Να είστε βέβαιοι. Είτε εμείς το θέλουμε είτε όχι.

Και σε αυτή τη συζήτηση εμείς πρέπει να μπούμε πρωταγωνιστικά. Όχι συρόμενοι. Όχι με ημίμετρα.

Να μπούμε διεκδικώντας για το κόμμα μας το ρόλο που έχει επάξια κατακτήσει. Του καταλύτη της ενότητας και της ανασύνθεσης της αριστεράς τόσο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.

Για αυτούς τους λόγους θεώρησα υποχρέωσή μου να καταθέσω τις προτάσεις μου στην ΠΓ.

Και έκανα μια σκληρή αλλά ειλικρινή τοποθέτηση. Είπα ότι ο εκδημοκρατισμός του ΣΥΡΙΖΑ από την ηγεσία και κάτω είναι χωρίς νόημα.

Αν είναι να πάμε σε προσχηματικές λύσεις, είναι καλύτερα να παραμείνουμε στο επίπεδο της συμμαχίας.

Που σημαίνει κυρίως δυο πράγματα : Συναίνεση για τις αποφάσεις και ομοσπονδιακή συγκρότηση.

Αλλιώς πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα.

Και θεωρώ, μετά και από την συζήτηση που ακολούθησε, ότι αυτό είναι που οφείλουμε να διερευνήσουμε στα σοβαρά και όχι στο πόδι.

Ένας πολιτικός και οργανωτικός μετασχηματισμός, που θα διασφαλίζει την δημοκρατία και τον πλουραλισμό, παράλληλα με την πολιτική αποτελεσματικότητα.

Και που θα δώσει μια νέα δυναμική στον χώρο, υπερβαίνοντας προβλήματα και αγκυλώσεις που έχουμε συσσωρεύσει, μαζί με την μεταπολιτευτική καταγωγή μας και τις δογματικές μας βεβαιότητες.   

Θεώρησα υποχρέωσή μου να πω ξεκάθαρα ότι η αριστερά χρειάζεται μια πλατιά ανοιχτή δημοκρατική συμμαχία από τα αριστερά της αριστεράς ως τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας.

Δε χρειάζεται μια γραφειοκρατική συμμαχία η οποία τείνει να εξελιχθεί απλά σε «χώρο» με οπαδούς και αρχηγούς.

 Έτσι λειτουργεί ο δικομματισμός και όχι η αριστερά.

Και όσοι τον αντιπαλεύουν οφείλουν να τον αντιπαλεύουν όχι μόνο στο επίπεδο της ασκούμενης πολιτικής, αλλά και στο επίπεδο του ρόλου που επιφυλάσσουν για τον κόσμο. Για τα μέλη τους.

Δικομματικά μοντέλα όπου τα μέλη έχουν λόγο άπαξ κάθε τέσσερα χρόνια δεν μας αφορούν. Όπως δεν μας αφορούν στρεβλώσεις που θέλουν οι ηγεσίες ή οι εκπρόσωποί μας στο κοινοβούλιο και το ευρωκοινοβούλιο να αναδεικνύονται μέσα σε κλειστές αίθουσες, ερήμην των μελών.

Από την άλλη όμως θεώρησα και υποχρέωσή μου να εκφράσω το προβληματισμό μου και για τις αδυναμίες του δικού μας κόμματος, όπου πρέπει να καταλάβουμε ότι η ομοσπονδιακή του λειτουργία έχει φτάσει στα όρια της.

 Οι τάσεις είναι ρεύματα ιδεών. Ως τέτοιες είναι νοητές. Οφείλουν λοιπόν να λειτουργούν ανοιχτά. Να διευκολύνουν την όσμωση.

Όχι να αναπαράγουν περιχαρακώσεις εις το διηνεκές ερήμην πολιτικών διαφορών. Αλλά να συμβάλουν στη συλλογική λειτουργία και στη δημιουργία συλλογικών υποδομών.

Αυτές οι σταθερές, οι σταθερές λειτουργίας και προσανατολισμού έχουν κλονιστεί και στο ΣΥΝ και στο ΣΥΡΙΖΑ.

Τη διαδικασία, λοιπόν, της ανασύνθεσης ως τέτοια την αντιλαμβάνομαι. Ως διαδικασία, επαναθεμελίωσης του χώρου μας πάνω στις βασικές μας τις αρχές.

•    Στην αρχή του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό.

Διότι η δημοκρατία δεν είναι χάρισμα των κυρίαρχων στους κυριαρχούμενους.

Είναι κατάκτηση των κυριαρχούμενων, των κοινωνικών τάξεων που υφίστανται την εκμετάλλευση μέσα στον καπιταλισμό.

•    Στην αρχή του ότι είμαστε η αριστερά των αγώνων αλλά και των προτάσεων.

Γιατί πιστεύουμε ότι μπορούν οι εργαζόμενοι να πετυχαίνουν νίκες και να βελτιώνουν τη θέση τους μέσα στον καπιταλισμό, πριν την έλευση της δευτέρας σοσιαλιστικής παρουσίας.

•    Στην αρχή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού.

Διότι πιστεύουμε ότι η Ευρώπη είναι η ελάχιστη γεωγραφική περιοχή στην οποία οι εργαζόμενοι μπορούν να διεκδικήσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο πολιτικής και το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Και σʼ αυτά τα πλαίσια το ΚΕΑ είναι το κεντρικό ενωτικό εγχείρημα για της δυνάμεις της αριστεράς. Με πάνω από δέκα εκατομμύρια ψήφους και 27 ευρωβουλευτές.

•    Στην αρχή ότι είμαστε η αριστερά των κινημάτων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Γιατί πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε νίκη, οποιαδήποτε κατάκτηση μπορεί να γίνει μόνο με τις μάζες στο προσκήνιο. Χωρίς την κινητοποίησή τους οποιαδήποτε νίκη είναι προσωρινή.

•    Στην αρχή του ότι η δημοκρατία είναι μια αξία αδιαπραγμάτευτη.

Δεν την ξεχωρίζουμε από το σκοπό μας. Από το σκοπό του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.

Συντρόφισσες και Σύντροφοι,

Θεωρώ ότι σήμερα η μόνη διέξοδος και φυγή προς τα εμπρός, είναι η ανασύνθεση, η επανίδρυση της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, με πυρήνα τις δυνάμεις και την συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ, οργανωμένες ή ανένταχτες.

Ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα στη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, θα έπρεπε εμείς στον ΣΥΝ, να είμαστε ανοιχτοί σε μια τέτοια ανασυνθετική προοπτική.

Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό μπορεί να γίνει αύριο το πρωί.

Ούτε πιστεύω ότι ξαφνικά ο ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με ανοιχτά τα δομικά του προβλήματα, μπορεί αυτομάτως να μετασχηματιστεί σε ενιαίο πολιτικό φορέα.

Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι με δική μας πρωτοβουλία πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για την αναγκαιότητα ενός φορέα που θα είναι ανοιχτός, πολυτασικός αλλά με ιδεολογική ταυτότητα και προγραμματική σαφήνεια.

Που θα υπερβαίνει τα φαινόμενα κρίσης του μεταπολιτευτικού αριστερού κόμματος και θα απαντάει στις ανάγκες μιας σύγχρονης αριστερής πολιτικής έκφρασης.

Και που δεν θα είναι μαζικός χώρος για τις συνιστώσες του, όπως είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ενιαίο αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο με συνθετικό πολιτικό λόγο.

Που θα λειτουργεί με δημοκρατία σε όλα του τα επίπεδα και που θα είναι αντίστοιχος με τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες της αριστερής βάσης. 

Η συζήτηση αυτή είτε το θέλουμε είτε όχι έχει ήδη αρχίσει. Αν δε θέλουμε να οδηγηθεί σε στρεβλώσεις, ας την κάνουμε οργανωμένα και χωρίς προκαταλήψεις για να δούμε αν μπορούμε ή δεν μπορούμε να καταλήξουμε κάπου.

