Φέτος κλείνουν 20 χρόνια από την ίδρυση του (ενιαίου) Συνασπισμού. Όπως όμως δείχνουν οι συζητήσεις που γίνονται, για την επομένη φάση του ΣΥΡΙΖΑ, καλούμαστε να σκεφτούμε ξανά ζητήματα θεμελίωσης, λειτουργίας και προσανατολισμού, ιδρυτικά κατά κάποιον τρόπο ζητήματα της Αριστεράς. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κατʼ ανάγκη αρνητικό ή παράδοξο, αφού από ιστορική άποψη οι επανιδρύσεις, οι ανασυνθέσεις και οι αναθεμελιώσεις είναι τρόπος και όρος ύπαρξης του Αριστερού κινήματος. Πολύ περισσότερο που η ιδρυτική εκείνη πράξη που ξεκινήσαμε τότε με τη δημιουργία του ΣΥΝ δεν έχει ακόμη πλήρως δικαιωθεί.
Όμως, έστω και ανολοκλήρωτη, εκείνη η φιλοδοξία μας για ένα νέο κόμμα της αριστεράς, σύγχρονο και ριζοσπαστικό και κυρίως δημοκρατικό, ένα κόμμα των μελών του, όπως το είχαμε πει, πήρε σάρκα και οστά. Όχι μόνο άντεξε, πράγμα καθόλου αυτονόητο εκείνη την εποχή, αλλά έδωσε μάχες σκληρές με συμφέροντα, ιδεολογίες και πολιτικές, με αποτυχίες αλλά και επιτυχίες πολλές.
Δίνοντας νέα προοπτική αλλά και υπερβαίνοντας ταυτόχρονα παλαιότερα ανανεωτικά εγχειρήματα, με κυριότερο εκείνο του ΚΚΕ εσ., κατοχύρωσε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού αριστερού κινήματος, σε κοινωνικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο, την παρουσία αυτού του απαιτητικού ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος.
Πρωτοστάτησε στην αναζήτηση νέων μορφών και πλαισίων διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς και με πρωτοβουλία του Συνασπισμού συγκροτήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Προσωπικά, κατανοώ κριτικές ακόμη και πολεμικές για συγκεκριμένες θέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, πολλές από τις οποίες μπορεί και ο ίδιος να συμμερίζομαι. Θεωρώ όμως άδικες, ανιστόρητες και μικρόκαρδες τις ισοπεδωτικές ή μηδενιστικές κριτικές, για να μη μιλήσω για εμπαθείς πολεμικές, οι οποίες απλά μας υπενθυμίζουν το μακρύ δρόμο που έχουμε ακόμη να διανύσουμε για να κατακτήσουμε εκείνον τον πολιτικό πολιτισμό που αντιστοιχεί στις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς.
Όμως, το κίνητρο για το άρθρο αυτό δεν μου το έδωσαν οι όποιες επικρίσεις γίνονται από τα έξω κατά του Συνασπισμού, αλλά οι οριακές καταστάσεις που βιώσαμε όλοι εμείς από τα μέσα και στο ΣΥΝ και στο ΣΥΡΙΖΑ, που έφτασαν να απειλήσουν ακόμη και την είσοδό μας στη Βουλή.
Είναι πιστεύω καιρός να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια ότι αυτό που ονομάζουμε «κόμμα» του Συνασπισμού, είναι ένα κόμμα που αρκετές φορές λειτουργεί ως δημόσιος χώρος των τάσεων, των επιμέρους ομάδων του, των επώνυμων στελεχών του, πράγμα που ίσως δε θα ήταν κακό, αν ταυτόχρονα κάποιος φρόντιζε και για τις κοινές ανάγκες ύπαρξης, λειτουργίας και ανάπτυξης αυτού του «κόμματος – χώρου».
Ο ΣΥΝ πήρε βαθμιαία τη μορφή ενός κόμματος που λειτουργεί μέσω μιας προεδρικής – αρχηγικής δομής, γύρω από την οποία υπάρχει ένας πολυφωνικός και συχνά θορυβώδης αστερισμός τάσεων, ομάδων, παρεών, παραγόντων. Αυτή η μορφή συγκρότησης μπορεί να τείνει να γίνει κυρίαρχη στο πολιτικό μας σύστημα, αλλά δε μπορεί να γίνει αποδεκτή σʼ ένα κόμμα της αριστεράς, διότι αφυδατώνει ή και ακυρώνει το ρόλο του μέλους του κόμματος και διότι μεταφέρεται προς τα κάτω αποσυνθέτοντας ή καθιστώντας δύσκολους άλλους τρόπους συλλογικής λειτουργίας, απογοητεύοντας όσους και όσες τους επιχειρούν.
