«Για να μπω στο θέμα, οφείλω να θέσω ένα αρχικό ερώτημα: Αν η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει επιφέρει ανατροπές στην απασχόληση;
Θεωρούμε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό που συμβαίνει πραγματικά είναι ότι με την κρίση, επιδεινώνονται τάσεις που υπήρχαν ήδη στον τομέα της απασχόλησης από πιο παλιά.
Η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο και η στρατηγική που παραχωρούσε κάθε κοινωνική πρόοδο στην καλή πρόθεση της ελεύθερης αγοράς, ήταν αυτό που ανέτρεψε πραγματικά τα δεδομένα στον τομέα της απασχόλησης.
Η κερδοφορία του κεφαλαίου βασίστηκε από τότε στη συμπίεση του κόστους εργασίας. Από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια του εργατικού δυναμικού άρχισαν να εξωθούνται προς την ελαστική απασχόληση, τη μερική απασχόληση, την ανασφάλιστη εργασία ή και την ανεργία. ΜΕ αφορμή και πρόσχημα την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι πιέσεις αυτές, γίνονται σήμερα ακόμα οξύτερες.
Θεωρούμε επομένως ότι μιας ουσιαστική απάντηση στο ζήτημα της απασχόλησης, δεν μπορεί να είναι απλώς ο προσανατολισμός της επιχειρηματικότητας προς κάποιον νέο παραγωγικό τομέα, είτε αυτός σχετίζεται με το περιβάλλον ,είτε όχι. Πρώτο και βασικό ερώτημα είναι αν ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης θα έχει ως επίκεντρο την κερδοφορία του κεφαλαίου και τις αγορές, ή την εργασία και το κοινωνικό όφελος που παράγεται από αυτήν.
Χωρίς να διευκρινιστεί αυτή η παράμετρος, δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση στο ζήτημα της απασχόλησης. Η προώθηση πράσινων επενδύσεων που θα βασιζόταν στη συμπίεση του κόστους εργασίας και τη δημιουργία θέσεων επισφαλούς απασχόλησης, δεν μπορεί να δώσει καμία απάντηση στις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στην καλύτερη περίπτωση θα βελτίωνε κάποιους οικονομικούς και χρηματιστηριακούς δείκτες, χωρίς αυτό να σημαίνει ιδιαίτερα πράγματα για την κοινωνία.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι αν αυτό που ονομάζουμε πράσινη ανάπτυξη απαντά στα προβλήματα της περιβαλλοντικής κρίσης.
Είναι γεγονός ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι εδώ. Και απασχολεί ολοένα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, ειδικά στον τομέα της διατροφής, της ενέργειας, της ποιότητα ζωής. Με την έννοια αυτή, η διοχέτευση πόρων σε τομείς που θα στοχεύουν στην περιβαλλοντική προστασία και την αναστροφή των παραμέτρων της οικολογικής κρίσης, είναι πια αναγκαία. Το ερώτημα όμως είναι, αν μιλώντας για πράσινη ανάπτυξη, οι πολίτες και οι αγορές καταλαβαίνουν το ίδιο πράγμα.
Ισχυρίζομαι πως όχι. Ακόμα και αν η πράσινη ανάπτυξη, έτσι όπως ορίζεται θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο για την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την τόνωση των δεικτών της οικονομίας, σίγουρα δεν μπορεί να αποτελεί ολοκληρωμένη απάντηση στο περιβαλλοντικό ζήτημα.
Θα φέρω ένα παράδειγμα. Τα στοιχεία των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, οι πράσινες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 40% παγκοσμίως. Είναι προφανές, ότι ο ρυθμός καταστροφής του περιβάλλοντος δεν ακολουθεί τις διακυμάνσεις των οικονομικών μεγεθών. Ούτε φυσικά μπορεί να τις περιμένει.
