Η συζήτηση για το φορολογικό σύστημα γίνεται σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης. Μάλιστα, στο έδαφος υπαρκτών προβλημάτων, ορισμένοι καλλιεργούν κλίμα πανικού και εκφοβισμού του κόσμου, με σκοπό τη δικαιολόγηση άδικων, σκληρών αντικοινωνικών μέτρων ως δήθεν σωτήριων και αναπόφευκτων.
Η πίεση, λοιπόν, για μέτρα επίπεδα και επιθετικά, εισπρακτικού χαρακτήρα είναι ισχυρή, με κίνδυνο να επισκιαστεί ή να παρακαμφθεί, για μια ακόμη φορά, η χρόνια ανάγκη για τη ριζική αναμόρφωση ενός από τα πιο άδικα, αναχρονιστικά όσο και αναποτελεσματικά φορολογικά συστήματα της Ευρώπης, όπως είναι το δικό μας.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι η όποια προοδευτικότητα της φορολόγησης του εισοδήματος έχει διαβρωθεί ουσιαστικά, αφού τα τελευταία 30 χρόνια τα φορολογικά κλιμάκια από δεκαεννιά (19) έγιναν τρία (3). Ο κατώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος από 3% έχει ανέβει στο 15%, ενώ ο ανώτατος συντελεστής από 63% έχει μειωθεί στο 40%. Ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών από 50% μειώθηκε στο 25%. Τα έσοδα από προσόδους κεφαλαίου και περιουσίας είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Η σχέση άμεσων – έμμεσων παραμένει άνιση υπέρ των δεύτερων. Παρά τη μείωση των συντελεστών η φοροδιαφυγή ανθεί. Ο ΣΕΒ την εκτιμά στα 30 δις ? ετησίως. Τέλος, η Γενική Δ/νση φορολογικής και τελωνειακής πολιτικής της Ε.Ε. εκτιμά ότι η παρακράτηση του ΦΠΑ από τις επιχειρήσεις έφτασε τα 30 δις ? κατά την περίοδο 2000 – 2006 ή πάνω από 4 δις ? ετησίως.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, θα διαπράξει βαρύ ολίσθημα αν ενδώσει στις πιέσεις που υποδεικνύουν τη στρατηγική ενός αντικοινωνικού soc με σκληρή φοροεπιδρομή επί δικαίων και αδίκων από τη μια πλευρά και άγριες περικοπές κοινωνικών δαπανών από την άλλη. Το τίμημα για την κοινωνία θα είναι βαρύ για τον απλό λόγο ότι η δημοσιονομική κρίση που ζούμε είναι μέρος και αποτέλεσμα της συνολικότερης κρίσης. Οι αποσπασματικές λοιπόν απόπειρες αντιμετώπισης του υπαρκτού προβλήματος των δημόσιων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, εν μέσω αυτής της συνολικότερης κρίσης, ενέχει τον πολύ ορατό κίνδυνο οι εν λόγω προσπάθειες να αποδειχτούν όχι μόνο ατελέσφορες, αλλά και επιβαρυντικές ως προς τις άλλες πτυχές της κρίσης, οδηγώντας σε περαιτέρω έκρηξη της ανεργίας.
Ορισμένοι λένε “ναι στο χτύπημα της φοροδιαφυγής, αλλά όχι στην επιβολή νέων φόρων”. Αλλά γιατί να μη μπουν και νέοι φόροι, αν υπάρχουν εισοδήματα και μορφές πλούτου που απαλλάσσονται ή υποφορολογούνται; Η άποψη “χτυπήστε τη φοροδιαφυγή, αλλά μην αλλάξετε το σύστημα” προδιαθέτει ότι και το χτύπημα της φοροδιαφυγής θα γίνει με επιλεκτικό και άδικο τρόπο, θα στραφεί στους ανίσχυρους.
Όμως δεν υπάρχουν πια εύκολες λύσεις. Η κρίση πρέπει να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για λύσεις δίκαιες, διαρθρωτικές, μακράς πνοής και όχι για έκτακτα, αποσπασματικά ή κοντόφθαλμα μέτρα.
Είναι ανάγκη λοιπόν να απαντήσουμε στην ασφυκτική πίεση της πραγματικότητας, των αγορών και των διεθνών μεγα-κερδοσκόπων με μια δίκαιη και συνολική φορολογική μεταρρύθμιση, όχι μόνο για την ανόρθωση των δημόσιων οικονομικών αλλά και ως συστατικό ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία της οικονομίας με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και αειφορίας. Όχι λοιπόν σε μια εισπρακτική ισοπεδωτική φοροεπιδρομή επί δικαίων και αδίκων. Ναι στους δίκαιους και αναγκαίους φόρους, αν εντάσσονται σε μια πολιτική που διασφαλίζει την κοινωνική ανταποδοτικότητά τους.
Δίκαιοι δε φόροι είναι αυτοί που δημιουργούν κίνητρα για μια ανάπτυξη με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και αειφορίας και αναδιανέμουν εισοδήματα και πόρους από τους έχοντες και κατέχοντες στους φτωχούς και αδύναμους, καθώς και από την κοινωνικά και οικολογικά ανεύθυνη υπερκατανάλωση, στην κοινωνικά και οικολογικά υπεύθυνη ικανοποίηση αναγκών, ατομικών και συλλογικών.
Ειδικότεροι στόχοι μιας τέτοιας μεταρρύθμισης πρέπει να είναι η αλλαγή της σχέσης άμεσων - έμμεσων φόρων υπέρ των πρώτων, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και συνταξιούχων, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης σε πηγές και μορφές εισοδήματος που συστηματικά φοροδιαφεύγουν, η συνδυασμένη καταπολέμηση της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής.
οι στόχοι αυτοί έχουν σε σημαντικό βαθμό επιτευχθεί σε πολλές άλλες χώρες. Μάλιστα πρόσφατα η κυβέρνηση των ΗΠΑ και εκείνη της Γερμανίας έφτασαν μέχρι τα άδυτα της UBS, στη Μέκκα του τραπεζικού απορρήτου, την Ελβετία και το Λιχτενστάιν, για να ανακαλύψουν τους δικούς τους μεγαλο – φοροφυγάδες. Οι δικές μας κυβερνήσεις τους προστατεύουν διότι στηρίζονται σʼ αυτούς. Δε μας φταίει, λοιπόν, ούτε η «συνθετότητα του προβλήματος» ούτε η «φύση του Έλληνα», αλλά η απουσία πολιτικής βούλησης για να εφαρμοστούν οι αναγκαίες πολιτικές.