Ανεχτήκαμε, λοιπόν, και τελικά συμβιβαστήκαμε με καταστάσεις που γνωρίζαμε όμως ότι περιορίζουν τη δημοκρατία, τραυματίζουν τη συλλογικότητα και υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα. Το χειρότερο είναι ότι αυτή τη σύγχυση κόμματος – Δημόσιου χώρου τη μεταφέραμε ή την ανεχτήκαμε και στο ΣΥΡΙΖΑ με τη μορφή μιας συγκεχυμένης αντίληψης ως προς τη σχέση πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου, κόμματος και κινήματος.
Αποδεικνύεται έτσι ότι, υπό το άγχος της εκλογικής επιβίωσης, παίρναμε πολλές φορές αποφάσεις που μπορεί να ήταν οι πιο εύκολες αλλά όχι οι πιο σωστές, οι πιο ωφέλιμες συγκυριακά αλλά όχι και οι ανθεκτικές στο χρόνο.
Οι οριακές καταστάσεις όμως που πρόσφατα ζήσαμε, αλλά και άλλοι ακόμη πιο ουσιαστικοί παράγοντες, που δεν είναι της ώρας να αναφερθούν, μας υποχρεώνουν να υπερβούμε αυτή τη συγκρότηση και να αναζητήσουμε τους όρους μιας πολυτασικής, αλλά και συνεκτικής και δημοκρατικής λειτουργίας, πράγμα που θα ήταν ζωογόνο και απελευθερωτικό, όχι μόνο για το ΣΥΝ και τον κόσμο του, αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη και προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ και το δημόσιου χώρου της Αριστεράς.
Πρέπει γιʼ αυτό να οργανώσουμε μια αντίστροφη κίνηση στην κατεύθυνση της δημιουργίας ή ενίσχυσης συλλογικών λειτουργιών και υποδομών, επανακαθορισμού του ρόλου των τάσεων και της προώθησης μιας γενικότερης ανασυγκρότησης. Αυτό όμως προϋποθέτει όχι μόνο ανοχή ή συνηγορία, αλλά και την έμπρακτη στήριξη από όλες τις δυνάμεις του κόμματος και πριν απʼ όλα στο ηγετικό του επίπεδο.
Και όλα αυτά ως προϋπόθεση απλώς για να αναζητήσουμε απαντήσεις στα ακόμη πιο ουσιώδη, όπως τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει το «κόμμα μελών» σε συνθήκες υπονόμευσης της συλλογικότητας και κυριαρχίας του ατομικισμού. Ή πώς μπορεί αξιόπιστα να υλοποιηθεί το αίτημα για ενότητα με «διαφορετικότητα», απάντηση και υπόσχεση δική μας, της ανανεωτικής Αριστεράς δηλαδή, στο πρότυπο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, για να μην αναφερθώ στα ελλείμματα και τις «γκρίζες» ζώνες που παραμένουν στο πολιτικό μας σχέδιο, που κι αυτά στο νέο πολιτικό κύκλο που εισερχόμαστε είναι αναγκαίο να διαλευκανθούν.
Διαφορετικά, αν η τωρινή συγκυρία δεν αξιοποιηθεί για να γίνουν τολμηρά βήματα σαν τα παραπάνω, τότε φοβούμαι ότι υπάρχει ο κίνδυνος τα πάντα να ξεχαστούν σύντομα και να επανέλθουμε, ανεξάρτητα από επιθυμίες ή προθέσεις, στη «φυσική» για το ΣΥΝ τάξη πραγμάτων: να μην κάνουμε τίποτε όσο επικρατεί νηνεμία και να «τρέχουμε και να μη φτάνουμε» στην πρώτη τρικυμία.
ΣΕ ΝΕΟΥΣ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Είναι κατανοητό ότι οι συζητήσεις που γίνονται ως τώρα στο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση οργανωτικών προβλημάτων ή την κάλυψη λειτουργικών ελλειμμάτων που παρατηρήθηκαν στην ως τώρα δράση. Κι αυτό είναι αναγκαίο να γίνει.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως ότι στο ΣΥΡΙΖΑ συναντηθήκαμε για να γίνουμε όχι μόνο πιο πολλοί, πιο ισχυροί, αλλά και για να γίνουμε όλοι διαφορετικοί. Αναγνωρίζαμε δηλαδή πως ο κατακερματισμός της Αριστεράς δεν είναι μόνο αιτία αδυναμιών, αλλά είναι και αποτέλεσμα άλλων «διαρθρωτικών» πολιτικών στρατηγικών και προγραμματικών ελλειμμάτων της Αριστεράς. Τούτο σημαίνει ότι είμαστε στο ΣΥΡΙΖΑ όχι για να κάνει ο ένας μαθήματα στον άλλον, αλλά για να κάνουμε νέες συγκροτημένες προσπάθειες για την από κοινού αντιμετώπιση αυτών των ελλειμμάτων.