Επί πλέον, γεννάται το ερώτημα τι πραγματικά θεωρείται πράσινη ανάπτυξη. Η πυρηνική ενέργεια, είναι πράσινη ανάπτυξη ή όχι; Τα μεταλλαγμένα, είναι πράσινη ανάπτυξη ή όχι; Η καύση των απορριμμάτων, είναι πράσινη ανάπτυξη, ή όχι; Διότι σε αυτούς τους τομείς, εκδηλώνεται έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον, και μάλιστα με πρόσχημα τα σοβαρά περιβαλλοντικά αδιέξοδα.
Χρειάζεται επίσης κατά την άποψή μας, ιδιαίτερη αυστηρότητα στον ορισμό της έννοιας ανάπτυξη. Γιατί όπως είπα και στην αρχή, ανάπτυξη δεν μπορεί πλέον να θεωρείται η παραγωγική δραστηριότητα που απλώς αποφέρει μερίσματα σε μετόχους ανωνύμων εταιρειών. Ανάπτυξη για μας είναι η διαδικασία που παράγει κοινωνικό όφελος, στοχεύει στις ανθρώπινες ανάγκες, διευρύνει τα δημόσια αγαθά και αναπαράγει τον παραγόμενο πλούτο. Και οι αγορές, έχουν αποδείξει ότι ούτε μπορούν, ούτε ενδιαφέρονται να αντιμετωπίσουν τέτοια ζητήματα, αν δεν αποκομίζουν τα αντίστοιχα κέρδη.
Ιδού λοιπόν οι αντιφάσεις που προκύπτουν: Για την κοινωνία, πράσινη ανάπτυξη είναι η αντικατάσταση του αυτοκινήτου με το ποδήλατο και τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η απελευθέρωση οικοδομήσιμων χώρων και η μετατροπή τους σε πάρκα. Η στροφή από τις μεγάλες τουριστικές επενδύσεις, στον ήπιο τουρισμό χαμηλής έντασης. Τέτοιου είδους μετασχηματισμοί, για το περιβάλλον και την κοινωνία είναι σημαντικό όφελος. Αλλά για την αγορά, είναι έγκλημα. Ποια λοιπόν από τις δύο τάσεις ορίζεται ως πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή ως διέξοδος στο ζήτημα της απασχόλησης αλλά ταυτόχρονα και της περιβαλλοντικής κρίσης.
Διαπιστώνετε ότι μια επιμονή στην ορθολογική ανάλυση των όρων και των ορισμών, μας φέρνει μπροστά σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, που η αριστερά το έχει αναδείξει εδώ και καιρό. Το συμφέρον των αγορών δεν είναι αυτονόητα συνδεδεμένο με το κοινωνικό συμφέρον, πόσο μάλλον με το συμφέρον του πλανήτη. Για την αγορά, συμφέρον είναι δίπλα στους κοινούς λαμπτήρες των 90 λεπτών, να πωλούνται λαμπτήρες περιβαλλοντικά φιλικοί, που κοστίζουν 7.5 ευρώ. Για τον πλανήτη, συμφέρον είναι οι λαμπτήρες των 90 λεπτών να είναι περιβαλλοντικά φιλικοί.
Η δική μας θεώρηση ξεκινά από την αντίληψη ότι το περιβάλλον είναι δημόσιο αγαθό. Θα χρειαστεί εδώ να υπενθυμίσω ότι σε μεγάλο βαθμό, η επέκταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, στηρίχτηκε στην επέκταση της σφαίρας των δραστηριοτήτων του συνολικά εις βάρος των δημόσιων αγαθών, όπως η υγεία, η παιδεία, οι ελεύθεροι χώροι των πόλεων. Όμως, η πρόσφατη οικονομική κρίση, ξαναθέτει τα ζητήματα του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης. Και μας οδηγεί αβίαστα στο ερώτημα για το ποιόν δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε από εδώ και εμπρός. Αν δηλαδή θα ξαναφέρουμε τα δημόσια αγαθά στο επίκεντρο της ανάπτυξης, η αν θα συνεχίσουμε την σημερινό δρόμο, περιμένοντας την επόμενη τράπεζα του Ντουμπάι να χρεοκοπήσει, για να ξαναμπούμε σε έναν νέο βαθύτερο υφεσιακό κύκλο.