Και ταυτόχρονα ας συμφωνήσουμε να προχωρήσουμε τώρα στα βήματα που είναι ώριμα να προχωρήσουμε, για τον στοιχειώδη εξορθολογισμό της οργανωτικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, στα πλαίσια όμως μιας πολιτικής συμμαχίας κομμάτων, οργανώσεων αλλά και ανένταχτων της αριστεράς.

 Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη και όλη τη συζήτηση που έχει διεξαχθεί, έχω να κάνω στην ΚΠΕ την παρακάτω συνθετική πρόταση, με τα εξής τρία σημεία.

Σημείο πρώτο. Το κείμενο Φλαμπουράρη απαντάει στα άμεσα. Δηλαδή στην αποκατάσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην πολιτική ένταξη των ανένταχτων.

 Προτείνω να το υιοθετήσουμε, με όποιες βελτιώσεις μπορεί να προστεθούν, ως βραχυπρόθεσμη πρόταση οργανωτικής βελτίωσης και ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Σημείο Δεύτερο. Η πρόταση μας προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι τη συζήτηση που χει ήδη ξεκινήσει, για την ανασύνθεση του χώρου, να τη κάνουμε μαζί και οργανωμένα.

Να δούμε αν και που μπορούμε να καταλήξουμε, χωρίς άγχη και εκατέρωθεν εκβιαστικά διλήμματα.

Ας φτιάξουμε λοιπόν μια επιτροπή διαλόγου που θα εξετάσει σε βάθος τις προοπτικές και τις δυνατότητες για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Απαλλαγμένη, όμως, από τις ευθύνες της καθημερινής πολιτικής δουλειάς και με άνεση χρόνου, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες συνθέσεις και η αναγκαία πολιτική και οργανωτική προετοιμασία.

Η επιτροπή αυτή, πέραν των αντιπροσώπων των συνιστωσών οφείλει να είναι ανοιχτή στον ανένταχτο κόσμο και σε κάθε συμβολή που προέρχεται από εκεί.

Σημείο τρίτο:   Το ζήτημα της επανίδρυσης ενός νέου πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, τίθεται ούτως ή άλλως.

Για την ανασύνταξη των δυνάμεων και για την υπέρβαση πολιτικών και οργανωτικών προβλημάτων, που αφορούν τόσο τον Συνασπισμό, όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ.

 Και για την αντιστοίχηση της Αριστεράς με τις σημερινές κοινωνικές ανάγκες, μέσα από ένα σαφές πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο.

Η συζήτηση, λοιπόν, αυτή πρέπει να γίνει εντός του πλαισίου του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ταυτόχρονα πρέπει και να μην τον δεσμεύει.

Κάποιοι μπορεί να αποφασίσουν να προχωρήσουν, κάποιοι όχι. Παραμένουν, όμως, όλοι σύμμαχοι, στον βαθμό που διακηρυγμένος στόχος μας είναι η στρατηγική για την ενότητα της Αριστεράς.

Η συμμαχία όμως οφείλει να είναι ανοιχτή, ευρεία, και να αξιοποιεί τη διαφορετικότητα των απόψεων ως πλεονέκτημα και όχι ως περιορισμό.

Και επίσης να είναι συγκροτημένη με εξωστρεφή τρόπο, αντί να μετατρέπεται σε μαζικό χώρο, όπου ο καθένας διεκδικεί τα μέγιστα εις βάρος των υπόλοιπων  συμμάχων.

Συντρόφισσες και Σύντροφοι

Προσπάθησα να μιλήσω ευθέως, χωρίς να υπολογίζω ταμπού, συσχετισμούς και στοιχίσεις. Πάνω από όλα όμως αποφάσισα να μιλήσω με ειλικρίνεια και με τόλμη.

Ελπίζω η σημερινή συνεδρίαση να είναι παραγωγική και δημιουργική και να αποτελέσει μια σημαντική τομή στην πολιτική μας δουλειά.

Σας ευχαριστώ