Βεβαίως το κάθε τι έχει την αυτονομία του. Όμως δε μπορούμε να παρακάμψουμε τον Λένιν στο θέμα αυτό. «Το τι οργάνωση θέλουμε», έλεγε, εξαρτάται από το τι «δουλειά» θέλουμε να κάνουμε μʼ αυτήν, δηλαδή τι πολιτικό σχέδιο θέλουμε να υλοποιήσουμε. Ας συζητήσουμε λοιπόν για το «κάρο», αλλά δε θα πάμε μακριά αν δε συζητήσουμε και για το «άλογο».
Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε επίσης τις συγχύσεις και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε – αντιμετωπίσαμε ήδη – αν δεν αποσαφηνίσουμε έγκαιρα τα όρια, τον τύπο των σχέσεων και τους διακριτούς ρόλους ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό, το κόμμα, το κίνημα και το δημόσιο χώρο της Αριστεράς.
Όμως δεν είναι μόνο η ατζέντα των θεμάτων. Ακόμη πιο κρίσιμη είναι η σκοπιά και ο ορίζοντας των προσεγγίσεών μας. Αντιμέτωποι με μια μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού, καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια λογική που θέλει την Αριστερά παρακολουθητή των εξελίξεων, όπως κάνει το ΚΚΕ, και μια λογική που θέλει την Αριστερά διαμορφωτή των εξελίξεων με τη σφραγίδα των αγώνων της για τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων και τις ανάγκες αναπαραγωγής της κοινωνίας.
Είναι επίσης κρίσιμο να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια τακτική που θέλει να υπερασπιστεί ό,τι θετικό περικλείει το χθες και μια τακτική που θέλει να κατακτήσει ό,τι ελπιδοφόρο εγκυμονεί το αύριο, χωρίς να απεμπολεί κατακτήσεις του χθες.
Προσωπικά θεωρώ ότι δεν έχουμε μόνο ένα τραυματικό παρελθόν να υπερβούμε, έχουμε και ένα νέο μέλλον να κατακτήσουμε.
Το 2009, για παράδειγμα, δεν είναι όπως το 1989 ούτε για μας ούτε για τους αντιπάλους μας. Μπορεί οι μεγάλες ανατροπές στους συσχετισμούς να μην έχουν γίνει, αλλά ουσιαστικές μετατοπίσεις και αλλαγές είναι ορατές.
Σε εποχές στασιμότητας, σε περιόδους πλήρους ηγεμονίας του αντιπάλου, το να μην κάνει κανείς πολλές κινήσεις και ελιγμούς, το να κρατάει άμυνα στις θέσεις που κατέχει, είναι ίσως η πιο σωστή τακτική. Σε περιόδους όμως που οι παλιές ηγεμονίες δοκιμάζονται και απονομιμοποιούνται, όπως συμβαίνει σήμερα, σε εποχές κρίσεων, αναταράξεων και μεγάλων αλλαγών που με διαφορετικό περιεχόμενο προβάλλουν ταυτόχρονα και ως συστημική ανάγκη των «πάνω» και ως ανάγκες ζωτικές των «κάτω», η ίδια αυτή τακτική μπορεί να αποδειχτεί όχι κατάλληλη ακόμη και παγιδευτική.
Το να επιλύσουμε, επομένως, έστω κάποια από τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι θετικό. Όμως στη νέα ιστορική φάση που έχουμε μπει, μʼ αυτόν τον ιστορικά πρωτότυπο συνδυασμό μιας δομικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, με μια αντίστοιχη οικολογική κρίση, αυτά τα βήματα που συζητούνται, αν και αναγκαία, μπορεί να φανούν ανεπαρκή πολύ σύντομα και η απουσία ενός συνολικού σχεδίου, και για Ελλάδα και για Ευρώπη, να καταστεί πιο κρίσιμη αν και είναι ήδη προφανής.
Μακριά από θεωρίες αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού ή κοινωνικού αυτοματισμού, θεωρώ λοιπόν ότι τα χρόνια που έρχονται θα μας φέρουν αντιμέτωπους με κινδύνους, αλλά και με δυνατότητες. Πρέπει σήμερα να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να μη βρεθούμε αύριο αθωράκιστοι απέναντι στους πρώτους ούτε ανέτοιμοι ή αμήχανοι απέναντι στις δεύτερες.
Είκοσι χρόνια λοιπόν μετά είμαστε ξανά μπροστά σε κρίσιμες επιλογές, αλλά σίγουρα δεν αρχίζουμε από το μηδέν. Ούτε βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος της ιστορίας...