Στην πυρήνα μιας νέας αντίληψης για την ανάπτυξη, εντάσσεται και μια πρόταση που θα καλούσε σε ένα σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα σε πράσινες τεχνολογίες. Ένα πρόγραμμα που θα αφορά εξ ίσου την έρευνα, την παραγωγή, την εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού. Και το οποίο παράλληλα θα στηρίζεται στην λογική της σταθερής ασφαλισμένης εργασίας. Μόνο έτσι θεωρώ ότι μπορεί να παραχθεί κοινωνικό αποτέλεσμα που να αποτελεί ταυτόχρονη απάντηση στα προβλήματα τόσο της περιβαλλοντικής, όσο και της οικονομικής κρίσης. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, διστάζω να το αποκαλέσω «πράσινη ανάπτυξη», έως ότου αποσαφηνιστεί ότι αυτό που εμείς προτείνουμε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, πολύ πιο ουσιαστικό και πολύ πιο ρεαλιστικό, από μια απλή σύνδεση των κοινωνικών αναγκών και της περιβαλλοντικής ευαισθησίας με τις επιταγές του κέρδους.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν μπορούμε να μιλάμε γενικά και αόριστα για επενδύσεις, αδιαφορώντας για τον κοινωνικό χαρακτήρα των επενδύσεων αυτών, την ποιότητά και τις συνθήκες των θέσεων εργασίας, καθώς και τη διάχυση των ωφελημάτων στην κοινωνία. Είναι λοιπόν σημαντικό να επισημάνουμε ότι αναγκαία βασικά χαρακτηριστικά της δικής μας πράσινης ανάπτυξης, πρέπει να είναι η μικρή κλίμακα, σε άμεση σύνδεση και με προστιθέμενες αξίες για τις τοπικές κοινωνίες, καθώς και η έμφαση σε τεχνολογίες εντάσεως εργασίας, σε αντιδιαστολή με μεγάλες επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, όπως το “πράσινο” real estate, οι μεγάλες επενδύσεις στο τουρισμό ή την ενέργεια, τα μεγάλα τεχνικά έργα, η καύση των απορριμμάτων.
Το ερώτημα είναι βέβαια ποιος θα πληρώσει το κόστος. Γιατί η διοχέτευση επενδύσεων στην έρευνα και την παραγωγή με τέτοιους όρους, καθώς και η επίσης απαραίτητη ταυτόχρονη επιβολή μέτρων, ελέγχων και περιορισμών για την περιβαλλοντική προστασία, συνεπάγονται μείωση της κερδοφορίας. Απαιτούν επίσης αναδιανομή του πλούτου με στόχο το κοινωνικό όφελος, μέσα από την φορολογία του πλούτου και των κερδών.
Καταλήγω λοιπόν, αναδιατυπώνοντας το αρχικό ερώτημα. Κατά την άποψή μου, είναι στενή οπτική το να ορίζουμε την έξοδο από την κρίση –οικονομική και περιβαλλοντική - ως ζητούμενο και την πράσινη ανάπτυξη ως απάντηση. Τόσο το ένα, όσο και το άλλο, είναι σήμερα ζητούμενα. Και η απάντηση, είναι η έξοδος από το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο προκάλεσε τις κρίσεις αυτές. Για να συμβεί βεβαίως κάτι τέτοιο, απαιτείται η διαμόρφωση νέων συσχετισμών ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις και ειδικά ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Αλλά αυτό είναι μια ιστορία που ξεφεύγει από το αντικείμενο του παρόντος συνεδρίου και αναφέρεται σε ζητήματα πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης».